ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C186
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 191/2012)
(Υπόθεση Αρ. 799/2011)
24 Απριλίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
3. ΙΑΤΡΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων ενώ ήταν εκπαιδευόμενος αστυνομικός στην Αστυνομική Ακαδημία για παρακολούθηση της βασικής σειράς μαθημάτων, προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό από κυβερνητικό ψυχίατρο σύμφωνα με το οποίο παρουσίαζε συμπτωματολογία ψυχωτικού τύπου και ως εκ τούτου η εκπαίδευση του διακόπηκε και τοποθετήθηκε για υπηρεσία στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου. Μετέπειτα ο Αρχηγός Αστυνομίας με σχετική επιστολή προς τον Διευθυντή Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ζήτησε, με αναφορά στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, όπως κληθεί ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου προς εξέταση αναφορικά με την ικανότητα του να παραμείνει στις τάξεις της Αστυνομίας. Η διαπίστωση του Ιατροσυμβουλίου ήταν ότι ο εφεσείων έπασχε από ψυχωτική διαταραχή και ήταν ανίκανος να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας του. Ως αποτέλεσμα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μετά από επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, ασκώντας την αρμοδιότητα του, ενέκρινε την αφυπηρέτηση του εφεσείοντος για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η προσφυγή που ασκήθηκε πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να τεθούν, πλην του ζητήματος αναρμοδιότητας, τα ίδια θέματα και ενώπιον της Ολομέλειας στην έφεση που προώθησε ο ενδιαφερόμενος. Οι βασικοί λόγοι είναι ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να τηρηθούν νόμιμα πρακτικά, ότι η σύσταση του Ιατροσυμβουλίου αντέφασκε με συγκεκριμένο ιατρικό πιστοποιητικό προερχόμενο από τη Δρα Αγάθη Βαλανίδου, έτσι ώστε να διαπιστώνεται πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και ανεπαρκής ή μη δέουσα αιτιολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με αναφορά στα δεδομένα της υπόθεσης ότι ο συνδυασμός των διαφόρων εγγράφων που αφορούσαν τον εφεσείοντα και συγκεκριμένα η επιστολή που του κοινοποιήθηκε ημερ. 16.5.2011, με την οποία θεωρήθηκε ότι λόγω υγείας είχε αφυπηρετήσει από τις τάξεις της αστυνομίας, μαζί με την προηγηθείσα υπό ημερομηνία 13.4.2011 κλήση προς τον εφεσείοντα για να παρουσιαστεί στο Ιατροσυμβούλιο και η έκθεση ίδιας ημερομηνίας του Ιατροσυμβουλίου, κάλυπταν την αναγκαιότητα τήρησης πρακτικών. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στα δύο πιστοποιητικά που είχε εκδώσει η Δρ. Βαλανίδου, ψυχίατρος, ημερ. 1.12.2010 και 4.5.2011, θεωρώντας ότι το πρώτο πιστοποιητικό στη βάση του οποίου είχε διαπιστωθεί ότι πράγματι ο εφεσείων είχε πρόβλημα υγείας ήταν ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου, αλλά όχι το δεύτερο αφού ήταν μεταγενέστερο της εξέτασης που έγινε στις 13.4.2011. Ήταν όμως το Ιατροσυμβούλιο αρμόδιο με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς να αποφασίσει περί της υγείας του εφεσείοντος και ο συνδυασμός, όπως λέχθηκε, των εγγράφων, αποτελούσε επαρκές πρακτικό.
Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι δεν υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα, ούτε η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου είχε ληφθεί κατ΄ αντίφαση με το δεύτερο πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου και εν πάση περιπτώσει και αντίφαση να υπήρχε, οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να προτιμήσουν να ακολουθήσουν την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ως του αρμοδίου σώματος. Περαιτέρω, ακόμη και το ίδιο το πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου, ημερ. 4.5.2011, έδειχνε ότι ο εφεσείων έχρηζε ακόμη θεραπείας, παρά το ότι η κατάσταση της υγείας του είχε βελτιωθεί.
Εν τέλει, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι υπήρξε δέουσα έρευνα και αιτιολογία εφόσον η απόφαση για αφυπηρέτηση του εφεσείοντος λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας βασίστηκε στη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου, με αποτέλεσμα η απόφαση να ήταν ευλόγως επιτρεπτή, ιδιαιτέρως εφόσον το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση γεγονότων τεχνικής ή ιατρικής φύσεως.
Ενώπιον της Ολομέλειας αναπτύχθηκαν οι λόγοι έφεσης με ιδιαίτερη έμφαση στην απουσία πρακτικού της συνεδρίας του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 13.4.2011, γεγονός που κατά τη νομολογία (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550), αλλά και του άρθρου 24(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, δεν επιτρέπεται. Τα όσα εμφαίνονται από τις επιστολές και την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αναγκαιότητα τήρησης συγκεκριμένου πρακτικού για την περίπτωση και επομένως η έλλειψη πρακτικού καθιστά την απόφαση τρωτή διότι, μεταξύ άλλων, δεν είναι σαφές κατά πόσο η σύνθεση του Ιατροσυμβουλίου ήταν η ίδια ή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά πόσο συμμετείχαν ή όχι άλλα άτομα που ενδεχομένως να μην είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονταν και κατά πόσο αυτά αποχώρησαν ή όχι από τη συνεδρία. Περαιτέρω, η ουσιαστική αρμοδιότητα για λήψη απόφασης ανήκει στον Υπουργό, με το Ιατροσυμβούλιο να είναι συμβουλευτικό όργανο. Επομένως, η δεύτερη επιστολή-πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου έπρεπε να ήταν ή να είχε τεθεί ενώπιον του αποφασιστικού οργάνου, δηλαδή, του Υπουργού, το περιεχόμενο της οποίας μετέβαλλε τα δεδομένα στη βάση των οποίων είχε κρίνει το Ιατροσυμβούλιο.
Συναφώς, το δεύτερο πιστοποιητικό δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για την κατάσταση υγείας του εφεσείοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο της γνωμάτευσης του Ιατροσυμβουλίου, το οποίο είχε ενώπιον του μόνο το πρώτο πιστοποιητικό της ψυχιάτρου, ημερ. 1.12.2010, που αφορούσε όμως προϋπάρχουσα κατάσταση. Συμπεραίνεται, επομένως, ότι το Ιατροσυμβούλιο αποφάσισε στη βάση πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας με αποτέλεσμα να στερείται και επαρκούς αιτιολογίας. Δεν ήταν θέμα τεχνικής ή ιατρικής φύσεως, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ζήτημα εκτίμησης γεγονότων που θα έπρεπε να είχαν τεθεί υπόψη του Ιατροσυμβουλίου, αλλά και του Υπουργού, πριν τη λήψη της τελικής απόφασης.
Η αντίθετη άποψη εμπεριέχεται στην επιχειρηματολογία των εφεσιβλήτων στο κατατεθέν υπ΄ αυτούς περίγραμμα. Το δεύτερο πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου δεν ήταν ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου όταν εξέτασε τον εφεσείοντα και επομένως το Ιατροσυμβούλιο δεν μπορούσε να το λάβει υπόψη, στις δε 6.5.2011, ο Αρχηγός Αστυνομίας εισηγήθηκε προς τον Υπουργό την αφυπηρέτηση του εφεσείοντος χωρίς να είχαν υπόψη τους, αλλά ούτε και όφειλαν να είχαν ενώπιον τους, την τελευταία έκθεση της Δρος Βαλανίδου που είχε δοθεί μόλις δύο ημέρες προηγουμένως. Η δεύτερη έκθεση δεν απεστάλη εγκαίρως στο Ιατροσυμβούλιο και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ουσιώδης αντίφαση. Στο δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται τα όσα η ιατρός ανέφερε στο πρώτο πιστοποιητικό, οι δε εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να το προτιμήσουν ακολουθώντας την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου. Συναφώς και επαρκής αιτιολογία υπήρχε χωρίς την ύπαρξη πλάνης, ενώ η απόφαση αφορούσε τεχνική ή ιατρική κρίση που δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.
Είναι βεβαίως γνωστή και επιβεβαιωμένη διαχρονικά η νομολογία που επιβάλλει και κατά τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 24 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, την τήρηση αρτίων πρακτικών που να αποτυπώνουν τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων. Η τήρηση αρτίου πρακτικού αποτελεί υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία, (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138 και Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251).
Ο λόγος της τήρησης αρτίων πρακτικών οφείλεται στην αναγκαιότητα το Δικαστήριο να ελέγχει κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία και τον τύπο και την ουσία της απόφασης ενός συλλογικού οργάνου. Η έλλειψη πρακτικών, ή, αρτίων από την άποψη της λεπτομερούς καταγραφής των διαμειφθέντων κατά τη συνεδρία προκαλεί πρόβλημα, δεδομένου ότι, ανάλογα με την περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί κατά πόσο η συνεδρία άρχισε με ορισμένα μέλη τα οποία πιθανόν να άλλαξαν μεταγενέστερα, τι συζητήθηκε, τι καταγράφηκε και τι αποφάσεις λήφθησαν στην πορεία. Η τήρηση αρτίου πρακτικού επιτρέπει στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να ελέγξει τη σύνθεση του οργάνου στη δεδομένη περίπτωση, το ενιαίο της συζήτησης και το κατά πόσο ο διοικούμενος έχει τύχει αγαθής κρίσεως από όλα τα μέλη που απαρτίζουν το συλλογικό όργανο και τα οποία ήσαν παρόντα εξ αρχής, ή, αν δεν ήσαν, τουλάχιστον είχαν ενημερωθεί επί θέματος που προηγήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο συνδυασμός των Παραρτημάτων στην ένσταση της Δημοκρατίας πρωτοδίκως, Παραρτήματα Α, Γ και Δ, αποτελούσαν επαρκές πρακτικό για σκοπούς της υπό εξέταση υπόθεσης. Το Παράρτημα Α, είναι ιατρικό πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου, Βοηθού Διευθύντριας Κλινικής των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, ημερ. 1.12.2010, με το οποίο ο εφεσείων κρίθηκε να παρουσίαζε ψυχωτικού τύπου συμπτωματολογία με σταδιακή έναρξη από έτους, με ιδέες διωκτικού περιεχομένου, μειωμένη διάθεση, έντονο άγχος και ψυχοκινητική ανησυχία. Η συμπτωματολογία αυτή τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό που είχε ως αποτέλεσμα αδυναμία ανάγνωσης. Συστήθηκε λοιπόν αναστολή φοίτησης του στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου σε εκείνο το στάδιο. Χορηγήθηκε σχετικό πιστοποιητικό ασθενείας με σύσταση ανάπαυση και φαρμακευτική αγωγή. Το Παράρτημα Γ είναι επιστολή της Προέδρου του Ιατροσυμβουλίου, Δρος Ελένης Ισή Αγγελίδου, ημερ. 16.3.2011, απευθυνόμενη στον εφεσείοντα με πρόσκληση να επισκεφθεί το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 13.4.2011 για εξέταση από το Ιατροσυμβούλιο, έχοντας μαζί του πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις όπως ακτινογραφίες, αναλύσεις και εκθέσεις ιατρών. Το Παράρτημα Δ, που είναι και το πλέον ουσιαστικό, ημερ. 18.4.2011, είναι επιστολή των τριών ιατρών που αποτελούσαν το Ιατροσυμβούλιο που εξέτασε τον εφεσείοντα (ήτοι, πέραν της Δρος Αγγελίδου ως Προέδρου αυτού, του Δρα Π. Όξινου Διευθυντή Ψυχιατρικής Κλινικής και του Δρ. Κ. Επαμεινώνδα Ψυχιάτρου Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης), προς τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών λέγοντας ότι το Ιατροσυμβούλιο συνήλθε στις 13.4.2011 και ώρα 12.00 π.μ., εξέτασε την υπόθεση του εφεσείοντος και «... σύμφωνα με την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού και την κλινική εξέταση διαπίστωσε ότι πάσχει από Ψυχωσική Διαταραχή.». Το Ιατροσυμβούλιο καταληκτικά έγραψε ότι: «Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του το Ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι ο ανωτέρω είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας του.».
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνεται ότι η επιταγή της νομοθεσίας, αλλά και της νομολογίας για τήρηση αρτίων πρακτικών είχε, στα δεδομένα της υπόθεσης, τηρηθεί. Προστίθεται ότι είναι φανερό ότι το Ιατροσυμβούλιο συνήλθε άπαξ και μάλιστα στην ημερομηνία την οποία είχε καθορίσει το ίδιο προς τον εφεσείοντα με την επιστολή του ημερ. 16.3.2011, τα δε ονόματα των Ιατροσυμβούλων που πιστοποιούσαν τη σύνθεση αυτού, ήσαν σαφώς καταγραμμένα οι δε ιατροί υπέγραψαν δεόντως. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα συνεδρίας του Ιατροσυμβουλίου, η συγκρότηση και η σύνθεση του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν, σε πέραν της μιας συνεδρίας ώστε να προέκυπτε ενδεχομένως πρόβλημα κατά πόσα τα μέλη αυτού παρέμειναν ή όχι τα ίδια, (Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Παυλίδη (2010) 3 Α.Α.Δ. 251). Οι υποθέσεις Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Πέτεβη και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138 και οι συναφείς που αναφέρθηκαν και ακολούθησαν τις πιο πάνω (όπως οι Σκαρπάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1191/2004 κ.ά. ημερ. 8.8.2008 και Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1296/2007, ημερ. 4.3.2009), δεν έχουν εφαρμογή στα υπό κρίση περιστατικά. Σ΄ εκείνες υπήρχαν πέραν της μία συνεδρίες και είτε δεν τηρήθηκαν καθόλου πρακτικά ή τα πρακτικά ήταν ελλιπή.
Περαιτέρω, ο εφεσείων σύμφωνα με την επιστολή του Ιατροσυμβουλίου, εξετάστηκε από το Ιατροσυμβούλιο κλινικώς με τη διαπίστωση ότι αυτός έπασχε από ψυχωτική διαταραχή. Ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου ήταν η ιατρική έκθεση της θεράποντος ιατρού, δηλαδή, της Δρος Βαλανίδου ημερ. 1.2.2010, ενώ δεν καταγράφηκε ότι ο εφεσείων παρουσίασε, όπως ήταν υποχρέωση του, οποιεσδήποτε άλλες πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις περιλαμβανομένων και ιατρικών εκθέσεων.
Θα ήταν σαφώς καλύτερο εάν το Ιατροσυμβούλιο κατήρτιζε σχετική έκθεση ως προς το τι διαμείφθηκε ακριβώς την ημέρα της εξέτασης του εφεσείοντος από αυτό. Όμως, η απουσία συγκεκριμένης έκθεσης, πάντοτε στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δεν καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο γιατί το Δικαστήριο έχει ενώπιον του τη θέση του Ιατροσυμβουλίου ότι έγινε κλινική εξέταση, ότι υπήρχε προηγούμενο ιατρικό πιστοποιητικό του θεράποντος ιατρού και ότι η διάγνωση αφορούσε ψυχωτική διαταραχή. Η θέση επομένως του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι αυτά είναι ιατρικά-τεχνικά θέματα που δεν ελέγχονται είναι ορθή υπό το φως και της παρατήρησης ότι ο εφεσείων δεν αμφισβητεί στην ουσία με τους λόγους έφεσης του τη διάγνωση του Ιατροσυμβουλίου, αλλά μόνο εισηγείται ότι το Ιατροσυμβούλιο λειτούργησε υπό πλάνη, κατ΄ επέκταση και ο Υπουργός, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους τη μεταγενέστερη ιατρική άποψη της Δρος Βαλανίδου, θέση που συζητείται κατωτέρω ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει, κατά πάγια νομολογία, όταν το διοικητικό όργανο δεν λαμβάνει υπόψη υπαρκτά στοιχεία, αγνοεί υλικό από τον οικείο διοικητικό φάκελο ή παραγνωρίζει δεδομένα τα οποία θα μπορούσε και όφειλε να ελέγξει στα δεδομένα της υπόθεσης. Και πλάνη να διαπιστώνεται, αυτή πρέπει να είναι ουσιώδης και να αποβαίνει καταλυτική στη λήψη της διοικητικής απόφασης. Εν προκειμένω δεν προκύπτει πλάνη, πόσο μάλλον ουσιώδης, αφού το μεταγενέστερο πιστοποιητικό της Δρ. Βαλανίδου δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να ήταν ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου, γεγονός που αποδέχθηκε και ο συνήγορος του εφεσείοντος κατά τη συζήτηση της έφεσης. Έπεται ότι το Ιατροσυμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη υλικό το οποίο απλά δεν ήταν ενώπιον του. Υπό το παραδεκτό εν τέλει δεδομένο από το συνήγορο ότι είχε γίνει και κλινική εξέταση, το Ιατροσυμβούλιο είχε ενώπιον του όλο το υλικό το οποίο όφειλε να λάβει υπόψη για τη γνωμάτευση του.
Κατά συνέπεια και η έρευνα που διεξήχθη ήταν πλήρης υπό το φως των ανωτέρω περιστατικών. Προκύπτει από τα γεγονότα ότι το δεύτερο πιστοποιητικό της Δρος Βαλανίδου ημερ. 4.5.2011 είχε τεθεί ενώπιον του Υπουργού με επιστολή του Αρχηγού ημερ. 16.5.2011, μετά δηλαδή τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης από τον Υπουργό στις 10.5.2011. Δεν τίθεται κατ΄ επέκταση ούτε και ζήτημα αντίφασης μεταξύ των δύο πιστοποιητικών της Δρος Βαλανίδου, ούτε και χρειάζεται ενασχόληση με το λεχθέν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αχρείαστα βεβαίως, ότι το Ιατροσυμβούλιο είχε εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα να επέλεγε το πρώτο πιστοποιητικό. Ένα ήταν το πιστοποιητικό ενώπιον του οργάνου και στη βάση αυτού (και της κλινικής εξέτασης), ήταν που οικοδόμησε την απόφαση του. Άλλα δεδομένα, συμπληρωματικά ή αντιφατικά ή άλλως πως χαρακτηριζόμενα, δεν υπήρχαν. Τα όποια μεταγενέστερα στοιχεία που ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την εικόνα, δεν μπορούν να αποτελούν πλάνη. Θα ήσαν επίκαιρα εάν και εφόσον στη βάση τους, ζητείτο επανεξέταση της θέσης του Ιατροσυμβουλίου, κάτι που ουδέποτε, όμως, συνέβη.
Ως προς την αρμοδιότητα του Ιατροσυμβουλίου δεν μπορεί βάσιμα να τίθεται ισχυρισμός ότι το αποφασιστικό όργανο ήταν ο Υπουργός. Το αρμόδιο όργανο ήταν το Ιατροσυμβούλιο. Η εγκριτική αρμοδιότητα του Υπουργού δεν μεταθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα του Ιατροσυμβουλίου, (Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475 και Χατζηβασιλείου ν. Κ.Ο.Α. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981). Η εγκριτική πράξη τελειώνει την απόφαση του επιφορτιζόμενου με την βασική αρμοδιότητα οργάνου και ανατρέχει αναδρομικά ως προς το περιεχόμενο της. Τίποτε, βεβαίως, δεν απαγορεύει στον Υπουργό να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία, να συλλέξει και να αναλογιστεί επ΄ αυτών και να απορρίψει, διαφοροποιήσει ή εγκρίνει τη θέση του διοικητικού οργάνου που τίθεται ενώπιον του προς έγκριση. Ο Κανονισμός 20(3) της Κ.Δ.Π. 51/89 είναι σχετικός και η λέξη «μπορεί» στην επιφύλαξη, υποδηλώνει και την ευχέρεια που έχει ο Υπουργός να ακολουθήσει τη σύσταση του Αρχηγού ως προς το θέμα.
Ως προς την αιτιολογία, η συγκεκριμένη αιτίαση προς ακύρωση συμπλέκεται με τη γνωστοποίηση και χρήση της δεύτερης ιατρικής θέσης της Δρος Βαλανίδου. Έχοντας ήδη εξετάσει και αποφασίσει τα προηγηθέντα, αναδύεται ως επαρκής η αιτιολογία της υπό κρίση διοικητικής απόφασης. Ναι μεν είναι λακωνική, αλλά περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που το αναθεωρητικό Δικαστήριο χρειάζεται προς έλεγχο. Προσδιορίζεται με αναφορά στα δεδομένα η αιτιολογική σκέψη, ενώ συμπληρώνεται και από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου εφόσον αυτά είναι συνδεδεμένα και βρίσκονται πίσω από την απόφαση, (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της Δημοκρατίας όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ