ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α.Σ. Αγγελίδης με Σ.Α. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες. Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 1. Αχ. Αιμιλιανίδης με Α. Μαστίχη (κα), για τον Εφεσίβλητο 2. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Έφεση κατ΄ απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 99/2016, 4/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D160

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατ΄ απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 99/2016)

 

4 Απριλίου 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

1)  ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ,

2)  ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσείοντες/Αιτητές

-         ΚΑΙ  -

 

1)  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

               ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

           2) ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΕΣΩ

               ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,

Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------------

 

Α.Σ. Αγγελίδης με Σ.Α. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζανέττου (κα), Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και

Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 1.

Αχ. Αιμιλιανίδης με Α. Μαστίχη (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.

 

---------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η απόφαση του Δικαστηρίου

είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Διοικητικό Δικαστήριο στη βάση τριών χωριστών αιτήσεων που στόχευαν σε παραπομπή προς εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο αριθμού νομικών ζητημάτων αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα των Νόμων που το καθίδρυσαν, έκρινε το ίδιο όλα τα νομικά ζητήματα τα οποία ηγέρθησαν, αφού προηγουμένως κατέληξε ότι θα έπρεπε να απορριφθεί η εισήγηση για παραπομπή. 

 

        Το Διοικητικό Δικαστήριο συνήλθε εν Ολομελεία για την εξέταση της ουσίας των αιτήσεων που είχαν καταχωρηθεί στις προσφυγές υπ΄ αρ. 1814/12, 2024/12 και 134/15.  Οι προσφυγές αυτές μεταξύ τους δεν έχουν κοινή συνάφεια εφόσον αφορούσαν και αφορούν σε εντελώς διαφορετικό θεματολόγιο, αλλά συνενώθησαν για σκοπούς ακρόασης των αιτήσεων που καταχωρήθηκαν ως προς την συνταγματικότητα των προαναφερθέντων Νόμων.  Το Δικαστήριο με πολυσέλιδη απόφαση του έκτασης 59 σελίδων, εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση του στις 6.10.2016, με την οποία απέρριψε τόσο το αίτημα παραπομπής στο Ανώτατο Δικαστήριο, όσο και όλα τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που ηγέρθησαν.  Έκρινε εν κατακλείδι ότι οι επίδικοι νόμοι δεν ήταν αντισυνταγματικοί και ως εκ τούτου νομίμως οι προσφυγές μεταφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου είχαν καταχωρηθεί αρχικά, στο Διοικητικό Δικαστήριο. Συνακόλουθα, απέρριψε τις αιτήσεις με έξοδα. 

 

        Οι αιτητές στις συνεκδικασθείσες προσφυγές υπ΄ αρ. 1814/12 και 134/15 καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση, η οποία ήχθη ενώπιον τριμελούς Εφετείου ως ο Νόμος ορίζει και ακολούθως καταχωρήθηκαν και τα περιγράμματα αγόρευσης ως οι σχετικές οδηγίες του Εφετείου.  Στη συνέχεια υπεβλήθη στις 5.7.2017 αίτηση από τους εφεσείοντες όπως η έφεση παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δοθούν ταυτόχρονα οδηγίες για τη διαπίστωση λόγου εξαίρεσης ορισμένων Δικαστών λόγω αποφασιστικής συνδρομής και/ή συμμετοχής τους στην προετοιμασία των τριών Νόμων που οδήγησαν στην ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Η πλευρά των εφεσιβλήτων δεν έφερε ένσταση ως προς το αίτημα διεύρυνσης του Εφετείου, αλλά επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί περαιτέρω ως προς το ζήτημα της εξαίρεσης.

 

  Το τριμελές Εφετείο, μετά από εξέταση της αίτησης, αποφάσισε στις 6.11.2017 να εγκρίνει διεύρυνση του υπό το φως της σοβαρότητας αφενός των εγειρομένων θεμάτων που αφορούσαν ευθέως τη συνταγματικότητα των Νόμων που καθίδρυσαν το Διοικητικό Δικαστήριο και αφετέρου, λόγω του γεγονότος ότι τα εγερθέντα θέματα είχαν εξεταστεί από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου, και η έφεση θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, πρέπον να εξεταστεί από την Πλήρη Ολομέλεια.  Το ζήτημα της εξαίρεσης ορισμένων Δικαστών τέθηκε πλέον ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας στις 23.11.2017, η οποία, αφού άκουσε τις θέσεις των συνηγόρων, με ex-tempore απόφαση της απέρριψε το αίτημα κρίνοντας ότι η κατ΄ αρχήν θετική στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ίδρυση Διοικητικού Δικαστηρίου δεν προδίκαζε με οποιοδήποτε τρόπο την κρίση του Προέδρου και των Μελών αυτού αναφορικά με τη συνταγματικότητα των προνοιών των σχετικών Νόμων.  Το ζήτημα ήταν και παραμένει αυστηρά νομικό.  Με αυτό το δεδομένο, η ακρόαση επί των συνταγματικών θεμάτων ορίστηκε για τις 5.2.2018, ημερομηνία κατά την οποία όλοι οι συνήγοροι αγόρευσαν επί των διαμετρικά αντίθετων θέσεων τους. 

 

        Οι εφεσείοντες επανέφεραν προς συζήτηση και τελική απόφαση από την Πλήρη Ολομέλεια, τα όσα είχαν θέσει και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Η κύρια θέση που προβάλλει μέσα από τους έξι λόγους έφεσης είναι ότι ο νομοθέτης κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών επενέβη  σε δικαστική ύλη όπως αυτή είχε κατανεμηθεί από το Σύνταγμα και το Νόμο αρ. 33/1964 στα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντίστοιχα και απρόσωπα, διατάσσοντας τη μεταφορά, με αντίστοιχη αφαίρεση της ύλης αυτής από τον φυσικό Δικαστή, στο νεοϊδρυθέν Διοικητικό Δικαστήριο.  Υπό αυτά τα δεδομένα, εσφαλμένως το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφαση του και αντίθετα προς τη φυσική δικαιοσύνη, το Άρθρο 30 του Συντάγματος  και των Άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφάσισε να μην παραπέμψει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 144 του Συντάγματος.  Εσφαλμένα κατά συνέπεια, αλλά και μεροληπτικά, έκρινε την ιδία αυτού νομιμότητα παρά το γεγονός ότι είχε άμεσο συμφέρον αφού η έκβαση του τεθέντος ζητήματος το επηρέαζε άμεσα και προς τούτο αδόκιμα χρησιμοποιήθηκε και έγινε επίκληση της απόφαση στην Attorney General of the Republic v. Imbrahim (1964) C.L.R. 195, όπου οι Δικαστές που εκδίκασαν την  υπόθεση ήσαν οι ίδιοι ως και προηγουμένως, και παρέμειναν στην έδρα, κρίνοντας, χωρίς εγκατάλειψη του καθήκοντος τους, κατά την αρμοδιότητα που τους έδωσε ο νομοθέτης συμφώνως  του Νόμου αρ. 33/64, ο οποίος συνέπτυξε τα δύο, κατά το Σύνταγμα αρμόδια Δικαστήρια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο.  Κατ΄ αυτό τον τρόπο εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ή θεώρησε ότι το Άρθρο 136 του Συντάγματος κατέστη ανενεργό, λόγω του Νόμου αρ. 33/64, ή, και του δικαίου της ανάγκης.

 

  Πρόσθετα, το Διοικητικό Δικαστήριο με την απόφαση του αγνόησε και δεν αντιλήφθηκε ορθά την πρόταση περί αφαίρεσης ή μεταφοράς υποθέσεων που εκκρεμούσαν στον φυσικό τους Δικαστή, που ήταν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου στους οποίους αναλογούσαν οι συγκεκριμένες προσφυγές, με την παραπομπή τους στο νεοσύστατο Διοικητικό Δικαστήριο.  Η πρωτόδικη απόφαση επίσης λανθασμένα απέρριψε τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών παραγνωρίζοντας ή αγνοώντας ότι η νομοθετική εξουσία επενέβη με αντισυνταγματικό νομοθέτημα στην ήδη κατανεμηθείσα δικαστική πρωτόδικη ύλη στους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαστική ύλη που κατά το Σύνταγμα και το Νόμο αρ. 33/64, ανήκε στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστικά.

 

 Ο κ. Αγγελίδης ανέπτυξε κατά την προφορική του αγόρευση τους πιο πάνω λόγους έφεσης, επαναφέροντας εν τη πορεία και ζητήματα περί ανάμειξης του ιδίου Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου, προσθέτοντας ότι δεν ήταν δυνατό οι Νόμοι αρ. 130(Ι)/15 και 131(Ι)/15, να τύχουν δημοσίευσης και ισχύος την ίδια ημέρα, ενώ η μεγάλη διαφορά μεταξύ των Νόμων αυτών και του Νόμου αρ. 33/64, είναι ότι ο τελευταίος, εισάγοντας το δίκαιο της ανάγκης, δεν τροποποίησε άλλο Νόμο, ούτε και το Σύνταγμα, αλλά αντιμετώπισε ένα κενό που δημιουργήθηκε στη λειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα οποία το Σύνταγμα ως πρωτογενής και υπέρτατος Νόμος του κράτους, είχε συστήσει, μετά την μη συμμετοχή των Τούρκων Δικαστών και του ουδέτερου Δικαστή.  Κανένα δίκαιο της ανάγκης δεν  θα μπορούσε  να αποτελέσει μετά από τόσα χρόνια τη βάση για τροποποίηση του Συντάγματος και μάλιστα ενός άρθρου που έδιδε εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδικάζει κατά αποκλειστική αρμοδιότητα όλες τις  προσφυγές.

 

 Το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν μπορούσε να τροποποιηθεί συνεπώς από μόνο του, αλλά επηρεάζονταν και μια σειρά άλλων Άρθρων, όπως τα Άρθρα 140, 145, 147 και 149.  Ο νομοθέτης, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, θα μπορούσε να επιλέξει άλλη πορεία που θα ήταν ενδεχομένως συνταγματική όπως την τροποποίηση του Νόμου αρ. 33/64, εκχωρώντας στη συνέχεια τη δικαστική ύλη που αναλογούσε στο Ανώτατο Δικαστήριο σε ένα άλλο Δικαστήριο που θα δημιουργείτο στην πορεία.  Στο ίδιο το Σύνταγμα και ιδιαιτέρως σε ολόκληρο το Κεφάλαιο 9, που αφορά στα εκ του Συντάγματος προνοούμενα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, δεν  υπάρχει πρόνοια ή πρόβλεψη για κατώτερο Δικαστήριο από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Ο δε τρόπος με τον οποίο καθορίστηκε η σύνθεση του νεοσυσταθέντος Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν μεμπτός εφόσον πρώτα καθορίστηκε η σύνθεση του και μετά έγιναν οι συνεντεύξεις για το διορισμό του Προέδρου και των Μελών αυτού. 

 

        Τόσο ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εισηγήθηκαν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι απολύτως ορθή σε όλα τα σημεία της.  Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η υπόθεση Attorney General of the Republic v. Imbrahim - ανωτέρω - επιλύει το πρόβλημα που τέθηκε από τους εφεσείοντες ότι δεν μπορούσε το Διοικητικό Δικαστήριο να κρίνει την ίδια τη νομοθεσία που το δημιούργησε, αλλά και την ίδια την υπόσταση του.  Με τη μεταφορά των  υποθέσεων στο Διοικητικό Δικαστήριο δεν επηρεάστηκε η φυσική δικαιοσύνη, ούτε και αφαιρέθηκε δικαστική ύλη αυθαίρετα από το Ανώτατο Δικαστήριο διότι προηγήθηκε τροποποίηση της συνταγματικής τάξης και συγκεκριμένα του Άρθρου 146.  Οι εκκρεμούσες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθέσεις αποδόθηκαν εντελώς απρόσωπα στα μέλη ενός νέου Δικαστηρίου στο οποίο οι διάδικοι διατήρησαν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με την τροποποίηση του Συντάγματος, η θέσπιση νομοθεσίας ήταν το απαραίτητο μέσο για να γίνουν οι διάφορες επιμέρους ρυθμίσεις. 

 

Ο κ. Αιμιλιανίδης τόνισε την εισήγηση ότι τροποποιήθηκε μια μη θεμελιώδης πρόνοια του Συντάγματος, δηλαδή, το Άρθρο 146, και, επομένως σε αντίθεση με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και εξεταστεί στην υπόθεση Imbrahim, επιτρεπόταν και επιτρέπεται η μόνιμη παρέκκλιση από μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος.  Η Imbrahim έθεσε αρχές για προσωρινές παρεκκλίσεις από θεμελιώδεις ρυθμίσεις του Συντάγματος.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται θέμα προσωρινής παρέκκλισης εφόσον ο νομοθέτης, κατά τη σοφία του, έκρινε ορθό να δημιουργήσει το Διοικητικό Δικαστήριο ως μόνιμη πλέον ανάγκη.  Ούτε είναι δυνατό πρόνοια του Συντάγματος, όπως υφίσταται σήμερα το τροποποιηθέν Άρθρο 146, να κρίνεται αντισυνταγματικό έναντι άλλων προνοιών του Συντάγματος.  Όλες οι πρόνοιες του Συντάγματος είναι ισότιμες και δεν είναι δυνατό να ομιλεί κάποιος για αντίθεση κάποιας εκ των προνοιών του με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Ούτε και μπορεί να τίθεται θέμα φυσικού Δικαστή εφόσον το ζήτημα είναι θεσμικό και όχι προσωπικό.  Ορθά, περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάσισε επί του Άρθρου 136, παραπέμποντας και στα επόμενα Άρθρα του Συντάγματος, ενώ δεν υπάρχει συνταγματική πρόνοια που να καθορίζει ότι η τροποποίηση του Συντάγματος και η δημοσίευση επόμενης νομοθεσίας δεν μπορούν να γίνουν ταυτόχρονα.  Από τη ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας έπρεπε να γίνουν και πρακτικά βήματα για διορισμό των Δικαστών που θα στελέχωναν πλέον το Διοικητικό Δικαστήριο.

        Προς εξέταση των εγερθέντων ζητημάτων είναι πρωτίστως αναγκαίο να παρατεθεί το πλαίσιο των τροποποιήσεων που οδήγησαν στη δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Ο περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος αρ. 130(Ι)/2015, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4526 στις 21.7.2015, με άμεση ισχύ από τη δημοσίευση του.  Με τη συνταγματική αυτή τροποποίηση και με προοιμιακές σκέψεις και αιτιολογίες που αναφέρονταν στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα επί πάσης προσφυγής, και, με περαιτέρω αναφορά στον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο αρ. 33/1964, με τον οποίο η προβλεπόμενη υπό του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε μεταβιβαστεί στο τότε νεοϊδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο και με περαιτέρω αναφορά στο ότι το Άρθρο 146 δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος, το δε δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη διατήρηση της εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιεί μη θεμελιώδεις διατάξεις, ο συνταγματικός νομοθέτης προσέθεσε πρόνοια περί Νόμου που ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών Διοικητικού Δικαστηρίου. 

 

        Την ίδια ημέρα, 21.7.2015, δημοσιεύθηκε και ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος αρ. 131(Ι)/2015, με τον οποίο καθιδρύθηκε, με το άρθρο 3 αυτού, Διοικητικό Δικαστήριο με αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης δυνάμει του Άρθρου146 του Συντάγματος προσφυγής, συγκείμενο από ένα Πρόεδρο και από Δικαστές, μέχρι έξι τον αριθμό, που θα διορίζονταν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.  Ο Νόμος δυνάμει του άρθρου 14(1), θα τίθετο σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα, αλλά οι διατάξεις του άρθρου 3, στην έκταση που αυτές χορηγούσαν αποκλειστική δικαιοδοσία στο Διοικητικό Δικαστήριο, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 11 και 12, που αφορούν τη δικαιοδοσία και την ακολουθητέα πρακτική και δικονομία θα τίθεντο σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης σχετικής Γνωστοποίησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα για τη συγκρότηση του Διοικητικού Δικαστηρίου και την ετοιμότητα του να λειτουργήσει.

 

        Και πάλι στην ίδια ημερομηνία, 21.7.2015, δημοσιεύθηκε και ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 132(Ι)/2015, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 11 του βασικού Νόμου με τη διαγραφή από το εδάφιο (2) αυτού της αναφοράς για αναθεωρητική δικαιοδοσία περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας εκδίκασης προσφυγής.  Προστέθηκε δε, νέα επιφύλαξη δυνάμει της οποίας οι  εκκρεμούσες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο στάδιο επιφύλαξης απόφασης πριν την όγδοη τροποποίηση του Συντάγματος και οι οποίες θα συνεχίζονταν και θα αποπερατώνονταν από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα αποφασίζονταν σε δευτεροβάθμια δικαιοδοσία από πέντε τουλάχιστον Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

 

        Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 16.12.2015, εξέδωσε τους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015, οι οποίοι και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα με αρ. 4102, Παράρτημα Δεύτερο, Μέρος Ι, στις 31.12.2015.  Την ίδια ημερομηνία δημοσιεύθηκε και Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα για την έναρξη λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, από 1.1.2016. 

 

        Όλο το πιο πάνω νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο θα εξηγηθεί, όπου χρειάζεται, με περαιτέρω λεπτομέρεια στην ανάπτυξη του παρόντος σκεπτικού, αναλόγως των  θεμάτων που ηγέρθησαν από τους εφεσείοντες και τις θέσεις των διαδίκων επί αυτών. 

 

        Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή αναλογιστεί επί των κατά τα άλλα ενδιαφέροντων θεμάτων που έχουν εγερθεί από τους εφεσείοντες, κρίνεται ότι δεν έχουν, εν τέλει, νομικό έρεισμα.  Αρχίζοντας από τη θεμελιακή τους θέση ότι ο Νόμος αρ. 131(Ι)/2015 δημιούργησε έξω από τη συνταγματική τάξη ένα νέο Δικαστήριο, χωρίς την προς τούτο κατάδειξη της ανάγκης που υπήρχε, πρέπει συναφώς να λεχθεί ότι προηγήθηκε η νόμιμη τροποποίηση του Συντάγματος με την  Όγδοη  Τροποποίηση   αυτού,   με   το  Νόμο αρ. 130(Ι)/2015.  Το Άρθρο 146 δεν εμπεριέχεται στα θεμελιώδη άρθρα και μη δυνάμενα να τροποποιηθούν με οποιοδήποτε τρόπο με μεταβολή, προσθήκη ή κατάργηση.  Το Άρθρο 182.1 του Συντάγματος με αναφορά στο Παράρτημα ΙΙΙ, ο οποίος περιέχει τον Πίνακα των Θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, πιστοποιεί ότι το Άρθρο 146 εμπίπτει σε εκείνα τα Άρθρα που, κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 182.3, δύναται να τροποποιηθεί με πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου του αριθμού των στην Ελληνική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών, καθώς επίσης και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ολικού αριθμού των στην Τουρκική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.

 

Όπως λέχθηκε στη Νικολάου ν. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, σελ. 1356, «Στις 21 Δεκεμβρίου, 1963, Τουρκοκύπριοι άρχισαν στάση, ανταρσία εναντίον της νομίμου Πολιτείας.».  Έκτοτε η συμμετοχή των ανηκόντων στην Τουρκική κοινότητα βουλευτών κατέστη αδύνατη.  Εξ ού και το όλο πολιτειακό στερέωμα λειτουργεί στην ουσία στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης, όπως αυτό εξηγήθηκε στη θεμελιακή απόφαση Imbrahim.  Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει πλέον τους Νόμους της πολιτείας που απαιτούν την παρουσία και ψήφο και των Τούρκων βουλευτών, υποστηλώμενη από αυτό το Δίκαιο, γι΄ αυτό και προοιμιακά στην Όγδοη Τροποποίηση καταγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις πέντε, έξι και επτά, τα πραγματικά και νομικά αυτά δεδομένα.  Η αναφορά επομένως στο δίκαιο της ανάγκης στο Νόμο περί της Όγδοης Τροποποίησης επιβαλλόταν νομικώς από τα πιο πάνω και χωρίς αυτή την αναφορά, η τροποποίηση δεν θα ήταν έγκυρη, (δέστε επίσης τη Νικολάου ν. Νικολάου - ανωτέρω - της Πλήρους Ολομέλειας ως προς το ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων λειτουργεί με βάση την πλειοψηφία των δύο τρίτων των Ελληνοκυπρίων Βουλευτών).  Στο βαθμό αυτό εξαντλείται και η σημασία του δικαίου της ανάγκης στα  υπό κρίση ερωτήματα.  Κατά τα υπόλοιπα δεν υπεισέρχεται στην εικόνα.

 

        Διαφορετική βεβαίως είναι η ανάγκη που καταγράφεται στην τέταρτη προοιμιακή αιτιολογία της Όγδοης Τροποποίησης περί των μέτρων που κρίθηκαν αναγκαίο να ληφθούν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων «... για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα και της διοικητικής δικαιοσύνης ειδικότερα ...».  Προηγούνται οι αιτιολογίες δύο και τρία όπου μνημονεύεται αφενός το γεγονός ότι το νυν Ανώτατο Δικαστήριο αποτελεί συγχώνευση δικαιοδοτικά των προβλεπομένων εκ του Συντάγματος Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και αφετέρου ότι αυτή η συνδυαστική δικαιοδοσία, στην οποία μεταβιβάστηκε και η διοικητική δικαιοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο που δημιουργήθηκε με το Νόμο αρ. 33/64, ώστε να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό κάθε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146, «.. δυσχεραίνει το έργο του Δικαστηρίου τούτου και δεν συμβάλλει στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.».

 

        Έπεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, εν τη σοφία του, που δεν ελέγχεται δικαστικώς κατά πάγια νομολογία, όπως δεν ελέγχεται και η σκοπιμότητα μιας νομοθεσίας, ενήργησε κατά τρόπο νόμιμο έχοντας κρίνει ότι επέστη ο χρόνος μετά την πάροδο πολλών δεκαετιών από το 1964, ώστε η Βουλή των Αντιπροσώπων να συνδράμει στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης με τη δημιουργία Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το αντισυνταγματικό σ΄ αυτή τη νομοθετική κίνηση ενίσχυσης της απονομής της δικαιοσύνης και η επίδικη Όγδοη Τροποποίηση του Συντάγματος δεν πάσχει αφ΄ εαυτής από τη στιγμή που η εξουσία για τροποποίηση ανήκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία και ασκήθηκε νομίμως κατά τύπον και καθ΄ ύλην.

 

        Το επιχείρημα των εφεσειόντων είναι ότι ολόκληρο το Κεφάλαιο ΙΧ του Συντάγματος, το οποίο αφορά τη δημιουργία και λειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ουδέν προβλέπει περί κατώτερου του Δικαστηρίου αυτού δικαστικού οργάνου  που  να  ασκεί αρμοδιότητα και εξουσία δυνάμει του Άρθρου 146, το οποίο και εμπεριέχεται στο εν λόγω Κεφάλαιο.  Και ότι ο Νόμος αρ. 33/64 δεν δημιούργησε νέο Δικαστήριο, ούτε προς τούτο τροποποιήθηκε το Σύνταγμα, αλλά διεσώθη το κράτος με τη σύμπτυξη της δικαιοδοσίας των δύο συνταγματικά προβλεπόμενων Δικαστηρίων σε ένα, χωρίς ανατροπή της συνταγματικής τάξης.  Σε αυτό δε το πλαίσιο παρεγνωρίσθη  και το Άρθρο 136, το οποίο ορίζει ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτειται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει για όλα τα θέματα που καλύπτονται από τα επόμενα άρθρα.

 

        Το επιχείρημα, με όλη την εκτίμηση, παραγνωρίζει ένα βασικό άξονα λειτουργίας της νέας τάξης πραγμάτων που οριοθέτησε ο νομοθέτης το 1964.  Δεν υπάρχει αμφιβολία και δεν θα μπορούσε να τεθεί βάσιμα σε αμφισβήτηση, ότι το νυν Ανώτατο Δικαστήριο, αποτελεί ένα νέο δημιούργημα.  Τέτοιο Δικαστήριο όπως αυτό λειτουργεί από το 1964 με την ονομασία Ανώτατο Δικαστήριο είναι εξ ολοκλήρου μια νομοθετική καινοτομία.  Το Σύνταγμα ουδέν τέτοιο Δικαστήριο προέβλεπε.  Μπορεί να μην τροποποιήθηκε το Σύνταγμα για την «καθίδρυση» του νυν Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά στην ουσία αυτό οικοδομήθηκε νομοθετικά έξω από την τότε ισχύουσα συνταγματική τάξη.  Σκοπός του νομοθέτη ήταν να άρει τις δυσχέρειες που είχαν προκύψει και παρεμπόδιζαν την περαιτέρω απονομή της δικαιοσύνης, η δε νομοθετική αυτή επιλογή (θα μπορούσαν ενδεχομένως να γίνονταν άλλες ρυθμίσεις), κρίθηκε νόμιμη και δικαία υπό το φως του δικαίου της ανάγκης.  Η Imbrahim διέγνωσε ότι ο Νόμος αρ. 33/64, δεν ήταν σύμφωνος με το γράμμα των διαφόρων προνοιών του Συντάγματος, το οποίο δεν προέβλεπε τέτοιο Δικαστήριο, αλλά εφόσον η λειτουργία των δύο συνταγματικά προνοούμενων Δικαστηρίων δεν ήταν πλέον δυνατή, ήταν επάναγκες να εξευρεθεί  μηχανισμός επίλυσης του προβλήματος.  Το δίκαιο της ανάγκης επέβαλλε τη λειτουργία ενός νέου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.  Αυτή ήταν η κατάληξη στην Imbrahim, η οποία, όπως αναφέρει ο Professor de Smith στο Constitutional Lawyers in Revolutionary Situations, 7 Western Ontario Law Review (1968), 93, δεν ήταν κατ΄ ανάγκην προβλέψιμη ως θέμα αυστηρού δικαίου.

 

        Στην προκείμενη περίπτωση, ο Νόμος περί της Όγδοης Τροποποίησης και οι Νόμοι αρ. 131(Ι)/15 και 132(Ι)/15, ψηφίσθηκαν με γνώμονα την ισχύουσα από το 1964 τάξη πραγμάτων.  Και εφόσον η Imbrahim αποφάσισε τελεσίδικα ότι το νέο δημιουργηθέν Ανώτατο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να εξετάσει την ίδια αυτού νομιμότητα, καθώς και τη συνταγματικότητα του Νόμου αρ. 33/64, δεν είναι δυνατό τώρα να επιστρέφει κάποιος στην ίδια θεματολογία που τελεσιδίκως κρίθηκε αυθεντικά, (δέστε και Κουλουντής ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 1 Α.Α.Δ. 1026, της Πλήρους Ολομέλειας με αναφορά στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε).  Σ΄ αυτό το πλέγμα, η αιτίαση των εφεσειόντων περί της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 146, όπως αυτή μεταβιβάστηκε στο νυν Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να τίθεται βάσιμα πλέον ως ζήτημα συνταγματικής τάξης.  Μόνη αρμοδιότητα επί των προσφυγών είχε μετά το 1964 το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Νόμου αρ. 33/64, ο οποίος και νομίμως ηδύνατο να τροποποιηθεί, όπως και τροποποιήθηκε, με το Νόμο αρ. 132(Ι)/2015, ώστε να διαγραφεί η πρόταση που περιείχετο στο εδάφιο (2) του άρθρου 11 του Νόμου αρ. 33/64. 

 

        Έπεται ότι το Άρθρο 136, όντως έχει καταστεί στην ουσία ανενεργό εφόσον μετά το Νόμο αρ. 33/64, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε το ίδιο καταστεί, λειτουργικά τουλάχιστον, αδρανές.  Δεν αφαιρέθηκε λοιπόν ύλη που ανήκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με αποκλειστική δικαιοδοσία, αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο για νόμιμους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν ανωτέρω.

 

        Στη βάση συνεπώς της απόφασης στην Imbrahim, το ίδιο το Διοικητικό Δικαστήριο είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει την ιδία αυτού νομιμότητα, καθώς βέβαια και τη συνταγματικότητα του σχετικού Νόμου.  Όπως τέθηκε στην Imbrahim, στη σελ. 204, από τον Δικαστή Βασιλειάδη, από τη στιγμή που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης αναλαμβάνει και την εξουσία και ευθύνη να αποφασίζει επί όλων των εγειρομένων θεμάτων, περιλαμβανομένων και αυτών που διέπουν την ιδία αυτού νομιμότητα και υπόσταση.  Και αν κριθεί ότι η νομιμότητα αυτή δεν υφίσταται, τότε το Δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει ανάλογα.

 

        Δεν ευσταθεί κατά λογική ακολουθία ότι το Διοικητικό Δικαστήριο αναρμοδίως έκρινε το ζήτημα της νομιμότητας αυτού ή τη συνταγματικότητα των σχετικών Νόμων.  Από τη στιγμή που τα ζητήματα αυτά ηγέρθηκαν από τους ίδιους τους εφεσείοντες ενώπιον του, το Διοικητικό Δικαστήριο, αυτό καθηκόντως τους επιλήφθηκε, θα συνιστούσε δε άρνηση ανάληψης ιδίας ευθύνης αν δεν αποφάσιζε κατά δικαστική κρίση.  Η παραπομπή των ζητημάτων αυτών ευθέως στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 144 του Συντάγματος δεν ήταν αναγκαία ούτε και επιβαλλόμενη.  Όπως λέχθηκε στην Imbrahim σελ. 206, αυτή η διαδικασία παραπομπής δεν έχει πλέον εφαρμογή ή δεν είναι αναγκαία, εφόσον όλα τα Δικαστήρια δύνανται να αποφασίζουν ζητήματα συνταγματικότητας υποκείμενα σε έφεση. 

 

Η ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 144.1 ήταν αναγκαία καθ΄ ον χρόνο υπήρχε η καθαρή συνταγματική διάκριση των δικαιοδοσιών μεταξύ των δύο πτυχών ή κλάδων του δικαστικού συστήματος χωρισμένων σε θέματα που αναλάμβανε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και σε εκείνα που ενέπιπταν στη αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως High Court.  Εντεύθεν του Νόμου αρ. 33/64, οι συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες έπρεπε να αναγιγνώσκονται ανάλογα και σ΄ αυτό ενέπιπταν το       άρθρο 11 του Νόμου και το Άρθρο 144 του Συντάγματος.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο νομίμως και αρμοδίως αποφάσισε και δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες περιέλαβαν και διαζευκτική πρόταση στις αιτήσεις τους, μια εκ των οποίων ήταν να ληφθεί απόφαση από το ίδιο το Διοικητικό Δικαστήριο.  Ουδόλως ζημιώθηκαν οι εφεσείοντες από την όλη διαδικασία εφόσον όχι μόνο έτυχαν του ευεργετήματος της κρίσης του ίδιου του Διοικητικού Δικαστηρίου και μάλιστα εν Ολομελεία, αλλά και λαμβάνουν τώρα την κρίση και του ίδιου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πάλι εν Ολομελεία επί όλων των εγερθέντων θεμάτων.  Το Διοικητικό Δικαστήριο είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει ως ένα Δικαστήριο που δύναται να αποφασίζει επί παντός θέματος της αρμοδιότητας του, περιλαμβανομένων  και θεμάτων συνταγματικότητας.  Το μόνο Δικαστήριο που δεν δικαιούται να πράξει τούτο με υποχρέωση παραπομπής στο Ανώτατο Δικαστήριο των συνταγματικών ζητημάτων είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο, κατά τα αποφασισθέντα στη Νικολάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045, (δέστε και Θεοδώρα Λοΐζου-Χριστοφόρου ν. Αντώνη Χριστοφόρου, Νομικό Ερώτημα Αρ. 373, ημερ. 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C155, της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου).

 

Εκ του κριθέντος ζητήματος περί εγκυρότητας και συνταγματικότητας του νομοθετικού πλαισίου που καθίδρυσε το Διοικητικό Δικαστήριο, συνάγεται ότι δεν τίθεται ουσιαστικώς θέμα περί φυσικού Δικαστή.  Το νέο Διοικητικό Δικαστήριο δεν δημιουργήθηκε εν κενώ.  Δημιουργήθηκε  ακριβώς για να απαμβλύνει τον όγκο εργασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασκούσε και πρωτοβάθμια δικαιοδοσία αιτήσεων ακυρώσεως, γεγονός που διεγνώσθη κατά την Όγδοη Τροποποίηση του Συντάγματος να μην συμβάλλει πλέον στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.  Μετεφέρθηκαν συνεπώς κατά το άρθρο 3(2) του Νόμου αρ. 130(Ι)/2015, όλες οι εκκρεμούσες διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο «καθιδρυόμενο δυνάμει νόμου Διοικητικό δικαστήριο προς συνέχιση των δικαστικών διαδικασιών ..».  Από την πρόνοια αυτή προκύπτουν δύο τινα τα οποία και απαντούν τα ανάλογα επιχειρήματα των εφεσειόντων.  Πρωτίστως, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δημιουργήθηκε μεταγενέστερα της Όγδοης Τροποποίησης εφόσον ο Νόμος αρ. 131(Ι)/2015, αν και δημοσιευθείς την ίδια ημερομηνία, σαφώς έπετο λογικώς και χρονικώς της τροποποίησης του Συντάγματος.  Ενώ σημειώνεται συναφώς και η πρόνοια του άρθρου 14(1) του Νόμου αρ. 131(Ι)/2015, ότι η ισχύς του Νόμου που άρχετο με τη δημοσίευση του στις 21.7.2015, τελούσε υπό την αίρεση ότι το Διοικητικό Δικαστήριο ορίζετο να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει μετά από σχετική Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Χρονικά λοιπόν η λειτουργία του άρχισε πολύ μεταγενέστερα διότι έπρεπε να ληφθούν πρακτικά μέτρα για τη στελέχωση και λειτουργία του με Πρωτοκολλητείο και υπαλλήλους και όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να δρομολογηθούν χωρίς  την προηγούμενη ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου που ακριβώς δημιούργησε ο πιο πάνω Νόμος.  Η προετοιμασία, αναγκαία κατά τα άλλα, δεν θα  μπορούσε να γίνει στο κενό ή χωρίς νομιμότητα.  Η έκδοση των Κανονισμών αποτέλεσε αντικείμενο εσωτερικής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το πότε συμφωνήθηκε το λεκτικό τους, και εκδόθηκαν στις 16.12.2015, αποτελεί internum του οργάνου που τους αποφάσισε.  Σημασία έχει η εξωτερίκευση τους με την επίσημη δημοσίευση τους στις 31.12.2015, όταν άρχισε και η ισχύς τους.  Κατά τον ίδιο τρόπο και οι συνεντεύξεις των υποψηφίων έγιναν, αναγκαστικά, πριν από την έναρξη λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, διαφορετικά αυτό θα λειτουργούσε εν κενώ, ενώ βέβαια δεν υπάρχει και οτιδήποτε στο Σύνταγμα που να απαγορεύει τη διαδοχική ψήφιση και δημοσίευση νομοθετημάτων. 

 

Ως  θέμα   βεβαίως    αυστηρών τυπικών διαδικασιών, ορθά ο κ. Αγγελίδης επισήμανε ότι κατά το Άρθρο 54(στ) του Συντάγματος, το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας την εκτελεστική αυτού αρμοδιότητα επεξεργάζεται νομοσχέδια πριν την κατάθεση τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Άρα στη συνήθη πορεία πραγμάτων μετά την Όγδοη Τροποποίηση, θα έπετο η επεξεργασία του νομοσχεδίου περί της δημιουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου και η κατάθεση του στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Το Σύνταγμα όμως δεν απαγορεύει την ταυτόχρονη κατάθεση διαφόρων νομοσχεδίων τα οποία λογικώς θεωρούνται ότι  είχαν ήδη προηγουμένως υποστεί την αναγκαία επεξεργασία από το αρμόδιο Υπουργείο.  Εναπόκειτο στη Βουλή να ψηφίσει την Όγδοη Τροποποίηση και να αφήσει σε μεταγενέστερη ή μεταγενέστερες ημερομηνίες τη συζήτηση του Νόμου υπ΄ αρ. 131(Ι)/2015 και 132(Ι)/2015.  Μπορούσε να διαφωνήσει με πρόνοιες τους κατά τη συζήτηση και η εκτελεστική εξουσία να προέβαινε σε περαιτέρω επεξεργασία και εκ νέου κατάθεση.

 

Κατά δεύτερο λόγο, διατηρήθηκε η απρόσωπη κατανομή των εκκρεμουσών υποθέσεων στην Πρόεδρο και τα Μέλη του νέου Διοικητικού Δικαστηρίου.  Φυσικός Δικαστής είναι εκείνος στον οποίο αναλογεί μια διαφορά όταν αυτή τίθεται ενώπιον του από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο κατά τη σειρά ή τον τρόπο που αυτό χρησιμοποιεί χωρίς προεπιλογή, σκοπιμότητα ή αλλότριο σκοπό.  Και βεβαίως αποτελεί ύψιστο δικαστικό καθήκον κατά τη νομολογία και τη νομική θεωρία, η εκδίκαση της υπόθεσης την οποία δεν επιλέγει ο ίδιος ο Δικαστής, αλλά του αναλογεί απροσώπως, (Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304).

 

Εκτός και εάν ο Δικαστής αποποιηθεί αυτού του καθήκοντος για νόμιμο λόγο ή λόγω αιτίας έξω από τη δική του βούληση, παραμένει ο Δικαστής ο οποίος θα εκδικάσει ως υποχρέωση την υπόθεση.  Με ανάλογο βέβαια δικαίωμα του διαδίκου να τύχει αγαθής κρίσης από αυτόν τον Δικαστή.  Το αμερόληπτο και απρόσωπο του πράγματος αποτελεί σαφώς εχέγγυο της δίκαιης δίκης.  Ο εκ των προτέρων οριζόμενος από το σύστημα Δικαστής νομιμοποιείται στην ανάληψη και διεκπεραίωση της ενώπιον του υπόθεσης.  Από την άλλη, απαγορεύεται η εκ των υστέρων υπαγωγή υπόθεσης σ΄ άλλο Δικαστή που ορίζεται ειδικά για συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Σκοπός της έννοιας του φυσικού Δικαστή είναι η αποφυγή επέμβασης στην απονομή της δικαιοσύνης κατά ένα ad hoc τρόπο κατά περίπτωση και κατ΄ επιλογή, (Τσάτσου: Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, σελ. 474-476).  Στη θεωρία και  πράξη, η έννοια του φυσικού Δικαστή εμπεδώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της δίκαιης δίκης.  Σαφώς, η κατά νομοθετικό τρόπο αφαίρεση δικαστικής ύλης σε εκκρεμούσα δίκη παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.  Αλλά, αν αυτό γίνει επιλεκτικά και ατομικά και όχι συλλογικά λόγω της δημιουργίας ενός νέου Δικαστηρίου, στο οποίο υπάχθησαν όλες οι μη επιφυλαχθείσες προσφυγές, στις οποίες παρέμενε μόνο η τελική δικαστική κρίση, και διανεμήθηκαν εξ ίσου απρόσωπα από το νέο σύστημα Πρωτοκολλητείου του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Το δικαίωμα που επικαλούνται οι εφεσείοντες ως προς το φυσικό Δικαστή στον οποίο αναλόγησε η προσφυγή τους μετά την καταχώριση της στο Ανώτατο Δικαστήριο, είναι στην ουσία in abstacto εφόσον δεν συγκεκριμενοποιείται.  Παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας.  Έτσι στη M.T.P. Trading Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 345/2014, ημερ. 11.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A172, το τεθέν ζήτημα περί παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης με την αποστέρηση του φυσικού Δικαστή, λόγω συνένωσης διαφόρων αγωγών, απερρίφθη πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, εφόσον ήταν κατά τα άλλα νόμιμη η έκδοση διαταγής συνένωσης.  Αν για να λειτουργούσε το Διοικητικό Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασιστούν από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι εκκρεμούσες προσφυγές, πλην αυτών στις οποίες η απόφαση είχε επιφυλαχθεί, το νέο οικοδόμημα θα κατέρρεε εξ υπαρχής ως μη έχον λόγο  ύπαρξης, ενώ θα αποκαθήλωνε το όλο δημιούργημα της Όγδοης Τροποποίησης και των συνακόλουθων Νόμων.  Ενώ,  στόχος ήταν η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης ώστε να είναι επιτρεπτός ο καθορισμός νέας αρμοδιότητας γενικά και αφηρημένα κατά αντικειμενικό τρόπο που κατ΄ αρχήν αφορά και επηρεάζει και εκκρεμούσες υποθέσεις.  Αυτό είναι πρακτικά χρήσιμο και απαραίτητο όπου διαπιστώνεται υπερφόρτωση ενός Δικαστηρίου με υπερβολικό όγκο εργασίας ώστε εν τέλει να καταστρατηγείται η αρχή της εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, (Κώστα Χ. Χρυσόγονου: Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα 2η Έκδ. σελ. 379-381 και Π.Δ. Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα σελ. 1457-1461).

 

Δεν θα ήταν δε άτοπο να σημειωθεί ότι κατά παρόμοιο τρόπο είχε αφαιρεθεί στην ουσία δικαστική ύλη από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο και είχε δοθεί σε ένα νέο Δικαστήριο, το οποίο μάλιστα στελεχωνόταν, αρχικά, από ορισμένους μόνο Δικαστές των συνταγματικά προβλεπόμενων Δικαστηρίων.

 

Εν τέλει δεν διαπιστώνεται ούτε οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.  Έχοντας αποφασίσει ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων ως το αρμόδιο πολιτειακό όργανο ψήφισε κατά τύπον και ορθή διαδικασία την Όγδοη Τροποποίηση του Συντάγματος, δεν είναι δυνατόν να εγείρεται ζήτημα ότι καθ΄ ύλην αυτή ταύτη η συνταγματική τροποποίηση έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη διάταξη ή πρόνοια του Συντάγματος ή και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία έχει πλειστάκις αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ενυπάρχει διάχυτη στο Σύνταγμα και αποτελεί θεμέλιο λίθο της ορθής λειτουργίας του πολιτειακού συστήματος με την κάθε εξουσία να ενεργεί στον τομέα αρμοδιότητας της.

 

Το ουσιώδες για το οποίο οι εφεσείοντες παραπονούνται, θεωρώντας ότι παρερμηνεύθηκαν οι θέσεις τους πρωτοδίκως, είναι ότι η υφιστάμενη προ της Όγδοης Τροποποίησης συνταγματική τάξη εκθεμελιώθηκε διότι ο νομοθέτης επενέβη στη δικαστική αρμοδιότητα και ύλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αντισυνταγματικό νομοθέτημα.  Δεν επενέβη όμως ούτε αναρμοδίως, ούτε κατ΄ αντίθεση του Συντάγματος.  Η αρμοδιότης αναθεώρησης νομοθεσίας, ακόμη και νομοθετήματος υψίστης ιεραρχικής δομής, όπως το Σύνταγμα, το οποίο αποτελεί αρχική πηγή δικαίου, ανήκει στο νομοθετικό σώμα.  Η υπεροχή των συνταγματικών διατάξεων στα λεγόμενα «αυστηρά» συντάγματα, (Βασίλειου Σκουρή - Ευάγγελου Βενιζέλου: Ο Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων» σελ. 34, παρ. 42), και η αυτονομία εκάστης εξουσίας δεν σημαίνει και στεγανοποίηση, άλλως η πολιτεία δεν θα μπορούσε ούτε να προχωρήσει, ούτε και να λειτουργήσει.  Όπως ορθά το τοποθετεί ο Α. Μάνεσης  στη Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 546, η διάκριση των εξουσιών είναι «μια μέθοδος καταμερισμού και μια "τεχνική" περιορισμού της κρατικής εξουσίας που επιτυγχάνεται με τον αμοιβαίο έλεγχο των οργάνων στα οποία έχει κατανεμηθεί η  άσκηση της.».  Η εκτελεστική εξουσία διοικεί και εκτελεί, η νομοθετική εξουσία νομοθετεί και ελέγχει και η δικαστική ελέγχει και επιλύει.  Υπάρχει ο αμοιβαίος έλεγχος επειδή ακριβώς η κάθε εξουσία ως ομόκεντροι κύκλοι επηρεάζει η κάθε μια με τη λειτουργία της, την άλλη.  Εφόσον αυτό γίνεται εντός των συνταγματικών πλαισίων δεν παρέχεται έδαφος για εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ο νομοθέτης εδώ δεν άσκησε την εξουσία του επεμβαίνοντας στο δικαστικό έργο.  Έκρινε ότι ήταν οφειλόμενος ο εκσυγχρονισμός της διοικητικής δικαιοσύνης θέτοντας παραμέτρους που δεν καταστρατηγούν την αρχή της ισότητας ή τη δίκαιη δίκη.  Όλες οι υποθέσεις που δεν είχαν ακόμη επιφυλαχθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο μεταφέρθηκαν ομοιογενώς και ισοτίμως ως ενιαία πλέον ομάδα, στο νέο Διοικητικό Δικαστήριο.  Η Όγδοη Τροποποίηση δεν κατάργησε συνταγματική διάταξη εν τέλει, αλλά αναδιάρθρωσε το μηχανισμό εκδίκασης των αιτήσεων ακυρώσεων.  Οι προσφεύγοντες έχουν και πάλι την ευκαιρία να ακουστούν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από απρόσωπο, αμερόληπτο Δικαστήριο, ενώ η δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου, τοποθετείται ιεραρχικά σε κατώτερο σκαλοπάτι από το Ανώτατο Δικαστήριο, ώστε να θεωρείται τεταγμένο υπ΄ αυτού κατά το Μέρος Χ του Συντάγματος, ασκόν αρμοδιότητα πολιτικής υφής εν ευρεία εννοία, κατ΄αντιδιαστολή με την ποινική.  Δεν αποστερήθηκε συνεπώς οποιοσδήποτε υφιστάμενος ή και μελλοντικός διάδικος του δικαιώματος να έχει, πρώτον, πρόσβαση σε Δικαστήριο και, δεύτερο,  διάγνωση των δικαιωμάτων του και μάλιστα σε δύο  βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως και προηγουμένως.  Δεν χρειάζονταν να ερωτηθούν οι διάδικοι περί του πρακτέου εφόσον τα αρμόδια πολιτειακά όργανα έκριναν αναγκαία τη μεταρρύθμιση αυτή χωρίς να αποστερήσουν από διάδικο οποιοδήποτε, in concreto, δικαίωμα.  Στο βαθμό δε που διάδικοι, όπως ως οι παρόντες εφεσείοντες, είχαν αντίθετη γνώμη θεωρώντας ότι επηρεάζονται δικαιώματα τους, είχαν την ευκαιρία να θέσουν, και έθεσαν, τη διχογνωμία τους τεκμηριωμένα με τις αιτήσεις τους στο Διοικητικό Δικαστήριο, κατ΄ έφεση δε, και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη διχοτόμηση της δικαστικής ύλης και δικαιοδοσίας στις ήδη καταχωρημένες και κατανεμημένες υποθέσεις ενώπιον των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Υπήρχε και παρέμεινε ατομικό δικαίωμα του όποιου διαδίκου να εκδικαστεί η υπόθεση του πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση.  Στις υποθέσεις που δεν είχε επιφυλαχθεί απόφαση η έφεση εκδικάζεται πλέον από τριμελές Εφετείο εφόσον οι αποφάσεις εκδίδονται πλέον από το Διοικητικό Δικαστήριο, ενώ οι επιφυλαχθείσες κατά την ημερομηνία της Όγδοης Τροποποίησης παραμένουν προς έφεση από την πενταμελή Ολομέλεια εφόσον οι εκδοθεισόμενες αποφάσεις θα προέρχονται από Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Τίποτε το μεμπτόν δεν υπάρχει σ΄ αυτή τη διαφοροποίηση, που ισχύει πλέον για όλες τις υποθέσεις.  Πρόβλημα ενδεχομένως θα υπήρχε, αν ο νομοθέτης επενέβαινε στο δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί από την Ολομέλεια σε εκκρεμούσα έφεση μεταφέροντας την έφεση ενώπιον τριμελούς Εφετείου.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης, υπ΄ αρ. 6, με τον οποίο επιδιώκεται κρίση επί θεμάτων που δεν αποφάσισε το Διοικητικό Δικαστήριο, δεν συγκεκριμενοποιείται, αλλά και δεν παρουσιάζεται να παρέμεινε οτιδήποτε που ενώ είχε τεθεί ενώπιον του  Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν αποφασίστηκε.

 

Λόγω όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι προσφυγές θα συνεχίσουν την πορεία τους ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

 

                                        Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                        Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

                                        Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                        Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                        Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

                                        Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

                                        Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                        Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                        Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                        Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                        Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                        Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο