ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 15/1962 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:C464
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.: 238/2012)
(Υπόθεση Αρ.: 241/2011)
24 Οκτωβρίου 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]
Μεταξύ:
XXXXX ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ
Εφεσείοντα/Αιτητή
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσίβλητου/Καθ΄ου η αίτηση
-----------------
Μιχάλης Κυριακίδης με Αγγέλα Χαραλάμπους (κα), για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.
Δένα Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το εφεσίβλητο.
---------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η Ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
OIKONOMOY, Δ.: Η Δημοκρατία προχώρησε σε απαλλοτρίωση ενός τεμαχίου ιδιοκτησίας των εφεσειόντων υπέρ νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ήτοι εταιρείας, με σκοπό την ανάπτυξη μεταλλείου εξόρυξης χρυσού. Η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση επρόκειτο να καταβληθεί από την εταιρεία μέσω του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας.
Οι εφεσείοντες δεν συμφώνησαν με την προσφερθείσα αποζημίωση ποσού €1.400.000, το οποίο όμως αποδέχθηκαν υπό επιφύλαξη Παραπομπής που καταχώρισαν στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης.
Εκκρεμούσης της Παραπομπής, τρία σχεδόν χρόνια μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης (9.1.2008), στις 23.12.2010 η απαλλοτριούσα αρχή προέβη σε ανάκληση του δημοσιευθέντος, στις 16.5.2008, διατάγματος απαλλοτρίωσης, με την αιτιολογία ότι δεν καταβλήθηκε ή κατατέθηκε αποζημίωση και θεωρούσε την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία, ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση. Ειδικότερα ο λόγος ανάκλησης που προκύπτει από το φάκελο, όπως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν οι αδυναμίες από πλευράς της εταιρείας στη διαδικασία απόκτησης της απαραίτητης πολεοδομικής άδειας και μεταλλευτικής μίσθωσης για ανάπτυξη του μεταλλείου. Στην πραγματικότητα η εταιρεία δεν εξασφάλισε πολεοδομική άδεια, ούτε καν υπέβαλε σχετική αίτηση, ούτε κατέβαλε στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας το ζητηθέν με επιστολή ημερομηνίας 25.2.2009 ποσό ως σχετική αποζημίωση πλέον τόκους.
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν προσφυγή ισχυριζόμενοι ότι η ανάκληση της απαλλοτρίωσης έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962, Ν. 15/1962 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος») και ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν αντιφατικά σε σχέση με προγενέστερες αποφάσεις τους οι οποίες είχαν οδηγήσει τους εφεσείοντες σε σχέδια και προγραμματισμούς που ανατρέπονταν με την ανάκληση η οποία έγινε με μεγάλη καθυστέρηση. Επικαλέστηκαν επίσης ελλιπή έρευνα, ελλιπή και/ή εσφαλμένη αιτιολογία και ότι οι εφεσίβλητοι είχαν λάβει υπόψιν εξωγενή ζητήματα και άσχετα γεγονότα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου και στη σχετική υπόθεση Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 518 και κατέληξε στην απόρριψη της προσφυγής. Η ουσία της απορριπτικής απόφασης έγκειται στη διαπίστωση ότι εφόσον το ποσό της αποζημίωσης δεν διευθετήθηκε ή συμφωνήθηκε και δεν καταβλήθηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπληρώθηκε η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, υιοθετώντας ως προς τούτο την παρατήρηση του Ναθαναήλ, Δ., στην υπόθεση αρ. 76/2009, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερ. 31.5.2011, ότι «παρόλον ότι οι αιτητές άσκησαν το δικαίωμά τους να καθοριστεί δια παραπομπής η αποζημίωση για το απαλλοτριωθέν μέρος της ιδιοκτησίας τους, το δικαίωμα αυτό δεν αποκρυσταλλώθηκε ώστε να είχε ήδη επιφέρει συγκεκριμένα δικαιώματα στους αιτητές» (βλ., επίσης, Μάτσιας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 327/2010, ημερομ. 27.9.2011). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από σειρά αποφάσεων από τις οποίες προκύπτει και το νόημα του λόγου της Ηρακλείδης όπως κατωτέρω θα το εξηγήσουμε (Νικόλα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1247/2013, ημερομ. 11.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D173 (Χριστοδούλου, Δ.) Th. Flokkas Estates Ltd κ.α. ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Αγγλισίδων, Υπόθεση Αρ. 1444/2013, ημερομ. 18.3.2015 (Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.), Παρισινός κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1781/2012 και 1849/2012, ημερομ. 20.3.2015 (Ερωτοκρίτου, Δ.).
Το άρθρο 7(1) του Νόμου ορίζει ως ακολούθως:
«7.-(1) Καθ' oιovδήπoτε χρόvov μετά τηv δημoσίευσιv γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως και πρo της πληρωμής ή καταθέσεως της απαζημιώσεως ως πρoβλέπεται εv τω παρόvτι Νόμω, η απαλλoτριoύσα αρχή δύvαται διά διατάγματoς δημoσιευoμέvoυ εv τη επισήμω εφημερίδι της Δημoκρατίας, v' αvακαλέση τηv τoιαύτηv γvωστoπoίησιv και παv δημoσιευθέv σχετικόv διάταγμα, είτε γεvικώς είτε ειδικώς˙ αvαφoρικώς πρoς τηv εv τoύτω αvαφερoμέvηv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας˙ επί τoύτω η επoμέvη της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως ή διατάγματoς απαλλoτριώσεως διαδικασία ατovεί, και η απαλλoτρίωσις λoγίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γεvικώς είτε αvαλόγως της περιπτώσεως, αvαφoρικώς πρoς τηv τoιαύτηv ειδικήv ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας.»
Συνεπώς, το άρθρο 7 επιτρέπει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης.
Στην υπόθεση Ηρακλείδης ελέχθη ότι η εξουσία ανάκλησης που παρέχει το εν λόγω άρθρο δεν είναι απόλυτη, αλλά διακριτική και ασκείται μέσα στο όλο πνεύμα του Νόμου και υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην ελληνική νομολογία.
Παρατηρούμε ότι η Ηρακλείδης δεν εξετάστηκε υπό το φως των προνοιών του άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999) το οποίο στα εδάφια (1)-(5) κωδικοποιεί τις αρχές του διοικητικού δικαίου αναφορικά με την ανάκληση διοικητικών πράξεων με κριτήρια το παράνομο ή μη και το ευνοϊκό ή μη της πράξης, την πάροδο ευλόγου χρόνου κ.α. Στο τελευταίο εδάφιο (6) ορίζεται ότι οι πιο πάνω γενικές αρχές δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο. Κατά παρόμοιο τρόπο, όπως παρατηρείται στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄», Π.Δ. Δαγτόγλου, 1977, σελ. 187, όταν ο νόμος προβλέπει το επιτρεπτό της ανάκλησης, η ανάκληση είναι δυνατή ακόμα και επί ευμενών πράξεων, πράξεων δηλαδή που συνέστησαν δικαιώματα ή δημιούργησαν από μακρό χρόνο πραγματικές καταστάσεις.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η διοίκηση μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να ενεργεί έξω από τις καθολικής εφαρμογής γενικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία της. Αυτό είναι το νόημα της υπόθεσης Ηρακλείδης, ότι δηλαδή η ανάκληση, έστω και σε χρόνο πριν την πληρωμή ή κατάθεση της αποζημίωσης, δεν μπορεί να εκδηλώνεται ως απόλυτη έκφραση αυθαίρετης βούλησης, αλλά πρέπει να ασκείται με βάση τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν το σύνολο των λειτουργιών της διοίκησης και κάθε διοικητική πράξη ξεχωριστά, ήτοι τις αρχές της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης. Πρόκειται για γενικές αρχές καθολικής ισχύος που έχουν μάλιστα κωδικοποιηθεί στα άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
Είναι αυτές οι αρχές που παραβιάστηκαν στην Ηρακλείδης εφόσον στην περίπτωση εκείνη η διοίκηση (εφεσίβλητη) ανακάλεσε την απαλλοτρίωση με μεγάλη καθυστέρηση, για το οικονομικό συμφέρον της απαλλοτριούσας αρχής και μόνο, μετά που είχε επέλθει τελική διευθέτηση (settlement) και, παρά ταύτα, πεισματική και αυθαίρετη άρνηση της διοίκησης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση, κατά παράβαση αποκρυσταλλωμένης πλέον αστικής αξίωσης επί του συμφωνηθέντος ποσού. Το αγώγιμο δικαίωμα των ιδιοκτητών για τη συμφωνηθείσα οριστικά αποζημίωση είχε μάλιστα αναγνωριστεί από το Εφετείο. Είναι δε υπό αυτές τις περιστάσεις που κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν τη διακριτική τους εξουσία εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης και καταχρηστικά.
Παρομοίως κατά την ελληνική νομολογία δεν επιτρέπεται ανάκληση μετά την περάτωση της περί απαλλοτριώσεως διαδικασίας δια συμβιβασμού, διότι σε τέτοια περίπτωση δημιουργείται «νομική κατάσταση υποκειμενικών δικαίων» που κωλύει τη μονομερή εφεξής ενέργεια της διοίκησης. Αντιθέτως, όταν δεν υπάρχει καταβολή ή οριστική διευθέτηση, όπως δεν υπήρξε εν προκειμένω, η διοίκηση δύναται να ανακαλέσει την πράξη, εφόσον σε τέτοια περίπτωση δεν παράγεται οποιοδήποτε δικαίωμα υπέρ του ιδιοκτήτη (Βλ. Η.Γ. Κυριακόπουλος, Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο Γ, Ειδικό Μέρος, Έκδοσις Τετάρτη, σελ. 386-388).
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στο άρθρο 8(2) του Νόμου που κατοχυρώνει τη δυνατότητα του ιδιοκτήτη, σε περίπτωση που δεν έχει επέλθει συμφωνία για καθορισμό της αποζημίωσης εντός της καθορισμένης από το Νόμο προθεσμίας, να αποδεχθεί την προσφερόμενη αποζημίωση υπό την επιφύλαξη του καθορισμού του ποσού από το αρμόδιο Δικαστήριο. Ενόψει τούτου, εισηγήθηκε ο κ. Κυριακίδης, θα πρέπει ο λόγος της Ηρακλείδης να επεκταθεί ούτως ώστε να μην καλύπτει μόνο περιπτώσεις που επέρχεται διευθέτηση αλλά και περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ο εφεσείοντας αποδέχθηκε υπό επιφύλαξη το ποσό που του προσφέρθηκε.
Θεωρούμε όμως ότι εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι πως τα γεγονότα διαφέρουν ουσιωδώς από την Ηρακλείδης, ούτως ώστε να μην τίθεται θέμα εφαρμογής ή και επέκτασης του λόγου της.
Με δεδομένο ότι η ανάκληση ήταν κατ΄αρχάς επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 7(1), το ερώτημα είναι κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε από τον εφεσείοντα ότι κατά την επιτρεπτή, κατά τα άλλα, άσκηση διακριτικής ευχέρειας, η απαλλοτριούσα αρχή παραβίασε τις καθολικές αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όπως ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Ηρακλείδης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Ειδικότερα η διοίκηση δεν παραβίασε την αρχή της καλής πίστης. Δεν ενήργησε ασυνεπώς, αντιφατικά ή κακόπιστα. Το θεμέλιο επί του οποίου βασίστηκε η μη συντελεσθείσα και ανακληθείσα απαλλοτρίωση, που ήταν η εξασφάλιση μεταλλευτικής μίσθωσης από την εταιρεία για ανάπτυξη μεταλλείου που προϋπέθετε υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια αλλά και καταβολή του απαιτούμενου ποσού προς το Γενικό Λογιστή από την εταιρεία, ανετράπη. Από το φάκελο της υπόθεσης, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδεικνυόταν η αδυναμία της εταιρείας να αντεπεξέλθει τόσο στις οικονομικές της υποχρεώσεις όσο και σε άλλες που αφορούσαν στην εξασφάλιση αδειών και μίσθωσης. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις η διοίκηση δεν παραβίασε τις καθολικές ως άνω αρχές του διοικητικού δικαίου. Εν πάση δε περιπτώσει, ενήργησε, πλήρως δικαιολογημένα όπως προκύπτει από το φάκελο, προς το δημόσιο συμφέρον, για τους λόγους που εξηγήθηκαν.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π