ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:C332
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 158/2012)
4 Ιουλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ,
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ,
ELPASO PROPERTY AND CONSULTANCIES LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ
ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση συνοψίσθηκαν ως ακολούθως από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Οι αιτητές 1 και 2 είναι από το Στρόβολο και είναι συνιδιοκτήτες από ½ μερίδιο στο κτήμα με αρ. 2365 του Φ/Σχ. 29/63 στην κοινότητα Κλήρου. Μετά την εξασφάλιση της απαραίτητης άδειας για σκοπό υποδιαίρεσης από την αρμόδια αρχή, άρχισαν τη διαδικασία για το διαχωρισμό του σε οικόπεδα. Επειδή διά μέσου του υπό διαχωρισμό ακινήτου διέρχονταν αργάκια, παράλληλα με την αίτηση που υπέβαλαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας για τη διεξαγωγή της αναγκαίας χωρομετρικής εργασίας, υπέβαλαν αίτηση για κατάργηση και παραχώρηση των τμημάτων του δημοσίου αργακιού που διέρχονται από το κτήμα τους, σύμφωνα με σχετικό όρο της άδειας διαίρεσης σε οικόπεδα με αρ. 05815 ημερ. 18/11/2003 γιατί σε αντικατάσταση τους θα κατασκευάζονταν υπόγειοι οχετοί αποχέτευσης των όμβριων υδάτων.
Η αίτηση εξετάστηκε με τη συνήθη διαδικασία, ετοιμάστηκε αιτιολογημένη έκθεση και υποβλήθηκε στην ειδικά συσταθείσα Ενδοτμηματική Επιτροπή. Ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ασκώντας τις εξουσίες που του έχουν χορηγηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση ημερ. 24/11/2004, ενέκρινε στις 15/12/2009 την κατάργηση και παραχώρηση του μέρους του δημοσίου αργακιού με πληρωμή από τους αιτητές του ποσού των €16.800 και με τον όρο όπως οι αιτητές προβούν με δικά τους έξοδα, μέσα σε δύο χρόνια από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης του Διευθυντή προς αυτούς, στην κατασκευή των απαιτούμενων έργων σύμφωνα με τις υποδείξεις και προς πλήρη ικανοποίηση του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και της αρμόδιας αρχής. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 12/1/2010.
Στο μεταξύ οι αιτητές 1 και 2 μεταβίβασαν μερίδιο από το πιο πάνω κτήμα τους στην εταιρεία ELPASO PROPERTY AND CONSULTANCIES LTD (αιτήτρια 3) και έτσι την κατέστησαν δικαιούχο για το ½ μερίδιο του κτήματος. Ταυτόχρονα με έγγραφη δήλωση τους όλοι οι συμβαλλόμενοι συγκατατέθηκαν στη μεταβίβαση όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την πιο πάνω αίτηση στην εν λόγω εταιρεία και δήλωσαν ότι ολόκληρη η αποζημίωση για την κατάργηση του δημοσίου αργακιού θα καταβληθεί από τους νέους ιδιοκτήτες.
Στις 15/5/2010 οι αιτητές κατέβαλαν στο ταμείο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας το ποσό των €16,800 που αντιπροσωπεύει την αγοραία αξία των τμημάτων του δημοσίου αργακιού που καταργούνται και παραχωρούνται στους αιτητές, καθώς και το ποσό των €525.50 ως δικαιώματα εγγραφής, χωρομετρικής εργασίας και σχεδίου.
Κατόπιν διανομής που έγινε μεταξύ των συνιδιοκτητών και της συγκατάθεσης που έδωσαν με τον τύπο Ν3Α και κατόπιν της έγκρισης του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, έγινε η έκδοση των νέων τίτλων ακίνητης ιδιοκτησίας με ημερ. 11/6/2010. Οι αιτητές με επιστολή τους άνευ ημερομηνίας προς το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ζήτησαν επιστροφή των πιο πάνω καταβληθέντων ποσών για τους λόγους που αναφέρουν. Ο Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 20/10/2010 τους πληροφόρησε ότι σύμφωνα με το νόμο τα δημόσια αργάκια αποτελούν κρατική ιδιοκτησία, των οποίων η αποξένωση συνεπάγεται καταβολή της αξίας τους και ότι είναι στη διάθεση τους για οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή διευκρίνιση.»
Η πιο πάνω επιστολή ημερομηνίας 20.10.2010, η οποία έδωσε και το έναυσμα για καταχώρηση προσφυγής, είχε ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην άνευ ημερομηνία επιστολή σας, με την οποία ζητάτε επιστροφή του ποσού των €16.800, το οποίο αντιπροσωπεύει την αγοραία αξία δημόσιου αργακιού που σας παραχωρήθηκε καθώς και του ποσού των €525,50 που καταβάλατε ως δικαιώματα εγγραφής.
Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι, σύμφωνα με τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, τα δημόσια αργάκια αποτελούν κρατική ιδιοκτησία, των οποίων η αποξένωση συνεπάγεται καταβολή της αξίας τους.
Είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή διευκρίνηση.»
Πρωτοδίκως, οι Εφεσείοντες - Αιτητές - προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, κατόπιν πλάνης περί το νόμο, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας - αξίωσαν:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20.10.2010 η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές και με την οποία ανακοινώθηκε και/ή γνωστοποιήθηκε ότι το αίτημα τους για επιστροφή των καταβληθέντων με επιφύλαξη ποσών απορρίπτεται, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην εξέταση προδικαστικής ένστασης, η οποία υποβλήθηκε εκ μέρους των Εφεσιβλήτων - Καθ΄ ων η Αίτηση. Η ουσία της περιστρεφόταν γύρω από τη θέση ότι η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 20.10.2010 είναι πληροφοριακού και μόνο χαρακτήρα και, κατά προέκταση, δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αποδεχόμενο την υπό αναφορά προδικαστική ένσταση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και εξετάζοντας προσεκτικά το κείμενο της επιστολής ημερ. 20/10/2010, είναι φανερό ότι αυτή δεν περιέχει οποιαδήποτε τελική επί του εγερθέντος θέματος απόφαση, αλλά απλώς πληροφορούνται οι αιτητές περί της νομικής πτυχής που διέπει το αίτημα τους. Πληροφορούνταν επίσης ότι αν ήθελαν οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή διευκρίνηση να αποταθούν ξανά. Επομένως κρίνω ότι η επιστολή της 22/10/2010 είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και έτσι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιαυτό το λόγο.
Ενόψει των πιο πάνω δε χρειάζεται να αποφασίσω και το κατά πόσο οι αιτητές θα έπρεπε να προσέβαλλαν την απόφαση ημερ. 12/1/2010 με την οποία τους επιβλήθηκαν τα σχετικά τέλη, τα οποία κατέβαλαν στις 15/5/2010 και μετά ζήτησαν την επιστροφή τους. Επίσης με την ανεπιφύλακτη καταβολή του ποσού, δυνατό να ίσχυε η αρχή περί αποδοχής της διοικητικής πράξης.»
Οι Εφεσείοντες, με δύο τελικά λόγους έφεσης, προσβάλλουν την πρωτόδικη κατάληξη. Θέτουν ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει την ουσία των λόγων ακύρωσης, όπως αυτοί τέθηκαν στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας.
Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας τους υπό συζήτηση λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι οι Εφεσείοντες, μέσω της επιστολής τους άνευ ημερομηνίας που οδήγησε στην προσβαλλόμενη επιστολή ημερομηνίας 20.10.2010, είχαν ασκήσει το δικαίωμα αναφοράς τους προς αρμόδιο όργανο της Διοίκησης με ένα αυθύπαρκτο αίτημα, το οποίο αφορούσε στην επιστροφή ποσού που κατέβαλαν χωρίς να το οφείλουν. Συνεπώς, πάντα κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής δεν αποτελούσε επιβεβαίωση προηγούμενης απόφασης ούτε απλή ενημέρωση των Εφεσειόντων. Αντίθετα, αφορούσε απόφαση της Διοίκησης που λήφθηκε μετά από εξέταση ενός νέου αιτήματος, για την υποστύλωση του οποίου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά νέα στοιχεία, τα οποία, μεταξύ άλλων, καταδείκνυαν ότι την επιστροφή των πιο πάνω ποσών επέβαλλε και η αρχή της ισότητας, αφού για άλλες, παρόμοιες, περιπτώσεις, δεν απαιτήθηκε η καταβολή οποιουδήποτε ποσού.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης ημερομηνίας 20.10.2010 δεν περιείχε οποιαδήποτε τελική επί του εγερθέντος θέματος απόφαση, αλλά απλώς πληροφορούσε τους Αιτητές - Εφεσείοντες περί της νομικής πτυχής που κάλυπτε το αίτημά τους. Υπέβαλε επίσης ότι εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν η απόφαση ημερομηνίας 12.1.2010, με την οποία οι Εφεσείοντες έλαβαν γνώση ότι η αίτησή τους για παραχώρηση μέρους του δημοσίου αργακιού είχε εγκριθεί με την επιβολή άλλων, συγκεκριμένων, όρων και με ταυτόχρονη υποχρέωση των Εφεσειόντων προς πληρωμή του ποσού των €16.800. Ηταν η τελική προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσιβλήτων ότι οι Εφεσείοντες, εάν διαφωνούσαν με την πιο πάνω απόφαση, θα έπρεπε να καταβάλουν το προαναφερθέν ποσό με επιφύλαξη και παράλληλα να προσβάλουν τη νομιμότητά της, πράγμα που δεν έπραξαν.
Οι λόγοι έφεσης δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας. Εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν η απόφαση ημερομηνίας 12.1.2010, με την οποία είχαν ήδη, άμεσα, παραχθεί έννομα αποτελέσματα. Οι Εφεσείοντες γνώριζαν από τις 12.1.2010 για την έγκριση του αιτήματός τους για κατάργηση και παραχώρηση μέρους του δημοσίου αργακιού, υπό όρους, συμπεριλαμβανομένης και της εκ μέρους τους καταβολής συγκεκριμένου ποσού αποζημίωσης. Εχοντας δε απωλέσει την προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής, επανήλθαν, μήνες αργότερα, διεκδικώντας επιστροφή της ήδη καταβληθείσας αποζημίωσης και προβάλλοντας σειρά ισχυρισμών, συμπεριλαμβανομένης άνισης μεταχείρισης. Η επίδικη επιστολή - απάντηση, ημερομηνίας 20.10.2010, δεν δημιουργούσε ίδιον έννομο αποτέλεσμα, αλλά παρέπεμπε ουσιαστικά στην κατάσταση πραγμάτων, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί στις 12.1.2010, με αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου που διέπουν την αποξένωση κρατικής ιδιοκτησίας και την συνεπακόλουθη εκ του νόμου υποχρέωση καταβολής ανάλογης αποζημίωσης. Στην πραγματικότητα, η υπό εξέταση επιστολή ήταν εν μέρει βεβαιωτικού χαρακτήρα, αφού επιβεβαίωνε την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με την απόφαση της 12.1.2010 και το πραγματικό γεγονός της υπό των Εφεσειόντων καταβολής του ποσού των €16.800 και εν μέρει πληροφοριακού, αφού αναφερόταν στις διατάξεις του Νόμου, ως λέχθηκε πιο πάνω. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν παρήχθη μετά από εξέταση νέων στοιχείων, όπως είναι και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων. Αφενός η κατάργηση και παραχώρηση του αργακιού είχε ήδη συντελεστεί και συνιστούσε μέρος της απόφασης ημερομηνίας 12.1.2010, η δε επίκληση, αφετέρου, άνισης μεταχείρισης και του δικαιώματος αναφοράς, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων και τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων ή στην αναβίωση της απολεσθείσας προθεσμίας για προσβολή, στην ουσία, της πράξης ημερομηνίας 12.1.2010.
Συνεπώς, ορθά κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβλήθηκε, αφού στερείτο εκτελεστού χαρακτήρα.
Συνακόλουθα, αφ΄ ης στιγμής κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας. Το στοιχείο της εκτελεστότητας αποτελεί βασική προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης και μόνο εάν συντρέχει ενεργοποιείται η υποχρέωση του εκδικάζοντος δικαστηρίου για εξέταση των λοιπών ζητημάτων που εγείρονται.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.