ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C162
(2017) 3 ΑΑΔ 453
8 Μαΐου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΔΑΜΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 123/2011)
Αστυνομική Δύναμη ― Πειθαρχική Ποινή ―- Έφεση στο Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας ― Δεν ελέγχεται η αυστηρότητα της ποινής, αλλά η επιβολή της εντός των πλαισίων της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε δωδεκάμηνη φυλάκιση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Συνεπεία της καταδίκης του καταχωρίστηκε εναντίον του πειθαρχική υπόθεση και, κατόπιν παραδοχής, η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας. Υπέβαλε έφεση εναντίον της απόφασης αυτής η οποία απορρίφθηκε, ενώ επικυρώθηκε η επιβληθείσα ποινή. Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της νομιμότητας της απόφασης του Συμβουλίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:
Κατά τον εφεσείοντα εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή του από το Δικαστήριο, στη βάση του ότι δεν εξετάζει την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής, παραγνωρίζοντας ότι η προσφυγή στρεφόταν κατά της νομιμότητας της ποινής και όχι απλώς κατά της αυστηρότητας της. Προβάλλει, επίσης, ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία από το Δικαστήριο στη νομολογία που τέθηκε υπόψη του για το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης και ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε γενικά πως σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις με εκείνη του εφεσείοντα τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Παραπονείται, τέλος, ο εφεσείων και για παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει νομικό λόγο ακυρότητας, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο αιτιολόγησε λανθασμένα την απόφαση του για την ποινή, διακρίνοντας την περίπτωση του εφεσείοντα από άλλη υπόθεση, στη βάση ότι ο διωκόμενος σε εκείνη είχε υποβάλει παραίτηση.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία προβαίνει καθηκόντως το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο ή στην επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα, η οποία βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του εν λόγω οργάνου. Εξετάζει μόνο αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, δεδομένης, βέβαια, και της αρχής της αναλογικότητας.
Όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ορθή και απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία και τις πιο πάνω αρχές είναι η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις υποθέσεις που τέθηκαν υπόψη του από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα προς θεμελίωση της εισήγησης για άνιση μεταχείριση, ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της γεγονότων και περιστατικών. Με την παράλληλη σημαντική επισήμανση, ότι οι υποθέσεις αυτές αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου το οποίο τις διαφοροποίησε από την περίπτωση του εφεσείοντα. Στις υποθέσεις που τέθηκαν υπόψη του Συμβουλίου συγκαταλεγόταν και η πειθαρχική υπόθεση Αγαπίου, που επικαλέστηκε ο εφεσείων, η οποία αφορούσε παρόμοια με την περίπτωση του αδικήματα, για την οποία το Συμβούλιο επισήμανε ότι η ποινή φυλάκισης του εκεί διωκόμενου αναστάληκε ενόψει της δεδηλωμένης πρόθεσης του να παραιτηθεί, γεγονός που θα καθιστούσε οποιαδήποτε πειθαρχική καταδίκη ή ποινή άνευ αντικειμένου. Καταρρίπτεται, λοιπόν, η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει λόγο ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο αιτιολόγησε «νομικά λανθασμένα» την απόφαση του διαφοροποιώντας την περίπτωση του εφεσείοντα από την «Αγαπίου» στη βάση ότι ο τελευταίος υπέβαλε παραίτηση.
Ανάλογη κρίθηκε και η τύχη και της θέσης του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην ειδική νομολογία που τέθηκε υπόψη του για το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης, σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πρωτοδίκως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πως περιορίστηκε στην υιοθέτηση των νομικών σημείων και γεγονότων που διατυπώνονταν στην Αίτηση και στην παραπομπή σε κάποιο σύγγραμμα και αποφάσεις, σχετικές με το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης, εισηγούμενος ότι «με βάση τα πιο πάνω αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής υπήρξε θύμα επιλεκτικής Δικαιοσύνης.» Δεν προέβη, δηλαδή, σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπόδειξη με αναφορά στην ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα νομολογία, ώστε να παρέχεται έρεισμα για συζήτηση ότι η σημασία που δόθηκε στη νομολογία αυτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν η δέουσα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,
Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508,
Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,
Solomon v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533,
Θεοτή v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144,
Μουρτζή v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 622.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 340/2010), ημερ. 5/9/2011.
Λ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων στις 2.10.2008, ενώ ήταν μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και του επιβλήθηκε η ποινή της δωδεκάμηνης φυλάκισης. Συνεπεία της καταδίκης του, καταχωρίστηκε εναντίον του πειθαρχική υπόθεση και, κατόπιν παραδοχής, η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση. Έφεση την οποία άσκησε εναντίον της απόφασης αυτής, ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας (στο εξής «το Συμβούλιο»), απορρίφθηκε στις 24.2.2010 κατά πλειοψηφία, ενώ επικυρώθηκε η επιβληθείσα ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Με την προσφυγή του, ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου, προβάλλοντας ότι αυτό παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε σωστά την αρχή σύμφωνα με την οποία, όταν γίνεται «επιλεκτική δικαιοσύνη», αποτελεί σοβαρό παράγοντα για επιεική μεταχείριση κατά την επιβολή ποινής. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την πιο επιεική μεταχείριση που έτυχαν άλλα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης τα οποία διέπραξαν παρόμοια αδικήματα όπως ο εφεσείων, επικαλούμενο την αρχή ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα και με βάση τις ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις του κάθε κατηγορούμενου, δημιουργώντας έτσι στον εφεσείοντα το αίσθημα αδικίας και άνισης μεταχείρισης.
Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί επιλεκτικής δικαιοσύνης, άνισης μεταχείρισης και παραβίασης της αρχής της ισότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος προσδίδει έρεισμα στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και ιδιαίτερα καθεστώτος ισονομίας σε όλους τους πολίτες της χώρας, ενώ δεν απαγορεύονται διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση διαφορετικών περιπτώσεων οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον. Ούτε, κατά το Δικαστήριο, μπορούσε να θεμελιωθεί εισήγηση για ύπαρξη άνισης μεταχείρισης στην αναφορά του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις επιβλήθηκαν λιγότερο αυστηρές ποινές, εφόσον κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα και περιστατικά. Σημείωσε, τέλος, και την πάγια θέση της νομολογίας ότι το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής, απορρίπτοντας στη συνέχεια την προσφυγή.
Η τελευταία πιο πάνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου από τέσσερις λόγους έφεσης που διατυπώνονται με την έφεση που άσκησε ο εφεσείων εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, αμφισβητώντας την ορθότητα της. Κατά τον εφεσείοντα εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή του από το Δικαστήριο, στη βάση ότι δεν εξετάζει την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής, παραγνωρίζοντας ότι η προσφυγή στρεφόταν κατά της νομιμότητας της ποινής και όχι απλώς κατά της αυστηρότητας της. Προβάλλει, επίσης, ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία από το Δικαστήριο στη νομολογία που τέθηκε υπόψη του για το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης και ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε γενικά πως σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις με εκείνη του εφεσείοντα τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Παραπονείται, τέλος, ο εφεσείων και για παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει νομικό λόγο ακυρότητας, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο αιτιολόγησε λανθασμένα την απόφαση του για την ποινή, διακρίνοντας την περίπτωση του εφεσείοντα από άλλη υπόθεση, στη βάση ότι ο διωκόμενος σε εκείνη είχε υποβάλει παραίτηση.
Στο επίκεντρο των θέσεων του εφεσείοντα, όπως αναπτύσσονται στο περίγραμμα του συνηγόρου του, βρίσκεται η εισήγηση ότι η ποινή που του επιβλήθηκε από το Συμβούλιο αντίκειται στην απαγόρευση επιλεκτικής δικαιοσύνης. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, η αρχή αυτή υπαγορεύει ότι όταν δεν διώκεται ένα πρόσωπο το οποίο διέπραξε το ίδιο αδίκημα με το διωκόμενο, ο διωκόμενος δικαιούται όπως τούτο ληφθεί υπόψη προς όφελος του κατά την επιμέτρηση της ποινής και όπως η ποινή μειωθεί ανάλογα. Αυτό, όμως, δεν έγινε στην περίπτωση του εφεσείοντα.
Οι εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπό αναφορά προσφυγή ως μη έχουσα οποιοδήποτε έρεισμα μετά από εξέταση όλων των εγειρόμενων από τον εφεσείοντα ισχυρισμών και κατόπιν ορθής εφαρμογής των σχετικών νομολογιακών αρχών.
Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και επιχειρημάτων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών. Καταλήξαμε ότι δεν μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Το Δικαστήριο εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, τους οποίους και παραθέτει στην απόφαση του, εξηγώντας με σαφήνεια γιατί, κατά την άποψη του, δεν ευσταθούσαν. Η αναφορά του δε ότι «αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής», στην οποία αναφέρεται ο πρώτος λόγος έφεσης, βρίσκει έρεισμα στη νομολογία μας. Λέχθηκε στην υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, 221:
«... failing any legislative provisions entitling this Court, in the exercise of its competence under Article 146, to decide on the substance of certain aspects of disciplinary matters (and it would be in the interests of justice if such provisions came to be enacted here, as in Greece) the severity, as such, of a disciplinary sanction cannot be tested, and decided upon, by means of a recourse Under Article 146 (see Kyriacopoulos on Greek Administrative Law, 4th ed., Vol. Ill, p. 305, p.308).»
Σε μετάφραση:
«... στην απουσία νομοθετικών προνοιών που να δίδουν την εξουσία σε αυτό το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του με βάση το Άρθρο 146, να αποφασίζει επί της ουσίας ορισμένων πτυχών πειθαρχικών θεμάτων (και θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης εάν ενομοθετούντο τέτοιες πρόνοιες, όπως στην Ελλάδα) η αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής δεν μπορεί να ελεγχθεί και να αποφασιστεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146. (Βλ. Κυριακόπουλου Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Τόμος III, σελ. 305, σελ, 308)»
(Βλ. επίσης Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508).
Ούτε μπορεί το Δικαστήριο να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία προβαίνει καθηκόντως το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο (βλ. Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409) ή στην επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα, η οποία βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του εν λόγω οργάνου (βλ. Solomon v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533). Εξετάζει μόνο αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, δεδομένης, βέβαια, και της αρχής της αναλογικότητας (βλ. Θεοτή v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144 και Μουρτζή v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 622).
Εν προκειμένω, η υπό εξέταση αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε αφού αυτό εξέτασε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης στη βάση των ισχυρισμών του εφεσείοντα περί «επιλεκτικής δικαιοσύνης», «άνισης μεταχείρισης» και «παραβίασης της αρχής της ισότητας» και τους απέρριψε, παραθέτοντας το σκεπτικό του. Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις που προβάλλει ο εφεσείων στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πως η προσφυγή στρεφόταν αποκλειστικά κατά της νομιμότητας της ποινής και όχι απλώς κατά της αυστηρότητας της, κρίνονται αβάσιμες.
Ορθή και απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία και τις πιο πάνω αρχές είναι και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις υποθέσεις που τέθηκαν υπόψη του από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα προς θεμελίωση της εισήγησης για άνιση μεταχείριση, ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της γεγονότων και περιστατικών. Με την παράλληλη σημαντική επισήμανση, ότι οι υποθέσεις αυτές αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου το οποίο τις διαφοροποίησε από την περίπτωση του εφεσείοντα. Στις υποθέσεις που τέθηκαν υπόψη του Συμβουλίου συγκαταλεγόταν και η πειθαρχική υπόθεση Αγαπίου, που επικαλέστηκε ο εφεσείων, η οποία αφορούσε παρόμοια με την περίπτωση του αδικήματα, για την οποία το Συμβούλιο επισήμανε ότι η ποινή φυλάκισης του εκεί διωκόμενου αναστάληκε ενόψει της δεδηλωμένης πρόθεσης του να παραιτηθεί, γεγονός που θα καθιστούσε οποιαδήποτε πειθαρχική καταδίκη ή ποινή άνευ αντικειμένου. Καταρρίπτεται, λοιπόν, η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει λόγο ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο αιτιολόγησε «νομικά λανθασμένα» την απόφαση του διαφοροποιώντας την περίπτωση του εφεσείοντα από την Αγαπίου στη βάση ότι ο τελευταίος υπέβαλε παραίτηση.
Ανάλογη είναι η τύχη και της θέσης του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην ειδική νομολογία που τέθηκε υπόψη του για το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης, σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι με την γραπτή αγόρευση του πρωτοδίκως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα περιορίστηκε στην υιοθέτηση των νομικών σημείων και γεγονότων που διατυπώνονταν στην Αίτηση και στην παραπομπή σε κάποιο σύγγραμμα και αποφάσεις, σχετικές με το θέμα της επιλεκτικής δικαιοσύνης, εισηγούμενος ότι «με βάση τα πιο πάνω αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής υπήρξε θύμα επιλεκτικής Δικαιοσύνης.» Δεν προέβη, δηλαδή, σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπόδειξη με αναφορά στην ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα νομολογία, ώστε να παρέχεται έρεισμα για συζήτηση ότι η σημασία που δόθηκε στη νομολογία αυτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν η δέουσα.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.