ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C142
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 48/2012)
(Υπ. ΑΡ. 1654/2007)
2 Απριλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δικαστές]
ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητη.
----------
Μ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Παπαέτη (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόρριψη της προσφυγής της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη αντί της εφεσείουσας στη Δικαστική Υπηρεσία από 15.9.2007 και όπως κηρυχθεί άκυρη η Υπηρεσιακή της Έκθεση για το έτος 2006, οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, σε όση έκταση αφορούν την παρούσα έφεση, κατά τη συζήτηση της πλήρωσης της επίδικης θέσης, η οποία ήταν θέση προαγωγής, παρέστη η Αρχιπρωτοκολλητής η οποία προέβη σε σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους και απεσύρθη. Ακολούθησε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με τελική κατάληξη την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους καθότι κρίθηκε ότι αυτό υπερείχε της εφεσείουσας στη βάση της πιο κάτω αιτιολογίας:
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Κωνσταντίνου-Κωνσταντινίδου Φώφη, έλαβε υπόψη ότι αυτή σ' ό,τι αφορά την αξία υπερέχει της ανθυποψήφιάς της, Κυριάκου-Μιχαηλίδου Μαρίας, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη, και διαθέτει υπέρ της τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων. Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η ανθυποψήφια της επιλεγείσας προηγείται σε αρχαιότητα, η αρχαιότητά της όμως, δεδομένου ότι οφείλεται στην ημερομηνία γέννησης της, με βάση την κρατούσα νομολογία, είναι παράγοντας περιθωριακής σημασίας και ασήμαντου βάρους (Andreas Z. Georghiou and Others v. The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission, Υποθέσεις Αρ. 36/86, 123/86 και 158/86, 30.3.88, Constantinos P. Ioannides and others v. The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission, Υπόθεση Αρ. 501/86, 510/86, 513/86, 514/86 και 515/86, 28.2.89, Κωνσταντινίδης ν. Ε.Δ.Υ., Πρ. 81/89, 4.2.90, Βασιλείου ν. Ε.Δ.Υ., Πρ. 508/88, 26.4.89, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Πρ. 36/86, 30.3.88).
Τέλος, η Επιτροπή επιλέγοντας την Κωνσταντίνου-Κωνσταντινίδου Φώφη, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η Κυριάκου-Μιχαηλίδου Μαρία διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν (Master of Arts in Sociology), το οποίο, όμως, ύστερα από μελέτη του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κρίθηκε ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και στο οποίο εν πάση περιπτώσει δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα και συνυπολογίστηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.»
Είναι εμφανές ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων και η Υπηρεσιακή Έκθεση για το έτος 2006, η οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα συντάχθηκε παράτυπα. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της Έκθεσης.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, η βαθμολογία της εφεσείουσας για το έτος 2006 μειώθηκε από «Εξαίρετα» σε «Πολύ Ικανοποιητικά» σε τέσσερα κριτήρια, ήτοι: «Υπηρεσιακό ενδιαφέρον», «Υπευθυνότητα», «Συνεργασία/Σχέσεις» και «Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα».
Η εφεσείουσα όταν έλαβε γνώση της εν λόγω Υπηρεσιακής της Έκθεσης υπέβαλε ένσταση στη Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία, αφού την εξέτασε, την απέρριψε, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«3. Η αξιολόγηση του Αρχιπρωτοκολλητή, όπως εμφαίνεται στα προσχέδια αξιολόγησης υιοθετήθηκε από την υποφαινόμενη ως αντικαταστάτριάς του κατά τη σύνταξη όλων των υπηρεσιακών εκθέσεων για το λόγο ότι ο ίδιος ήταν ο Προϊστάμενος σχεδόν ολόκληρο το χρόνο, πράγμα που συνέβη και στην περίπτωσή σας.
4. Σύμφωνα με τους ισχύοντες περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 386/90 και Κ.Δ.Π. 110/93), οι Λειτουργοί Αξιολόγησης δεν υπέχουν υποχρέωση για αιτιολόγηση των οποιωνδήποτε μειώσεων της βαθμολογίας στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις.
5. Η μείωση της βαθμολογίας σας σε κάποια στοιχεία αξιολόγησης από 'εξαίρετα' σε 'πολύ ικανοποιητικά' δε συνιστά δυσμενή κρίση. Τέτοια κρίση θα συνιστούσε η αξιολόγησή σας με 'μη ικανοποιητικά' οπότε και θα σας παρεχόταν η ευκαιρία υποβολής παραστάσεων και ένστασης προτού ληφθεί η τελική απόφαση, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.»
Ακολούθησε επιστολή της εφεσείουσας προς την ΕΔΥ, με την οποία ζητούσε όπως αγνοηθεί η εν λόγω Έκθεση για σκοπούς εξέτασης της διαδικασίας προαγωγής. Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερομηνίας 25.5.2007, εξέτασε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και, με επιστολή της ημερομηνίας 6.6.2007, την πληροφόρησε ότι η Υπηρεσιακή της Έκθεση για το έτος 2006 είναι νομότυπα συνταγμένη, έγκυρη και λαμβάνεται υπόψη. Περαιτέρω, παρατήρησε ότι η ίδια δεν είχε αρμοδιότητα να παρέμβει στην αξιολόγησή της, αφού, σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990, Κ.Δ.Π.386/90, όπως τροποποιήθηκαν, αρμόδιο όργανο είναι η ομάδα αξιολόγησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη νομιμότητα της Υπηρεσιακής Έκθεσης της εφεσείουσας για το έτος 2006, στη βάση των σχετικών κανονισμών, απέρριψε τις εισηγήσεις που προβλήθηκαν και κατέληξε ότι η σύνταξή της ήταν καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τους κανονισμούς.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με δύο λόγους έφεσης. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η σύνταξη της συγκεκριμένης Υπηρεσιακής Έκθεσης έγινε καθόλα νόμιμα και συντάχθηκε σύμφωνα με τους κανονισμούς, ενώ με τον δεύτερο ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η ΕΔΥ αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας και έλαβε υπόψη της την εν λόγω Υπηρεσιακή Έκθεση κατά την διαδικασία προαγωγής και οδηγήθηκε στη λανθασμένη κρίση ότι η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού είναι αιτιολογημένη.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι η εν λόγω Υπηρεσιακή Έκθεση συντάχθηκε πριν της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις της. Η απότομη υποβάθμιση στα τέσσερα από τα οκτώ σημεία αξιολόγησης είχε άμεσες επιπτώσεις στη διαδικασία προαγωγής της αλλά και στη σταδιοδρομία της γενικότερα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εισήγηση, η Υπηρεσιακή Έκθεση ήταν «δυσμενής» για την ίδια και θα έπρεπε να της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 50(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990). Η εφεσείουσα παρέπεμψε τόσο στον Καν. 9 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π.386/90, όσο και στον Καν. 4 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 1993, Κ.Δ.Π.110/93, επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβάλλοντας ότι η πρόνοια του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου υπερέχει των Κανονισμών.
Το άρθρο 50(5) του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«Δεν συντάσσεται δυσμενής Υπηρεσιακή Έκθεση για έναν υπάλληλο, πριν δοθεί σ΄ αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.»
Ο Καν. 9 της Κ.Δ.Π.386/90, προνοεί ως εξής:
«Αν υπάρχει πρόθεση όπως διατυπωθεί στην Υπηρεσιακή Έκθεση οποιαδήποτε δυσμενής κρίση, παρέχεται η ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του προτού ληφθεί η τελική απόφαση.»
Με βάση τον Καν. 4 της Κ.Δ.Π.110/93, ο Καν. 9, πιο πάνω, τροποποιήθηκε με την προσθήκη της πιο κάτω πρότασης στο τέλος:
«'δυσμενής κρίση' θεωρείται εκείνη που υπάρχει σε οποιοδήποτε στοιχείο, όταν σ΄ αυτό ο υπάλληλος κρίνεται 'μη ικανοποιητικά'».
Κατά την εξέταση του άρθρου 50(5), με αναφορά την εισήγηση της εφεσείουσας και υπό το φως των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης, σαφώς, δεν παρίσταται ανάγκη για εξαντλητική ερμηνεία του όρου «δυσμενής Υπηρεσιακή Έκθεση» που περιέχεται σε αυτό. Όσον αφορά ειδικά την υπό εξέταση πτυχή, ο όρος, ανωτέρω, ερμηνεύεται στον Κ. 9, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τον Κ. 4 των πιο πάνω Κανονισμών.
Οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών είναι σαφείς και δεν απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω ερμηνεία. Η υποχρέωση να ακουστεί ο υπάλληλος και να υποβάλει τις παραστάσεις του εγείρεται μόνον όταν υπάρχει πρόθεση ο υπάλληλος να αξιολογηθεί σε οποιοδήποτε στοιχείο «μη ικανοποιητικά». Οι πρόνοιες των Κανονισμών όχι μόνο δε συγκρούονται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με το άρθρο 50(5) του Νόμου, αλλά συνάδουν με αυτό, ερμηνεύοντας τον πιο πάνω όρο σε σχέση με την υπό εξέταση πτυχή. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι αυτοί έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 87 «για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και γενικά για τη ρύθμιση κάθε θέματος που αφορά την Επιτροπή.». Στην προκείμενη περίπτωση το παράπονο της εφεσείουσας περιορίζεται στο ότι μεταβλήθηκε η βαθμολογία της σε τέσσερα στοιχεία αξιολόγησης από «εξαίρετα» σε «πολύ ικανοποιητικά». Δεν γίνεται αναφορά σε οτιδήποτε άλλο περιλαμβάνεται στην εν λόγω υπηρεσιακή έκθεση. Στις πρωτόδικες υποθέσεις Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1361 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 153, που μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι, ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση.
Ως εκ των ανωτέρω, είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μεταβολή της βαθμολογίας της εφεσείουσας για το έτος 2006 σε κάποια στοιχεία αξιολόγησης από «εξαίρετα» σε «πολύ ικανοποιητικά» δε συνιστά «δυσμενή κρίση». Κατ΄ επέκταση, στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης ορθά κρίθηκε ότι η υπηρεσιακή έκθεση που ετοιμάστηκε για την εφεσείουσα δεν ήταν «δυσμενής» γι΄ αυτήν και δεν απαιτείτο να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του άρθρου 50(5) του Νόμου.
Αποτελεί, περαιτέρω, θέση της εφεσείουσας ότι δεν αντλήθηκε πληροφόρηση και/ή αγνοήθηκε η γνώμη δικαστών που ήσαν υπεύθυνοι για την ανάθεση καθηκόντων σ΄ αυτήν και δεν αιτιολογήθηκε η μείωση της αξιολόγησης της Υπηρεσιακής της Έκθεσης.
Προς τούτο η εφεσείουσα παρέπεμψε σε πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών και στο Σχέδιο Υπηρεσίας των Νομικών Λειτουργών της δικαστικής υπηρεσίας, τονίζοντας τη φύση των καθηκόντων των Νομικών Λειτουργών. Σύμφωνα με την εισήγηση, οι Νομικοί Λειτουργοί συνεργάζονται άμεσα με τους Δικαστές τους οποίους είναι τοποθετημένοι και, επομένως, θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των Δικαστών προτού ετοιμαστεί η Υπηρεσιακή Έκθεση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η γνώμη Δικαστού, με άμεση γνώση του έργου της εφεσείουσας, που δόθηκε, δεν συνάδει με την αξιολόγηση που αυτή έτυχε για το έτος 2006. Προς επίρρωση των θέσεών της η εφεσείουσα παρέπεμψε στις υποθέσεις Λύωνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038, 2047 και G. Thalassinos v. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 CLR 290.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το εγειρόμενο ζήτημα, αποφάσισε ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με τον Κ.7 των Κανονισμών, η αξιολόγηση των Νομικών Λειτουργών της Δικαστικής Υπηρεσίας, όπως ήταν η αιτήτρια, γίνεται από τον άμεσα προϊστάμενό τους, που είναι ο Αρχιπρωτοκολλητής, ο οποίος, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να ζητά τις απόψεις των Δικαστών με τους οποίους αυτοί εργάζονται, αφού οι Δικαστές δεν είναι οι άμεσα προϊστάμενοί τους. Το ότι, σύμφωνα με την υπόθεση G. Thalassinos v. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 290, είναι επιθυμητό να αναζητείται η γνώμη των ιεραρχικά ανωτέρων δεν επιδρά, ούτε επηρεάζει το νόμιμο της αξιολόγησης της αιτήτριας. Η αναζήτηση τέτοιας γνώμης δεν είναι υποχρεωτική, ώστε η παράλειψή της να επιδρά στη νομιμότητα της Υπηρεσιακής Έκθεσης. Σε ό,τι αφορά τη γνώμη του Δικαστή, με τον οποίο η αιτήτρια εργαζόταν, αυτή δόθηκε μετά τη σύνταξη της Έκθεσης του 2006. Απεστάλη, όμως, από την αιτήτρια στην Ε.Δ.Υ., ήταν ενώπιόν της και λήφθηκε υπόψη, προτού το αίτημά της απορριφθεί. Ούτε ο ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολόγησης της μείωσης της αξιολόγησής της για το έτος 2006 ευσταθεί.»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνουμε ότι είναι ορθή και δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος.
Όσον δε αφορά την εισήγηση της εφεσείουσας, ότι δεν αιτιολογήθηκε η μείωση της αξιολόγησής της στην Υπηρεσιακή Έκθεση για το έτος 2006, επισημαίνεται ότι, με βάση την τροποποίηση που επήλθε με τον Καν. 6 της Κ.Δ.Π.110/93, ο Καν. 11(2)(η)[1] των βασικών Κανονισμών, αντικατεστάθη με την ακόλουθη υποπαράγραφο:
«(η) να συμπληρώνουν τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις με υπευθυνότητα και περίσκεψη, παραθέτοντας σχετικά σχόλια, αν το θεωρούν σκόπιμο.»
Κατά συνέπεια, η θέση που πρόβαλε η εφεσείουσα κρίνεται ανεδαφική, καθότι δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολόγησης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.
Ούτε η θέση που προβλήθηκε από την εφεσείουσα ότι δε δόθηκε αιτιολογημένη απάντηση στην ένσταση που είχε υποβάλει κατά της Υπηρεσιακής της Έκθεσης για το 2006 μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί παράτυπης ετήσιας έκθεσης.
Ο Καν. 5 της Κ.Δ.Π. 110/93 στον οποίο παρέπεμψε η εφεσείουσα προβλέπει τα εξής:
«Τηρουμένων των διατάξεων των Κανονισμών 5 και 6, η Υπηρεσιακή Έκθεση αμέσως μετά τη σύνταξη της κοινοποιείται στον υπάλληλο και μετά παρέλευση 15 εργάσιμων ημερών αποστέλλεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, εκτός αν στο μεταξύ ο υπάλληλος υποβάλει προσωπικές ή μέσω δικηγόρου παραστάσεις, γραπτώς, με πλήρη δικαιολογητικά στην ομάδα αξιολόγησης. Αν οι παραστάσεις του υπαλλήλου γίνουν αποδεκτές, ετοιμάζεται νέα έκθεση, η οποία και αποστέλλεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με κοινοποίηση στον υπάλληλο. Αν όμως μόνο μερικές ή καμιά από τις παραστάσεις του υπαλλήλου γίνουν αποδεκτές, πληροφορείται γι΄ αυτό ο υπάλληλος και η τελική έκθεση αποστέλλεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Η εφεσείουσα παρέπεμψε στην Εγκύκλιο αρ. 979 που εκδόθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών στις 12.2.1992 και επισυνάπτεται ως Παράρτημα Ι στην αγόρευσή της στην πρωτόδικη διαδικασία και, ειδικότερα, στην παράγραφο 2(α), όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «ο οικείος Προϊστάμενος οφείλει να προβαίνει σε σχόλια επί των παραστάσεων των αξιολογουμένων υπαλλήλων». Σημειώνουμε ότι η εν λόγω εγκύκλιος απεστάλη πριν τη θέσπιση της ΚΔΠ110/93 και, συνεπώς, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την εξέταση της ένστασης που υπεβλήθη από την εφεσείουσα, η Βοηθός Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου την απέρριψε, προβαίνοντας σε σχόλια προς την ΕΔΥ, όπως φαίνεται από το κείμενο που παραθέσαμε πιο πάνω.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «11.—(1) Η Υπηρεσιακή Έκθεση πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην κρίση της επαγγελματικής αξίας του υπαλλήλου, στη θέση ή στις θέσεις που κατέχει κατά τη διάρκεια του έτους στο οποίο αναφέρεται.
(2) Οι Αξιολογούντες Λειτουργοί θα πρέπει κατά τη σύνταξη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων—
........................
(η) να συμπληρώνουν τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις με υπευθυνότητα και περίσκεψη και να αιτιολογούν τεκμηριωμένα τις κρίσεις τους, αποφεύγοντας γενική και αόριστη φρασεολογία.»