ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C33
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 146/12
5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ & ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΤΗΣΗ
ΚΑΙ
Μ. Λ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ
--------------------
Ρ. Παπαέτη Χατζηκώστα (κα), για Εφεσείοντες, για Γενικό Εισαγγελέα
Β. Πέτρου Πιερίδου (κα), για Εφεσίβλητο
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά φαίνονται από το υλικό που κατετέθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι:
"Ο αιτητής, ο οποίος εργαζόταν ως επαγγελματίας φύλακας σε ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, υπέβαλε στις 17.12.2009 αίτηση στον Αρχηγό Αστυνομίας, (εφεξής «ο Αρχηγός»), δυνάμει του περί Ιδιωτικών Γραφείων Υπηρεσιών Ασφαλείας Νόμου αρ. 125(Ι)/07, (εφεξής «ο Νόμος»), για να του χορηγηθεί προσωρινή άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φύλακα η οποία όμως απερρίφθη με απόφαση του Αρχηγού, όπως αυτή η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του ημερ. 2.8.2010. Ως αιτιολογία της απόρριψης διατυπώθηκε η θέση ότι η αίτηση αντίκειτο στο άρθρο 7(1)(α) του Νόμου, με βάση το οποίο ουδεμία άδεια άσκησης επαγγέλματος φύλακα χορηγείται σε πρόσωπο το οποίο δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε ο Εφεσίβλητος, τον δικαίωσε με το ακόλουθο σκεπτικό:
"... Η χορηγούμενη από τον Αρχηγό άδεια είτε σε «ιδιώτη φύλακα», είτε σε «φύλακα» (οι ορισμοί αυτοί απαντώνται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου), ισχύει για περίοδο 5 ετών, ανανεώσιμη ανά πενταετία επί τη καταβολή του καθοριζόμενου τέλους. Τα άρθρα 6 και 7, προνοούν για τη διαδικασία που είναι αναγκαία για τη χορήγηση άδειας. Υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αίτηση σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζει ο Αρχηγός παρέχοντες τις πληροφορίες που εκεί καθορίζονται. Η αίτηση που υποβάλλεται αφορά «αίτηση για άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φύλακα και ιδιώτη φύλακα», σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο του άρθρου 6(1) και αφορά το εδάφιο αυτό. Το άρθρο 7 καθορίζει επίσης ότι δεν δίνεται άδεια σε πρόσωπο που δυνάμει του εδαφίου (1)(α) αυτού, όπως ίσχυε κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης,
«δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και, σε περίπτωση άρρενα, δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις,»
Περαιτέρω, όμως, ο Νόμος προνόησε και για «μεταβατικές διατάξεις», που περιέχονται στο τελευταίο Μέρος VI, και συγκεκριμένα στο άρθρο 25, το εδάφιο (1) του οποίου, προνοεί ότι:
«25.-(1) Γραφεία τα οποία, κατά το χρόνο της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, παρέχουν υπηρεσίες ασφάλειας, θα συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες αυτές, νοουμένου ότι θα εξασφαλίσουν, για το σκοπό αυτό, προσωρινή άδεια από τον Αρχηγό και νοουμένου ότι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες ασφάλειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Οι διατάξεις του εδαφίου αυτού εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των ιδιωτών φυλάκων και ιδιωτικών υπηρεσιών έρευνας.»
Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω λεκτικό, ότι ο Νόμος προνόησε ευλόγως, ώστε οι κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του Νόμου, (που ας σημειωθεί, με το άρθρο 26 καθορίζεται να είναι η ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 54(Ι)/09), παρέχοντες ήδη πριν το Νόμο υπηρεσίες φύλακα, θα συνεχίσουν να τις προσφέρουν στη βάση μιας προσωρινής εξάμηνης διευθέτησης (τόσο θα ισχύει η προσωρινή άδεια δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 25), υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίσουν για το σκοπό αυτό την «προσωρινή άδεια από τον Αρχηγό». Το δε εδάφιο (3) προνοεί περαιτέρω για την υποβολή αίτησης «πριν από τη λήξη της ισχύος της προσωρινής άδειας», για έκδοση άδειας «.. που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ..». Όπως ορθά εισηγείται ο αιτητής διά της δικηγόρου του, δεν τίθενται προϋποθέσεις για τη χορήγηση της προσωρινής άδειας των έξι μηνών. Αναμφίβολα, η προηγούμενη ενασχόληση με το ίδιο αντικείμενο, είναι sine qua non και ρητώς αναφέρεται αυτό στο άρθρο 25(1). Η κατά τα άλλα αναφερόμενη στο ίδιο εδάφιο φράση «.. και νοουμένου ότι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες ασφαλείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου», δεν παραπέμπει σ΄ ό,τι οι καθ΄ ων θεωρούν ως την ορθή ερμηνεία, δηλαδή, στην εφαρμογή του άρθρου 7(1). Αυτό, διότι αν η προσωρινή χορήγηση άδειας υπόκειτο στους ίδιους περιορισμούς όπως και η εξέταση αίτησης για χορήγηση της κανονικής πενταετούς άδειας, τότε δεν υφίστατο λόγος για την πρόνοια για μεταβατική χορήγηση άδειας που ρητώς περιορίζεται στους έξι μήνες. Η μεταβατική πρόνοια προδήλως στόχευε στην ομαλή ρύθμιση του επαγγέλματος του ιδιωτικού φύλακα με την εγγραφή του στο δημιουργηθέν δυνάμει του Νόμου Μητρώο, χωρίς να καταστούν αιφνίδια με την εισαγωγή του Νόμου, παράνομοι εκείνοι που προηγουμένως ασκούσαν το επάγγελμα, ούτε βέβαια και να μείνουν χωρίς εργασία.
Το ζήτημα καθίσταται σαφές και επιβεβαιώνεται ως προς την ορθή ερμηνεία των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 25, από τα προνοούμενα ρητώς στο εδάφιο (2), το οποίο εξειδικευμένα για τη χορήγηση της προσωρινής άδειας, αναφέρει:
«(2) Η προσωρινή άδεια ισχύει για χρονική περίοδο έξι μηνών και εξασφαλίζεται ύστερα από αίτηση στον Αρχηγό, αφού ο αιτητής καταβάλει το καθορισμένο τέλος.»
Μόνη προϋπόθεση λοιπόν είναι η καταβολή του καθορισμένου τέλους και βεβαίως η υποβολή αίτησης. Παρατηρείται ότι το έντυπο που χρησιμοποιήθηκε από τον αιτητή, όπως ασφαλώς καθορίστηκε από τον Αρχηγό, δεν σχετίζεται με την προσωρινή άδεια, αλλά παραπέμπει ουσιαστικά στη χορήγηση κανονικής άδειας, έστω και αν τιτλοφορείται ότι πρόκειται για την έκδοση προσωρινής άδειας, δυνάμει του άρθρου 25.
Όπως και να έχει το ζήτημα, ο αιτητής έχει δίκαιο και επί της άλλης του θέσης, περί πλάνης περί τα πράγματα. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης παραπέμπει στη μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων του αιτητή ως λόγο απόρριψης της αίτησης για προσωρινή άδεια. Δεδομένο όμως ήταν ενώπιον του Αρχηγού, με βάση την αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, ότι αυτός εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και, όπως σημειώθηκε από τον αιτητή στο Μέρος Ε της αίτησης παρ. (η), ο αιτητής θεώρησε ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του διότι έτυχε απαλλαγής. Η εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7(1) του Νόμου είναι δυνατόν λογικά να λάβει χώραν είτε με την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας και την παραχώρηση σχετικού απολυτηρίου, είτε με την άλλως πως νόμιμη απαλλαγή του από τη νόμιμη υποχρέωση εκπλήρωσης αυτής. Το πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης Τύπου «Α» που παρεχώρησε ο αιτητής στον Αρχηγό, όταν ζητήθηκαν περαιτέρω στοιχεία, το οποίο επισυνάπτεται και ως Τεκμήριο Γ στην ένσταση, σημειώνει μεν ότι στις 26.2.1987 ο αιτητής κρίθηκε «ακατάλληλος για στράτευση Ι5 πάσχων από ψυχωσική συνδρομή σε ύφεση απολυθείς αυθημερόν για την παραπάνω αιτία», αλλά στο κάτω μέρος του πιστοποιητικού αναφέρεται ότι δεν εκπλήρωσε την στρατιωτική υποχρέωση του «.. επειδή απαλλάχθηκε νόμιμα από αυτή και δεν υπέχει υποχρέωση θητείας στην Εθνική Φρουρά.». Συνάγεται ότι η μη υποχρέωση θητείας και η νόμιμη απαλλαγή από αυτή, εξισούται για σκοπούς του Νόμου με εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας. Με άλλα λόγια ο αιτητής δεν ήταν υπόχρεος εν τέλει να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, παρόλο που νόμιμα προσήλθε στην Εθνική Φρουρά για το σκοπό αυτό, εφόσον απαλλάχθηκε νομίμως από αυτή.
Διαπιστώνεται επομένως πλάνη περί το Νόμο από τον Αρχηγό, ο οποίος με την απόφαση του φαίνεται να εκλαμβάνει ως μόνο τρόπο εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας την ολοκλήρωση της θητείας στο στράτευμα, όπως εισηγείται και η δικηγόρος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση."
Οι Εφεσείοντες με έξι (6) λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Οι πρώτοι δύο αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί προδικαστικής ενστάσεως τους περί εκπροθέσμου της αιτήσεως ακύρωσης. Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) το Άρθρο 25 του Νόμου δεν θέτει προϋποθέσεις για την χορήγηση προσωρινής άδειας έξι μηνών (3ος λόγος), (β) η μόνη προϋπόθεση του Άρθρου 25 είναι η καταβολή του καθορισμένου τέλους προκειμένου να χορηγηθεί άδεια (4ος λόγος), (γ) εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος "εκπλήρωσε" τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις για τους σκοπούς του Νόμου (5ος λόγος) και (δ) εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε συνάρτηση του λόγου απόρριψης της αίτησης του Αιτητή με το λόγο απόλυσης αυτού από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς ήτοι ότι κρίθηκε ακατάλληλος για στράτευση (6ος λόγος).
Αμφότεροι οι συνήγοροι υποστήριξαν με τις ικανές αγορεύσεις τους και με αναφορά στη νομολογία, τις εκατέρωθεν θέσεις του διάδικου τον οποίον εκπροσωπούσαν.
Τους λόγους έφεσης 3-6 θα τους συνεξετάσουμε λόγω του ότι αφορούν κοινά νομικά και πραγματικά σημεία.
Eξετάσαμε με προσοχή όλα όσα επί της ουσίας τέθηκαν ενώπιον μας και είναι η κρίση μας ότι η Έφεση θα πρέπει να επιτύχει για τους ακόλουθους λόγους.
Με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη κρίνεται η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στη φράση "δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις" που συναντάται στο Άρθρο 7(1)(α) του νόμου. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση "η μη υποχρέωση θητείας και η νόμιμη απαλλαγή από αυτή, εξισούται για σκοπούς του Νόμου με εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας". Με όλο το σεβασμό προς τον πρωτόδικο Δικαστή, δεν συμφωνούμε με την δοθείσα υπ' αυτού ερμηνεία. Η στρατιωτική θητεία, σύμφωνα με τον Περί Εθνικής Φρουράς Νόμο του 1964, Ν.20/1964 ως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι υποχρέωση. Ως υποχρέωση χαρακτηρίζεται και εις τον υπό εξέταση Νόμο (Ν.125(1)/2007). Επίσης το ρήμα "εκπληρώνω" παραπέμπει σε κάποια υποχρέωση η οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί. Στο ερμηνευτικό λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β' Έκδοση, του καθηγητή Μπαμπινιώτη για το ρήμα "εκπληρώνω" αναφέρεται ότι σημαίνει "φέρω εις πέρας - ολοκληρώνω" και ως παράδειγμα παραπέμπει στη φράση "ολοκληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις".
Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι στον Εφεσίβλητο χορηγήθηκε στις 26.2.1987, Προσωρινό Απολυτήριο όπου ρητά αναφέρεται:
"Ούτος υποχρετούται να προσέλθη προς επανεξέτασιν της Σωματικής του Ικανότητος, όταν και όπου ήθελε διαταχθή δι' αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών."
Από τα πιο πάνω και μόνο, φαίνεται ότι ο Εφεσίβλητος δεν εξεπλήρωσε την στρατιωτική του θητεία αλλά του δόθηκε προσωρινή απόλυση μέχρι επανεξέτασης.
Επίσης, το Άρθρο 25 του Περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος του 2007, Ν.125(Ι)/2007 δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, καθότι επρόκειτο για αιτητή-"φύλακα", ενώ το άνω άρθρο εφαρμόζετο (πρόκειται για μεταβατικό άρθρο), σε αιτήσεις που αφορούσαν αδειοδότηση γραφείων που παρείχε υπηρεσίες ασφάλειας, ιδιωτών φυλάκων και ιδιωτικών υπηρεσιών έρευνας. Οι λόγοι έφεσης 3-6 επιτυγχάνουν.
Η έφεση επιτρέπεται, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επικυρώνεται.
Τα πρωτόδικα έξοδα όπως και τα έξοδα της Έφεσης να είναι εις βάρος του Εφεσίβλητου και υπέρ του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/γκ