ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C63
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 49/2012)
7 Φεβρουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.
Στ. Μαξούτη (κα) με Θ. Λιασίδη, ασκούμενο δικηγόρο, για ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Ν. Καρέλη, ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το ζητούμενο προς απόφανση επί του προκειμένου, είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να θεωρήσει ως εκπρόθεσμη την ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε η εφεσείουσα.
Η εφεσείουσα, η οποία κατείχε χοιροστάσιο στο χωριό Χούλου της επαρχίας Πάφου, υπέβαλε στις 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτημα για έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών για το εν λόγω χοιροστάσιο. Στις 4 Μαρτίου 2009 υποβλήθηκε και πάλι αίτημα για την έκδοση του ίδιου πιστοποιητικού.
Οι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερομηνίας 4 Ιουνίου 2009, πληροφόρησαν την εφεσείουσα ότι η αίτηση της είχε απορριφθεί στις 6 Μαρτίου 2009, αποστέλλοντας προς τούτο και τη Γνωστοποίηση Άρνησης Χορήγησης Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών.
Η εφεσείουσα προχώρησε, στις 2 Ιουλίου 2009 με την καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόρριψης του αιτήματος της για έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή ημερ. 9 Σεπτεμβρίου 2009 ενημέρωσαν την εφεσείουσα ότι η ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβληθεί, ήταν εκπρόθεσμη. Περαιτέρω, κλήθηκε η εφεσείουσα να καταθέσει οποιαδήποτε έγγραφα τα οποία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να διαφοροποιήσουν την κατάσταση.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 η εφεσείουσα ανταποκρίθηκε, στέλνοντας επιστολή στους εφεσιβλήτους, με την οποία πρόβαλε, για πρώτη φορά, τη θέση ότι έλαβε γνώση της απόρριψης του αιτήματος της, με την επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 4 Ιουνίου 2009 και ότι η Γνωστοποίηση ημερ. 6 Μαρτίου 2009 δεν παραλήφθηκε ποτέ, συνεπώς, η ιεραρχική προσφυγή της, έπρεπε να κριθεί ότι υποβλήθηκε εμπρόθεσμα.
Οι εφεσίβλητοι απάντησαν στις 27 Ιανουαρίου 2010, γνωστοποιώντας ότι, από τη στιγμή που υπήρχαν τεκμήρια, ότι η απόφαση/επιστολή της Πολεοδομικής Αρχής ημερομηνίας 6 Mαρτίου 2009, στάληκε στις 12 Μαρτίου 2009 στην επίσημη διεύθυνση της εφεσείουσας, το Υπουργείο Εσωτερικών θεώρησε την ιεραρχική προσφυγή ως εκπρόθεσμη και δεν υπήρχε πρόθεση περαιτέρω εξέτασης του θέματος.
Η εφεσείουσα άσκησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, με την επιβεβαίωση του εκπροθέσμου της ιεραρχικής προσφυγής, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης, προέβη σε επανάνοιγμα της υπόθεσης. Άκουσε μαρτυρία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δημιουργηθέν τεκμήριο αποστολής της επιστολής Γνωστοποίησης ημερ. 6 Μαρτίου 2009, δεν έχει ανατραπεί. Στη βάση αυτή αποφάσισε ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να εξετάσουν την ιεραρχική προσφυγή της εφεσείουσας, λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισης, ήταν δικαιολογημένη.
Η εφεσείουσα με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επανανοίξει την υπόθεση και να επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας. Σύμφωνα με τα όσα προβλήθηκαν, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία για τέτοιο επανάνοιγμα. Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας, ότι δεν υπήρχαν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που επέβαλλαν κάτι τέτοιο, ούτε και προέκυψαν, μετά την επιφύλαξη της απόφασης, νέα γεγονότα που να επέτρεπαν τέτοια αντιμετώπιση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγήθηκε, δεν επέτρεψε την προσκόμιση μαρτυρίας κατόπιν σχετικού αιτήματος, αλλά, αυτεπάγγελτα, παρέχοντας ουσιαστικώς, μια δεύτερη ευκαιρία στους εφεσιβλήτους να παρουσιάσουν την υπόθεση τους. Τέλος ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να αποδεχτεί την προσκομισθείσα μαρτυρία καθότι αλλοιώνει, διαφοροποιεί και μεταβάλλει τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη οι εφεσίβλητοι κατά την εξέταση του εκπροθέσμου της ιεραρχικής προσφυγής της εφεσείουσας.
To πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, μετά την επιφύλαξη της απόφασης και κατά το στάδιο της μελέτης της υπόθεσης για σκοπούς απόφασης, αποφάσισε το επανάνοιγμα της. Καθότι, όπως καταγράφεται στην εκκαλούμενη απόφαση, «. κατόπιν της διαπιστωθείσας σύγκρουσης θέσεων των δύο πλευρών ως προς το θέμα αφενός της αποστολής ή μη της απόφασης της Γνωστοποίησης Άρνησης Χορήγησης Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών ημερομηνίας 6.3.2009 και αφετέρου της παραλαβής της ή μη από την αιτήτρια», επέτρεψε την προσκόμιση μαρτυρίας με ένορκη μαρτυρία και ακολούθως προφορικής μαρτυρίας.
Το επανάνοιγμα μιας υπόθεσης, μετά το στάδιο που αυτή επιφυλάχθηκε προς έκδοση απόφασης, επιτρέπεται, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον και όταν προκύπτουν νέα γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης.
Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, όπου αποφασίστηκε ότι:
″Το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης.″
Και αναλόγου περιεχομένου αναφορά γίνεται στην υπόθεση Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 384.
Στην υπόθεση Dafnides v. The Republic (1964) C.L.R. 180, αποφασίστηκε ότι η διαπίστωση των ουσιωδών γεγονότων κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας παραμένει πάντοτε ευθύνη του Δικαστηρίου.
Η δυνατότητα του Δικαστηρίου για επανάνοιγμα μιας υπόθεσης, επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Λάμπη κ.ά. ν. Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας (2013) 3 Α.Α.Δ. 302:
"Και βεβαίως, είναι πάγια και σαφής η νομολογία που διέπει το θέμα. Δεν υπάρχει δικαίωμα επανανοίγματος υπόθεσης μετά από την επιφύλαξη της απόφασης, παρά μόνο υπάρχει δικαιοδοσία σύμφυτη στο ίδιο το Δικαστήριο για επανάνοιγμα, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και με ευρύτερες διαστάσεις στο δημόσιο συμφέρον. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται στη συνήθη περίπτωση όσον αφορά γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει από την επιφύλαξη της απόφασης και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν σημασία ως προς αυτήν."
Προτού αποφανθούμε επί του εγειρομένου θέματος, θα πρέπει να παρεμβληθεί και να επαναληφθεί η αρχή που διέπει τη διοικητική δίκη, που δεν είναι άλλη παρά η εξεταστική ή ανακριτική, γιατί το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την υπόθεση και δεν περιορίζεται να αντλεί τα απαιτούμενα για τη διαμόρφωση της κρίσεως του στοιχεία από τους ισχυρισμούς των διαδίκων. (Βλ. το σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, σελ. 272). Περαιτέρω, στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ. 274 αναφέρεται:
″Ενώ κατά την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και την χρησιμοποίηση των διδαγμάτων κοινής πείρας και λογικής, καθώς και των ειδικών γνώσεων, εφαρμόζεται βασικά τόσο στην πολιτική, όσο και στη διοικητική δίκη η εξεταστική ή ανακριτική αρχή, κατά την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων η πολιτική δίκη ακολουθεί την συζητητική, ενώ η διοικητική δίκη παραμένει στην εξεταστική αρχή.″
Συνεπώς, ο Διοικητικός Δικαστής δεν επαφίεται στα πραγματικά γεγονότα που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι αλλά ενεργεί και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, παραμένει άθικτη η εξουσία του Δικαστηρίου να διερευνήσει και εκτιμήσει τόσο τη νομική, όσο και πραγματική, βάση της προσφυγής ή ακόμη να αναζητήσει συμπληρωματικές αποδείξεις από οποιοδήποτε πρόσωπο. (Βλ. Δαγτόγλου (ανωτέρω), σελ. 280).
Έχοντας στο μυαλό μας αυτή την εξουσία που παρέχεται στο Διοικητικό Δικαστή, αναφύεται το πιο κάτω κρίσιμο ερώτημα: Ήταν ή όχι αναγκαίο για το ξεκαθάρισμα της αποστολής ή όχι της Γνωστοποίησης στην εφεσείουσα, θέμα που θα μπορούσε να υπαχθεί ότι άπτετο του δημοσίου συμφέροντος; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, είναι θετική. Το δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται άλλως παρά με την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, έτσι ώστε αυτά να υπαχθούν στον κανόνα δικαίου εξέτασης της δράσης της διοίκησης, η οποία θα είχε ως συνέπεια την κρίση της αντιμετώπισης που έτυχε η εφεσείουσα ως υποκείμενο δικαίου επί του προκειμένου.
Η εφεσείουσα εισηγήθηκε περαιτέρω ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, καθότι αλλοίωσε και/ή διαφοροποίησε τα στοιχεία που είχαν ληφθεί υπόψη από τους εφεσιβλήτους κατά την εξέταση του εκπρόθεσμου της ιεραρχικής προσφυγής.
Σύμφωνα με τους Καν. 10(2) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 το Δικαστήριο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο, να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας.
Υπάρχει διακριτική ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, να ελέγχει την προσαγωγή μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να δεχθεί μαρτυρία για οποιοδήποτε σημείο ή ζήτημα, που κρίνει σχετική και αναγκαία για την απόφανση επί των θεμάτων που εγείρονται στην προσφυγή ή στην έφεση, και άπτονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης. (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145 και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507).
Πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη, στη βάση του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της τοιαύτης μαρτυρίας. Ταυτοχρόνως, όμως, η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, δεν γίνεται αποδεχτή. (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335 και Α.Ε. 125/2014, Δημοκρατία ν. D.J. Karapatakis & Sons Ltd Consortium, ημερ. 13 Ιουλίου 2015).
Έχοντας εξετάσει το περιεχόμενο της μαρτυρίας, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι σαφές ότι με την προσαγωγή της δεν υπήρξε καμία διαφοροποίηση ή μεταβολή στα στοιχεία τα οποία υπήρχαν ενώπιον των εφεσιβλήτων κατά τη λήψη της απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή, ούτε έχει εισαχθεί οποιοδήποτε νέο στοιχείο.
Υπήρχε στο φάκελο σφραγίδα με χειρόγραφη σημείωση της λειτουργού, περί της αποστολής της Γνωστοποίησης. Αυτό το γεγονός ήταν ενώπιον των εφεσιβλήτων. Σ' αυτό το γεγονός κάμνουν αναφορά και στην επιστολή τους ημερ. 27 Ιανουαρίου 2010. Η προσκόμιση μαρτυρίας έγινε με σκοπό τη διερεύνηση γεγονότος, το οποίο υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή της αποστολής της Γνωστοποίησης.
Αποτελεί, συνεπώς, κατάληξη μας ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία ήταν απολύτως σχετική με το επίδικο θέμα του εκπρόθεσμου της ιεραρχικής προσφυγής και ορθώς το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη.
Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 2-7 η εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα του Δικαστηρίου ότι είχε δημιουργηθεί τεκμήριο αποστολής και παραλαβής της Γνωστοποίησης, και ότι τούτο δεν είχε ανατραπεί.
Η εφεσείουσα πρόβαλε ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία η μη παραλαβή από την ίδια της σχετικής Γνωστοποίησης, παρέμεινε ακλόνητη. Από τη μαρτυρία της λειτουργού των εφεσιβλήτων, συνέχισε, προέκυψε ότι μπορεί να είχε γίνει λάθος κατά την αποστολή της Γνωστοποίησης.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε ότι υπάρχει μια αντιφατικότητα στην προσέγγιση της εφεσείουσας, καθότι από τη μια εισηγείται ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν άσχετη και δεν έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη, επειδή μετέβαλλε τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο, από την άλλη εισηγείται ότι η εν λόγω μαρτυρία ενίσχυσε τη θέση της, ότι δεν έλαβε τη Γνωστοποίηση ημερ. 6 Μαρτίου 2009.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του τα ακόλουθα:
"Αναμφίβολα κατά την άποψή μου, στην υπό εξέταση περίπτωση, έχει δημιουργηθεί τεκμήριο περί παραλαβής της επιστολής - Γνωστοποίησης ημερομηνίας 6.3.2009 από την αιτήτρια. Αυτό πιστοποιήθηκε ενόρκως από τη Λειτουργό - αρμόδια για διεκπεραίωση της αλληλογραφίας των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2, η οποία επιβεβαίωσε την ταχυδρόμηση από την ίδια στις 12.3.2009 της Γνωστοποίησης προς την αιτήτρια, σύμφωνα με το σχετικό μητρώο που τηρούσε και τη σφραγίδα που τέθηκε στο αρχειοθετηθέν αντίγραφο της επιστολής - Γνωστοποίησης, την ημερομηνία στην οποία συμπλήρωσε χειρόγραφα η ίδια. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και η σημασία τους δεν έχει μειωθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λόγω της αντεξέτασης της ομνύουσας Λειτουργού η οποία κατέθεσε περί της πεποίθησής της για τη βεβαιότητα ταχυδρόμησης της επιστολής όχι ασφαλώς από μνήμης, αλλά λόγω των τηρηθέντων από την ίδια στοιχείων του αρχείου. Περαιτέρω, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η διεύθυνση η οποία αναγράφηκε ως διεύθυνση της παραλήπτριας είναι η ορθή διεύθυνση της αιτήτριας, στην οποία είχε αποσταλεί και άλλη αλληλογραφία την οποία παρέλαβε. Παρέμεινε επίσης αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η επιστολή η οποία παρουσιάζεται να είχε ταχυδρομηθεί κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, ουδέποτε επιστράφηκε λόγω μη παράδοσης ή παραλαβής της για οποιονδήποτε λόγο. Ουσιαστικά το μόνο το οποίο έχει προβάλει η αιτήτρια είναι τη θέση της ότι ουδέποτε, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέλαβε την επιστολή.
.......
Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο στοιχείο το οποίο ουσιαστικά προτείνει η αιτήτρια είναι η απλή άρνησή της ότι παρέλαβε ποτέ την επίδικη επιστολή - Γνωστοποίηση. Είναι όμως φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Η πρόταξη μιας τέτοιας θέσης, χωρίς αυτή να υποστηρίζεται από κάποια στοιχεία, είναι ακριβώς αυτό το οποίο στόχευε να αποτρέψει η δημιουργία του τεκμηρίου περί αποστολής - παραλαβής επιστολών. Δεν μπορεί δε με τα διαθέσιμα στοιχεία μαρτυρίας να θεωρηθεί ότι ανατράπηκε το τεκμήριο ή ότι δημιουργήθηκε μια εύλογη αμφιβολία υπέρ του διοικουμένου."
Όταν μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί, αλλά δεν έχει επιστραφεί, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο παράδοσης στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9 και Ανδρέου ν. P. & D. Crystal Line Co. Ltd, Πολιτική Έφεση 10498, ημερ. 15 Οκτωβρίου 2001). Ταυτοχρόνως, το βάρος απόδειξης ότι η επιστολή έφερε την ορθή διεύθυνση και δεν έχει επιστραφεί βρίσκεται στους ώμους του προσώπου που προβάλλει ένα τέτοιο ισχυρισμό.
Από τη στιγμή που στην επιστολή αναγράφεται συγκεκριμένη ημερομηνία και αποστέλλεται, ταχυδρομείται, στη διεύθυνση προσώπου, τεκμαίρεται ότι στη συνήθη πορεία του ταχυδρομείου και, εντός ευλόγου χρόνου, κάποιων ημερών, λαμβάνεται. Οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν μαρτυρία ότι η επιστολή είχε ταχυδρομηθεί και δεν είχε επιστραφεί, δημιουργώντας προς τούτο μαχητό τεκμήριο περί της αποστολής της Γνωστοποίησης. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει ότι η επιστολή δεν είχε παραληφθεί. Κάτι τέτοιο δεν πέτυχε να αποσείσει. Πέραν από την αναφορά στην ένορκη δήλωση της, ότι ουδέποτε παρέλαβε την εν λόγω επιστολή, ουδεμία μαρτυρία ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κατατέθηκε προς το σκοπό ανατροπής του τεκμηρίου της αποστολής της επιστολής.
Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, όπου απαντάται ο πιο κάτω ορισμός:
″"επίδοση με ταχυδρομείο - όταν ο Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση "δοθεί" ή "αποσταλεί" ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.″
Στην Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566 λέχθηκε ότι το πιο πάνω άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής στον παραλήπτη.
Στη βάση των πιο πάνω, θεωρούμε ότι και οι λόγοι έφεσης 2-7 δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται. Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης οδηγεί αναπόφευκτα και στην απόρριψη των λόγων έφεσης 8 και 9.
Με το λόγο έφεσης 8 η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε και τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που είχε προβάλει. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε επί του σημείου του εκπροθέσμου, ήταν ορθό να μην προχωρήσει στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων, καθότι το θέμα θα ήταν ακαδημαϊκό. Στη βάση του ότι έχουμε αποφανθεί ότι η εν λόγω προσέγγιση ήταν ορθή, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.
Με το λόγο έφεσης 9 η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κατέληξε ότι ήταν δικαιολογημένη η άρνηση των εφεσιβλήτων να εξετάσουν την ιεραρχική προσφυγή ως εκπρόθεσμη. Ο λόγος έφεσης είναι συνυφασμένος με τους λόγους έφεσης 2-7 και από τη στιγμή που έχουμε καταλήξει ότι η ιεραρχική προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, περιττεύει η εξέταση του παρόντος λόγου έφεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με €3.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ