ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
TSOULOFTAS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 426
Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (Αλέπα) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 837
Aναθεωρητική Aρχή Aδειών ν. Kίμωνα Eυριπίδη και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 354
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A321
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 6/2016)
28 Ιουνίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
1. BEHESHTI,
2. HOSSEINI,
3. HOSSEINI,
4. SADEGHI & BEHESHTI,
ΩΣ ΓΟΝΕΙΣ ΕΧΟΝΤΕΣ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ
ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ
SADEGHI,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
_________________________
Δήμητρα Παπαμιλτιάδου - Νεοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Ανδρέας Χρ. Ευτυχίου και Χρήστος Χατζηλοΐζου, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη 1, έγγαμη και μητέρα τριών παιδιών, (εφεσίβλητοι 2, 3 και 4, αντίστοιχα), κατάγεται από το Ιράν. Εγκατέλειψε τη χώρα της τον Αύγουστο του 2004 και εισήλθε στην Κύπρο παράνομα, τον ίδιο μήνα, μαζί με τα παιδιά της και το δεύτερο σύζυγό της. Στις 21.1.2005, υπέβαλε αίτηση για παροχή προς την ίδια και τα παιδιά της του καθεστώτος του πρόσφυγα. Η αίτησή της εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απορρίφθηκε, για λόγους οι οποίοι ανάγονταν στην αξιοπιστία της.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η εφεσίβλητη 1 καταχώρισε, στις 21.11.2005, διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), η οποία, στη βάση σχετικής έκθεσης αρμοδίου λειτουργού της, την αποδέχτηκε. Με απόφασή της δε ημερομηνίας 10.3.2006, παραχώρησε σε αυτήν και στα παιδιά της το καθεστώς του πρόσφυγα.
Μετά από παρέλευση επτά, σχεδόν, χρόνων, στις 7.11.2012, ο νομικός εκπρόσωπος της εφεσίβλητης 1, με επιστολή του προς την Υπηρεσία Ασύλου, την πληροφόρησε ότι ο προαναφερθείς σύζυγός της, ο οποίος είχε, προ ετών, απελαθεί και εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί διαζύγιο, επέστρεψε στην Κύπρο. Οι δυο τους δε αποφάσισαν να μείνουν και πάλι μαζί και, στις 22.10.2012, συνήψαν πολιτικό γάμο. Υποβλήθηκε, ως εκ τούτου, αίτημα προς την Υπηρεσία Ασύλου όπως δοθεί έγκριση για αναγνώριση του συζύγου της εφεσίβλητης 1 ως εξαρτωμένου της.
Η Αναθεωρητική Αρχή, η οποία ενημερώθηκε για την υποβολή των νέων αυτών στοιχείων, έκρινε σκόπιμο να καλέσει, ενώπιόν της, σε συνέντευξη τόσο την εφεσίβλητη 1 όσο και το σύζυγό της, για να διαπιστωθεί κατά πόσο η εν λόγω εφεσίβλητη συνέχιζε να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), δυνάμει του οποίου, στις 10.3.2006, της είχε αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Από τη συνέντευξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17.1.2013, η Αναθεωρητική Αρχή διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη 1 πέτυχε την αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος στο πρόσωπό της με ψευδείς παραστάσεις και ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή της. Επικαλέστηκε προς τούτο, τις πρόνοιες των άρθρων 28Θ(6)(α) και 6Α(1) και (2) του Νόμου.
Η πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής προσβλήθηκε, στη συνέχεια, από τους εφεσίβλητους, με την προσφυγή αρ. 5844/2013, η οποία εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο. Μεταξύ των λόγων ακύρωσης, που ηγέρθησαν πρωτόδικα, ήταν ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει και να προβεί στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα που είχε παραχωρηθεί στην εφεσίβλητη 1 και στα τρία παιδιά της στις 10.3.2006. Η ευπαίδευτη Δικαστής, η οποία εκδίκασε την υπόθεση, έκανε δεκτό τον πιο πάνω λόγο και ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση. ΄Εκρινε ότι η Αναθεωρητική Αρχή, όντως, προέβη στην υπό αναφορά ανάκληση χωρίς αρμοδιότητα και καθ' υπέρβαση εξουσίας, αφού, όπως υπέδειξε, η ιδιότητα του πρόσφυγα ανακαλείται, σε πρώτο επίπεδο, από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ως αποτέλεσμα, καταχωρίστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή η παρούσα έφεση.
Στο πλαίσιο της έφεσης, τίθεται προς εξέταση το ίδιο, ακριβώς, θέμα, με την Αναθεωρητική Αρχή να αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του Διοικητικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η ευπαίδευτη συνήγορός της υποστήριξε πως αυτό πλανήθηκε ως προς την ερμηνεία που έδωσε στον όρο «τηρουμένων των αναλογιών» του άρθρου 28Θ(6)(α) του Νόμου. Είναι η θέση της, συναφώς, ότι δε λήφθηκε υπόψη το γεγονός πως η Αναθεωρητική Αρχή, με την απόφασή της στις 10.3.2006, για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως αναφέρεται πιο πάνω, είχε υποκαταστήσει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στην άσκηση των εξουσιών του, στις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 6Α του Νόμου, περιλαμβάνεται η ανάκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα. ΄Οπως υπέδειξε, με βάση το άρθρο 55 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), αρμόδιο όργανο να ανακαλεί απόφαση είναι το ίδιο το όργανο που την εκδίδει, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, που, στην παρούσα υπόθεση, η περίπτωση δεν είναι τέτοια.
Η πιο πάνω γραμμή σκέψης δεν είναι ορθή. Παραγνωρίζει το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου προβλέπονται και εφαρμόζονται οι πρόνοιες τις οποίες η συνήγορος σχολιάζει, πλαίσιο που καθορίζει ρητώς το νομικό καθεστώς και τις αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής, και, γενικά, τον τρόπο λειτουργίας της, ως αναθεωρητικό διοικητικό όργανο. Προς απάντηση, λοιπόν, στις πιο πάνω θέσεις, σημειώνεται, κατ' αρχάς, ότι η Αναθεωρητική Αρχή έχει εγκαθιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 28 του Νόμου, οι οποίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι το 2013, προέβλεπαν:-
«28. - (1) Εγκαθιδρύεται Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, με εξουσία και αρμοδιότητα την εξέταση διοικητικών προσφυγών που ασκούνται από αιτητές κατά των αποφάσεων του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου και του Διευθυντή[1] σε σχέση με απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία ή με καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.»
Η πιο πάνω εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής εξειδικεύεται, έτι περαιτέρω, με τον καθορισμό, στο άρθρο 28Ε(1) του Νόμου, των αρμοδιοτήτων της. ΄Οπως προβλέπεται σε αυτό:-
«Οποιαδήποτε αρνητική απόφαση του Προϊστάμενου[2] που λαμβάνεται δυνάμει των άρθρων 5, 6, 6Α, 11Β, 12Δ, 13, 16Α, 16Β, 16Γ, 19, 19Α, 20, 20Θ ή 25, και οποιαδήποτε απόφαση του Διευθυντή, που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 29, υπόκειται σε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.»
Τέλος, η προαναφερθείσα εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής επιβεβαιώνεται με την πρόνοια στο εδάφιο (2) του πιο πάνω άρθρου, ότι αυτή «... μετά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής αιτητή, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία επικυρώνει ή ακυρώνει και τροποποιεί την απόφαση του Προϊστάμενου ή του Διευθυντή.»
Στη βάση των πιο πάνω προνοιών, πασιφανώς, η Αναθεωρητική Αρχή έχει αποκλειστική εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει στην εξέταση διοικητικών προσφυγών και μόνο, οι οποίες υποβάλλονται εναντίον αρνητικών αποφάσεων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (άρθρο 2 του Νόμου), (ο Διευθυντής). Αυτοί, δυνάμει των προαναφερθεισών δικών τους εξουσιών, αποφασίζουν, σε σχέση με τα ενώπιόν τους τιθέμενα θέματα, σε πρώτο επίπεδο. Η σημασία δε της διοικητικής προσφυγής έγκειται στο ότι, με αυτήν, δίδεται η ευκαιρία σε αιτητή για εξέταση, από την Αναθεωρητική Αρχή, σε δεύτερο επίπεδο, της υπόθεσής του, σε θέματα που εμπίπτουν στους τομείς που αναφέρονται πιο πάνω, με ό,τι συνεπάγεται μια τέτοια, προδήλως, αναβαθμισμένη εξέταση, (βλ. Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, σελίδα 431). Δεδομένων των πιο πάνω παρατηρήσεων, σημειώνεται ότι η διοικητική προσφυγή, ασφαλώς, δεν επενεργεί ως έφεση, ούτε εξομοιώνεται με έφεση, (βλ. Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354).
Η Αναθεωρητική Αρχή, στο πλαίσιο άσκησης της πιο πάνω εξουσίας της, εξετάζει τα θέματα που έχει ενώπιόν της εξ υπαρχής. Αυτό σημαίνει πως διεξάγει τη δική της έρευνα και καταλήγει στη δική της απόφαση, χωρίς δέσμευση από τα οποιαδήποτε συμπεράσματα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ή του Διευθυντή, αναλόγως της περίπτωσης, (βλ. Ετ. Αστ. Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837). ΄Οταν δε, κατά τη διενεργουμένη, ως άνω, εξέταση, ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, η ίδια, σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ(6) του Νόμου, «... δύναται είτε να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, είτε να καλεί τον αιτητή σε ακροαματική διαδικασία, όπως αυτή ήθελε κρίνει σκόπιμο:».
Η άσκηση, ως άνω, από την Αναθεωρητική Αρχή, της εν λόγω εξουσίας της, σύμφωνα με ρητή αναφορά στο άρθρο 28Θ(6)(α) του Νόμου, διενεργείται δυνάμει των ιδίων προνοιών που εφαρμόζονται και λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση που γίνεται σε πρώτο επίπεδο. Επομένως, η φράση «τηρουμένων των αναλογιών», στο εν λόγω άρθρο, χρησιμοποιείται υπό αυτήν την έννοια και όχι άλλως πως. Η Αναθεωρητική Αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας της, ως ανωτέρω, δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 6Α(2) του Νόμου, μεταξύ άλλων, να «ανακαλεί την ιδιότητα του πρόσφυγα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο». Διαφορετικά τιθεμένου, η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να ανακαλεί την ιδιότητα του πρόσφυγα μόνο στο πλαίσιο εξέτασης διοικητικής προσφυγής, ως η εξουσία η οποία της παρέχεται δυνάμει των προαναφερθεισών προνοιών των άρθρων 28 και 28Ε. Επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η εξουσία ανάκλησης που προβλέπεται στο άρθρο 55 του Ν. 158(Ι)/1999.
Επιπρόσθετα, είναι πασίδηλο ότι καμιά διάταξη του Νόμου δεν παραχωρεί πρωτογενή εξουσία στην Αναθεωρητική Αρχή η ίδια να ανακαλεί την ιδιότητα του πρόσφυγα. Αντίθετα, στο άρθρο 6Α αυτού, προβλέπεται ότι η εν λόγω ιδιότητα ανακαλείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου∙ πέραν τούτου, αναφέρονται και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Επομένως, υπό το φως της συζήτησης, ανωτέρω, η απόφαση της ευπαίδευτης Δικαστού κρίνεται ορθή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης