ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C547
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
19 Δεκεμβρίου, 2018
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστές
xxx ΤΑΝΤΕΛΕΣ
Eφεσείων/αιτητής
Και
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
- - - - - - - -
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα,
K.Στιβαρού, (κα), για Ιωαννίδη Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
-------- ----------- --------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
-------- ----------- -------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο με καταχώρηση προσφυγής εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου (xxx Στυλιανίδη, στο εξής το «Ε.Π.») αντί του ιδίου, για τη θέση Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού - Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού Βάρδιας στην ΑΗΚ.
Εκείνο που απασχόλησε πρωτοδίκως ήταν κυρίως η παρέκκλιση από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ο οποίος είχε συστήσει τον εφεσείοντα για τη θέση.
Χρήσιμο είναι να δούμε το περιεχόμενο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
«Καταλήγοντας στη σύσταση μου υπέρ του xxx Ταντελέ έλαβα υπόψη μου το γεγονός ότι ο Ταντελές υπερέχει έναντι όλων των υποψηφίων σε αρχαιότητα αφού προσλήφθηκε στην Αρχή την 1 Σεπτεμβρίου 1990 ενώ όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι προσλήφθηκαν μεταγενέστερα, ήτοι την 1 Δεκεμβρίου 1991 οι εννέα υποψήφιοι που ακολουθούν και την 3 Φεβρουαρίου 1992 και 1 Φεβρουαρίου 1996, οι άλλοι δύο που ακολουθούν.
Η υπεροχή επομένως του xxx Ταντελέ έναντι των εν λόγω υποψηφίων, συνεπάγεται και κατά τεκμήριο και υπεροχή του έναντι τους σε πείρα.
Συγκρίνοντας τοn xxx Ταντελέ με τους άλλους υποψηφίους, ως προς τη γενική αξία όπως παρουσιάζεται στους υπηρεσιακούς τους φακέλους, παρατηρώ ότι κατά τα τελευταία πέντε χρόνια 2005-2009, ο xxx Ταντελές συγκεντρώνει την ίδια βαθμολογία με τον xxx Χριστοφόρου δηλαδή 30Α και 15Β+, υστερεί οριακά κατά 1Α μόνο συγκρινόμενος με τους xxx Αγαθαγγέλου και xxx Στυλιανίδη, οι οποίοι συγκέντρωσαν συνολική βαθμολογία κατά τα εν λόγω έτη 31Α και 14Β+. Όσον αφορά τους υπόλοιπους υποψηφίους, παρατηρώ ότι ο xxx Ταντελές υπερέχει έναντι τους σε βαθμολογημένη αξία είτε οριακά είτε αισθητά, κατά την περίοδο 2005-2009.
Ως προς τα προσόντα παρατηρώ ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας Προσόντα. Έλαβα επίσης υπόψη μου όλα τα πρόσθετα προσόντα που διαθέτουν οι υπό κρίσιν υποψήφιοι.»
Oρθό είναι επίσης να παραθέσουμε αυτούσια και τη σύσταση της Συμβουλευτικής που αποφάσισε να συστήσει το ΕΜ και να παρεκκλίνει από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
«Καταλήγοντας στη σύσταση τους υπέρ της προαγωγής του xxx Στυλιανίδη, τα Μέλη κκ Ενωτιάδης και Χατζηχαραλάμπους, έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι ως προς τη γενική αξία όπως παρουσιάζεται στους υπηρεσιακούς τους φακέλους τα τελευταία πέντε χρόνια 2005-2009, ο xxx Στυλιανίδης συγκέντρωσε συνολικά καλύτερη βαθμολογία. Συγκεκριμένα συγκέντρωσε συνολικά 31Α και 14Β+, έναντι του xxx Ταντελέ που συγκέντρωσε συνολικά 30Α και 15Β+. Τα Μέλη κ.κ. Ενωτιάδης και Χατζηχαραλάμπους, παρατήρησαν επίσης ότι ο xxx Στυλιανίδης υπερέχει και σε προσόντα, ειδικότερα το Πτυχίο ΚΑΤΕΕ σε κλάδο Τεχνολόγοι Ηλεκτρολόγοι Μηχανικοί.»
Να σημειωθεί πως η Συμβουλευτική Υποεπιτροπή αναφέρθηκε και στα πρόσθετα προσόντα όπως τα παρέθεσε ο Γενικός Διευθυντής. Αδιαμφισβήτητο παρέμεινε πως το Ε.Μ. κατείχε προσθέτως το ως άνω πτυχίο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΗΚ επιλήφθηκε τελικά του θέματος. Ο Γενικός Διευθυντής και ενώπιον του Δ.Σ. σύστησε τον εφεσείοντα, πλην όμως το Δ.Σ. με πανομοιότυπο σκεπτικό της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής επέλεξε το Ε.Π.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή κατέληξε ως εξής:
«Δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση. Το γεγονός ότι το σκεπτικό του ΔΣ είναι πανομοιότυπο με εκείνο της ΣΥ δεν σημαίνει ότι το ΔΣ δεν άσκησε την αρμοδιότητα του ορθώς. Το ΔΣ είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία και απεφάσισε για τους ίδιους λόγους να συμφωνήσει με τη ΣΥ ότι καταλληλότερος υποψήφιος ήταν το ΕΜ. Την απόφασή του την αιτιολόγησε πλήρως με αναφορά στην έστω οριακή υπεροχή του ΕΜ σε βαθμολογημένη αξία και την υπεροχή του σε πρόσθετα προσόντα, έναντι της υπεροχής του Αιτητή σε αρχαιότητα και επόμενη πείρα κατά 17 μήνες. Η απόφαση του συνιστούσε και επαρκή αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή και ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του, όντως ευλόγως επιτρεπτή. Το ΔΣ εδικαιούτο να προσδώσει περισσότερη βαρύτητα στην υπεροχή του ΕΜ σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, σε συνδυασμό κατά δεύτερο λόγο με την έστω οριακή υπεροχή του σε βαθμολογημένη αξία, αντί στην υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και επόμενη πείρα κατά 17 μήνες. Δεν μπορούσε η αρχαιότητα του Αιτητή, εφ΄ όσον οι δύο δεν ήσαν ίσοι κατά τα λοιπά, να είχε βαρύνουσα και αποφασιστική σημασία. Βεβαίως, ευλόγως επιτρεπτή μπορούσε να ήταν και απόφαση του ΔΣ για επιλογή του Αιτητή στη βάση της υπέρτερης αρχαιότητας και πείρας του. Αυτό όμως σημαίνει ακριβώς ότι η αρμοδιότητα κρίσης ανήκει πρωτογενώς στο διορίζον όργανο και όχι στο δικαστήριο, η αρμοδιότητα του οποίου ασκείται μόνο προς έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης».
Εναντίον της πρωτόδικης κρίσης, ο εφεσείων στο περίγραμμα του διατυπώνει 3 λόγους έφεσης:
Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπεροχή του Εφεσείοντα/ Αιτητή σε αρχαιότητα και σε πείρα κατά 17 μήνες δεν του προσέδιδε έκδηλη υπεροχή επειδή δήθεν υπερέχει οριακά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε αξία και ακαδημαϊκά προσόντα, παραγνωρίζοντας ότι ο Εφεσείων είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ως και το γεγονός ότι επικαλέστηκε όλα τα προβλεπόμενα κριτήρια για προαγωγή και τη βαρύτητα που δίδεται σ' αυτά.
Λόγος Έφεσης 2
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ' ης η αίτηση να αποκλίνουν από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή περιέχει ειδική και επαρκή αιτιολογία, αφού απλώς στηρίζεται στην οριακή υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε βαθμολογημένη αξία καθώς και σε μη απαιτούμενα προσόντα.
Λόγος Έφεσης 3
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση, με την αναφορά στην οριακή υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία και πρόσθετα προσόντα, αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του και ότι εδικαιούτο να δώσει τέτοια βαρύτητα κατά παραγνώριση της υπεροχής του Εφεσείοντα σε αρχαιότητα και/ή ότι δεν μπορούσε δήθεν η αρχαιότητα μαζί με τη σύσταση του Διευθυντή να είχε βαρύνουσα σημασία αφού στα υπόλοιπα κριτήρια ήσαν περίπου ίσοι».
Οι λόγοι έφεσης συνδέονται μεταξύ τους και οι ίδιοι οι διάδικοι τους αντιμετωπίζουν στα αντίστοιχα περιγράμματα τους σωρευτικά.
Είναι φανερό πως πλήττεται η συνολική πρωτόδικη κρίση ως προς την υιοθέτηση ως εγκύρου της επίδικης πράξης. Προβάλλεται δε ως τρωτή η δικαϊκή κρίση σε σχέση με την έννοια της έκδηλης υπεροχής, αφού, κατά την άποψη του εφεσείοντα, η έκδηλη υπεροχή του είχε έρεισμα στην υπεροχή του σε αρχαιότητα και πείρα κατά 17 μήνες. Αυτό συναρτάται, όμως, όπως προβάλλεται και στους λόγους έφεσης 2 και 3, με το ότι ο εφεσείων είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.
Είναι σημαντικό να λεχθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα για πρόδηλη υπεροχή του που αφ΄ εαυτής να συνιστά λόγο ακύρωσης. Όπως συμπυκνωμένα, αλλά αρκούντως αναλυτικά εξηγεί, η υπεροχή του Ε.Μ. σε βαθμολογημένη αξία είναι όντως οριακή, όπως και ο Γενικός Διευθυντής τη χαρακτήρισε. Σ΄ αυτή τη βάση, όμως, η υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα και πείρα κατά 17 μήνες, σαφώς δεν του προσέδιδε έκδηλη υπεροχή. Αυτό, δε ορθά συσχετίζεται - και εξηγείται - πρωτοδίκως με το ότι το Ε.Μ. υπερείχε και σε ακαδημαϊκά προσόντα, έχοντας πτυχίο ΚΑΤΕΕ το οποίο ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής θεώρησε ως σχετικό. Και το οποίο ο εφεσείων δεν είχε.
Επί αυτής λοιπόν της πτυχής δεν έχει δίκαιο ο εφεσείων. Εάν εξετασθούν δε οι θεωρήσεις του υπό το πρίσμα της έλλειψης αιτιολογίας της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου για την απόκλιση από τη σύσταση, παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επί της εισήγησης που του έγινε κατά την προσφυγή, με περίσκεψη και επιμέλεια. Αντιμετώπισε τη σχετική εισήγηση ως εξής:
"Η αιτιολογία όμως, εμπεριεχόμενη στη σύσταση της ΣΥ η οποία αναφέρει ότι η απόφαση της είναι κατά παρέκκλιση από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, είναι ειδική και επαρκής αφού στηρίζεται τόσο στην έστω οριακή υπεροχή του ΕΜ σε βαθμολογημένη αξία όσο και στην υπεροχή του σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα. Λαμβανομένου υπόψη ότι και η υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και επόμενη πείρα ήταν μόνο 17 μηνών, η απόκλιση της ΣΥ από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή θεωρείται ως δεόντως αιτιολογημένη. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν και ως προς την απόφαση του ΔΣ".
Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι πώς θα έπρεπε να προσεγγιστεί το θέμα του πρόσθετου προσόντος - ποια βαρύτητα θα έπρεπε να του δοθεί. Και κατά πόσον η βαρύτητα που του εδόθη εν προκειμένω υπήρξε η δέουσα.
Στη Ζωδιάτη ν. Δημοκρατία (2008)3 Α.Α.Δ. 406 αναφέρεται:
«Η σημασία που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων. Πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπ' όψιν μόνο εφ' όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας, αφ' ενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφ' ετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 37).
Στη βάση αυτή κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλε στο να θεωρήσει ότι το διορίζον όργανο έδωσε τη δέουσα αξία στο πρόσθετο προσόν που ήταν ακαδημαϊκό και ήταν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης (πτυχίο ΚΑΤΕΕ σε κλάδο Τεχνολόγοι Ηλεκτρολόγοι Μηχανικοί).
Βεβαίως στα πλαίσια της εξέτασης της έφεσης, έχουμε διερευνήσει τις παραπομπές που μας έγιναν από τον κ. Αγγελίδη. Πρόκειται κυρίως για τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Ν. Νικολάου κ.ά. ν. ΑΗΚ (2011)3 ΑΑΔ 159, ΑΕ68/2010 Στ. Π. Ηλία ν. ΑΗΚ 3.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:C246, ΑΕ 39/12 Λούκας Ναθαναήλ ν. ΑΗΚ, 15.5.2018, ΑΕ 141/2011 ΑΗΚ ν. Κυριάκος Λοϊζου 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:C421.
Ο κ. Αγγελίδης μας επισήμανε την αξία που πρέπει να αποδίδεται στις συστάσεις του Διευθυντή. Επ΄αυτού βεβαίως δεν υπάρχει διαφωνία. Η κάθε περίπτωση έχει τις δικές της προϋποθέσεις και εξαρτάται από την εκάστοτε διεργασία και αξιολόγηση που γίνεται των κριτηρίων.
Σε κάθε μια εκ των πιο πάνω αποφάσεων, ακριβώς το Δικαστήριο ελέγχει αξιολογώντας τις επιμέρους συνθήκες των διορισμών ή προαγωγών και επ΄ ουδενί δεν οδηγούν στο συμπέρασμα πως εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αρχής.
Εν αντιθέσει, προκύπτει με πλήρη διαύγεια από τις ως άνω αυθεντίες πως «το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή» (βλ. ΑΗΚ ν. Λοϊζου (ανωτέρω) και Eliades v. Republic (1985)3 CLR 1904). Κάτι που επεσήμανε και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
H διεργασία σκέψης, ανάλυσης και κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε ορθή, αιτιολογημένη και κανένα πεδίο επέμβασης μας δεν χωρεί. Αφ΄ης στιγμής δεν υπήρξε τρωτή η απόφαση του Διοικητικού Οργάνου, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο την επικύρωσε σ΄ όλες τις προτεινόμενες ως λανθασμένες παραμέτρους.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.