ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C283
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 139/2012
8 Ιουνίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Εφεσειόντων/Καθ' ων η αίτηση
ΚΑΙ
Κοινοπραξίας Φυσικών και Νομικών Προσώπων Αντωνίου, Πίττα, Σκουρής, Μαραθοβουνιώτης, Μαύρου, Πίττας, Παπαχριστοφόρου, SKP Soteriou, Kyrzis Partners, Nicolaou & Konides Quantity Surveyors, εγγεγραμμένης ως ΕΡΓΟ ΣΥΝ - ΠΑΓΚ.
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
........
Σ. Βασιλείου, για τους εφεσείοντες
Α. Αιμιλιανίδης, για τους εφεσίβλητους
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 25.9.08 προκηρύχθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου (εφεσείοντες, στο εξής το Πανεπιστήμιο) ανοικτός διαγωνισμός - ο υπ΄ αρ. ΤΕΧ 061/08 - με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών συμβούλων μελετητών για τη μελέτη ανακαίνισης και διαμόρφωσης χώρων πολιτιστικού κέντρου του Πανεπιστημίου.
Ο διαγωνισμός συνοδευόταν από όρους, μεταξύ των οποίων και οι όροι 10.4.2, 10.4.4 και 10.5.01. Σύμφωνα με αυτούς ο επιτυχών προσφοροδότης ήταν υποχρεωμένος να προσέλθει μέσα σε 20 ημέρες από την ημερομηνία που θα παραλάμβανε τη σχετική πρόσκληση του Πανεπιστηρίου για υπογραφή της σύμβασης, προσκομίζοντας προς τούτο όλα τα προβλεπόμενα από το διαγωνισμό έγγραφα. Μεταξύ αυτών και τραπεζική εγγυητική επιστολή που θα έπρεπε να καλύπτει το 10% της συμβατικής τιμής, διαφορετικά θα κηρυσσόταν «. έκπτωτος από την Ανάθεση που έγινε στο όνομα του και από κάθε δικαίωμα που απορρέει απ΄ αυτή με ταυτόχρονη κατάπτωση της Εγγύησης Συμμετοχής υπέρ της Αναθετούσας Αρχής».
Το διαγωνισμό διεκδίκησαν τέσσερις προσφοροδότες, οι προσφορές των οποίων αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο Προσφορών και Οικονομικών του Πανεπιστημίου, το οποίο με απόφαση του ημερ. 10.2.09 κατακύρωσε το έργο στην εφεσίβλητη κοινοπραξία η οποία ήταν μεταξύ των προσφοροδοτών.
Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο στην εφεσίβλητη με επιστολή ημερ. 8.4.09, με την οποία την καλούσε όπως μέσα σε 20 ημέρες προσέλθει στα γραφεία του για υπογραφή της σύμβασης, προσκομίζοντας προς τούτο και τα προβλεπόμενα από τους όρους του διαγωνισμού έγγραφα. Επιπρόσθετα, την πληροφορούσε να θεωρήσει την εν λόγω επιστολή «και ως οδηγία έναρξης των εργασιών.», αλλά ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι με την υπό αναφορά επιστολή το Πανεπιστήμιο καθόριζε το ποσό της εγγυητικής ίσο προς 3%, ενώ ο όρος 10.5.1 το καθόριζε στο 10%.
Η πιο πάνω επιστολή παραλήφθηκε από την εφεσίβλητη στις 9.4.09, πλην όμως δεν προσήλθε μέσα στην ταχθείσα προθεσμία για υπογραφή της σύμβασης. Αντί τούτου απέστειλε, στις 5.5.09, επιστολή προς το Πανεπιστήμιο με την οποία ζητούσε να της δοθεί παράταση 15 εργάσιμων ημερών για συλλογή όλων των απαραίτητων στοιχείων προκειμένου να καταστεί δυνατή η υπογραφή της σύμβασης. Το Πανεπιστήμιο, αντί απάντησης στην πιο πάνω επιστολή της εφεσίβλητης, της απέστειλε, στις 15.5.09, επιστολή με την οποία την πληροφορούσε ότι δυνάμει του όρου 10.5.1 το ύψος του ποσού της εγγύησης είναι 10% και όχι 3% ως λανθασμένα αναφερόταν στην επιστολή του ημερ. 8.4.09. Στη συνέχεια, στις 20.5.09, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου κήρυξε την εφεσίβλητη έκπτωτη του διαγωνισμού λόγω μη τήρησης των όρων του διαγωνισμού και προχώρησε στην κατακύρωση της προσφοράς στον αμέσως επόμενο επιτυχόντα προσφοροδότη. Ακολούθως, στις 1.6.09, απέστειλαν επιστολή στην εφεσίβλητη με την οποία την πληροφορούσαν ότι το αίτημα της ημερ. 5.5.09 είχε απορριφθεί εφόσον η προθεσμία για υπογραφή της σύμβασης είχε παρέλθει και ενόψει τούτου «θα εφαρμοσθεί η πρόνοια του άρθρου 10.4.02».
Η εφεσίβλητη αντέδρασε αυθημερόν στην πιο πάνω επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 1.6.09, χαρακτηρίζοντας την απόφαση του «άδικη» και ως τέτοια θα έπρεπε να τύχει επανεξέτασης. Πρόβαλλε συναφώς ότι «η εξασφάλιση των πιστοποιητικών απαιτεί σημαντικό χρόνο που υπερβαίνει πρακτικά αυτόν που καθορίζεται στους όρους του διαγωνισμού» και για περαιτέρω ενίσχυση του αιτήματος της για επανεξέταση, πρόβαλλε και το ότι στην επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 8.4.09 υπήρχαν λάθη και παραλείψεις για τα οποία είχε ζητήσει διευκρινήσεις.
Το πιο πάνω αίτημα της εφεσίβλητης απαντήθηκε με επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 2.6.09, στην οποία επισημαίνονταν οι επίμαχοι όροι του διαγωνισμού και σημειώνονταν τα ακόλουθα:-
«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και διευκρινίζοντας ότι όπως εκ παραδρομής στην επιστολή κατακύρωσης ημερομηνίας 08/04/2009 περιλήφθηκε αναφορά σε «Τραπεζική Εγγυητική Επιστολή για την Πιστή Εκτέλεση της Προσφοράς ποσού ίσο με 3% της συμβατικής τιμής» σε αντίθεση με τους όρους της προσφοράς που επισημάνθηκε και διορθώθηκε αργότερα έτσι εκ παραδρομής περιλήφθηκε και η αναφορά «Παρακαλώ όπως η παρούσα επιστολή θεωρηθεί ως επιστολή κατακύρωσης της προσφοράς και οδηγία έναρξης των εργασιών» αφού η αναφορά αυτή είναι σε αντίθεση με τους όρους της προσφοράς.»
Η αντίδραση της εφεσίβλητης στην επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 1.6.09 εκδηλώθηκε με καταχώριση, στις 23.6.09, της υπ΄ αρ. 750/09 προσφυγής. Με επιτυχή γι΄ αυτή κατάληξη. Τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις του Πανεπιστήμιου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πράξη εκτέλεσης ανεπίδεκτη προσφυγής και ότι η εφεσίβλητη δεν είχε έννομο συμφέρον, εξέτασε την προσφυγή επί της ουσίας και κατέληξε σε ακυρωτική κρίση. Και αυτό στη βάση κυρίως ότι ο εν γένει χειρισμός της υπόθεσης από το Πανεπιστήμιο και ιδίως η απόρριψη του αιτήματος της εφεσίβλητης για επανεξέταση, λαμβανομένου υπόψη και του λάθους σε σχέση με το ύψος του ποσού της εγγύησης εξ υπαιτιότητας του Πανεπιστημίου, συνιστούσε ασυνεπή, αντιφατικό και κακόπιστο τρόπο ενέργειας εκ μέρους του κατά παράβαση του άρθρου 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99). Επιπρόσθετα διαπίστωσε και άλλο λόγο ακυρότητας για πάσχουσα σύνθεση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου λόγω παρουσίας αναρμόδιου προσώπου σε δύο συνεδρίες του.
Τα πιο πάνω ευρήματα προσβάλλονται ως εσφαλμένα για εννέα (9) λόγους. Ό,τι δηλαδή, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις του Πανεπιστημίου αναφορικά με την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης και της ύπαρξης έννομου συμφέροντος της εφεσίβλητης και προχώρησε να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης (Λόγοι έφεσης 1, 2 και 3), (β ) απέρριψε τη θέση του Πανεπιστημίου ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 10.4.2 του διαγωνισμού, κρίνοντας ότι υπό τις περιστάσεις η προθεσμία των 20 ημερών θα έπρεπε (το ολιγότερο) να αρχίσει από 15.5.09 (Λόγοι έφεσης 4 και 5), (γ) αποφάσισε ότι το Πανεπιστήμιο είχε διακριτική εξουσία για παράταση της προθεσμίας (Λόγος έφεσης 6), (δ) έκρινε ότι το Πανεπιστήμιο ενήργησε κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό και κακόπιστο και ενόψει τούτου ακύρωσε την επίδικη απόφαση του (Λόγοι έφεσης 7 και 8) και (ε) αποφάσισε ότι η παρουσία του λογιστή του Πανεπιστημίου στις δύο συνεδρίες δεν σχετίζονταν με την τήρηση των πρακτικών και ως εκ τούτου η σύνθεση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου έπασχε (9ος λόγος έφεσης).
Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση του έννομου συμφέροντος της εφεσίβλητης για την άσκηση και προώθηση της προσφυγής της εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.1), η κρίση για την έλλειψη νομιμοποίησης προηγείται της κρίσης για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και κατά συνέπεια της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Ήταν θέση του Πανεπιστημίου, την οποία επανέλαβε και κατ΄ έφεση, ότι η κήρυξη της εφεσίβλητης ως έκπτωτης της ανάθεσης του διαγωνισμού ήταν αναπόφευκτη δυνάμει του όρου 10.4.2 καθότι δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση της να προσέλθει - από την πρόσκληση ημερ 8.4.09 - μέσα σε 20 ημέρες για υπογραφή της σύμβασης, προσκομίζοντας προς τούτο τα προβλεπόμενα από το διαγωνισμό έγγραφα. Συναφώς, υποστηρίζει, δεν είχε διακριτική ευχέρεια για παράταση της τεθείσας προθεσμίας και η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να αμφισβητεί τους όρους του διαγωνισμού, οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται και εφαρμόζονται αυστηρά. Κατά συνέπεια ο υπό αναφορά όρος ήταν δεσμευτικός και χωρίς περιθώρια αποκλίσεων για το Πανεπιστήμιο και η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να τον αμφισβητεί αφού είχε αποδεχτεί όλους τους όρους του διαγωνισμού και, εν τέλει, η στάση της συνιστά, ταυτόχρονα, επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. Συνεπώς στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος για την άσκηση και προώθηση της προσφυγής της.
Η πιο πάνω θέση του Πανεπιστημίου δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη διέθετε το απαραίτητο έννομο συμφέρον. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσια την πρωτόδικη κρίση:-
«Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση με την οποίαν κρίθηκαν ως έκπτωτοι και την επακόλουθη απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος. Σύμφωνα με τη νομολογία, ένας αποκλεισθείς προσφοροδότης νομιμοποιείται να θέσει προς εξέταση ζητήματα που αφορούν στον αποκλεισμό του και η προσφυγή επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει με αναφορά αποκλειστικά στη νομιμότητα ή όχι του αποκλεισμού και δεν εξετάζεται οτιδήποτε άλλο αναφορικά με τη διαδικασία (Δημοκρατία v. Mάριος Θεοχαρίδης Λτδ (2008) 3 Α.Α.Δ. 488). Στην περίπτωση μας, εφόσον οι αιτητές με την προσφυγή τους αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης με την οποίαν κρίθηκαν έκπτωτοι, θέτουν προς εξέταση ζητήματα που αφορούν στον αποκλεισμό τους. Επομένως δεν είναι δυνατό να θεωρούνται ότι στερούνται έννομου συμφέροντος να προσβάλουν την συγκεκριμένη απόφαση και την επακόλουθη απόφαση με την οποία η προσφορά κατακυρώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος».
Η εφεσίβλητη συμφωνεί με την πιο πάνω κρίση και συμπληρώνει ότι η ίδια πληρούσε το σύνολο των όρων του διαγωνισμού και γι'αυτό επιλέγηκε. Εισηγείται δε ότι οι ενέργειες του Πανεπιστημίου, οι οποίες ακολούθησαν την υπέρ της κατακύρωση, συνιστούσαν ανάκληση διοικητικής πράξης λόγω μη εκπλήρωσης «συγκεκριμένου παρεπόμενου όρου που είχε τεθεί υπό μορφή αναβλητικής αίρεσης» και ότι η ανάκληση αυτή ενσωματώθηκε στην επακόλουθη κατακύρωση του διαγωνισμού στο Ενδιαφερόμενο Μέρος η οποία προσβάλλεται μετ' εννόμου συμφέροντος ως ενιαία διοικητική πράξη. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι η καθυστέρηση στην υπογραφή της σύμβασης και κατ' επέκταση η μη τήρηση του συγκεκριμένου όρου δημιουργήθηκε με υπαιτιότητα του Πανεπιστημίου. Και αυτό λόγω κυρίως της εσφαλμένης αναφοράς στην επιστολή του ημερ. 8.4.2009 στο ύψος του ποσοστού της εγγύησης, σφάλμα το οποίο αναγνώρισε και διόρθωσε αργότερα το ίδιο. Επομένως, υπό τις ιδιάζουσες αυτές συνθήκες, δεν μπορεί να στηριχθεί ισχυρισμός για έλλειψη έννομου συμφέροντος καθότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση δικαιώματος στη διοίκηση να εξαπατά το διοικούμενο και να παρακωλύει εξ' υπαιτιότητας της την τήρηση των παρεπόμενων όρων που τίθενται από την ίδια, χωρίς δυνατότητα δικαστικού ελέγχου.
Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση επί του υπό εξέταση θέματος, καθώς επίσης και τις επί τούτου εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων. Καταλήξαμε ότι το σχετικό παράπονο του Πανεπιστημίου ευσταθεί και η επί τούτου πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη.
Ο όρος 10.4.2, τον οποίο η εφεσίβλητη αποδέκτηκε ανεπιφύλακτα κατά την υποβολή της προσφοράς, ήταν σαφής:- Είχε υποχρέωση μέσα σε 20 ημέρες από την πρόσκληση που της απέστειλε το Πανεπιστήμιο - την οποία παρέλαβε στις 9.4.09 - να προσέλθει για υπογραφή της σύμβασης, προσκομίζοντας προς τούτο τα προβλεπόμενα από τον όρο 10.4.4 έγγραφα. Μεταξύ αυτών και την εγγυητική που σύμφωνα με τον όρο 10.5.1 θα έπρεπε να αντιστοιχούσε στο 10% της συμβατικής τιμής. Το γεγονός ότι στην πρόσκληση ημερ. 8.4.09 αναγραφόταν (πρόδηλα εκ λάθους), ως ποσό της εγγύησης το 3%, δεν θεωρούμε ότι είχε επιπτώσεις στην υποχρέωση της εφόσον το εν λόγω ποσοστό καθοριζόταν ρητά στον όρο 10.5.1 στο 10%. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να επικαλείται το υπό αναφορά «λάθος» του Πανεπιστημίου εφόσον μέχρι 30.4.09 που έληγε η προθεσμία υπογραφής της σύμβασης ούτε καν εμφανίστηκε για την προβλεπόμενη υπογραφή ούτε κατέθεσε οποιαδήποτε εγγυητική ακόμη και για το 3% που είχε εκ παραδρομής κοινοποιηθεί σ΄ αυτήν. Αντ΄ αυτού με την επιστολή της ημερ. 5.5.09 ζήτησε παράταση 15 ημερών προβάλλοντας ως λόγο ότι δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει μέσα στην καθορισθείσα προθεσμία τα προβλεπόμενα από το διαγωνισμό έγγραφα. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ότι δεν ήταν σε θέση να τηρήσει συγκεκριμένους όρους του διαγωνισμού, τους οποίους είχε ήδη αποδεχτεί με την υποβολή της προσφοράς της.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων η κήρυξη της εφεσίβλητης ως έκπτωτης του διαγωνισμού ήταν για το Πανεπιστήμιο μονόδρομος και συναφώς παραπέμπουμε στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260-261, όπου παρατηρείται πως «γενικώς δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστούται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ' οιονδήποτε τρόπον στην έκδοση της πράξης». (βλ. Παρασκευή Κύρου v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 85/2011, ημερ. 14.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:C78).
Υπό τις περιστάσεις που αναλύθηκαν πιο πάνω δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης ισχυρισμών περί αντιφατικής και κακόπιστης συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ουσίας της προσφυγής εφόσον η εφεσίβλητη δεν είχε έννομο συμφέρον (βλ. Δημοκρατία v. Mάριος Θεοχαρίδης Λτδ (2008) 3 Α.Α.Δ. 488, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Eταιρείας EL.NI.A. Kokkinos Ltd, Aναθ. Έφεση Αρ. 105/2011, ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:C33). Όπως σχετικώς τονίστηκε στην Δημοκρατία v. A.K. Xατζηϊωάννου & Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467:
«. η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί υποκειμενική προϋπόθεση για να υπάρξει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Μόνο αν υπάρχει τέτοιο συμφέρον θα μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει και να εξετάσει άλλα θέματα που αφορούν την εγκυρότητα ή όχι της επίδικης διοικητικής πράξης, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της συνταγματικότητας».
Τέλος σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς για έξοδα που υπέστη η εφεσίβλητη λόγω της έναρξης εργασιών για το σκοπό εκτέλεσης του έργου κατόπιν της «οδηγίας έναρξης εργασιών» που της κοινοποιήθηκε στις 8.4.2009 καθώς και οι οποιεσδήποτε απαιτήσεις που ενδεχομένως απορρέουν από το γεγονός αυτό δεν αποτελούν θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται, η δε προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται. Και αυτό με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, υπέρ του Πανεπιστημίου και εναντίον της εφεσίβλητης.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ