ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δήμος Αραδίππου ν. Γεώργιος Ν.Γεωργιάδης (2000) 1 ΑΑΔ 1000
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973
Aφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 281
Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643
Kαμένος Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25
Xρηματιστήριο Aξιών Kύπρου ν. Δημήτρη Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ 435
Μιχαηλίδης Γιώργος Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Υπόθεση Αρ. 1339/2006, 28 Μαΐου 2008
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:C208
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 57/2013
31 Μαΐου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ.,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ., ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxxx ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
(α) ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
(β) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
............
Φ. Θεοχάρους (κα) μαζί με τον Μ. Ασπρομάλλη, για τον εφεσείοντα
Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 13.1.2006 προκηρύχθηκε από τους εφεσίβλητους ο υπ΄ αρ. ΤΠΑ 2/2006 διαγωνισμός για την Παροχή Υπηρεσιών Επιθεωρητή Πτητικών Επιχειρήσεων Χειριστή Αεροσκαφών Εναέριων Γραμμών (Airline Transport Pilots Licence, στο εξής ο Διαγωνισμός), προκειμένου να αντιμετωπιστούν προσωρινά οι άμεσες και αυξημένες ανάγκες της Μονάδας Ασφάλειας Πτήσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα ενόψει της πλήρωσης τριών (3) μόνιμων κενών θέσεων από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ).
Ο εφεσείων, ο οποίος είναι πιλότος, διεκδίκησε με σχετική προσφορά τη μία από τις τρεις (3) θέσεις του Διαγωνισμού, αλλά το Συμβούλιο Προσφορών (ΣΠ) την απέρριψε. Kαι αυτό με το αιτιολογικό ότι η άδεια του για αεροσκάφη εναερίων γραμμών (ΑΤΡL) δεν ήταν σε ισχύ κατά την τελευταία ημέρα υποβολής των προσφορών, με αποτέλεσμα ο Διαγωνισμός να κατακυρωθεί στον Κ. Λ. (ΕΜ).
Η αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη της προσφοράς του εκδηλώθηκε με την καταχώριση προσφυγής, η οποία έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο (Π. Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1339/2006, ημερ. 28.5.2008) λόγω, όπως κρίθηκε, ελλιπούς δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Με την επιτυχή κατάληξη της πιο πάνω προσφυγής (στο εξής η πρώτη προσφυγή) ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος αποζημιώσεις και επανεξέταση του ζητήματος. Όντως το ΣΠ επανεξέτασε το ζήτημα στις 30.4.2009, πλην όμως και πάλιν απέκλεισε την προσφορά του για τον ίδιο λόγο, γεγονός που ώθησε τον εφεσείοντα να καταχωρίσει την υπ΄ αρ. 1588/2009, η οποία όμως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο αποδέκτηκε προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ότι η προσφυγή του εφεσείοντα απώλεσε το αντικείμενο της.
«Από σχετικό έγγραφο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, το οποίο επισυνάφθηκε στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, προκύπτει ότι ο διορισμός του Κ. Λ., στον οποίον είχε κατακυρωθεί ο διαγωνισμός είχε ισχύ από 2.1.2009. Ο εν λόγω διορισμός επέφερε και τη λήξη της σύμβασης παροχής μισθωτών υπηρεσιών, που ήταν το αντικείμενο του Διαγωνισμού και κατέστησε αδύνατη την ουσιαστική επανεξέταση και την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την ακυρωτική απόφαση της 28/5/2008 στην Υπόθεση Αρ. 1339/06. Ανάκληση της ακυρωθείσας απόφασης δε θα εξυπηρετούσε τον αιτητή, αφού, δεν υπήρχε, πλέον, περιθώριο εκ νέου διεκδίκησης κατακύρωσης σ' αυτόν του Διαγωνισμού. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η επανεξέταση και η απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών ημερομηνίας 30/4/2009, υπό το φως, όπως σημειώθηκε, της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1339/06, είχε μόνο θεωρητικό χαρακτήρα. Η λήξη της περιόδου των μισθωτών υπηρεσιών και η πλήρωση της μόνιμης θέσης καθιστούσε αδύνατη την κατακύρωση του Διαγωνισμού στον αιτητή, ο οποίος διατηρεί βέβαια, τη δυνατότητα διεκδίκησης αποζημιώσεων, με βάση την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή του Αρ. 1339/06, συνέχιση εδώ της δίκης δε θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό - (βλ. Viamax Coach Industry Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθεση αρ. 316/02, 16/9/03)».
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με την παρούσα έφεση διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι (α) παρέμεινε εφικτή η διεκδίκηση αποζημιώσεων ως αποτέλεσμα της επιτυχούς έκβασης της πρώτης προσφυγής και ότι η συνέχιση της δίκης με τη δεύτερη προσφυγή (την επίδικη) δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό (1ος Λόγος Έφεσης), (β) το αντικείμενο της επίδικης προσφυγής είχε εξαφανιστεί (2ος Λόγος Έφεσης) και (γ) ότι η τυχόν ανάκληση της ακυρωθείσας απόφασης του ΣΠ δεν θα τον ωφελούσε (3ος Λόγος Έφεσης).
Αναπτύσσοντας τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης, ο εφεσείων, ισχυρίστηκε βασικά τα ακόλουθα:
Η ακυρωτική απόφαση από μόνη της δεν είναι αρκετή προς θεμελίωση αξίωσης για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία (Δήμος Αραδίππου ν. Γεωργιάδη (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 1000 και Vnukovo Airlines (V.A.) κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) 3 Α.Α.Δ. 969) η δικαστική ακύρωση δεν προδεσμεύει τη διακριτική εξουσία της Διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Τούτο γιατί ο εφεσείων, κατά την επανεξέταση, έχει απλή προσδοκία και όχι δικαίωμα κατακύρωσης της προσφοράς. Συνεπώς η διαθέσιμη θεραπεία περιορίζεται σε νέο αναθεωρητικό έλεγχο της απόφασης και δεν επεκτείνεται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων. Στη βάση της θεώρησης αυτής, προσβάλλει ως εσφαλμένο και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τη λήξη της χρονικής περιόδου της παροχής των υπηρεσιών του Διαγωνισμού και τη μόνιμη πλήρωση της θέσης, εξέλειπε το αντικείμενο της επίδικης προσφυγής ως ο 2ος Λόγος Έφεσης. Αναφορικά δε με τον 3ο Λόγο Έφεσης πρόβαλε πως η Διοίκηση είχε συνταγματική υποχρέωση για ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση και αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας με επανεξέταση του ζητήματος και έκδοσης νέας πράξης, έστω και αν η χρονική περίοδος του αντικειμένου της προκήρυξης του Διαγωνισμού είχε ολοκληρωθεί και ανεξαρτήτως της δυνατότητας που είχε ο εφεσείων για διεκδίκηση του Διαγωνισμού. Και αυτό επειδή μόνο με την επανεξέταση θα μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι αγώγιμου δικαιώματος για διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Οι εφεσίβλητοι, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αντέτειναν ότι η επίδικη προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος προώθησής της. Τούτο γιατί ο διορισμός του ΕΜ στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Πτητικών Επιχειρήσεων, στις 2.1.2009, επέφερε τη λήξη της σύμβασης παροχής μισθωτών υπηρεσιών που αποτελούσε το αντικείμενο του Διαγωνισμού και η επίδικη προσφυγή καταχωρίστηκε 6 μήνες μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου της προσφοράς. Επιπρόσθετα υπέδειξαν ότι ο εφεσείων δεν ήγειρε πρωτοδίκως ισχυρισμό για πρόκληση οποιασδήποτε ζημίας που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος της πράξης που ακυρώθηκε με την πρώτη προσφυγή ώστε να μπορεί να εγείρει τέτοιο ζήτημα κατ΄ έφεση. Σ΄ ό,τι δε αφορά το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε επανεξέταση, η διενέργεια επανεξέτασης - τόνισαν - έγινε προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης προσφυγής που και πάλι ο εφεσείων αποκλείστηκε από το Διαγωνισμό λόγω του ότι δεν πληρούσε συγκεκριμένους όρους της προσφοράς αναφορικά με την ημερομηνία ισχύος της άδειάς του.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και να επισημάνουμε κατ΄ αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω απώλειας του αντικειμένου της και όχι γιατί ο εφεσείων διατηρούσε το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων στα πολιτικά Δικαστήρια, ως αποτέλεσμα της αποδοχής της πρώτης προσφυγής του. Η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε, μπορεί να λεχθεί, υπό μορφή obiter και δεν ήταν ουσιώδες στοιχείο της πρωτόδικης κατάληξης. Ως εκ τούτου είμαστε της γνώμης ότι ακόμη και εάν ο 1ος Λόγος Έφεσης εγίνετο αποδεκτός, τούτο δεν θα είχε επιπτώσεις στο παράπονο του εφεσείοντα για απόρριψη της επίδικης προσφυγής. Έπεται ότι δεν θα ασχοληθούμε με τον υπό αναφορά Λόγο Έφεσης.
Αναφορικά τώρα με τον 2ο Λόγο Έφεσης, η Διοίκηση επανεξέτασε το ζήτημα και εξέδωσε νέα απόφαση στις 30.4.2009, αφού στο μεταξύ η σύμβαση μισθωτών υπηρεσιών που ακολούθησε την κατακύρωση του διαγωνισμού στο ΕΜ τερματίστηκε καθότι ο τελευταίος διορίστηκε στη αντίστοιχη μόνιμη θέση.
Eύλογα τίθεται εδώ θέμα κατάργησης του αντικειμένου της δίκης εφόσον έχει διαρρεύσει ο χρόνος στον οποίο αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση και ο εφεσείων δε φαίνεται να επωφελείται από τυχόν ακύρωση της νέας απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών.
Το θέμα της κατάργησης της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου έχει απασχολήσει την Ολομέλεια στην Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 33, όπου έγινε ανασκόπηση των επί του θέματος αυθεντιών και επισημάνθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις προϋποθέσεις για συνέχιση της δίκης εναντίον διοικητικής πράξης η οποία έπαψε να ισχύει:-
«Αναφορικά με διοικητικές πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος, όπως είναι η δική μας περίπτωση, σχετική είναι η υπόθεση Αφρόκηπος Λτδ v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243:
«δδ΄. Πράξις Περιορισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ' ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ' ον ίσχυσεν , εφ' όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ' όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ'όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ' ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχει λήξει η ισχύς ταύτης, εφ' όσον δεν ήρθησαν τα κατά το χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα".
Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, αναφορικά με την κατάργηση της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου, στη σελ. 651 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ιδίου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκληση της ή την ικανοποίηση της αξίωσης του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της επίδικης προσφυγής όσο και κατά τη συζήτηση αυτής το αντικείμενο της διαφοράς εξέλιπε λόγω του τερματισμού της σύμβασης υπηρεσιών που αφορούσε το Διαγωνισμό και της πλήρωσης της θέσης με μόνιμο διορισμό, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι είχαν ήδη προκύψει ζημιογόνες γι' αυτόν συνέπειες κατά το χρόνο της ισχύος της απόφασης του ΣΠ έχουσες άμεση συνάφεια με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν υπήρξε ξεκάθαρη τοποθέτηση του εφεσείοντα επί του θέματος, ούτε και στοιχειοθέτησε, έστω εκ πρώτης όψεως, ζήτημα ζημιογόνου καταλοίπου είτε στο δικόγραφο είτε στα πλαίσια της συζήτησης της προσφυγής του. Το βάρος απόδειξης τέτοιας ζημίας είναι στους ώμους του αιτητή και δεν αρκεί αόριστη επίκλησή της. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά υπό μορφή εκ πρώτης όψεως διαπίστωσης αν παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και να δικογραφείται από τον εκάστοτε αιτητή (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 Α.Α.Δ. 435). Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδοση , Τόμος 1, σελ. 85 αναφέρεται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους.
Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω, ο εφεσείων εμποδίζεται να εγείρει ζήτημα κατάλοιπου ζημίας εφόσον το ζήτημα αυτό δεν το είχε δικογραφήσει και ούτε το είχε θέσει προς εξέταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 2 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τα πιο πάνω απαντάται και ο 3ος Λόγος Έφεσης αναφορικά με τη δυνατότητα ανάκλησης της προσβαλλόμενης πράξης και επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση λόγω του ότι η χρονική διάρκεια της σύμβασης, που αποτελούσε το αντικείμενο του Διαγωνισμού, είχε ολοκληρωθεί και δεν υπήρχε πλέον περιθώριο για νέα επανεξέταση ή αποκατάσταση των πραγμάτων στην πρότερα θέση. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγραμμα «Αι συνέπειαι της Aκυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν Ασκήσεως Αιτήσεως Ακυρώσεως» (πιο πάνω), σελ. 285:
"Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η in natura αποκατάστασις των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν, είναι αδύνατος. Τούτο παρατηρείται οσάκις η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως επέφερεν υλικήν αλλοίωσιν ανεπανόρθωτον, όπως π.χ. εις περίπτωσιν παρανόμου κατεδαφίσεως ως αυθαιρέτου κτίσματος (οικίας, περιπτέρου, λυομένου κτίσματος), ή εις περίπτωσιν που ο χρόνος καθ' ον ίσχυσεν η ακυρωθείσα περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα εις το οποίον αφεώρα ή ακυρωθείσα, όπως π.χ. εις την περίπτωσιν αρνήσεως χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δι' ωρισμένην ημέραν, ή συγκροτήσεως διαδηλώσεως καθ' ωρισμένην ημέραν, ....................
Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημία και εφ' όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν.".
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500 έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ