ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A96
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017)
19 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. xxx ΜΙΧΑΗΛ,
2. xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
3. xxx ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ,
4. xxx ΠΟΧΑΝΗΣ,
5. xxx ΚΟΥΜΕΝΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Εφεσείοντες παρόντες.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, οι οποίοι αποσπάστηκαν για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Ειδικότερα, οι εφεσείοντες 1, 2 και 3 είναι μόνιμοι Αξιωματικοί του ΄Οπλου του Πεζικού, του Στρατού Ξηράς, απόφοιτοι της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων της Ελλάδας. Διορίστηκαν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, οι εφεσείοντες 1 και 2, στις 15.8.1982 και, ο εφεσείων 3, στις 6.8.1983. Ανελίχθηκαν σε διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας και κατείχαν, από 15.3.2007, 22.12.2006 και 24.12.2014, αντίστοιχα, το βαθμό του Συνταγματάρχη. Ο εφεσείων 4 είναι μόνιμος Αξιωματικός του Ναυτικού, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ναυτικών Δοκίμων της Ελλάδας. Διορίστηκε με το βαθμό του Σημαιοφόρου, ο οποίος αντιστοιχεί στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Στρατού Ξηράς, στις 28.6.1983 και, από 31.12.2012, κατείχε το βαθμό του Πλοιάρχου, ο οποίος αντιστοιχεί στο βαθμό του Συνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς. Τέλος, ο εφεσείων 5 είναι μόνιμος Αξιωματικός της Αεροπορίας, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ικάρων της Ελλάδας. Διορίστηκε με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού, ο οποίος αντιστοιχεί στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, την 1.6.1982 και, από 31.12.2010, κατείχε το βαθμό του Σμηνάρχου, ο οποίος αντιστοιχεί στο βαθμό του Συνταγματάρχη.
Το έτος 2012, λόγω δεσμεύσεων, όπως σημειώνουν οι εφεσίβλητοι, που απέρρεαν από την υιοθέτηση των δημοσιονομικών μέτρων εξυγίανσης, στο πλαίσιο της καταρχήν συμφωνίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τρόικα, το Υπουργείο ΄Αμυνας προέβη σε αναπροσαρμογή αριθμού νομοθετικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνονταν στην περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νομοθεσία, ώστε αυτές να συνάδουν με τις ανάλογες ρυθμίσεις που επρόκειτο να ισχύσουν για όλους τους κρατικούς υπαλλήλους. Μία από αυτές ήταν και η επέκταση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των μελών του Στρατού της Δημοκρατίας κατά δύο ηλικίες (έξι μήνες το χρόνο), εκτός αυτών που βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια. Συγκεκριμένα, όλα αυτά ρυθμίστηκαν με τη θέσπιση του περί των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας (Αφυπηρέτηση και Συναφή Θέματα) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012, (Ν. 215(Ι)/2012), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2013. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4(1)(στ) αυτού, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μόνιμου στελέχους του Στρατού της Δημοκρατίας στο βαθμό του Συνταγματάρχη, που εδώ ενδιαφέρει, ο οποίος θα συμπλήρωνε το πεντηκοστό όγδοο έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1.1.2016, θα ήταν εκείνη των εξήντα ετών.
Ακολούθως, στο πλαίσιο της προσπάθειας του Υπουργείου ΄Αμυνας για εκσυγχρονισμό των διαφόρων νομοθετημάτων αναφορικά με τη λειτουργία του Στρατού της Δημοκρατίας, καθώς και για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μόνιμο προσωπικό του, τέθηκαν σε ισχύ, από τις 2.12.2016, ο περί των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας (Αφυπηρέτηση και Συναφή Θέματα) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016, (Ν. 125(Ι)/2016) και οι περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμοί του 2016, (Κ.Δ.Π. 351/2016), (οι «Κανονισμοί»). Με το Ν. 125(Ι)/2016, καταργήθηκε το άρθρο 4 του Ν. 215(Ι)/2012, το οποίο καθόριζε την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μόνιμου Αξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας, ενώ, με τους Κανονισμούς, καθορίστηκαν νέα μειωμένα ηλικιακά όρια υποχρεωτικής αφυπηρέτησης.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόνοιες του Κ. 43(2)(δ) των Κανονισμών, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης Συνταγματάρχη, (βαθμός που αφορά η παρούσα υπόθεση), ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία των εξήντα ετών:-
«(ι) μέχρι την 30η Απριλίου 2017, της ημερομηνίας αυτής συμπεριλαμβανομένης, είναι η ηλικία των εξήντα (60) ετών∙
(ιι) μεταξύ της 1ης Μαΐου 2017 και της 31ης Δεκεμβρίου 2017, και των δύο αυτών ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα εννέα (59) ετών και έξι (6) μηνών∙
(ιιι) μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2018 και της 31ης Αυγούστου 2018, και των δύο αυτών ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα εννέα (59) ετών∙
(ιν) μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 2018 και της 30ης Απριλίου 2019, και των δύο αυτών ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα οκτώ (58) ετών και έξι (6) μηνών∙
(ν) μεταξύ της 1ης Μαΐου 2019 και της 31ης Δεκεμβρίου 2019, και των δύο αυτών ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα οκτώ (58) ετών∙
(νι) μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2020 και της 31ης Αυγούστου 2020, και των δύο αυτών ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα επτά (57) ετών και έξι (6) μηνών·»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω προνοιών, το Υπουργείο ΄Αμυνας απέστειλε στους εφεσείοντες, στον κάθε έναν ξεχωριστά, επιστολή με ημερομηνία 27.12.2016, με την οποία τους πληροφορούσε για την ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησής τους.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω επιστολή, αναφερόταν η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του κάθε εφεσείοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ. 43 των Κανονισμών, με βάση την ημερομηνία γέννησής του και το βαθμό που αυτός κατείχε. ΄Οπως χαρακτηριστικά αναφερόταν, αυτοί θα αφυπηρετούσαν την πρώτη ημέρα του μήνα που θα ακολουθούσε το μήνα κατά τον οποίο θα συμπλήρωναν την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής τους, με την επιφύλαξη ότι, σε περίπτωση προαγωγής τους, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησής τους, με βάση τις πρόνοιες του Κ. 43(3) των Κανονισμών, θα επανακαθοριζόταν και οι ίδιοι θα πληροφορούντο σχετικά. Σύμφωνα, λοιπόν, με την επιστολή που έλαβε ο κάθε ένας από τους εφεσείοντες, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ήταν, των εφεσειόντων 1 και 3, εκείνη των πενήντα οκτώ ετών και έξι μηνών, την οποία αυτοί θα συμπλήρωναν στις xx.xx.2017 και xx.xx.2017, αντίστοιχα, του εφεσείοντος 2, εκείνη των πενήντα οκτώ ετών, δέκα μηνών και είκοσι τριών ημερών, την οποία αυτός θα συμπλήρωνε στις xx.xx.2017, του εφεσείοντος 4, εκείνη των πενήντα επτά ετών, δέκα μηνών και δεκατριών ημερών, την οποία αυτός θα συμπλήρωνε στις xx.xx.2017 και του εφεσείοντος 5, εκείνη των πενήντα οκτώ ετών, οκτώ μηνών και είκοσι ημερών, την οποία αυτός θα συμπλήρωνε στις xx.xx.2017.
Οι εφεσείοντες, μη ικανοποιηθέντες από την πιο πάνω, για τον κάθε έναν απόφαση, σύμφωνα με την οποία, κατ' εφαρμογή των Κανονισμών, θα αφυπηρετούσαν πριν από τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας τους, όπως προβλεπόταν από το καταργηθέν άρθρο 4(στ) του Ν. 215(Ι)/2012, καταχώρισαν, στις 20.1.2017, την προσφυγή αρ. 107/2017, προσβάλλοντάς την. Με αυτήν, ουσιαστικά, ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου, με την οποία να κηρυσσόταν άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η επιστολή ημερομηνίας 27.12.2016, την οποία ο κάθε ένας είχε λάβει τον Ιανουάριο του 2017, (η προσβαλλόμενη απόφαση). Περαιτέρω, ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω απόφαση παραβίαζε, άνισα και επιλεκτικά, την έννοια του κράτους δικαίου και/ή τα κεκτημένα δικαιώματά τους και, άρα, ακυρουμένης της ισχύος και πρόβλεψής της, έπρεπε να αποκατασταθεί η σταδιοδρομία τους. Η προσπάθειά τους αυτή δεν είχε θετικό αποτέλεσμα. Η προσφυγή τους απορρίφθηκε, οπότε αυτοί καταχώρισαν την παρούσα έφεση, εγείροντας διάφορους λόγους για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Προέχει, όμως, η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι, εισηγούμενοι ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Εν πρώτοις, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι το έννομο συμφέρον των εφεσειόντων έχει εκλείψει, αφού αυτοί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, κατά το χρόνο καταχώρισης της έφεσης, στις 27.12.2017, είχαν, ήδη, αφυπηρετήσει. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι η έφεση κατέστη χωρίς αντικείμενο, με αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης. ΄Ηταν, ειδικότερα, η θέση τους πως οι εφεσείοντες απέτυχαν, εν προκειμένω, να αποδείξουν την ύπαρξη οποιουδήποτε κατάλοιπου ζημιάς, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν την έφεσή τους. Επικαλέστηκαν, συναφώς, προς τούτο, τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 973 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33.
Στην τελευταία, πιο πάνω, υπόθεση, έγινε αναφορά στην υπόθεση Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, στην οποία, στη σελίδα 651, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, σχετικά με την κατάργηση της δίκης:-
«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει, ήδη, παρατεθεί. Προκύπτει, με σαφήνεια, από αυτό, πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, ήδη, αφυπηρέτησαν δεν τους στερεί κανένα έννομο συμφέρον να προσβάλουν την αφυπηρέτησή τους. Η ζημιά την οποία επικαλούνται δεν αφορά τούτο το γεγονός, αυτό καθ' εαυτό, αλλά το ότι οι ίδιοι στερήθηκαν της δυνατότητας να συνεχίσουν να εργάζονται για, περίπου, άλλα δύο έτη. Αντί δε να αφυπηρετήσουν στο εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, όπως ίσχυε με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, υποχρεώθηκαν να πράξουν τούτο νωρίτερα.
Στην παρούσα έφεση, όπως έχει ήδη αναφερθεί και είναι παραδεκτό, οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν να εφαρμόσουν, κατά δέσμια αρμοδιότητα, τους Κανονισμούς και να ενημερώσουν, σχετικά, τους εφεσείοντες, τόσο για τις ισχύουσες, πλέον, νέες διατάξεις τους όσο και για τα νέα δεδομένα του καθενός από αυτούς, σε ό,τι αφορά την αφυπηρέτησή τους, γι' αυτό και απέστειλαν, στον κάθε έναν ξεχωριστά, την επιστολή ημερομηνίας 27.12.2016. Με την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, μειώθηκε το ηλικιακό όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων κάτω του εξηκοστού έτους. Επήλθε, δηλαδή, μεταβολή στα όσα ίσχυαν προηγουμένως με το Ν. 215(Ι)/2012. Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Οι εφεσείοντες διατηρούν, ασφαλώς, το έννομό τους συμφέρον και κατά την έφεση, αφού το γεγονός της αφυπηρέτησής τους δεν ανακαλεί την προσβαλλόμενη απόφαση. Σχετική επί τούτου, με διαφορετικά, όμως, γεγονότα, είναι η πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση xxx xxx Αγγελίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 27/2013, 25.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:C59.
Στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, σημαντικός αριθμός των λόγων ακύρωσης της προσφυγής δεν εξετάστηκε, καθώς κρίθηκε ότι αυτοί δεν είχαν δικογραφηθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, (ο «Κ. 7»). Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν, κυρίως, τη βασική θέση που ανέπτυξαν πρωτόδικα οι εφεσείοντες, ότι, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε, εφόσον αυτή είχε στηριχθεί σε διατάξεις των Κανονισμών «που είναι ultra vires σε σχέση με την κείμενη νομοθεσία», καθώς και ισχυρισμούς που άπτονταν ζητημάτων συνταγματικότητας. ΄Ηταν, συγκεκριμένα, ο βασικός άξονας των επιχειρημάτων τους ότι οι Κανονισμοί, κατ' εφαρμογή των οποίων λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μείωσαν αυθαίρετα και χωρίς ειδική εξουσιοδότηση από Νόμο την ηλικία αφυπηρέτησης που ίσχυε προηγουμένως.
Οι εφεσείοντες, με τους λόγους έφεσης 1 και 3, που, ουσιαστικά, είναι συναφείς, αμφισβητούν την ορθότητα της εν λόγω πρωτόδικης κρίσης. Αφού, λοιπόν, εν πρώτοις, επισημαίνουν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε, εντελώς αδικαιολόγητα και υπό προφανή πλάνη, την ενώπιόν του παρατεθείσα, από μέρους τους, σαφή, συγκεκριμένη και γραπτή επιχειρηματολογία για ανίσχυρους και μη νόμιμους Κανονισμούς, παραπέμπουν, στη συνέχεια, στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης, για να καταδείξουν, περαιτέρω, ότι οι ίδιοι δεν ήγειραν οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού, ώστε να απαιτείτο πρόσθετη δικογράφηση, με πληρέστερη σαφήνεια από μέρους τους.
Ο Κ. 7 είναι σαφής. Θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών, συγχρόνως ταύτα πλήρως». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός άρθρου του Συντάγματος, ή ενός νόμου, ή γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή, για την εξέταση, από το δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Στην προκειμένη περίπτωση, εξέταση των επτά νομικών σημείων της προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δε δικογραφήθηκε, με σαφήνεια και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κ. 7, καθώς και με τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, η προεκτεθείσα βασική θέση των εφεσειόντων.
Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, ως νομικό σημείο υπ' αρ. 2 στην αίτηση ακύρωσής τους, καταγράφουν τα εξής:-
«2. Η προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε Κανονιστική πρόβλεψη με την οποία όμως άνισα, αντισυνταγματικά, αντιφατικά και αυθαίρετα ανέτρεψε κεκτημένα δικαιώματα και μάλιστα όχι απρόσωπα, αλλά επιλεκτικά προς ανατροπή αξιοκρατικών προαγωγών.»
Από την εν λόγω διατύπωση, αναμφίβολα, προκύπτει πως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των εφεσειόντων περί κανονιστικής διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires). Η παρατεθείσα διατύπωση του συγκεκριμένου νομικού σημείου, αλλά και των υπολοίπων, δεν ικανοποιεί την υποχρέωση που θέτει ο Κ. 7, ειδικά, αφού ουδεμία αναφορά γίνεται σε αυτά στους Κανονισμούς και, δη, ότι αυτοί είναι ultra vires. ΄Οπως δε λέχθηκε και στην υπόθεση xxx xxx Χονδρουλίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) κ.ά., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 208/2012, 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα: «Δεν ήταν ... επιτρεπτό το κενό αυτό να καλυφθεί με οποιεσδήποτε αναφορές, σχετικά, στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, σελίδα 605)». Η ίδια διαπίστωση ισχύει και εδώ.
΄Οσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι οι ίδιοι δεν ήγειραν οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού, για να απαιτείτο δικογράφηση με πληρέστερη σαφήνεια, το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αίτησης ακύρωσης τους διαψεύδει, αφού, στο υπ' αρ. 6 νομικό σημείο αυτής, καταγράφονται τα ακόλουθα:-
«6. Παραβιάζει (εννοείται η προσβαλλόμενη απόφαση) τις πρόνοιες του Ν. 158(Ι)/1999 και το Νόμο Περί Συντάξεων, όπως και τα ΄Αρθρα 25 και 35 του Συντάγματος.»
Συνεπώς, ορθά, και πάλι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τη μη εξέταση των συγκεκριμένων νομικών σημείων περί αντισυνταγματικότητας, καθώς η δικογράφησή τους δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κ. 7 και η προαναφερθείσα νομολογία. Με βάση τα πιο πάνω, λοιπόν, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 2, 4 και 5, προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος προγενέστερης ακρόασης, της αρχής της καλής πίστης και του κανόνα αιτιολόγησης της διοικητικής πράξης, αντίστοιχα. Εκλαμβάνουν και οι τρεις λόγοι ως δεδομένο ότι οι Κανονισμοί, οι οποίοι είχαν εκδοθεί με την Κ.Δ.Π. 351/2016, στερούντο νομιμότητας. Σημειώνεται πως αυτή ήταν η θέση την οποία οι εφεσείοντες επιχείρησαν να προωθήσουν με τους λόγους έφεσης 1 και 3. Με δεδομένο ότι οι λόγοι αυτοί απέτυχαν, η παραδοχή των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι, λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, ενήργησαν κατά δέσμια αρμοδιότητα, κατ' εφαρμογή, δηλαδή, των ισχυουσών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, καθίσταται καθοριστική για την έκβαση των προαναφερθέντων τριών λόγων. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση ύπαρξης κανονιστικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι εφεσίβλητοι, καθιστά τους υπό αναφορά λόγους έφεσης άνευ αντικειμένου.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ