ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C171
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 135/2011)
18 Απριλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
1. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΤΣΩΝΗ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητριών.
_________________________
Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, μαζί με Σ.Α. Αγγελίδη και Β. Σιούλα, για τις Εφεσίβλητες.
_________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητες, συνιδιοκτήτριες του τεμαχίου 209, Φ/Σχ. ΧΧΙ.61.Ε1, τμήμα Ε, στο Στρόβολο, με αίτησή τους στο Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας Λευκωσίας, ως η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, ζήτησαν τη διαίρεσή του σε δύο οικόπεδα. Η Πολεοδομική Αρχή ενέκρινε την αίτηση για την προτεινόμενη ανάπτυξη, εκδίδοντας, στις 10.2.1993, την πολεοδομική άδεια ΛΕΥ/2307/1992, θέτοντας όρους.
Οι απαιτήσεις των πιο πάνω όρων αποτελούσαν μέρος ευρύτερου Σχεδίου, που είχε ετοιμαστεί από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως με βάση τη χωροταξική μελέτη που είχε γίνει για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας στην περιοχή, το οποίο, όμως, ουδέποτε είχε δημοσιευτεί. Οι εφεσίβλητες δεν πρόσβαλαν την πιο πάνω απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, ούτε χρησιμοποίησαν την υπό αναφορά πολεοδομική άδεια, μέχρι που αυτή έπαυσε να ισχύει.
Στις 20.10.1998, οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 210, εφαπτόμενου στη νότια πλευρά του τεμαχίου 209, εξασφάλισαν την πολεοδομική άδεια ΛΕΥ/0352/1998, για την ανέγερση, σε αυτό, κατοικίας, με όρους όμοιους με αυτούς που είχαν τεθεί στην προαναφερθείσα πολεοδομική άδεια που είχε παραχωρηθεί στις εφεσίβλητες. Ακολούθησε, στις 13.6.2000, η χορήγηση της πολεοδομικής άδειας ΛΕΥ/0522/2000, για μετατροπή του συνορεύοντος με τα εν λόγω τεμάχια τεμαχίου 207 σε οικόπεδο, με ίδιους, και πάλι, όρους. Εμφανώς, η Πολεοδομική Αρχή ασκώντας την εξουσία της, επέβαλε, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, όμοιους όρους σε αντίστοιχο αριθμό πολεοδομικών αδειών∙ αφορούσαν, οι δύο εξ αυτών, τη διαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας σε οικόπεδα και, η μία, την ανέγερση κατοικίας σε υφιστάμενο οικόπεδο.
΄Οσον αφορά την τελευταία πολεοδομική άδεια (ΛΕΥ/0522/2000), ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, με την οποία προτάθηκε διαφοροποίηση των όρων που είχαν επιβληθεί. Αυτή εξετάστηκε στις 21.10.2002 από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, (η «Επιτροπή»), και έγινε δεκτή, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής και της τοπικής Αρχής, ήτοι του Δήμου Στροβόλου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στο πρακτικό της, αφού μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, αποφάσισε την αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής και εξουσιοδότησε την Πολεοδομική Αρχή για έκδοση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας, μετά από διαμόρφωση του οδικού δικτύου σύμφωνα με την υποβληθείσα, σχετικά, πρόταση και τις:-
«... προδιαγραφές που καθορίζει ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δηλαδή το πλάτος του δρόμου να είναι 7.90 μ. (5.50 μ. οδόστρωμα και 2Χ1.20 μ. πεζοδρόμιο), κρίνοντας ότι η λύση που προτείνεται είναι επιεικέστερη προς την αιτήτρια και ορθότερη για την λειτουργία του οδικού δικτύου (ως η σχετική άποψη του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως) και ότι δεν θα επηρεαστούν καθ' οιονδήποτε δυσμενή τρόπο τα παρακείμενα τεμάχια ή το οδικό δίκτυο.»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, από το 2002, άλλαξε ο οδικός σχεδιασμός που επηρέαζε το τεμάχιο 207 αλλά και το τεμάχιο 209 των εφεσιβλήτων, όπως θα διαφανεί και στη συνέχεια.
Με δεδομένη, λοιπόν, τη διαμόρφωση, ως ανωτέρω, του υπό αναφορά οδικού δικτύου, στις 17.7.2008, μετά από αίτηση των εφεσιβλήτων, εκδόθηκε νέα πολεοδομική άδεια, η υπ' αρ. ΛΕΥ/0899/2008, για τη διαίρεση του τεμαχίου τους σε δύο οικόπεδα. Τούτην τη φορά, όμως, τέθηκαν, ως όροι[1] η παραχώρηση μέρους του, για τη διαμόρφωση, ιδία δαπάνη, του οδικού δικτύου, σύμφωνα με όσα αποφασίστηκαν το 2002 στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ιεραρχικής προσφυγής. Οι εφεσίβλητες, συνεπεία των πιο πάνω όρων, θα στερούνταν, με βάση τους υπολογισμούς της Πολεοδομικής Αρχής, του 24% του τεμαχίου τους, ενώ, με βάση τους δικούς τους υπολογισμούς, του 25%. Θα υποβάλλονταν, επίσης, σε σημαντική δαπάνη προς συμμόρφωση με αυτούς.
Οι εφεσίβλητες, μη ικανοποιηθείσες από την πιο πάνω απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, καταχώρισαν την προσφυγή αρ. 1548/2008, η οποία στέφθηκε, μερικώς, με επιτυχία. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό το πρώτο αίτημά τους, που αφορούσε την ακύρωση των υπό αναφορά όρων. Ως αποτέλεσμα, η πολεοδομική άδεια που τους χορηγήθηκε ακυρώθηκε. Η δεύτερη θεραπεία, με την οποία ζητείτο η ακύρωση του αντίστοιχου όρου σε κάθε προγενέστερη πολεοδομική άδεια, στοχεύοντας, προφανώς, στην ακύρωση της εκδοθείσας στην προαναφερθείσα ιεραρχική προσφυγή απόφασης, απορρίφθηκε, ως μη παραδεκτή.
Οι εφεσείοντες, με τρεις, βασικά, λόγους έφεσης, στρέφονται κατά του πιο πάνω ακυρωτικού μέρους της πρωτόδικης απόφασης. Εισηγούνται, κυρίως, ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του πως «... χωρίς τη δημοσίευση ... ρυμοτομικού σχεδίου δεν ήταν νόμιμη η επιβολή ...» των προαναφερθέντων όρων. Βρίσκονται, έτσι, αντιμέτωποι με τις εφεσίβλητες, οι οποίες αντιτείνουν ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά, με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος και των σχετικών Νόμων, τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και με πλήρη συμμόρφωση προς τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Στο επίκεντρο των θέσεων των εφεσειόντων βρίσκεται, επομένως, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη ύπαρξη δημοσιευμένου ρυμοτομικού σχεδίου καθιστούσε την επιβολή των συγκεκριμένων όρων μη νόμιμη. Η ευπαίδευτη συνήγορός τους εισηγείται πως το εν λόγω συμπέρασμα είναι εσφαλμένο, καθότι προσκρούει στο νόμο και στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αφού υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ πρωτεύοντος και δευτερεύοντος τοπικού οδικού δικτύου, επισημαίνει ότι το πρώτο δημοσιεύεται με την εκάστοτε δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου, ενώ το δεύτερο είναι αποτέλεσμα απρόβλεπτων και αστάθμητων παραγόντων και, συνεπώς, τούτο είναι αδύνατο να προβλεφθεί και να δημοσιευθεί. Τονίζει δε πως, στην προκειμένη περίπτωση, το τεμάχιο των εφεσιβλήτων επηρεάζεται από δευτερεύον τοπικό οδικό δίκτυο, (διεύρυνση οδού Περδίου και διάνοιξη αδιέξοδου δρόμου), το οποίο, μάλιστα, στην έκταση που αυτό επηρεάζει τα συνορεύοντά του τεμάχια, έχει, ήδη, κατασκευαστεί, κατόπιν αδειοδότησης αναπτύξεών τους. Με ειδική δε παραπομπή στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103, υποστηρίζει ότι η ύπαρξη δημοσιευμένου ρυμοτομικού σχεδίου είναι αναγκαία σε περιπτώσεις οικοδομικής ανάπτυξης και όχι σε περιπτώσεις οικοπεδικής ανάπτυξης, όπως είναι η παρούσα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, εν προκειμένω, δεν υπάρχει δημοσιευμένο ρυμοτικό σχέδιο ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο δικής του διαπίστωσης αλλά και παραδοχής των ιδίων των εφεσειόντων, καθ' ων η αίτηση. Μάλιστα, οι τελευταίοι είχαν δηλώσει στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.12.2010 πως, με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ήταν δυνατό να τεθεί, στην εξεταζόμενη περίπτωση, όρος προς το σκοπό κατασκευής δρόμου χωρίς την ύπαρξη δημοσιευμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Η πιο πάνω δήλωση οδήγησε τον ευπαίδευτο Δικαστή στην παρατήρηση πως: «Αυτό είναι αρκετό για την επιτυχία της προσφυγής». Εντούτοις, διατύπωσε και ο ίδιος τη δική του ανεξάρτητη κρίση επί του ουσιώδους αυτού θέματος, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Καθίσταται, έτσι, μη αναγκαία η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, από μέρους των εφεσιβλήτων, για την εφαρμογή, εν προκειμένω, του δόγματος της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Για την έναρξη οποιασδήποτε ανάπτυξης σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη σε ισχύ πολεοδομικής άδειας, εκδιδομένης από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, (άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»)). Σύμφωνα με το άρθρο 20(2)(δ) αυτού, «ανάπτυξις» περιλαμβάνει και «τη μετατροπή ή τη διαίρεση οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας σε οικόπεδο ή/και σε χωριστά οικόπεδα∙». Στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, για οποιαδήποτε ανάπτυξη, η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή δύναται «... να χορηγήση άδειαν είτε άνευ όρων είτε υπό όρους», (άρθρο 25(1) του Νόμου). Η εξουσία της δε αυτή συγκεκριμενοποιείται στο εδάφιο (3) του αμέσως πιο πάνω άρθρου, κατά τρόπο ώστε: «Οι όροι τους οποίους η Πολεοδομική Αρχή δύναται να επιβάλη κατά την χορήγησιν πολεοδομικής αδείας δυνάμει του εδαφίου (1) είναι - (α) όροι προς ρύθμισιν της αναπτύξεως ή χρήσεως οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας, είτε είναι η ακίνητος ιδιοκτησία εν σχέσει προς την οποίαν υπεβλήθη η αίτησις είτε μη, ...».
΄Οπως προκύπτει από τα γεγονότα που εκτίθενται πιο πάνω, θεωρήθηκε, από την Πολεοδομική Αρχή, προφανώς, ότι οι απαιτήσεις του Τοπικού Σχεδίου, γενικά, αλλά και του Σχεδίου Περιοχής, που βρίσκεται εγγύτερα προς τα υπό αναφορά τεμάχια, ειδικά, καθιστούσαν αναγκαία την επιβολή τέτοιων όρων. ΄Ετσι, θα παρεχόταν πρόσβαση στο συνορεύον τεμάχιο 207 και θα γινόταν, επίσης, διαπλάτυνση της οδού Περδίου προς βορρά. Οι επιβληθέντες όροι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας, με την οποία καθοριζόταν η ανάπτυξη στην οποία αυτή αφορούσε. Επιπλέον, ρύθμιζαν τη χρήση του τεμαχίου 207, κατά τρόπο ώστε ο ιδιοκτήτης του να επωφελείτο σε βάρος των εφεσιβλήτων, διά του δυσμενούς επηρεασμού του τεμαχίου τους 209, όπως ήταν και εξακολουθεί να είναι η θέση τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του Νόμου, «... κάθε πολεοδομική άδεια που χορηγείται για ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας ενεργεί προς όφελος της εν λόγω ιδιοκτησίας, εκτός στην έκταση που η άδεια προνοεί διαφορετικά.». Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνάγεται από τα γεγονότα, προφανώς, συμβαίνουν και τα δύο αυτά. Επομένως, η χορήγηση πολεοδομικής άδειας, ειδικά, με δυσμενείς συνέπειες για την προς ανάπτυξη ακίνητη ιδιοκτησία δεν είναι απλό θέμα. Με δεδομένες τις πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 25, σύμφωνα με το άρθρο 26(1) του Νόμου: «Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.». Στον ορισμό του όρου «σχέδιο ανάπτυξης», (άρθρο 2 του Νόμου), περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το Τοπικό Σχέδιο και το Σχέδιο Περιοχής. ΄Οσον αφορά δε την έννοια του όρου «άλλο ουσιώδη παράγοντα», έχει κριθεί ότι, οπωσδήποτε, αυτός δεν μπορεί να περιλαμβάνει σχεδιασμό ο οποίος έχει προηγηθεί στο πλαίσιο πολεοδομικής άδειας που έχει παραχωρηθεί για ανάπτυξη γειτονικού τεμαχίου. Στην υπόθεση Renos Pitros Homes Ltd ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 728, τέτοιος παράγοντας κρίθηκε ως εξωγενής.
Τα προαναφερθέντα Σχέδια εκπονούνται προς το σκοπό, μεταξύ άλλων, «... διασφάλισις μεθοδικής αναπτύξεως εν τω συμφέροντι της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρετήσεως και της γενικής ευημερίας της κοινότητος, ...», (άρθρο 11(1) του Νόμου). Πρόσθετα, στο εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου, προβλέπεται, σε ό,τι κρίνεται εδώ σχετικό, πως: «...∙ παν δε τοιούτο Σχέδιον δύναται ειδικώς να προσδιορίζη τους χώρους των προτεινομένων οδών, ...». Εξειδικεύοντας σε σχέση με αυτό, στο επόμενο εδάφιο (4), προνοείται, ειδικώς, ότι: «..., Τοπικόν Σχέδιον δύναται να προβλέπη διά θέματα αναφερόμενα, μεταξύ άλλων - ... (β) εις την επιφύλαξιν χώρων διά νέας οδούς∙». Επομένως, η ύπαρξη σε ισχύ σχεδίου ανάπτυξης, άλλως πως ρυμοτομικού σχεδίου, όπως αυτό είναι γνωστό, με βάση το οποίο η Πολεοδομική Αρχή να ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει των προαναφερθεισών προνοιών των άρθρων 25 και 26, είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου, όπως αυτό είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ευθύνη για την εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου είχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο Υπουργός, όπως ο ίδιος θα αναφέρεται από τούδε και εξής, λάμβανε υπόψη τη γνώμη της, κατά τόπο, εμπλεκόμενης τοπικής αρχής, όπως και τη γνώμη ομάδας ειδικών. Πλέον σημαντικό, όμως, είναι ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18, όπως αυτό είχε κατά τον ίδιο χρόνο, το Τοπικό Σχέδιο ή το επί μέρους Σχέδιο Περιοχής[2], αφού κοινοποιείτο, διά της δημοσίευσής του, στο κοινό, προς το σκοπό υποβολής και αξιολόγησης τυχόν ενστάσεων, στην τελική του, πλέον, μορφή, δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθετο, έτσι, σε ισχύ. Είναι την απουσία σε ισχύ ενός τέτοιου σχεδίου που διαπίστωσε, στην προκειμένη περίπτωση, ο ευπαίδευτος Δικαστής, παρατηρώντας, συναφώς, ότι: «Οι όροι τέθηκαν, όπως είναι παραδεκτό, χωρίς να έχει δημοσιευθεί ρυμοτομικό σχέδιο, με όλες τις συνακόλουθες διασφαλίσεις για αμφισβήτηση και έλεγχο.»
Παρόμοιες διατάξεις με αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, οι οποίες προέβλεπαν για την ύπαρξη δημοσιευμένου σχεδίου ανάπτυξης, ως προϋπόθεση για τη διενέργεια οποιασδήποτε ανάπτυξης, υπήρχαν ανέκαθεν στη σχετική νομοθεσία. Υπήρχαν, εξαρχής, στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, στο άρθρο 12, ενώ τέτοιες πρόνοιες περιλήφθηκαν, αργότερα, και στο Μέρος Τέταρτο του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.12.1990. Σημειώνεται πως τα άρθρα 11, 12 και 18 του Μέρους αυτού, που έχουν προαναφερθεί, τροποποιήθηκαν, στο μεταξύ, κατά τρόπο ώστε γίνεται ακόμα πιο έντονη η συμμετοχή του κοινού στην τελική διαμόρφωση των κατά τόπους σχεδίων ανάπτυξης.
Η απαίτηση για ύπαρξη δημοσιευμένου σχεδίου ανάπτυξης, στη βάση του οποίου να εξετάζεται κάθε αίτηση για ανάπτυξη που υποβάλλεται στην Πολεοδομική Αρχή, έτυχε αναγνώρισης από τη νομολογία. Στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, η οποία αφορούσε αίτηση για άδεια οικοδομής, αφού διαπιστώθηκε η απουσία δημοσιευμένου ρυμοτομικού σχεδίου, αναφέρθηκαν, στη σελίδα 1112, σχετικά, τα εξής: «Η αρμόδια αρχή δεν ασχολήθηκε με τη διαδικασία του ΄Αρθρου 12[3], ούτε ανάλαβε οποιαδήποτε δέσμευση ή οποιαδήποτε μελέτη διεύρυνσης του οδικού δικτύου στην περιοχή που βρίσκεται το τεμάχιο των εφεσειουσών ... Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί το νόμο, με υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και θα κηρυχθεί άκυρη.».
Η μεταγενέστερη υπόθεση Δήμος Στροβόλου ν. Γιασεμίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 223 αφορούσε άδεια για διαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας σε οικόπεδα. Αφού αναγνωρίστηκε η διαφορά που υπήρχε στο αντικείμενο εξέτασης των δύο υποθέσεων, λέχθηκαν, στη συνέχεια, στη σελίδα 232, τα εξής πολύ σημαντικά:-
«Υπάρχει όμως μια γενικής φύσεως αναλογία σε ότι αφορά τους αντίστοιχους μηχανισμούς για τον περιορισμό δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία. Δεν θα ήταν, κατά συνέπεια, άτοπο, αν αντλούσαμε καθοδήγηση από τις αρχές που καθορίζονται σ' εκείνη την απόφαση και στην παρούσα υπό συζήτηση έφεση και σε κάθε περίπτωση όπου ο περιορισμός δικαιώματος σε ακίνητη ιδιοκτησία επιχειρείται στη βάση γενικής διάταξης χωρίς επί μέρους προσδιορισμό μέσω μηχανισμού που να παρέχει στον ιδιοκτήτη πληροφόρηση συγκεκριμένη και σαφή ώστε να μπορεί έγκαιρα να αντιταχθεί και να διεκδικήσει.»
Στη συνέχεια, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είχε δημοσιευθεί, και στην περίπτωση εκείνη, Τοπικό Σχέδιο, στη βάση του οποίου να δικαιολογούνταν οι επιβληθέντες όροι, κρίθηκε ότι η παραχωρηθείσα άδεια έπρεπε να ακυρωθεί.
Σαφώς, η νομολογία, σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα, δεν προβαίνει σε καμιά διάκριση περί της ύπαρξης πρωτεύοντος και δευτερεύοντος τοπικού οδικού δικτύου, ως η εισήγηση της συνηγόρου για τους εφεσείοντες. Ο λόγος, βέβαια, είναι διότι καμιά τέτοια διάκριση δεν προβλέπεται στο Νόμο[4]. Συνεπώς, η αδειοδότηση κάθε ανάπτυξης πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται με αναφορά στο ισχύον σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, όπου αυτή σκοπείται να πραγματοποιηθεί. Πολεοδομική απόφαση, η οποία λαμβάνεται εκτός του πιο πάνω νομοθετικού πλαισίου στερείται νομιμότητας και υπόκειται, έτσι, σε ακυρότητα. Τέτοια ήταν, εν προκειμένω, η περίπτωση, ώστε η κρίση, σχετικά, πρωτοδίκως να διαπιστώνεται ως, καθ' όλα, ορθή.
Επιπρόσθετα, πρέπει να λεχθούν, σχετικά με την υπό αναφορά πολεοδομική απόφαση, και τα εξής: Κατά πρώτο, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει σε αυτή επαρκής αιτιολογία, δεδομένου ότι η λήψη της έγινε στα πλαίσια αποδοχής της ιεραρχικής προσφυγής ιδιοκτητών γειτονικού τεμαχίου∙ όταν, μάλιστα, η Πολεοδομική Αρχή διαφώνησε με την έγκρισή της, αλλά και υπό το φως της καταγραφής, ως διαπίστωσης, σε αυτήν πως: «δεν θα επηρεαστούν καθ' οιονδήποτε δυσμενή τρόπο τα παρακείμενα τεμάχια ή το οδικό δίκτυο», τη στιγμή που ο δυσμενής επηρεασμός των τεμαχίων των εφεσιβλήτων είναι πασιφανής. Κατά δεύτερο, διαπιστώνεται πως η εν λόγω απόφαση, ληφθείσα, ουσιαστικά, στη βάση αυτή, είναι, επίσης, προϊόν ανεπαρκούς έρευνας, καθότι δε δόθηκε η δυνατότητα στις εφεσίβλητες να ακουστούν, ή να εκφράσουν τις απόψεις τους πριν από τη λήψη της. Κατά συνέπεια, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επί αυτών των θεμάτων θεωρείται ορθή.
Για τους λόγους ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΜΠ
[1] οι υπ' αρ. 65 και 340
[2] (΄Αρθρο 13 του Νόμου, όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο)
[3] Πρόκειται για το αντίστοιχο άρθρο του Κεφ. 96, που προβλέπει για τη δημοσίευση σχεδίων ανάπτυξης.
[4] Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 85(1) του Νόμου: «..., ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμος και οιοιδήποτε δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί αναγινώσκονται, ερμηνεύονται και εφαρμόζονται ως υποκείμενοι εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου εν σχέσει προς άπαντα τα θέματα επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ...»