ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες. Λ. Πισίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ, Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 109/2012, 11/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C4

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 109/2012)

 

 11 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  ΛΙΑΤΣΟΣ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Πισίας, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί  από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τον Απρίλιο του 2010, ο Εφεσίβλητος/αιτητής υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου/Εφεσειόντων/καθ΄ ων η αίτηση, στον κλάδο Μηχανολογικής Μηχανικής. Μετά από σχετική διαδικασία οι Εφεσείοντες, με απόφασή τους που κοινοποίησαν στον Εφεσίβλητο με επιστολή ημερομηνίας 17.8.2010, απέρριψαν την αίτησή του για εγγραφή. Ως αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή 1470/2010, προσβάλλοντας την πιο πάνω απορριπτική απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή και, συνακόλουθα, ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση. Θα παραθέσουμε το σκεπτικό της πρωτόδικης κατάληξης, αφού προηγουμένως καταγράψουμε τα ουσιώδη γεγονότα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, όπως αυτά αποτυπώνονται με επάρκεια στην προσβαλλόμενη απόφαση:

 

«O αιτητής είναι κάτοχος Bachelor of Science in Chemical Engineering Imperial College (London University). Εχει περάσει τις εξετάσεις του Institution of Mechanical Engineers (IMech) Part II και είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του κλάδου Χημικής Μηχανικής του καθ΄ ου η αίτηση Επιμελητηρίου.

 

Ο αιτητής ήταν επίσης μέλος του Ιnstitution of Mechanical Engineers (CEng MI Mech Eng) (αρ. 71785917) από το 1988 καθώς και του European Federation of National Engineering Associations (FEANI) (αρ.10188). Με βάση τα πιο πάνω ακαδημαϊκά και επαγγελματικά του προσόντα υπέβαλε αίτηση στο ΕΤΕΚ για εγγραφή στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής.

 

To ΕΤΕΚ ζήτησε από τον αιτητή να υποβάλει συγκεκριμένα στοιχεία για να προχωρήσει η εξέταση της αίτησης του, ήτοι πιστοποιημένο αντίγραφο του τίτλου σπουδών και αναλυτική κατάσταση μαθημάτων και βαθμολογιών όλων των ετών φοίτησης πανεπιστημιακού επιπέδου (και προδιπλώματος αν υπάρχει). Στις 5.5.10 ο αιτητής απάντησε ως εξής:

 

«.......................................

 

Η αίτηση μου έγινε στη βάση των επαγγελματικών προσόντων τα οποία επισυνάφτηκαν, δηλαδή την εγγραφή ως Μηχανολόγος Μηχανικός στο μητρώο των οργανισμών IMechE / Engineering Council και FEANI (αντίγραφα των οποίων πιστοποιήθηκαν από το ΕΤΕΚ).

 

Τα έγγραφα και στοιχεία τα οποία απαιτείτε στην εν λόγω επιστολή να σας προσκομίσω δεν ήταν γραμμένα στην αίτηση μου όπως αρχικά την είχα υποβάλει. Αυτά έχουν προστεθεί, κατά την υποβολή της αίτησης μου, κατόπιν προτροπής και εμμονής των λειτουργών του ΕΤΕΚ παρά τις δηλώσεις μου περί κατοχής ισοδύναμου προσόντος το οποίο μου επιτρέπει να ασκώ το εν λόγω επάγγελμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι συμπεριφορές / απαιτήσεις παραβιάζουν τα άρθρα 36.a και 36.d της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36/EC.»

 

Ο αιτητής προσκόμισε επίσης βεβαίωση του Εngineering Council ημερ. 4.5.2010 ότι είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του και με αυτή  καλούνταν οι ρυθμιστικές αρχές να του παράσχουν  το επίπεδο αναγνώρισης των προσόντων του στην Μηχανολογική Μηχανική  στο επίπεδο (e) της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Η εν λόγω βεβαίωση αναφέρει επίσης ότι ο αιτητής είναι ικανός Μηχανολόγος Μηχανικός και δύναται να ασκεί το επάγγελμα στο οποίο ενεγράφη ως Chartered Engineer από το 1983.

 

Η αίτηση του εξετάστηκε αρχικά από την Υποεπιτροπή Μηχανολογικής Μηχανικής, η οποία υπέβαλε αρνητική εισήγηση επειδή δεν κατείχε δίπλωμα πανεπιστημίου στη Μηχανολογική Μηχανική. Ακολούθως η Επιτροπή Εγγραφής Μελών, η οποία δυνάμει της ΚΔΠ 133/97 βοηθά το ΕΤΕΚ για τον καταρτισμό του Μητρώου, στη συνεδρία της ημερ. 7.6.10 αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της Υποεπιτροπής και να εισηγηθεί απόρριψη, αναφέροντας τα εξής:

 

«1. Σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/90-

 

«Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν -

 

(α) Κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού. ...»

 

Επιπρόσθετα δεν κατέχει προσόντα που να ικανοποιούν τις πρόνοιες του άρθρου 7(1)(α) του περί ΕΤΕΚ Νόμου για σκοπούς εγγραφής του στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ. Δεν κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν στη Μηχανολογική Μηχανική όπως απαιτείται από το αναφερόμενο άρθρο του Νόμου.

 

Πιστοποιητικά εγγραφής ή άλλα που παραχωρούνται από επαγγελματικά σώματα, χωρίς την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που θέτει το Επιμελητήριο, δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν ως ισοδύναμα προσόντα προς πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου.

 

Για σκοπούς εξέτασης της αίτησης του κ. Βαρνάβα, το Επιμελητήριο θα πρέπει να έχει ενώπιόν του όλα τα στοιχεία τα οποία επικαλείται ο κ. Βαρνάβα βάσει των οποίων έχει επιτύχει την εγγραφή του στο IMechE.»

 

Ο αιτητής με νέα επιστολή του ημερ. 14.7.10, παρέθεσε την άποψη του για την πορεία εξέτασης της αίτησης του αναφέροντας και τα ακόλουθα:

 

«2.   Τα προσόντα μου έχουν ήδη αξιολογηθεί όσον αφορά το ακαδημαϊκό επίπεδο και την εμπειρία από δύο διεθνούς κύρους οργανισμούς - το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου και την FEANI. Οι απαιτήσεις από το ΕΤΕΚ για λεπτομερή στοιχεία για σκοπούς επαναξιολόγησης ώστε να ασκήσω το εν λόγω επάγγελμα στην Κύπρο δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις πρόνοιες της ευρωπαϊκής οδηγίας 2005/36/EC.

        Σχετική βεβαίωση όσον αφορά το επίπεδο αναγνώρισης από το Engineering Council, το οποίο αποτελεί την αντίστοιχη κατά νόμο αρμοδία αρχή η οποία ρυθμίζει τα επαγγέλματα της μηχανικής επιστήμης στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει επισυναφτεί στην προηγούμενη μου επιστολή. Ο τίτλος EUR ING ο οποίος δίδεται από την FEANI έχει συστηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μέσον αναγνώρισης εθνικών προσόντων ανάμεσα στα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης.

 

3.     Βάσει της σχετικής κυπριακής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας έχω δικαίωμα άσκησης του εν λόγω επαγγέλματος στην Κύπρο (και το οποίο εν πάση περιπτώσει κατείχα πριν την ίδρυση του ΕΤΕΚ).»

 

 

Όπως λέχθηκε, η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ στη συνεδρία της ημερ. 28.7.10, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, απέρριψε την αίτηση, υιοθετώντας αυτούσια την αιτιολογία της Επιτροπής Εγγραφής Μελών. Σχετική επιστολή ημερ. 17.8.2010, απεστάλη στον Εφεσίβλητο, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται:

 

«Πιστοποιητικά εγγραφής ή άλλα που παραχωρούνται από επαγγελματικά σώματα, χωρίς την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που θέτει το Επιμελητήριο, δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν ως ισοδύναμα προσόντα προς πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 1, του άρθρου 17, του Νόμου 31(1)/2008:

 

«. το αρμόδιο όργανο παρέχει την δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους πολίτες της Δημοκρατίας, στους αιτητές που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.

 

Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

«..................................

 

β. να βεβαιώνουν επίπεδο επαγγελματικών προσόντων τουλάχιστον ισοδύναμο με το αμέσως προηγούμενο επίπεδο εκείνου που απαιτείται στη Δημοκρατία, όπως ορίζεται στο άρθρο 15.»

 

Με βάση τα επίπεδα προσόντων του άρθρου 15, του Νόμου 31(1)/2008, το ΕΤΕΚ απαιτεί τουλάχιστον τα προσόντα που περιγράφονται στην παράγραφο (δ) του εν λόγω άρθρου:

 

δ)    δίπλωμα που βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, διάρκειας τουλάχιστον τριών και όχι άνω των τεσσάρων ετών ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου, καθώς και την ενδεχομένως απαιτούμενη επιπλέον αυτού του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών επαγγελματική κατάρτιση.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχετε υποβάλει με την αίτησή σας, δεν είστε κάτοχος τίτλου σπουδών που να ικανοποιεί τις πρόνοιες της παραγράφου (δ) του προαναφερόμενου άρθρου. Η βεβαίωση εγγραφής ως Μέλους του Institution of Mechanical Engineers ως Chartered Engineer που έχετε προσκομίσει, δεν συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία για τα προσόντα που έχουν αξιολογηθεί προς το σκοπό αυτό.

 

Ενόψει των πιο πάνω, γίνεται αντιληπτό ότι, επειδή τα προαναφερόμενα προσόντα που έχουν αξιολογηθεί για σκοπούς εγγραφής σας ως Chartered Engineer, δεν έχουν υποβληθεί προς το Τεχνικό Επιμελητήριο, το ΕΤΕΚ δεν δύναται να προβεί σε συνολική αξιολόγηση των προσόντων σας.»

 

 

 

 

Πρωτοδίκως, ο Εφεσίβλητος προώθησε τη θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση τύγχανε εφαρμογής ο περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2008, Ν.31(Ι)/2008 («ο Νόμος») με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο ημεδαπό δίκαιο οι πρόνοιες της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ.  

 

Η εξ αντιθέτου ερμηνεία που εισηγήθηκε η συνήγορος των Εφεσειόντων, ότι ο Νόμος δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση του Εφεσίβλητου, ο οποίος αιτήθηκε την εγγραφή του ως κύπριος πολίτης, αλλά αφορά μόνο στις εγγραφές πολιτών άλλων κρατών μελών της ΕΕ, δεν βρήκε σύμφωνο το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, με αναφορά στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, κατέληξε ως ακολούθως:

 

 «Είναι φανερό ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες και όχι μόνο πολίτες άλλων κρατών μελών εκτός της Δημοκρατίας, επωφελούνται των διατάξεων του Νόμου. Η εφαρμογή του δεν εξαρτάται απαραίτητα από την προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος διακίνησης και εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος από μετανάστη αλλά διασφαλίζει, για σκοπούς της απάλειψης εμποδίων στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, την αμοιβαία αναγνώριση και αξιολόγηση επαγγελματικών προσόντων που αποκτήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος. Η εμβέλεια εφαρμογής, της εν λόγω Οδηγίας και κατ΄ επέκταση του Ν.179(Ι)/02 που την ενσωμάτωνε τότε (έχει καταργηθεί από τον Ν.31(Ι)/08), αναγνωρίστηκε προσφάτως στη Σάββας Χαραλάμπους ν. ΕΤΕΚ, ΑΕ 55/2009, ημερ. 23.2.12 από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα,

 

 

«Όπως εξηγήθηκε στην Φώτης Πρωτοπαπάς ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 1208/07, ημερ. 25.1.2010, η Οδηγία, που ενσωματώθηκε όπως ήδη αναφέρθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Νόμο αρ. 179(Ι)/02, αναφέρεται σε γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και υποβοηθά άτομα που διαθέτουν τα προσόντα σε κράτος μέλος να ασκήσουν το επάγγελμα τους σε άλλο κράτος μέλος με την αναγνώριση των προσόντων τους.»

 

Στη Φώτης Πρωτοπαπάς η οποία με επιδοκιμασία αναφέρεται στη Σάββας Χαραλάμπους (ανωτέρω,) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σκοπός του Νόμου είναι να επιτρέψει σε άτομα που διαθέτουν τα προσόντα για να ασκήσουν ένα επάγγελμα σε κάποιο κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος, να αποκτούν στο κράτος αυτό, στο μέτρο που το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο εκεί, την αναγνώριση των προσόντων τους.  Ο Ν.179(Ι)/2002 δεν καταργεί ούτε αναιρεί τις πρόνοιες του Ν.224/90.  Απλώς επιβάλλει στο ΕΤΕΚ την υποχρέωση όπως κατά την εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν την ένταξη αιτητή σε ένα επάγγελμα, να λαμβάνουν υπ΄ όψιν και εφαρμόζουν τις ειδικές ρυθμίσεις του Ν.179(Ι)/2002.  Τις πιο πάνω διατάξεις, υποστηρίζει ο αιτητής, έπρεπε να εφαρμόσει το ΕΤΕΚ.»

 

 

΄Εκρινε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επειδή ο τίτλος σπουδών του αιτητή δεν σχετιζόταν με τον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης στον οποίο επιδίωξε εγγραφή και επειδή οι Εφεσείοντες δεν είχαν ενώπιόν τους οποιαδήποτε στοιχεία εκπαίδευσης του Εφεσίβλητου στον συγκεκριμένο κλάδο, ώστε να τεκμηριώνεται κατά την κρίση του ισοδύναμο προσόν, θα έπρεπε να διερευνήσουν κατά πόσο:

 

«(α) η αναγνώριση του ως μέλος του Institution of Mechanical Engineers (που σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Ν.31(Ι)/08 είναι επαγγελματική ένωση που πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 και τυγχάνει αναγνώρισης στο Ηνωμένο Βασίλειο να χορηγεί στα μέλη του τίτλους εκπαίδευσης) 

 

(β) η εγγραφή του ως Chartered Engineer από το Engineering Council στο επίπεδο (e) της Οδηγίας 2005/36 (παράρτημα 2 και 6 στην αίτηση ακυρώσεως),

 

αποτελούσαν, στην έννοια του άρθρου 17 του Νόμου 31(Ι)/2008, βεβαιώσεις επάρκειας ή τίτλο εκπαίδευσης που απαιτείται σε άλλο κράτος μέλος για την άσκηση του επαγγέλματος του Μηχανολόγου Μηχανικού στην επικράτεια του.»

 

 

 

 

Με οδηγό τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

«Η απαίτηση του ΕΤΕΚ να υποβάλει ο αιτητής περαιτέρω στοιχεία θεωρώ ότι δεν συνάδει με τις πρόνοιες της Οδηγίας για το γενικό σύστημα αναγνώρισης των βεβαιώσεων επάρκειας για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και με το άρθρο 17 του οικείου Νόμου. Πιο συγκεκριμένα, το ΕΤΕΚ δεν φαίνεται να αξιολόγησε το περιεχόμενο της βεβαίωσης ημερ. 4.5.10 από το Engineering Council (αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου), σύμφωνα με την οποία του αποδίδεται αναγνώριση για την άσκηση του επαγγέλματος του Μηχανολόγου Μηχανικού (και μάλιστα στο επίπεδο e της οδηγίας 2005/36).

 

Το ζητούμενο ήταν αν η άσκηση του επαγγέλματος του Μηχανολόγου Μηχανικού στην Κύπρο που προϋποθέτει προσόν σύμφωνα με το άρθρο 11d της Οδηγίας, ήταν στο ίδιο επίπεδο με  αυτό που απαιτείται για το ίδιο επάγγελμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο αιτητής ως μέλος των συγκεκριμένων επαγγελματικών σωματείων αλλά και ως αναγνωρισμένος chartered Engineer στο Ηνωμένο Βασίλειο, φαίνεται να κατείχε επαγγελματικό προσόν στο επίπεδο (ε) της Οδηγίας. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των επαγγελματικών  προσόντων του αιτητή που αποκτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να καλύπτει το αντίστοιχο επίπεδο που απαιτείται στην Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 15(δ).

 

Η επανεξέταση από το ΕΤΕΚ των ακαδημαϊκών ή άλλων προσόντων που είχε προσκομίσει ο αιτητής για την απόκτηση των εν λόγω επαγγελματικών προσόντων και βεβαιώσεων (μέλος του IMech Eng/Eng Council ) δεν ήταν απαραίτητη για σκοπούς εξέτασης της αίτησης του στη βάση του Ν.31(Ι)/2008. Παρατηρώ επίσης ότι η Υποεπιτροπή Μηχανολογικής Μηχανικής και η Επιτροπή Εγγραφής Μελών διαμόρφωσαν τις εισηγήσεις τους στην βάση του άρθρου 7(1)(α) του Νόμου χωρίς να διερευνήσουν δεόντως αν η περίπτωση του αιτητή και το αίτημα του μπορούσε να καλυφθεί από τις πρόνοιες του Ν.31(Ι)/2008. Σημειώνω ακόμη ότι το καθ΄ ου η αίτηση Επιμελητήριο παρέλειψε να εξετάσει και να απαντήσει στο ερώτημα που ο κ. Λουκά έθεσε στην επιστολή του ημερ. 26.5.2010 προς την κα Αθανασιάδου ήτοι κατά πόσο μπορούσε να εγκριθεί η αίτηση με βάση το γεγονός ότι ο αιτητής είναι μέλος του Engineering Council (EC). Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση όπως κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 25.8.10 που για πρώτη φορά κάνει αναφορά στον προαναφερόμενο Νόμο, είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και στερείται ικανοποιητικής αιτιολογίας.»

 

 

 

 

Η πρωτόδικη απόφαση πλήττεται, με οκτώ λόγους έφεσης, ως εσφαλμένη. Παρά την ευρύτητά τους και την ξεχωριστή, εκτεταμένη, διατύπωσή τους, στην ουσία είναι αλληλένδετοι. Αφορούν, αφενός, τη νομική διάσταση που καλύπτει την επίδικη πράξη και πλήττουν, αφετέρου, τη συνακόλουθη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την έλλειψη επαρκούς έρευνας και ικανοποιητικής αιτιολογίας. Τους παραθέτουμε πιο αναλυτικά:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι ο Νόμος δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του Εφεσίβλητου, ο οποίος αιτήθηκε την εγγραφή του ως κύπριος πολίτης, κρίνοντας ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες και όχι μόνο πολίτες άλλων κρατών μελών εκτός της Δημοκρατίας επωφελούνται των διατάξεων του Νόμου. Θέτουν οι Εφεσείοντες ότι η επίκληση των σχετικών προνοιών του υπό αναφορά Νόμου μπορεί να γίνει μόνο από πολίτες άλλων κρατών μελών εκτός της Δημοκρατίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 17(1) του Νόμου από πολίτες της Δημοκρατίας.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από τα διαλαμβανόμενα στον πρώτο λόγο έφεσης και καλύπτει την, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναγνώριση νομολογιακά της εμβέλειας εφαρμογής της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, όπως οι πρόνοιές της ενσωματώθηκαν στον Νόμο. Είναι η σχετική επί τούτου προσέγγιση των Εφεσειόντων ότι η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει ότι η εμβέλεια εφαρμογής της πιο πάνω Οδηγίας αφορά και/η εφαρμόζεται και στους πολίτες της Δημοκρατίας.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 προσβάλλουν ως εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι Εφεσείοντες όφειλαν να διερευνήσουν κατά πόσο η αναγνώριση του Εφεσίβλητου ως μέλους του Institution of Mechanical Engineers και η εγγραφή του ως Chartered Engineer από το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτελούσαν, εν τη εννοία του άρθρου 17 του Νόμου, βεβαιώσεις επάρκειας ή τίτλο εκπαίδευσης που απαιτείται σε άλλο κράτος μέλος για την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανολόγου - μηχανικού στην επικράτειά του. Ταυτόσημα προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαίτηση των Εφεσειόντων όπως ο Εφεσίβλητος υποβάλει περαιτέρω στοιχεία ως προς τα επαγγελματικά του προσόντα, δεν συνάδει με τις πρόνοιες της προαναφερθείσας Οδηγίας και του άρθρου 17 του Νόμου. Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ο Εφεσίβλητος όφειλε να εφοδιάσει το Επιμελητήριο με όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν για την εξέταση της αίτησής του, πως τόσο η Οδηγία όσο και ο Νόμος καθορίζουν ότι οι βεβαιώσεις επάρκειας θα πρέπει να τεκμηριώνουν συγκεκριμένο επίπεδο επαγγελματικών προσόντων και πως ούτε η Οδηγία ούτε ο Νόμος δεν θίγουν την αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους αναφορικά με τη λήψη και εφαρμογή μέτρων και προϋποθέσεων για διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρονται στο έδαφός του.

 

Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 επίσης περιστρέφονται γύρω από την ερμηνεία και τα όρια εφαρμογής των πιο πάνω προνοιών της Οδηγίας και του Νόμου. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και ανεπίτρεπτα επενέβηκε στην εύλογα διαμορφωμένη κρίση του αρμόδιου για την αναγνώριση προσόντων για σκοπούς άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος οργάνου, κρίνοντας ότι ο Εφεσίβλητος ως μέλος των πιο πάνω επαγγελματικών σωματείων στο Ηνωμένο Βασίλειο «φαίνεται να κατείχε επαγγελματικό προσόν στο επίπεδο (ε) της Οδηγίας» και ότι «.. το επίπεδο των επαγγελματικών προσόντων του αιτητή που αποκτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να καλύπτει το αντίστοιχο επίπεδο που απαιτείται στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 15(δ)». Προστίθεται περαιτέρω, ότι εσφαλμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επανεξέταση από τους Εφεσείοντες των ακαδημαϊκών ή άλλων προσόντων που είχε προσκομίσει ο Εφεσίβλητος για την απόκτηση των επαγγελματικών προσόντων και βεβαιώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν απαραίτητη για σκοπούς εξέτασης της αίτησής του στη βάση του Νόμου. Τίθεται, σχετικά, από τους Εφεσείοντες ότι δεν ζητήθηκε από τον αιτητή η παρουσίαση περαιτέρω στοιχείων με σκοπό την επαναξιολόγηση των επαγγελματικών προσόντων του, αλλά προκειμένου να ελεγχθεί βάσει ποιών στοιχείων αυτά αποκτήθηκαν. Προστίθεται, περαιτέρω, ότι το γεγονός της αναγνώρισης των προσόντων του Εφεσίβλητου από άλλο κράτος μέλος δεν δεσμεύει τους Εφεσείοντες να τον εγγράψουν χωρίς καμιά περαιτέρω διερεύνηση περί της επάρκειας των προσόντων και χωρίς να εξετάσουν κατά πόσο αυτά ικανοποιούν το ελάχιστο επίπεδο προσόντων που έχει προκαθοριστεί για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Με τους δύο τελευταίους λόγους έφεσης, λόγοι έφεσης 7 και 8, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να διερευνήσουν δεόντως το αίτημα του Εφεσίβλητου και πως η προσβαλλόμενη απόφαση όπως αυτή κοινοποιήθηκε στον Εφεσίβλητο είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και στερείται ικανοποιητικής αιτιολογίας. Οι υπό αναφορά λόγοι έφεσης έχουν ως βάση στήριξής τους τις καταγραφές στα πρακτικά της όλης διαδικασίας, οι οποίες καταδεικνύουν ότι όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον των Εφεσειόντων κατά την εξέταση του αιτήματος του Εφεσίβλητου, καθώς επίσης και τα, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο σύνολο των λόγων έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι. Βρίσκουν στήριξη σε καλά ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην Πέρδικου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 181/2010, ημερ. 29.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:C55, εξετάσθηκε η εμβέλεια της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, με αναφορά στην υπόθεση C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης κατά Land Berlin. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η Οδηγία 2005/36/ΕΚ, όπως και οι προηγούμενες, απευθύνεται αποκλειστικά στους επαγγελματίες που έχουν πλήρη προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το ίδιο επάγγελμα σε κάποιο άλλο κράτος μέλος.  Ισχύει δε για όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από άλλη, επιμέρους συγκεκριμένη, Οδηγία. 

 

Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης κατά Land Berlin, τα άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ, κατά πάγια νομολογία έχουν την έννοια ότι:

 

«. όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιλαμβάνονται αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή ορισμένη επαγγελματική κατάρτιση, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις.»

 

 Αναφορικά δε με το σκοπό των σχετικών Οδηγιών, παραπέμπουμε στα ακόλουθα από την απόφαση C-274/05 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας:

 

 «Από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48 προκύπτει ότι σκοπός της είναι η δημιουργία ενός γενικού συστήματος αναγνωρίσεως των διπλωμάτων που να καθιστά ευχερέστερη στους Ευρωπαίους πολίτες την άσκηση όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες απαιτείται, στο κράτος μέλος υποδοχής, η κατοχή διπλώματος μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, εφόσον διαθέτουν τέτοια διπλώματα τα οποία τους προετοιμάζουν για τις δραστηριότητες αυτές, πιστοποιούν την ολοκλήρωση τριετούς τουλάχιστον κύκλου σπουδών και έχουν χορηγηθεί από ιδρύματα άλλου κράτους μέλους.»»

 

 

 

 

Στις, επίσης πρόσφατες, αναθεωρητικές εφέσεις Γιώργος Φλωρίδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, ΑΕ 27/2011, ημερ. 3.11.2016 και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Πέτρου Μίκαλλου, ΑΕ 93/2011, ημερ. 22.12.2016, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε το ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου (της προγενέστερης νομοθεσίας, Ν. 179/2002 και της ισχύουσας, Ν. 31/2008) σε σχέση με κύπριο πολίτη. Εντοπίζεται στη Φλωρίδης:

 

«Σε σχέση με το στοιχείο (δ) ανωτέρω, προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων βάσει των τίτλων σπουδών που κατείχε είχε εγγραφεί ως Chartered Mechanical Engineer στο Institution of Mechanical Engineers του Ηνωμένου Βασιλείου δεν του δίδει αυτομάτως το δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο του Επιμελητηρίου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι τίτλοι σπουδών τυγχάνουν αναγνώρισης από το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου σε επίπεδο Chartered Engineer.  Στην προσπάθεια μας να διευκρινίσουμε το θέμα αυτό έχουμε διεξέλθει του φακέλου με κατάλληλα ερωτήματα και στην παρουσία των συνηγόρων, πλην όμως δεν αποκαλύφθηκε οποιονδήποτε τέτοιο πιστοποιητικό. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει επισυναφθεί επί της αίτησης του εφεσείοντα στο ΕΤΕΚ.  Σε περαιτέρω δε απάντηση μας στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, θα προσθέταμε ότι ούτε ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002, Ν.179(Ι)/2002 ο οποίος ίσχυε πριν τον Ν.31(Ι)/08 ως άνω βοηθά τις θέσεις του,  Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου το πεδίον εφαρμογής του αφορά στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν επάγγελμα στη Δημοκρατία.  Εν προκειμένω εκτός του ότι ο εφεσείων προσέφυγε στη διοίκηση ως κύπριος πολίτης (και όχι ως υπήκοος κράτους μέλους) περαιτέρω και κυρίως δεν απέδειξε ότι είχε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή δραστηριότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου.  (βλ. τις ίδιες επισημάνσεις που έγιναν από τον Ερωτοκρίτου, Δ. στην Καρυού κ.ά. ν. ΕΔΥ, (2009)4Α Α.Α.Δ. 70).  Εξάλλου ο Νόμος 179(Ι)/2002 δεν καταργεί ούτε αναιρεί τις πρόνοιες του Ν.224/90, ο οποίος ορθά κρίθηκε πρωτόδικα ως ο εφαρμοστέος νόμος, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω.  (βλ. και Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου, (2012) 3 Α.Α.Δ. 59).»

 

 

 

 

Στην Μίκαλλου (ανωτέρω), επιβεβαιώθηκε η εφαρμογή του υπό αναφορά Νόμου σε σχέση και μόνο με υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Αναφέρεται σχετικά:

 

«Επί του προκειμένου η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για την υποχρέωση του ΕΤΕΚ, να εξετάσει τη δυνατότητα εγγραφής του εφεσιβλήτου, στη βάση του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002 (Ν. 179(Ι)/2002), που οδήγησε σε θεμελίωση λόγου ακυρώσεως, εστιάζεται ο λόγος έφεσης 5.

 

Το παράπονο θεωρούμε ότι είναι βάσιμο. Αφενός η εν λόγω νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί και αναφερόμαστε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Φλωρίδης (άνω). Το άρθρο 3 του Νόμου έχει εφαρμογή στους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για εγγραφή ως Κύπριος πολίτης και όχι ως υπήκοος άλλου κράτους μέλους.»

 

 

 

 

Συνεπώς, οι πρόνοιες του Νόμου δεν αφορούν και δεν καλύπτουν πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας οι οποίοι αιτούνται την εγγραφή τους στο μητρώο μελών του ΕΤΕΚ. Συνακόλουθα, δεν τύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση όπου ο Εφεσίβλητος είχε υποβάλει την αίτησή του ως κύπριος πολίτης και, κατά προέκταση, η περί του αντιθέτου προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.

 

Καθήκον των Εφεσειόντων (ΕΤΕΚ), όπως εντοπίζεται και στην απόφαση Φλωρίδης (ανωτέρω), με αναφορά στο άρθρο 7 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου Ν. 224/90, ήταν:

 

«..... να λάβει υπόψη του την εγγραφή του εφεσείοντα σε άλλο επαγγελματικό σώμα και εξετάζοντας τα προσόντα του να αποφασίσει κατά τη δική του κρίση επί της αίτησης κατά πόσο τα πιστοποιητικά εγγραφής αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που το ίδιο θέτει ..............

...................................................... Με βάση το πιο πάνω άρθρο ο Ν.224/90 θέτει ως το μόνο αρμόδιο όργανο για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του εφεσείοντα το Επιμελητήριο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.  Ο ίδιος δε Νόμος ως ειδικός είναι ο εφαρμοστέος νόμος.»

 

 

 

 

Όπως, επίσης σχετικά, εντοπίζεται στην υπόθεση Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Λούκα Βιολάρη, ΑΕ 207/2010, ημερ. 21.22.2016:

 

«Η αναγνώριση τίτλων σπουδών, για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Επιμελητηρίου, ρυθμίζεται δε από τον περί ΕΤΕΚ Νόμο και ιδιαιτέρως από το άρθρο 7(1)(α) ανωτέρω ...................»

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση οι Εφεσείοντες, ενεργώντας στα πλαίσια της αποκλειστικής τους αρμοδιότητας και του καθήκοντός τους για αξιολόγηση των υποβληθέντων προσόντων, απέρριψαν την αίτηση του Εφεσίβλητου για εγγραφή στο Μητρώο Μελών στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής, στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν τους κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης. Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ο Εφεσίβλητος υπέβαλε, τα ακαδημαϊκά του προσόντα ουδεμία σχέση είχαν με τον συγκεκριμένο κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής για τον οποίο αιτήθηκε εγγραφής. Παρά δε το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες ζήτησαν από τον Εφεσίβλητο περαιτέρω στοιχεία προς επιβεβαίωση των προσόντων του και προς παροχή της δυνατότητας συνολικής αξιολόγησής τους, ο ίδιος αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να το πράξει.

 

Συμπληρώνουμε, ολοκληρώνοντας, ότι οι εξουσίες του Δικαστηρίου κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία κινούνται σε απολύτως διακριτά όρια. Όπως επαναλαμβάνεται και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Βιολάρης (ανωτέρω):

 

«Το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία διενεργεί έρευνα προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα ή την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου (Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1638) και δεν επιτρέπεται να διεξάγει πρωτογενή έρευνα, όπως έπραξε στην υπό κρίση περίπτωση, ασκώντας ουσιαστική κρίση ως προς την κατοχή των αναγκαίων προσόντων του εφεσίβλητου, υποκαθιστώντας έτσι την κρίση του διοικητικού οργάνου, εν προκειμένω του ΕΤΕΚ, και το κυριότερο, κατ΄ αντίθεση προς τα νομολογηθέντα (Σαββίδης και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ανωτέρω).  Αποδοχή της ορθότητας της ανωτέρω κατάληξης θέτει εκ ποδών τη διακριτική ευχέρεια του μόνου αρμοδίου οργάνου να αποφασίζει την εγγραφή προσώπων στο Μητρώο των Μελών του, όπως του εναποτέθηκε εκ του Νόμου, μετατρέποντας την σε δέσμια και την εγγραφή ότι επέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως.»

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών βάσιμο είναι το παράπονο των Εφεσειόντων το οποίο περιστρέφεται γύρω από την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κατοχή των απαραίτητων επαγγελματικών προσόντων από τον Εφεσίβλητο, που καλύπτεται από τον λόγο έφεσης 5.

 

Είναι η κατάληξή μας ότι δεν εντοπίζεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, ελλιπής έρευνα ή έλλειψη ικανοποιητικής αιτιολογίας στην απόφαση των Εφεσειόντων για απόρριψη του αιτήματος του Εφεσίβλητου προς εγγραφή του στο Μητρώο Μελών στον συγκεκριμένο κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής.

 

Οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Εφεσίβλητο με επιστολή ημερομηνίας 17.8.2010, επικυρώνεται στο σύνολό της. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και αυτά της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων - καθ΄ ων η αίτηση και εις βάρος του Εφεσίβλητου - αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                      ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο