ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2017:C351

(2017) 3 ΑΑΔ 759

10 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3/2012)

 

 

Συντάξεις ― Ο περί Συντάξεων Νόμος 97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 69(Ι)/2005) ― Κατά πόσο το Άρθρο 8(1) του Νόμου αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου.

 

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε αποτύχει η προσφυγή του κατά της απόφασης του Γενικού Λογιστηρίου που υπολόγισε με βάση τη φόρμουλα της τότε ισχύουσας νομοθεσίας (Άρθρο 8(1)(α) του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 69(Ι)/2005) ότι εδικαιούτο σε εφάπαξ ποσό £103.039,25, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του με την αφυπηρέτησή από τη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 8(1), όπως τον είχε θέσει, δεν αφορά την επίμαχη πρόνοια στο σύνολό της, αλλά μόνο τις εναρκτήριες φράσεις των τριών υποπαραγράφων (α), (β) και (γ) με τις οποίες εισάγεται ως προϋπόθεση ενεργοποίησης του αντίστοιχου τρόπου υπολογισμού του καταβλητέου κατά περίπτωση, φιλοδωρήματος, η συμπλήρωση συγκεκριμένης ηλικίας η οποία αυξάνεται κλιμακωτά από το 61ο μέχρι το 63ο έτος. Υποστηρίζει συναφώς ότι η κήρυξη των συγκεκριμένων φράσεων ως αντισυνταγματικών δεν συνεπάγεται προσθήκη λέξεων στο Νόμο και εξάλλου, όπως το θέτει, το αίτημα του δεν ήταν η συμπερίληψη του στην κατηγορία υπαλλήλων που συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, αλλά η μη εφαρμογή στην περίπτωσή του των φράσεων που δημιουργούν σε βάρος του άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας. Με διαφορετικά λόγια, είναι θέση του ότι με την αποδοχή της αντισυνταγματικότητας του ηλικιακού στοιχείου, ο Νόμος θα παρέμενε κατά τα λοιπά ανέπαφος και ο εφεσείων θα τύγχανε της μεταχείρισης που προβλέφθηκε για τους υπαλλήλους που έχουν συμπληρωμένους 436 ή και περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας και συνεπώς η αξίωση του θα είχε ικανοποιηθεί.

 

Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες τις πτυχές.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε πως η θέση του εφεσείοντα αποβλέπει ουσιαστικά σε διαγραφή μέρους των επίδικων νομοθετικών διατάξεων, γεγονός που ισοδυναμεί με τροποποίηση του Νόμου από το Δικαστήριο. Αυτό όμως θα οδηγούσε σε εφαρμογή του Νόμου με βάση αποκλειστικά και μόνο το συνολικό αριθμό μηνών συντάξιμης υπηρεσίας και χωρίς καμμιά αναφορά στην ηλικία του υπαλλήλου. Να υπενθυμίσουμε επ' αυτού ότι η νομολογία δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης συνταγματικότητας, να τροποποιεί μια νομοθετική διάταξη, διευρύνοντας ουσιαστικά τις πρόνοιες της ώστε να συμπεριλαμβάνει και άλλες κατηγορίες επηρεαζομένων, πέραν αυτών των οποίων αποσκοπούσε ο νομοθέτης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε εν τέλει σε ανεπίτρεπτη αναμόρφωση της νομοθεσίας και θα δημιουργούσε ένα νέο νομοθέτημα απαλλαγμένο από τα συνταγματικά ελλείματα, που το ίδιο το Δικαστήριο θα είχε εντοπίσει, υποκαθιστώντας τη νομοθετική εξουσία και παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που διέπει το νομικό μας σύστημα.

 

Σ' ό,τι δε αφορά την ουσία, ο εφεσείων εκλαμβάνει ότι η ηλικιακή κατηγοριοποίηση και η αντίστοιχη μεταχείριση κατά τον υπολογισμό του φιλοδωρήματος, παρεισέφρησε καταχρηστικά στο Νόμο και ότι δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς ομοιόμορφης και ίσης μεταχείρισης των υπαλλήλων. Με αποτέλεσμα, όπως εισηγείται, η κήρυξη ως αντισυνταγματικής της συγκεκριμένης διάταξης, λόγω παράβασης «αναπαλλοτρίωτου ατομικού δικαιώματος του», να αφήνει αλώβητο το υπόλοιπο μέρος του Νόμου και ανοικτό το δρόμο για την ικανοποίηση του αιτήματος του για αύξηση του καταβλητέου ποσού.

Όπως ανέφερε το Δικαστήριο το θέμα της επέκτασης του ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων απασχόλησε την πολιτεία από το 1992. Το ιστορικό των διαβουλεύσεων καταγράφεται στο εμπιστευτικό σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 23.5.2005. Γίνεται εκεί αναφορά στο αιτιολογικό υπόβαθρο, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αύξηση του προσδοκώμενου στην ηλικία των 60 ετών μέσου όρου ζωής των Κυπρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία και τις μελέτες του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών (80,3 για τους άνδρες και 83,4 για τις γυναίκες) σε συνάρτηση με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και υγείας. Οι πιο πάνω παράγοντες σε σχέση και με τα τότε χαμηλά επίπεδα ανεργίας κρίθηκε ότι επέτρεπαν και επέβαλλαν την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων πέραν της ηλικίας των 60 ετών, για αξιοποίηση των εμπειριών και των γνώσεων τους προς το σκοπό εξυπηρέτησης του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος.

 

Στην αιτιολογική δε έκθεση του νομοσχεδίου που προωθήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα και οδήγησε στη τροποποίηση του βασικού νόμου διά της εισαγωγής σ' αυτόν της επίδικης δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 8(1), σημειώνεται ότι η τροποποίηση «εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της επιδιωκόμενης σταδιακής επέκτασης του ορίου αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων από το 60ο στο 63ο έτος της ηλικίας» και «παραχωρείται δε, ως κίνητρο για την περαιτέρω παραμονή τους στην υπηρεσία, αυξημένος συντελεστής υπολογισμού του εφάπαξ φιλοδωρήματος, με κλιμάκωση ως ακολούθως.». Είναι επομένως πρόδηλον ότι η κλιμακωτή αύξηση του συντελεστή υπολογισμού του εφάπαξ φιλοδωρήματος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντίστοιχη αύξηση της ηλικίας αφυπηρέτησης ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί η βούληση του νομοθέτη και να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της παραμονής των υπαλλήλων στην υπηρεσία μετά από τη συμπλήρωση του 60ου τους έτους.

 

Τέλος, όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επί του οποίου στηρίζει την εισήγηση του ο εφεσείων, δεν απαγορεύει διακρίσεις στη μεταχείριση, οι οποίες να θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον.

 

Στην κρινόμενη υπόθεση, με την επίμαχη διάταξη ο Νόμος ρυθμίζει τρεις ξεχωριστές κατηγορίες υπαλλήλων για σκοπούς υπολογισμού του καταβαλλόμενου κατά την αφυπηρέτηση εφάπαξ ποσού. Ο εφεσείων ανήκε στην κατηγορία της υποπαραγράφου (α) του Άρθρου 8(1) δηλαδή σε αυτούς οι οποίοι κατά την αφυπηρέτηση έχουν συμπληρωμένο το 61ο έτος της ηλικίας τους και 412 ή περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας και για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε το αντίστοιχο σύστημα υπολογισμού του καταβλητέου ποσού. Οι πρόνοιες των υποπαραγράφων (β) και (γ) ρυθμίζουν διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων, αυτών που αφυπηρετούν έχοντας συμπληρώσει το 62ο και 63ο έτος με συνολική συντάξιμη υπηρεσία 424 και 436 μηνών αντίστοιχα. Επομένως, όπως αποφασίστηκε τα αντικείμενα της ρύθμισης ήταν ανομοιογενή και η διαφοροποίηση που έγινε με την υιοθέτηση κλιμακωτού ηλικιακού ορίου και διαφορετικού συντελεστή ανά κατηγορία ήταν εύλογη και, όπως εξηγήθηκε, δικαιολογημένη πάνω στη βάση του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267,

 

Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192,

 

Τραττονικόλα v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 305,

 

Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1223/2007), ημερ. 22/11/2011.

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Α. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), για Γεν. Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων υπηρέτησε στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας από τις 18.10.1966 μέχρι την 31.5.2007, οπόταν και αφυπηρέτησε από τη θέση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας σε ηλικία 61 ετών λαμβάνοντας ετήσια σύνταξη το ποσό των £21.318,47.

Με την αφυπηρέτηση του, το Γενικό Λογιστήριο υπολόγισε με βάση τη φόρμουλα της τότε ισχύουσας νομοθεσίας (Άρθρο 8(1)(α) του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 69(Ι)/2005) ότι εδικαιούτο σε εφάπαξ ποσό £103.039,25, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.  Και αυτό στη βάση ότι το φιλοδώρημα που του καταβλήθηκε ήταν μικρότερο αυτού που θα έπρεπε να λάβει εφόσον ο τρόπος υπολογισμού που υιοθέτησε το Γενικό Λογιστήριο ήταν εσφαλμένος.  Ο Γενικός Λογιστής, όμως, επέμεινε στην ορθότητα του υπολογισμού και ενόψει τούτου ο εφεσείων άσκησε προσφυγή, εγείροντας θέμα αντισυνταγματικότητας του τρόπου υπολογισμού του φιλοδωρήματος που έλαβε δυνάμει του Άρθρου 8(1) του Νόμου, η δεύτερη επιφύλαξη του οποίου προέβλεπε κατά τον ουσιώδη χρόνο τα ακόλουθα:

 

     «Νοείται περαιτέρω ότι το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο, περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, δυνάμει του παρόντος Μέρους κατά την αφυπηρέτηση του:

 

    (α) Με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πρώτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων δώδεκα ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία·∙

 

    (β) με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού δεύτερου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων εικοσιτεσσάρων ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία· και

 

    (γ) με τη συμπλήρωση του εξηκοστού τρίτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων τριανταέξι ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία».

 

Ήταν πρωτοδίκως θέση του εφεσείοντα ότι το ποσό του φιλοδωρήματος του θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τη φόρμουλα της υποπαραγράφου (γ), το οποίο ισχύει για τους αφυπηρετούντες στο 63ο έτος που έχουν συμπληρώσει 436 μήνες υπηρεσίας. Θα έπρεπε δηλαδή να του καταβληθεί το γινόμενο του πολλαπλασιασμού της ετήσιας σύνταξης (£21.318,47) επί 15,5 (και όχι επί 14,5) αφού διαιρεθεί διά του τρία. Εισηγήθηκε επί του προκειμένου ότι οι πιο πάνω διατάξεις είναι αντισυνταγματικές γιατί οδηγούν σε δυσμενή διάκριση ή/και άνιση μεταχείριση υπαλλήλων λόγω της ηλικίας τους, κατά παράβαση της κατοχυρωμένης στο Άρθρο 28 του Συντάγματος σχετικής αρχής.

 

Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, αφού διαπίστωσε ότι ο εφεσείων είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη και αφού απέρριψε την επί τούτου προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας, παρατήρησε ότι το Άρθρο 4Α του Νόμου που προέβλεπε την υποχρεωτική αφυπηρέτηση των δημοσίων υπαλλήλων στην ηλικία των 63 ετών, προέβλεπε παράλληλα και την αλυσιδωτή αφυπηρέτηση στα 61 και 62 και η εν λόγω πρόνοια είχε κριθεί συνταγματική στην Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267. Στη βάση δε της παρατήρησης αυτής απέρριψε την εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας της κλιμακωτής ρύθμισης του Άρθρου 8(1) (ανωτέρω), σημειώνοντας ότι αποδοχή της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη προσθήκη λέξεων στο Νόμο και επέκταση των προνοιών του, ούτως ώστε να συμπεριληφθεί και αυτός στην τρίτη κατηγορία. Δηλαδή των αφυπηρετούντων στο 63ο έτος χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσια την σχετική επισήμανση:

 

«Αν το δικαστήριο έκρινε το αίτημα του αιτητή πρόσφορο, θα έπρεπε όχι μόνο να ακυρώσει τη νομοθεσία ως αντισυνταγματική, αλλά ουσιαστικά να προσθέσει σ' αυτήν λέξεις που να επέτρεπαν τη συμπερίληψή του στους αφυπηρετούντες στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Στην ουσία αυτό επιζητεί ο αιτητής για να μπορέσει να υπολογιστεί το εφάπαξ του με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας 436 μηνών, πρόνοια την οποίαν ο Νόμος επιφυλάσσει μόνο με τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας υπαλλήλου».

 

Επιπροσθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι οι επίδικες διατάξεις βρίσκονται σε αντίθεση με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Noεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και τον εναρμονιστικό περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμο του 2004, (Ν. 58(Ι)/2004) και ότι παραβιάζουν το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ καθώς και το Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως αυτό κυρώθηκε με τους Ν. 39/1962 και 11(ΙΙΙ)/2002.   Yπέδειξε συναφώς ότι η Οδηγία, κατά ρητή αναφορά του προοιμίου της δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που αφορούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας, ούτε και θίγει τις εθνικές διατάξεις που καθορίζουν την ηλικία συνταξιοδότησης. Απορρίπτοντας δε εν τέλει την προσφυγή, επεσήμανε τα ακόλουθα:

 

«Αυτό που προσπάθησε να πετύχει η υπό εξέταση νομοθεσία είναι να δώσει κίνητρα στους δημόσιους υπαλλήλους ώστε να παραμείνουν στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας των 60 ετών και μέχρι το 63ο, παρέχοντας συντελεστή του εφάπαξ ποσού ο οποίος να αυξάνεται κλιμακωτά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το εφάπαξ ωφέλημα ρυθμίζεται ως παροχή από το Άρθρο 8 του περί Συντάξεως Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997 όπως τροποποιήθηκε και δεν αποτελεί μέρος των δεδουλευμένων ασφαλιστέων αποδοχών των υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι λαμβάνουν σύνταξη η οποία καθορίζεται σε συνάρτηση με τις ασφαλιστέες αποδοχές τους και την περίοδο της υπηρεσίας τους. Το ποσό όμως που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι το εφάπαξ φιλοδώρημα που σχετίζεται μόνο με τη διάρκεια της υπηρεσίας και τις τελευταίες απολαβές του υπαλλήλου κατά την αφυπηρέτησή του, χωρίς να συναρτάται με τις εισφορές στις οποίες ο ίδιος προέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του».

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 8(1), όπως τον είχε θέσει, δεν αφορά την επίμαχη πρόνοια στο σύνολό της, αλλά μόνο τις εναρκτήριες φράσεις των τριών υποπαραγράφων (α), (β) και (γ) με τις οποίες εισάγεται ως προϋπόθεση ενεργοποίησης του αντίστοιχου τρόπου υπολογισμού του καταβλητέου κατά περίπτωση, φιλοδωρήματος, η συμπλήρωση συγκεκριμένης ηλικίας η οποία αυξάνεται κλιμακωτά από το 61ο μέχρι το 63ο έτος. Υποστηρίζει συναφώς ότι η κήρυξη των συγκεκριμένων φράσεων ως αντισυνταγματικών δεν συνεπάγεται προσθήκη λέξεων στο Νόμο και εξάλλου, όπως το θέτει, το αίτημα του δεν ήταν η συμπερίληψη του στην κατηγορία υπαλλήλων που συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, αλλά η μη εφαρμογή στην περίπτωσή του των φράσεων που δημιουργούν σε βάρος του άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας. Με διαφορετικά λόγια, είναι θέση του ότι με την αποδοχή της αντισυνταγματικότητας του ηλικιακού στοιχείου, ο Νόμος θα παρέμενε κατά τα λοιπά ανέπαφος και ο εφεσείων θα τύγχανε της μεταχείρισης που προβλέφθηκε για τους υπαλλήλους που έχουν συμπληρωμένους 436 ή και περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας και συνεπώς η αξίωση του θα είχε ικανοποιηθεί.

Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες τις πτυχές.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων. Καταλήξαμε ότι η θέση του εφεσείοντα αποβλέπει ουσιαστικά σε διαγραφή μέρους των επίδικων νομοθετικών διατάξεων, γεγονός που ισοδυναμεί με τροποποίηση του Νόμου από το Δικαστήριο. Αυτό όμως θα οδηγούσε σε εφαρμογή του Νόμου με βάση αποκλειστικά και μόνο το συνολικό αριθμό μηνών συντάξιμης υπηρεσίας και χωρίς καμμιά αναφορά στην ηλικία του υπαλλήλου. Να υπενθυμίσουμε επ' αυτού ότι η νομολογία δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης συνταγματικότητας, να τροποποιεί μια νομοθετική διάταξη, διευρύνοντας ουσιαστικά τις πρόνοιες της ώστε να συμπεριλαμβάνει και άλλες κατηγορίες επηρεαζομένων, πέραν αυτών των οποίων αποσκοπούσε ο νομοθέτης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε εν τέλει σε ανεπίτρεπτη αναμόρφωση της νομοθεσίας και θα δημιουργούσε ένα νέο νομοθέτημα απαλλαγμένο από τα συνταγματικά ελλείματα, που το ίδιο το Δικαστήριο θα είχε εντοπίσει, υποκαθιστώντας τη νομοθετική εξουσία και παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που διέπει το νομικό μας σύστημα. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στο αδιάσπαστο των προνοιών ενός νομοθετήματος.

 

«Ο δικηγόρος των αιτητών επιδιώκει ουσιαστικά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διαγράψει τις επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Μάλιστα δε τούτο να ισχύει για όλους από τη δημοσίευση του Νόμου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd που αναφέρεται πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Άρθρο 81 του Συντάγματος).

 

Οι επιφυλάξεις στο Νόμο, μολονότι, αρχίζουν με τη συνήθη λέξη «νοείται», δεν αποτελούν ούτως ειπείν, παρακλάδι του κεντρικού κορμού του ώστε η διάσπαση τους να αφήνει ακέραιο και ανεξάρτητο το υπόλοιπο μέρος του. Ο Νόμος εν προκειμένω δεν διασπάται, οι επιφυλάξεις αποτελούν μέρος του ενιαίου συνόλου του. Η κήρυξη επομένως του Νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα των αιτητών».

 

Σ' ό,τι δε αφορά την ουσία, ο εφεσείων εκλαμβάνει ότι η ηλικιακή κατηγοριοποίηση και η αντίστοιχη μεταχείριση κατά τον υπολογισμό του φιλοδωρήματος, παρεισέφρησε καταχρηστικά στο Νόμο και ότι δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς ομοιόμορφης και ίσης μεταχείρισης των υπαλλήλων. Με αποτέλεσμα, όπως εισηγείται, η κήρυξη ως αντισυνταγματικής της συγκεκριμένης διάταξης, λόγω παράβασης «αναπαλλοτρίωτου ατομικού δικαιώματος του», να αφήνει αλώβητο το υπόλοιπο μέρος του Νόμου και ανοικτό το δρόμο για την ικανοποίηση του αιτήματος του για αύξηση του καταβλητέου ποσού.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του. Το θέμα της επέκτασης του ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων απασχόλησε την πολιτεία από το 1992. Το ιστορικό των διαβουλεύσεων καταγράφεται στο εμπιστευτικό σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 23.5.2005. Γίνεται εκεί αναφορά στο αιτιολογικό υπόβαθρο, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αύξηση του προσδοκώμενου στην ηλικία των 60 ετών μέσου όρου ζωής των Κυπρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία και τις μελέτες του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών (80,3 για τους άνδρες και 83,4 για τις γυναίκες) σε συνάρτηση με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και υγείας. Οι πιο πάνω παράγοντες σε σχέση και με τα τότε χαμηλά επίπεδα ανεργίας κρίθηκε ότι επέτρεπαν και επέβαλλαν την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων πέραν της ηλικίας των 60 ετών, για αξιοποίηση των εμπειριών και των γνώσεων τους προς το σκοπό εξυπηρέτησης του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος.

 

Στην αιτιολογική δε έκθεση του νομοσχεδίου που προωθήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα και οδήγησε στη τροποποίηση του βασικού νόμου δια της εισαγωγής σ' αυτόν της επίδικης δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 8(1), σημειώνεται ότι η τροποποίηση «εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της επιδιωκόμενης σταδιακής επέκτασης του ορίου αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων από το 60ο στο 63ο έτος της ηλικίας» και «παραχωρείται δε, ως κίνητρο για την περαιτέρω παραμονή τους στην υπηρεσία, αυξημένος συντελεστής υπολογισμού του εφάπαξ φιλοδωρήματος, με κλιμάκωση ως ακολούθως.». Είναι επομένως πρόδηλον ότι η κλιμακωτή αύξηση του συντελεστή υπολογισμού του εφάπαξ φιλοδωρήματος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντίστοιχη αύξηση της ηλικίας αφυπηρέτησης  ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί η βούληση του νομοθέτη και να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της παραμονής των υπαλλήλων στην υπηρεσία μετά από τη συμπλήρωση του 60ου τους έτους.

 

Τέλος, να επαναλάβουμε ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επί του οποίου στηρίζει την εισήγηση του ο εφεσείων, δεν απαγορεύει διακρίσεις στη μεταχείριση, οι οποίες να θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον (βλ. Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192, Τραττονικόλα v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 305). Όπως δε τέθηκε στην Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63:

 

«Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης».

 

Στην κρινόμενη υπόθεση, με την επίμαχη διάταξη ο Νόμος ρυθμίζει τρεις ξεχωριστές κατηγορίες υπαλλήλων για σκοπούς υπολογισμού του καταβαλλόμενου κατά την αφυπηρέτηση εφ' άπαξ ποσού. Ο εφεσείων ανήκε στην κατηγορία της υποπαραγράφου (α) του Άρθρου 8(1) δηλαδή σε αυτούς οι οποίοι κατά την αφυπηρέτηση έχουν συμπληρωμένο το 61ο έτος της ηλικίας τους και 412 ή περισσότερους μήνες συντάξιμης υπηρεσίας και για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε το αντίστοιχο σύστημα υπολογισμού του καταβλητέου ποσού. Οι πρόνοιες των υποπαραγράφων (β) και (γ) ρυθμίζουν διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων, αυτών που αφυπηρετούν έχοντας συμπληρώσει το 62ο και 63ο έτος με συνολική συντάξιμη υπηρεσία 424 και 436 μηνών αντίστοιχα. Επομένως τα αντικείμενα της ρύθμισης ήταν ανομοιογενή και η διαφοροποίηση που έγινε με την υιοθέτηση κλιμακωτού ηλικιακού ορίου και διαφορετικού συντελεστή ανά κατηγορία ήταν εύλογη και, όπως εξηγήθηκε, δικαιολογημένη πάνω στη βάση του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, ο ισχυρισμός ότι οι επίμαχες διατάξεις απολήγουν σε δυσμενή διάκριση ή/και λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Για τους ίδιους λόγους απορρίπτονται και οι εισηγήσεις του εφεσείοντα αναφορικά με τη συμβατότητα των επίμαχων προνοιών με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ, το Ν. 58(Ι)/2004, το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και το 12ο Πρωτόκολλο της (2ος και 3ος λόγος έφεσης).   Με την πρόσθετη επισήμανση ότι ούτε η Οδηγία, ούτε και ο εναρμονιστικός αυτής Νόμος είναι συναφής με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεδομένου ότι στην ίδια την Οδηγία (Προοίμιο αρ. 13 και 14) διευκρινίζεται ότι αυτή δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τις πάσης φύσεως αμοιβές «που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν» και δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης. Επιπρόσθετα, στο Άρθρο 6(1) της Οδηγίας προβλέπεται ότι μια εθνική ρύθμιση με την οποίαν εφαρμόζεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, δεν συνιστά διάκριση εφόσον αυτή δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό σκοπό, «ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης». Αλλά και στο Άρθρο 6(2) της Οδηγίας, παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη να χρησιμοποιούν ηλικιακά κριτήρια για σκοπούς αναλογιστικών υπολογισμών στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, και παροχών συνταξιοδότησης, νοουμένου ότι η εν λόγω διαφοροποίηση δεν θα καταλήγει σε διάκριση λόγω φύλου. Στο δε Άρθρο 8(1) του Ν. 58(Ι)/2004 ορίζεται ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση κατά την έννοια του Άρθρου 6, εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως αναφορικά με την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης και τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Συνεπώς και αν ακόμα θεωρηθεί ότι το αντικείμενο της ρύθμισης της επίμαχης πρόνοιας του Άρθρου 8(1) του Νόμου, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και του εναρμονιστικού της Ν. 58(Ι)/2004 όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, η περίπτωση θα ενέπιπτε στις εξαιρέσεις όπου δικαιολογείται διαφορετική ηλικιακή μεταχείριση αποσκοπούσα σ' ένα θεμιτό και δικαιολογημένο στόχο στον τομέα της απασχόλησης.

 

Τέλος, η επιγραμματική και αόριστη επίκληση του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και του 12ου Πρωτοκόλλου της, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης να στοιχειοθετήσει παραβίαση των αρχών που εκεί κατοχυρώνονται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500 έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο