ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.1) (1993) 3 ΑΑΔ 280
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 347
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Αργυρού Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 639
Χατζηλουκά Φρόσω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643
Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Γεώργιου Λ. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110
Φιλή-Τζιαούρη Ανδρούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 651
Μικελλίδου Τάσσια ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 769
Μιχαήλ Ευστάθιος ν. Κυριάκου Πιλλά και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 745, ECLI:CY:AD:2016:C573
Φλωρή-Φιαλογιάννου Παναγιώτα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 1155
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:C64
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 37/2012)
7 Φεβρουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΡΗ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για την Εφεσείουσα.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα, ως κάτοχος τίτλου Diploma di Traduttore ed Interprete e corrispondende di Lingue Estere (Italiano (prima lingua)) από το Πανεπιστήμιο της Τεργέστης, υπέβαλε, στις 16 Μαΐου 2002, αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ιταλικών. Η αίτηση της απορρίφθηκε καθότι ο τίτλος σπουδών της δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως πτυχίο στην ειδικότητα των Ιταλικών, αλλά ως πτυχίο στην ειδικότητα μεταφραστή, διερμηνέα και αλληλογράφου ξένων γλωσσών.
Το 2005, η εφεσείουσα υπέβαλε νέα αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ιταλικών. Στην αίτηση συμπεριέλαβε και τον τίτλο σπουδών Bachelor of Arts in Italian Studies από το Πανεπιστήμιο του Hull, που στο μεταξύ απέκτησε. Η αίτηση αυτή εγκρίθηκε και η εφεσείουσα ενεγράφη στον κατάλογο διοριστέων το Φεβρουάριο του 2006.
Στις 23 Οκτωβρίου 2007, η εφεσείουσα υπέβαλε εκ νέου αίτημα αξιώνοντας επανεξέταση της αίτησης που είχε αρχικώς υποβάλει το 2002, προβάλλοντας ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) εφεσίβλητη, απέρριψε το νέο υποβληθέν αίτημα καθότι, όπως αποφάσισε, το πτυχίο της εφεσείουσας δεν ήταν ισότιμο προς πτυχίο πανεπιστημίου στον κλάδο των Ιταλικών.
Η εφεσείουσα καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 898/2008, ημερ. 13 Απριλίου 2010, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε, επί τούτου, κρίση της εφεσίβλητης αναφορικά με τον προβληθέντα ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση.
Η εφεσίβλητη συμμορφούμενη με το πιο πάνω αποτέλεσμα προχώρησε σε επανεξέταση. Στο πλαίσιο της εν λόγω επανεξέτασης σύγκρινε το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών της εφεσείουσας με το πρόγραμμα σπουδών του τίτλου που κατείχε η καθηγήτρια Ιταλικών, έναντι της οποίας η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι είχε τύχει άνισης μεταχείρισης, καθώς και με το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του πτυχίου Ιταλικής γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελικώς, η εφεσίβλητη απέρριψε και πάλι την αίτηση της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα με νέα προσφυγή, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή ανέφερε ότι η εφεσίβλητη προέβηκε στη δέουσα έρευνα, διατύπωσε κρίση και αιτιολόγησε την απόφαση της.
Η εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη προέβηκε κατά την επανεξέταση σε δέουσα έρευνα και ότι διατύπωσε κρίση. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση και ότι η εφεσείουσα είχε καλέσει το Δικαστήριο να προβεί σε πρωτογενή κρίση.
Ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ειδικότερα, αν και το πτυχίο που κατείχε ήταν αναγνωρισμένο και πληρούσε τα κριτήρια του Σχεδίου Υπηρεσίας. Προβλήθηκε ότι, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, δεν απαιτεί, όπως το πτυχίο πρέπει να είναι αντίστοιχο με το πανεπιστημιακό δίπλωμα των ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά απαιτεί απλώς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην απαιτούμενη ειδικότητα. Συνεπώς, καταλήγει, η εφεσίβλητη δεν προέβη σε έρευνα αναφορικά με τα μαθήματα του τίτλου σπουδών της, με βάση το τι προέβλεπε το Σχέδιο Υπηρεσίας. Στη συνέχεια εισηγήθηκε περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη, κατά παράβαση του δεδικασμένου, δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στα προσόντα της εφεσείουσας παραβιάζοντας την Ευρωπαϊκή Οδηγία 89/48[1], η οποία πραγματεύεται το γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.
Το τι ουσιαστικά επιδιώκει η εφεσείουσα, με την πιο πάνω εισήγηση, είναι η εκ δευτέρου αξιολόγηση του πτυχίου της, και κατά πόσο τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ισότιμο στην ειδικότητα των Ιταλικών. Τούτο έχει αποτελέσει κρίση που έγινε αρχικώς από την εφεσίβλητη το 2002. Μια κρίση που αποτελεί ήδη δεδικασμένο, και παραμένει ανέπαφη, ανεξαρτήτως της παρούσας προσφυγής.
Εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα παραβλέπει, με την εισήγηση αυτή, ότι έρχεται σ' αντίθεση με το αντικείμενο της ακυρωτικής εκκαλούμενης απόφασης που δεν ήταν άλλη παρά μόνο η έλλειψη κρίσης της ΕΕΥ επί του θέματος της άνισης μεταχείρισης που προβλήθηκε στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 898/2008.
Τα αναφερόμενα πιο κάτω στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα, Α.Ε. 51/2011, ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:C573, αντανακλούν το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης:
"Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110)."
Η εφεσίβλητη προχώρησε, κατά το στάδιο της επανεξέτασης, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα, σε σύγκριση του πτυχίου της εφεσείουσας και του τρίτου προσώπου. Εξέτασε, κατά τρόπο αναλυτικό, το περιεχόμενο και τα μαθήματα του προγράμματος σπουδών και των δυο τίτλων, κατέληξε δε, αιτιολογώντας την απόφαση της, σε απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας. Δεν έχει, συναφώς, έρεισμα η εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός της περί άνισης μεταχείρισης.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης για διορισμό στη θέση Καθηγητού Ιταλικών, προέβλεπε για «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει». Το πτυχίο της εφεσείουσας ήταν σύμφωνα με το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ «ισότιμο και αντίστοιχο προς Πτυχίο πανεπιστημιακού στον κλάδο/ειδίκευση «Μεταφραστή και Διερμηνέα και αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών».
Σύμφωνα με το άρθρο 53(1) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση:
"Για να διευκολύνουν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εκδίδουν οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων καθώς και τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων.″
Η απόρριψη από την εφεσίβλητη της αίτησης της εφεσείουσας δεν αφορούσε στο επίπεδο του πτυχίου της, το οποίο είχε αναγνωριστεί ως πανεπιστημιακό πτυχίο. Η αίτηση απορρίφθηκε επί το ότι το πτυχίο της δεν ήταν στην ειδικότητα των ιταλικών. Ανάλογο θέμα κρίθηκε και στην υπόθεση Α.Ε. 115/2010, Αθανασούλια ν. Δημοκρατίας, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 2015, όπου λέχθηκαν τα εξής:
"Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχει θέμα ισοτιμίας ή αναγνώρισης τίτλου/πτυχίου πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής. Το ζήτημα εντοπίζεται στο αν τα μαθήματα που παρακολούθησε η εφεσείουσα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών της σπουδών συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή στις κλ. Α8-Α10-Α11, ή αν μπορούσαν να θεωρηθούν συναφή με την ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας. «Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων», Χατζηγεωργίου (ανωτέρω), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της Ε.Ε.Υ. για διερεύνηση προσόντων, Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769. Την αυτή άποψη εξέφρασε ήδη ο Αρτέμης, Δ., στην Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 109/2002, ημερομηνίας 9.12.2002, όπως υιοθετήθηκε στην Χατζηγεωργίου (ανωτέρω). Μια τέτοια υποχρέωση εύλογα θεωρούμε ότι πρέπει να βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος επιθυμεί να του αναγνωριστεί το όποιο επιπρόσθετο προσόν. Αντίθετη θεώρηση θα επισώρευε τεράστιο βάρος στην όποια επιτροπή που σε κάθε ανάλογη περίπτωση θα έπρεπε να αποτείνεται αυτεπαγγέλτως στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Ίδρυμα πριν από τη λήψη της απόφασης.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 89/48/ΕΟΚ, ο Νόμος 179(Ι)/02 και ο Νόμος 129(Ι)/2003 αποτελεί το θεμέλιο του 3ου λόγου έφεσης και του εσφαλμένου της κρίσης του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκαν οι ανωτέρω νομοθεσίες και Οδηγία.
......................
Ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης συνηγορούσαν στην απόρριψη του σχετικού λόγου ακύρωσης όπως προωθήθηκε ενώπιον του και ορθώς έκρινε ότι τα εν λόγω νομοθετήματα και η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ δεν τύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Δεν υπάρχει αναγνωρισμένη αρχή δικαίου που να επιβάλλει σε Δικαστήριο, Αρχή ή αρμόδιο όργανο την εξέταση νομοθετήματος/κανονισμού ή απόφασης που δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση. Η αρμόδια αρχή και εδώ η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει τις πρόνοιες της ανωτέρω Οδηγίας ή των διατάξεων των νομοθετημάτων Ν. 179(Ι)/2002 και Ν. 129(Ι)/2003 εφόσον δεν συνέτρεχαν συναφή ζητήματα. Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε τον χαρακτήρα των προσόντων ή της προηγούμενης πείρας της εφεσείουσας στην ειδικότητα της θέσης, άρθρο 5(1)(β) ή 4(1)(α). Αυτό που αποφάσισε είναι ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος δεν είναι συναφής με τα καθήκοντα της θέσης. Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο ουσιαστικά διαπίστωσε το αυταπόδεικτο χωρίς να εκφέρει, όπως εισηγείται η εφεσίβλητη, πρωτογενή κρίση.″
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου η Επιτροπή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. (Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).
Είχε καθήκον η εφεσίβλητη να διερευνήσει και να ελέγξει και τα επί μέρους μαθήματα σπουδών (Τζιαούρη-Φιλή ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 651, Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και Α.Ε. 43/2012, Δημοκρατία ν. Χειμώνα, ημερ. 3 Απριλίου 2015). Η εφεσίβλητη είχε ενώπιον της το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ και προτού προχωρήσει σε αξιολόγηση του πτυχίου της εφεσείουσας και καταλήξει σε αρνητική κρίση επί της αιτήσεως της, προχώρησε στην εξέταση των μαθημάτων του τίτλου σπουδών της συγκρίνοντας το και με πτυχίο των ελληνικών πανεπιστημίων επί του θέματος, κάτι το οποίο είναι επιτρεπτό. Έχει επομένως υιοθετηθεί η δέουσα διαδικασία στην αξιολόγηση του τίτλου της εφεσείουσας.
Συναφώς, ο προβληθείς λόγος έφεσης περί παραβίασης του δεδικασμένου, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αντιθέτως, όπως ήδη σημειώσαμε, η εφεσείουσα ουσιαστικώς επιδιώκει παράβαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την ακυρωτική απόφαση αρ. 898/2008. Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής η εφεσείουσα είχε εγείρει λόγους ακυρώσεως αναφορικά με τη μη αποδοχή ότι «το πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου σπουδών της προς πτυχίο πανεπιστημιακού στον κλάδο/ειδίκευση «Μεταφραστή και Διερμηνέα και αλληλογράφου ξένων γλωσσών» που εξασφάλισε από το ΚΥΣΑΤΣ πληροί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας για σκοπούς συμπερίληψής της στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι: «Ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με την υπό στοιχείο (β) αιτούμενη θεραπεία, θα ισοδυναμούσε με πρωτογενή κρίση επί ζητήματος το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, πράγμα ανεπίτρεπτο».
Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε και επομένως η επί τούτου κρίση παραμένει ανέπαφη.
Το Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεδομένης της μη αμφισβήτησης με έφεση της ίδιας κατάληξης στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση, η εφεσείουσα, εμποδίζεται από του να στραφεί τώρα εναντίον της κατάληξης αυτής.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
[1] Η εν λόγω Οδηγία αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2005/36/ΕΚ. Οι πρόνοιες της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ έχουν ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία με τον περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2008, Ν. 31(Ι)/2008. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 62 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ δεν θίγονται οι πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει των καταργούμενων οδηγιών.