ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C305
(2017) 3 ΑΑΔ 680
19 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 54/2013)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Η συνταγματικότητα Νόμου — Συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας — Μπορεί να καταστεί επίδικο θέμα μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες προσκρούουν.
Δικονομία — Απαλλαγή διαδίκου που προσφεύγει αυτοπροσώπως στο Ανώτατο Δικαστήριο, από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό της προσφυγής — Κανονισμός 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962) — Δεν ισχύει στην έφεση.
Ο εφεσείοντας αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επικύρωσε την απόρριψη του αιτήματος του από την αρμόδια υπηρεσία για παραχώρηση κυβερνητικού οικοπέδου και οικονομικής βοήθειας για σκοπούς αυτοστέγασής του ως εκτοπισθείς, δυνάμει του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμου του 2005 (Ν.46(Ι)/2005 όπως τροποποιήθηκε), λόγω του ότι το σύνολο των ετησίων εισοδημάτων της οικογένειας υπερέβαινε το όριο, το οποίο καθόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας την αρμοδιότητα που του παρέχει σχετικώς το Άρθρο 10 του εν λόγω Νόμου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως απέτυχε να αποδείξει την αντισυνταγματικότητα του νόμου και ότι ο νόμος καταστρατηγεί το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενήργησε στα σωστά πλαίσια όπως αυτά έχουν εξηγηθεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196. Στην υπόθεση εκείνη είχε προσβληθεί η συνταγματικότητα σχεδίου υπηρεσίας, που υπέχει θέση νομοθετήματος, χωρίς να προσδιορίζονται το άρθρο ή τα άρθρα του Συντάγματος προς τα οποία αντίκειται. Η παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού, οδηγεί σε ακυρότητα του προβαλλόμενου λόγου περί αντισυνταγματικότητας. Η νομολογία στο ζήτημα αυτό είναι σταθερή.
Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η υποχρέωση για έκθεση των νομικών σημείων με πλήρη αιτιολόγησή τους στις έγγραφες προτάσεις κάμπτεται προκειμένου για διάδικο εμφανιζόμενο άνευ δικηγόρου. Όμως, ορθή παρά ταύτα ήταν η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το βάρος που καθιέρωσε η νομολογία, καθιερώθηκε ως επιμέρους υποχρέωση λόγω της φύσης και της σπουδαιότητας των συνταγματικών θεμάτων. Άλλωστε, χωρίς επακριβή προσδιορισμό, δεν θα ήταν δυνατή η αναγκαία αντιστοίχηση της νομοθετικής πρόνοιας, αφενός και της διάταξης του Συντάγματος, αφετέρου, όταν μάλιστα το ζητούμενο είναι η πέραν λογικής αμφιβολίας διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας μέσα από τέτοια αντιστοίχηση. Πρόκειται για διεργασία που εξ ορισμού και εκ φύσεως δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ασαφή πλαίσια.
Στο επίπεδο, μάλιστα, της έφεσης, δεν ισχύει ο Καν. 7 ο οποίος αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση της προσφυγής και όχι της έφεσης. Συνεπώς, όπως αποφασίστηκε, δεν θα μπορούσε και γι' αυτό το λόγο να εξεταστεί ζήτημα «καταστρατήγησης του Άρθρου 28» με τον ασαφή και γενικόλογο τρόπο που τέθηκε στα πλαίσια της έφεσης, στο στάδιο της οποίας δεν επιτρέπεται ανάλογη χαλάρωση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,
The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,
Περικλέους v. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37,
Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655,
Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2017) 3 Α.Α.Δ. 174, ECLI:CY:AD:2017:D68,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580,
Σωτηριάδης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 56,
Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
ΚΟΑ v. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1392/2011), ημερ. 11/4/2013.
Ο Εφεσείοντας παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Στυλιανού, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Αίτημα του εφεσείοντα για παραχώρηση κυβερνητικού οικοπέδου και οικονομικής βοήθειας για σκοπούς αυτοστέγασής του ως εκτοπισθείς, δυνάμει του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμου του 2005 (Ν.46(Ι)/2005 όπως τροποποιήθηκε), απερρίφθη από την αρμόδια υπηρεσία λόγω του ότι το σύνολο των ετησίων εισοδημάτων της οικογένειας υπερέβαινε το όριο, το οποίο καθόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας την αρμοδιότητα που του παρέχει σχετικώς το Άρθρο 10 του εν λόγω Νόμου.
Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρισε, χωρίς δικηγόρο, προσφυγή ισχυριζόμενος ότι ο νόμος που διέπει τα εισοδηματικά κριτήρια είναι αντισυνταγματικός, χωρίς όμως οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά σε κάποια πρόνοια του νόμου που, κατ' ισχυρισμόν, συγκρούεται με το Σύνταγμα και χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος. Η μόνη αναφορά που έκανε ήταν ότι τα εισοδηματικά κριτήρια δεν λαμβάνουν υπόψη τον παράγοντα ηλικία, όπως κατά τη γνώμη του θα έπρεπε, εφόσον ένα νεαρό άτομο έχει συνήθως χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ ένα άτομο μεγαλύτερης ηλικίας, όπως ο ίδιος, έχει συνήθως υψηλότερα εισοδήματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι θα έπρεπε ο εφεσείων να συγκεκριμενοποιήσει και να αναφέρει του λόγους για τους οποίους ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει αντισυνταγματικότητα του Νόμου. Είπε σχετικά τα ακόλουθα:
«Αναγράφεται ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός αλλά δεν γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο νόμο που είναι αντισυνταγματικός και ποια άρθρα ή πρόνοιες του Συντάγματος είναι που καταστρατηγεί. Παρόλο που διάδικος που εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, εντούτοις θεωρώ ότι, τουλάχιστον, . αν προσβάλλει ως αντισυνταγματικό κάποιο νόμο θα πρέπει να τον συγκεκριμενοποιήσει και να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους είναι αντισυνταγματικός.»
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως απέτυχε να αποδείξει την αντισυνταγματικότητα του νόμου και ότι ο νόμος καταστρατηγεί το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, ενήργησε στα σωστά πλαίσια όπως αυτά έχουν εξηγηθεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196. Στην υπόθεση εκείνη είχε προσβληθεί η συνταγματικότητα σχεδίου υπηρεσίας, που υπέχει θέση νομοθετήματος, χωρίς να προσδιορίζονται το άρθρο ή τα άρθρα του Συντάγματος προς τα οποία αντίκειται. Εγέρθηκε προδικαστική ένσταση σε σχέση με την παράλειψη αυτή και το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επαναλάβει τη θεμελιακή αρχή που αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, ότι η συνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο, όχι μόνο δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά μπορεί να καταστεί επίδικο μόνο μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται, αφενός και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες, κατ΄ισχυρισμό, προσκρούουν, αφετέρου. Η παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού, οδηγεί σε ακυρότητα του προβαλλόμενου λόγου περί αντισυνταγματικότητας. Η νομολογία στο ζήτημα αυτό είναι σταθερή (Περικλέους v. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37, Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655). Πιο πρόσφατα, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επανέλαβε τα ακόλουθα επί τη βάσει της πάγιας νομολογίας του, στην υπόθεση Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2017) 3 Α.Α.Δ. 174, ECLI:CY:AD:2017:D68:
«Συνταγματικά ζητήματα συνιστούν, κατά πάγια νομολογία, νομικά θέματα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, ώστε να επιβάλλεται να προβάλλονται με επακριβή προσδιορισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση που εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας Νόμου, το θέμα μπορεί να καταστεί επίδικο μόνο αφού προσδιοριστεί επακριβώς στα δικόγραφα το άρθρο ή τα άρθρα του νόμου που αμφισβητούνται και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες προσκρούουν. (Κυπριακή Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252 και ΡΙΚ (ανωτέρω)) και στη Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206.)
Συνεπώς, το συνταγματικό, κατ' ουσίαν, ζήτημα που, εν προκειμένω, ηγέρθη δεν μπορούσε να εξεταστεί χωρίς να είχε προδιαγραφεί στα δικόγραφα με την απαιτούμενη σαφήνεια. Αυτεπάγγελτη εξέταση δεν χωρούσε (Κούρτης v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 407). Ούτε η ανάπτυξη του στην αγόρευση αρκούσε (Περικλέους v. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37).»
Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η υποχρέωση για έκθεση των νομικών σημείων με πλήρη αιτιολόγησή τους στις έγγραφες προτάσεις κάμπτεται προκειμένου για διάδικο εμφανιζόμενο άνευ δικηγόρου. Όμως, ορθή παρά ταύτα ήταν η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το βάρος που καθιέρωσε η νομολογία, καθιερώθηκε ως επιμέρους υποχρέωση λόγω της φύσης και της σπουδαιότητας των συνταγματικών θεμάτων. Άλλωστε, χωρίς επακριβή προσδιορισμό, δεν θα ήταν δυνατή η αναγκαία αντιστοίχηση της νομοθετικής πρόνοιας, αφενός και της διάταξης του Συντάγματος, αφετέρου, όταν μάλιστα το ζητούμενο είναι η πέραν λογικής αμφιβολίας διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας μέσα από τέτοια αντιστοίχηση. Πρόκειται για διεργασία που εξ ορισμού και εκ φύσεως δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ασαφή πλαίσια.
Στο επίπεδο, μάλιστα, της έφεσης, όπως έχει διευκρινιστεί στην υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580, δεν ισχύει ο Καν. 7 ο οποίος αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση της προσφυγής και όχι της έφεσης. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε και γι΄αυτό το λόγο να εξεταστεί ζήτημα «καταστρατήγησης του Άρθρου 28» με τον ασαφή και γενικόλογο τρόπο που τέθηκε στα πλαίσια της έφεσης, στο στάδιο της οποίας δεν επιτρέπεται ανάλογη χαλάρωση.
Εν πάση περιπτώσει, στα ασαφή έστω πλαίσια που έθεσε ο εφεσείοντας, υποστήριξε αγορεύοντας, ότι ο Νόμος είναι άδικος, θεωρώντας ότι το άδικο, όπως το αισθάνεται, στοιχειοθετεί ταυτόχρονα και αντισυνταγματικότητα. Πρόκειται, όμως, για διαφορετικά ζητήματα, χωρίς το Δικαστήριο να έχει εξουσία να υπεισέλθει στη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Στην υπόθεση Σωτηριάδης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 56, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επανέλαβε την πάγια αρχή που διέπει τον έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, με αναφορά στη θεμελιακή υπόθεση Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, ότι τα Δικαστήρια ασχολούνται μόνο με το ζήτημα της συνταγματικότητας και όχι με τα κίνητρα του νόμου ή την πολιτική ή τη σοφία ή τη συμφωνία του με τη φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος. Ειδικότερα, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης των προνοιών νομοθετήματος (ΚΟΑ v. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315).
Για τους παραπάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας όπως θα υπολογιστούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.