ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A223
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 78/2017)
8 Μαΐου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής.
----------
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται προσωπικά.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ακύρωση από το Διοικητικό Δικαστήριο της απόφασης της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 1.9.2015, με την οποία απερρίφθη η ένσταση του εφεσίβλητου εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας να απορρίψει την αίτησή του για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (στο εξής «ΕΕΕ»), αμφισβητείται με την παρούσα έφεση.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 55 ετών και άγαμος, υπέβαλε στις 6.10.2014 αίτηση για παροχή ΕΕΕ. Στις 23.1.2015 η προϊσταμένη των Υπηρεσιών Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι δεν έχει καταστεί δικαιούχος για ΕΕΕ, λόγω του ότι η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας του είναι μεγαλύτερη του ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 13 του περί Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Άλλων Κοινωνικών Παροχών Νόμου 109(Ι)/2014 (στο εξής «ο Νόμος»). Ο εφεσίβλητος στις 15.2.2015 υπέβαλε γραπτή ένσταση εναντίον της πιο πάνω απόφασης στην Υπουργό η οποία εξετάστηκε μετά την έναρξη της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 2015 (Ν. 118(Ι)/2015) και απερρίφθη.
Η απόρριψη της ένστασης του εφεσίβλητου περιλαμβάνεται σε επιστολή ημερομηνίας 1.9.2015, η οποία προνοεί ως ακολούθως:
««................................
2. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου, δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο ή αιτητής που κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία είτε ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας, η οποία υπερβαίνει σε αξία τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), με βάση την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Το ίδιο άρθρο προνοεί ότι σε περίπτωση υποβολής ένστασης για την εκτίμηση, θα λαμβάνεται υπόψη η αρχική εκτίμηση, εκτός αν αυτή αναθεωρηθεί.
3. Με βάση το αρχείο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κατέχετε δώδεκα (12) ακίνητα, η αξία των οποίων σύμφωνα με τα μερίδια που κατέχετε και με βάση την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με τιμές του 2013 (εξαιρουμένης της πρώτης κατοικίας), ανέρχεται σε €891.222,7 ποσό που υπερβαίνει το όριο των €100.000 που καθορίζεται στο άρθρο 13 της Νομοθεσίας. Ακόμη και στην περίπτωση που γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός σας περί ύπαρξης ΜΕΜΟ ή/και υποθήκης σε όλη την ακίνητη περιουσία σας, η συνολική αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας σας θα ανέρχεται σε €791.222,7 ποσό που εξακολουθεί να υπερβαίνει το όριο των €100.000 που προνοείται στη Νομοθεσία.
4. Με βάση τα πιο πάνω, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, απέρριψε την ένσταση σας κατά της απόφασης για απόρριψη της αίτησης σας για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος»
Με βάση τα στοιχεία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο εφεσίβλητος διαθέτει, πέραν της ιδιόκτητης κατοικίας στην οποία διαμένει, μερίδια σε άλλα έντεκα ακίνητα, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται στις €891.222,70 σύμφωνα με τη Γενική Εκτίμηση Αξιών Ακινήτων του 2013. Ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε ότι διαθέτει τα εν λόγω ακίνητα, προέβαλε όμως ότι αυτά έχουν μηδενική αξία και είναι αδύνατο να αξιοποιηθούν λόγω του ότι όλη του η περιουσία είναι δεσμευμένη από τη Συνεργατική Τράπεζα, η οποία έχει εγγεγραμμένο εμπράγματο βάρος (memo) επ΄ αυτής πριν από τις 11.7.2014. Προέβαλε, περαιτέρω, ότι η απόφαση της Υπουργού ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και πως οι πρόνοιες του σχετικού Νόμου είναι άδικες, εφόσον δεν γίνεται ορθή εκτίμηση της πραγματικής αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις πρόνοιες του άρθρου 13 του Νόμου, καθόρισε το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση εξέτασης τέτοιου είδους υποθέσεων, τον καθορισμό της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις €100.000. Πηγή καθοδήγησης σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «αξία» υπήρξε, για το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος, Κεφ. 224, σύμφωνα με τον ακόλουθο συλλογισμό:
«Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του σχετικού Νόμου (Ν.109(Ι)/2014) "ακίνητη ιδιοκτησία", έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, (ΚΕΦ. 224).
Στον Νόμο 109(Ι)/2014, δεν ερμηνεύεται η έννοια της "αξίας" της ακίνητης ιδιοκτησίας. Με το δεδομένο ότι για την ερμηνεία της έννοιας "ακίνητη ιδιοκτησία" γίνεται παραπομπή στο ΚΕΦ. 224, πηγή καθοδήγησης σε σχέση με την ερμηνεία του όρου "αξία" σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, είναι το ΚΕΦ. 224. Συναφώς, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του ΚΕΦ. 224:
«"αξία", σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, σημαίνει το ποσό το οποίο η ακίνητη ιδιοκτησία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει αν επωλείτο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια».»
Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην παρούσα υπόθεση, υπό τις περιστάσεις της περίπτωσης, ότι δηλαδή υπάρχει memo σε όλη την ακίνητη ιδιοκτησία του αιτητή, ότι πρόκειται για ιδιοκτησία της οποίας ο αιτητής είναι συνδιοκτήτης με πολλούς άλλους, με τις επακόλουθες δυσκολίες της οποιασδήποτε προσπάθειας του για πώληση, και η οποία ακίνητη ιδιοκτησία, αν τελικά πωληθεί από την Τράπεζα, απλώς θα καλύψει τις ανάγκες της (ενδεχομένως δε και όχι), απαιτούσαν την διερεύνηση και αυτής της πτυχής του θέματος και προσδιορισμού της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας του αιτητή, συνυπολογιζομένων των πιο πάνω δεδομένων.
Συνεπώς κρίνω, ότι δεν διερευνήθηκαν με επάρκεια όλα τα στοιχεία τα σχετιζόμενα με την συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνάρτηση με το πνεύμα του Νόμου, που σκοπός του είναι ως εκ του ονόματος του, η διασφάλιση των συνθηκών, της όσο το δυνατό αξιοπρεπούς διαβίωσης του αιτούντος.
Στα πιο πάνω θα προσέθετα ότι όπως προνοείται στις διατάξεις του άρθρου 13 (β) του σχετικού Νόμου, που αφορά περιπτώσεις αιτούντων που κατέχουν, όχι ακίνητη ιδιοκτησία, αλλά χρηματοοικονομικά στοιχεία, δεν λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε χρηματοοικονομικά στοιχεία του αιτούντος, τα οποία "δεν είναι διαθέσιμα προς χρήση", μεταξύ άλλων, "λόγω του ότι είναι δεσμευμένα προς εξασφάλιση δανείου". Τα πιο πάνω αναφέρονται, ως σχετιζόμενα με το πνεύμα του συγκεκριμένου Νόμου.»
Οι εφεσείοντες με πέντε λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Με τους πρώτους τρεις λόγους θεωρούν λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο Νόμο δεν ερμηνεύεται η έννοια της «αξίας» και την παραπομπή στο Κεφ. 224 για την ερμηνεία της. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε επανεκτίμηση γεγονότων και υποκατάσταση της κρίσης της αρμόδιας Αρχής, ενώ με τον πέμπτο λόγο αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διερευνήθηκαν με επάρκεια όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Το άρθρο 13 του Νόμου, στη βάση του οποίου εξετάστηκε το αίτημα του εφεσίβλητου, προνοεί ως ακολούθως:
«Δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο ή αιτητής-
(α) κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία είτε ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας η οποία υπερβαίνει σε αξία τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), με βάση την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία αξίας μέχρι εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000), η οποία δεν είναι αξιοποιήσιμη ολόκληρη ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής, λόγω εγγραφής εμπράγματου βάρους ή δικαιώματος επικαρπίας στα βιβλία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία έλαβε χώρα πριν την 11η Ιουλίου 2014 και η ημερομηνία αυτή δύναται να αναθεωρείται κάθε δύο χρόνια από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015:
Νοείται ότι τα πιο πάνω στοιχεία για τις ήδη υποβληθείσες αιτήσεις δύνανται να υποβάλλονται και να εξετάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της ένστασης που προβλέπεται στο άρθρο 32:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση υποβολής ένστασης για την εκτίμηση, λαμβάνεται υπόψη η αρχική εκτίμηση, εκτός αν αυτή αναθεωρηθεί και στην περίπτωση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η νέα εκτίμηση από την ημερομηνία αναθεώρησής της και καλύπτει περιπτώσεις που εξετάστηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η ιδιόκτητη κατοικία στην οποία διαμένει ο αιτητής ή/και δικαιούχος δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον η κατοικία αυτή δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα· ή/και».
Από το λεκτικό της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης προκύπτει σαφώς ότι η προϋπόθεση της κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας αξίας που δεν υπερβαίνει τις €100.000 καθορίζεται στη βάση της εκτίμησης του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Σχετική είναι και η επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου, η οποία παραπέμπει σε περίπτωση υποβολής ένστασης για την εκτίμηση, ποια εκτίμηση λαμβάνεται υπόψη, κάτι που συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι η αξία καθορίζεται στη βάση της εκτίμησης του Κτηματολογίου. Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι δεν απαιτείτο η παραπομπή σε οποιαδήποτε πρόνοια άλλης νομοθεσίας για την ερμηνεία του όρου «αξία».
Παρατηρούμε, συναφώς, ότι δεν απαιτείτο η διερεύνηση των στοιχείων που αναφέρονται στην απόφαση με στόχο τον προσδιορισμό της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας του αιτητή. Ούτε θεωρούμε ότι η αναφορά στο άρθρο 13(β) του Νόμου[1] μπορεί να προσφέρει καθοδήγηση για το επίδικο ζήτημα στη βάση της σχετικότητας του με το πνεύμα του συγκεκριμένου Νόμου. Θεωρούμε ότι το άρθρο 13(β) περιορίζεται μόνο στα χρηματοοικονομικά στοιχεία του αιτητή και δεν μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση από αυτή τη νομοθετική διάταξη για ερμηνεία της παραγράφου 13(α). Εάν αυτός ήταν ο σκοπός του νομοθέτη, θα έπρεπε ρητά να καταγράφεται στο Νόμο. Διαφορετική ερμηνεία θα σήμαινε απαράδεκτη προσθήκη στις πρόνοιες του Νόμου από το Δικαστήριο (Dias United Publishing Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550).
Είναι, περαιτέρω, σαφές ότι δεν λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία αξίας μέχρι €100.000, η οποία είναι αντικείμενο εγγραφής εμπράγματου βάρους ή δικαιώματος επικαρπίας. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος θεωρεί τη νομοθεσία άδικη, καθότι το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη είναι μόνο €100.000, όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας δεν μπορεί, με βάση τη νομολογία, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου (Παφίτη ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 522 και Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 8).
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Επιδικάζονται €500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] Το άρθρο 13(β) του Νόμου, στο βαθμό που αφορά στην παρούσα υπόθεση, έχει ως ακολούθως:
(β) είτε κατέχει χρηματοοικονομικά στοιχεία ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας και το ύψος των καταθέσεων υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (€5.000) αυξανόμενο κατά χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε πρόσθετο μέλος της οικογενειακής μονάδας είτε η αξία των λοιπών χρηματοοικονομικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (€5.000).