ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2017:C95

(2017) 3 ΑΑΔ 257

22 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Eφεσείουσα,

 

v.

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2011)

 

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Οι ισχύουσες νομολογιακές αρχές και το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/1999 ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε παράνομη η σύνθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην εξετασθείσα υπόθεση.

 

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή της ημερ. 10.1.2007, με την οποία κρίθηκε ως ένοχη η εφεσίβλητη για παράβαση των προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(Ι)/1998 (ο Νόμος), όπως τροποποιήθηκε και των σχετικών Κανονισμών των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, ΚΔΠ 10/2000.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Κατ' έφεση, προσβάλλεται με ένα και μοναδικό λόγο, το εσφαλμένο της κατάληξης του Δικαστηρίου, περί παράνομης σύνθεσης λόγω μη συμμετοχής του μέλους, Άλεξ Ευθυβούλου κατά τη συνεδρία ημερ. 18.1.2006, «καθότι ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως και για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης, λόγω του ότι οι αποφάσεις για προώθηση υποθέσεων υλοποιούνται το ταχύτερο δυνατό και στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση είχε ήδη προωθηθεί» κατά την επίδικη ημερομηνία. Θεωρεί η εφεσείουσα, ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οποτεδήποτε απουσιάζει μέλος από τη συνεδρία, τότε όλη η διαδικασία θα πρέπει να επαναρχίζει «επί παντός κόστους για όλες τις αποφάσεις», θα βραχυκύκλωνε την Αρχή και την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της. Με δεδομένο δε ότι τα θέματα που συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν κατά την πρώτη συνεδρία, ήσαν ουσιαστικά, δεν ήταν δυνατή η έγκυρη και πλήρης ενημέρωση του μέλους για τα όσα είχαν προηγηθεί.

 

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου οφείλουν να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν όπως κωδικοποιείται στο Άρθρο 22, ανωτέρω. Υποχρέωση που εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης ιδιότητας του οργάνου. Η απουσία μέλους, από δεόντως συγκληθείσα συνεδρία, επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Η εξέταση θέματος από συλλογικό όργανο προϋποθέτει νόμιμη συγκρότηση. Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση. Το αυτό και η καταχρηστική συμμετοχή, προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού.

 

Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος, από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η αναφορά «από την αρχή μέχρι το τέλος» ερμηνεύεται ότι αφορά στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος της εκάστοτε συνεδρίας του οργάνου και όχι από την έναρξη μέχρι την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας και επεξεργασίας του υπό εξέταση θέματος μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι δυνατή η λήψη έγκυρης απόφασης, εκτός αν επαναληφθεί εξ υπαρχής η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε, οπότε, σε τέτοια περίπτωση, θεωρείται ότι η συζήτηση της υπόθεσης ξεκίνησε και περατώθηκε έγκυρα κατά την τελευταία συνεδρία. Ρύθμιση που συνάδει με τη γενική αρχή ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου πρέπει να έχουν, το καθένα ξεχωριστά, γνώση για τα επιμέρους στοιχεία και γεγονότα που αφορούν το υπό συζήτηση θέμα, ώστε να μπορούν να τα σταθμίσουν προκειμένου να καταλήξουν σε έγκυρη απόφαση.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση είναι εμφανές, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, πως δεν έτυχε εφαρμογής καμιά από τις προβλεπόμενες από το Νόμο 158(Ι)/1999 ρυθμίσεις. Η απουσία του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία ημερ. 12.1.2005 δεν αποτελούσε κώλυμα για τη συμμετοχή του στη συνεδρία της 18.1.2006, νοουμένου ότι το θέμα της συμμετοχής του θα ρυθμιζόταν με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 22 του Ν. 158 (Ι)/1999 και τις ισχύουσες νομολογιακές αρχές όπως ορίστηκαν στην Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 437/2008, 4.10.2010, τα γεγονότα της οποίας ταυτίζονται με τα της υπό κρίση.

 

Με δεδομένο ότι κατά τη συνεδρία που προηγήθηκε, 12.1.2005, τα ζητήματα που εξετάστηκαν ήσαν προκαταρκτικά, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, και όχι ουσιαστικά, όπως προωθεί η εφεσείουσα, και ότι η δεύτερη συνεδρία, 18.1.2006, όπου εξετάστηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις που τέθηκαν ενώπιον της Αρχής από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, απείχαν χρονικά ένα ολόκληρο χρόνο, επικυρώνουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ήταν λογικά δυνατή η ενημέρωση του μέλους για τα όσα είχαν ήδη αποφασιστεί και ήταν ενδεχομένως απαραίτητα για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εκ του Νόμου επιβάλλεται. Εν όψει τούτου η σύνθεση της Αρχής κατέστη παράνομη. Κρίθηκε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αποχώρηση του μέλους έγινε κατά πλάνη ως προς την ύπαρξη αντικειμενικού κωλύματος συμμετοχής.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κόρτας κ.ά. v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 67,

 

Καρακόκκινος κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4(B) A.A.Δ. 956,

 

Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242,

 

Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210,

 

Mitides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737,

 

Paschalis v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 1897,

 

Δημητρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74,

 

Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 437/2008, ημερ. 4.10.2010,

 

Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C245A.A. 111,

 

Στυλιανού κ.ά v. ΡΙΚ κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308,

 

Aντέννα Λίμιτεδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 649/2007, 14.7.2009,

Aντέννα Λίμιτεδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1451/2008, ημερ. 30.9.2011,

 

Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1647/2007), ημερ. 28/2/2011.

 

Ασπ. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ..

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη προώθησε και πέτυχε εναντίον της εφεσείουσας, Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ακύρωση της απόφασης της ημερ. 10.1.2007, με την οποία κρίθηκε ως ένοχη για παράβαση των προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(Ι)/1998 (ο Νόμος), όπως τροποποιήθηκε και των σχετικών Κανονισμών των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, ΚΔΠ 10/2000.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τη νομιμότητα της σύνθεσης της εφεσείουσας, που αφορούσε στην αποχώρηση του μέλους Άλεξ Ευθυβούλου κατά τη συνεδρία ημερ. 18.1.2006, «καθότι ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως και για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης, λόγω του ότι οι αποφάσεις για προώθηση υποθέσεων υλοποιούνται το ταχύτερο δυνατό και στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση είχε ήδη προωθηθεί» έκρινε τη σύνθεση παράνομη και κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, παραπέμποντας στις Κόρτας κ.ά. v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Καρακόκκινος κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4(B) A.A.Δ.956.

 

Τα ενώπιον του γεγονότα ανέδειξαν, έκρινε το Δικαστήριο, ότι παρεισέφρησε πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του εν λόγω μέλους, εφόσον η συμμετοχή του δεν αποκλειόταν εκ των πραγμάτων: Ο προβαλλόμενος λόγος αδυναμίας ενημέρωσης του εν λόγω μέλους, δεν συναρτήθηκε με το ενδεχόμενο επανάληψης της διαδικασίας, οι δε αιτιάσεις της εφεσείουσας για την αναγκαιότητα προώθησης και υλοποίησης των υποθέσεων το ταχύτερο δυνατό δεν έγιναν δεκτές από το Δικαστήριο:

 

«Όμως, από τις 18.1.2006 μέχρι τις 10.1.2007, ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, παρήλθε ένας ολόκληρος χρόνος, ενώ ένας άλλος χρόνος χώριζε την 12.1.2005, ημερομηνία της πρώτης συνεδρίας, από την 18.1.2006, ημερομηνία της επόμενης συνεδρίας.

 

Εν όψει των πιο πάνω, δηλαδή την ενασχόληση της Αρχής με την παρούσα υπόθεση μία φορά το χρόνο δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ταχύτητα η οποία δεν άφηνε περιθώρια για ενημέρωση του κ. Ευθυβούλου.

 

Άξιο σημείωσης είναι και το γεγονός ότι οι αιτητές υπέβαλαν τις πρώτες παραστάσεις τους στις 16.3.2005 και τις τελικές σχετικά με την επιβολή κυρώσεων στις 2.11.2006.»

 

Κατ' έφεση, προσβάλλεται με ένα και μοναδικό λόγο, το εσφαλμένο της κατάληξης του Δικαστηρίου, περί παράνομης σύνθεσης λόγω μη συμμετοχής του εν λόγω μέλους, κατά την επίδικη ημερομηνία. Θεωρεί η εφεσείουσα, ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οποτεδήποτε απουσιάζει μέλος από τη συνεδρία, τότε όλη η διαδικασία θα πρέπει να επαναρχίζει «επί παντός κόστους για όλες τις αποφάσεις», θα βραχυκύκλωνε την Αρχή και την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της. Με δεδομένο δε ότι τα θέματα που συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν κατά την πρώτη συνεδρία, ήσαν ουσιαστικά, δεν ήταν δυνατή η έγκυρη και πλήρης ενημέρωση του μέλους για τα όσα είχαν προηγηθεί. 

 

Είναι προφανές ότι το Άρθρο 22 του Νόμου (ανωτέρω) και η δεσμευτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, η οποία σημειώνουμε είναι μεταγενέστερη της υπό κρίση απόφασης, ορίζουν το πεδίο εξέτασης των όσων προωθεί η εφεσείουσα:

 

«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

 

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου οφείλουν να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν (Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι. Τάχος, 4η έκδ., σελ. 284) όπως κωδικοποιείται στο Άρθρο 22, ανωτέρω. Υποχρέωση που εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης ιδιότητας του οργάνου. Η απουσία μέλους, από δεόντως συγκληθείσα συνεδρία, επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Η εξέταση θέματος από συλλογικό όργανο προϋποθέτει νόμιμη συγκρότηση.  Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση. Το αυτό και η καταχρηστική συμμετοχή, προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού (Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, Mitides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737, Paschalis v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 1897, Καρακόκκινος κ.ά. v. Αρχής Λιμένων (ανωτέρω), Κόρτας κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (ανωτέρω), Δημητρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74, όπως υιοθετούνται στην Αντέννα Λτδ (ανωτέρω)). 

 

Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος, από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η αναφορά «από την αρχή μέχρι το τέλος» ερμηνεύεται ότι αφορά στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος της εκάστοτε συνεδρίας του οργάνου και όχι από την έναρξη μέχρι την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας και επεξεργασίας του υπό εξέταση θέματος μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι δυνατή η λήψη έγκυρης απόφασης, εκτός αν επαναληφθεί εξ υπαρχής η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε, οπότε, σε τέτοια περίπτωση, θεωρείται ότι η συζήτηση της υπόθεσης ξεκίνησε και περατώθηκε έγκυρα κατά την τελευταία συνεδρία. Ρύθμιση που συνάδει με τη γενική αρχή ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου πρέπει να έχουν, το καθένα ξεχωριστά, γνώση για τα επιμέρους στοιχεία και γεγονότα που αφορούν το υπό συζήτηση θέμα, ώστε να μπορούν να τα σταθμίσουν προκειμένου να καταλήξουν σε έγκυρη απόφαση.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση είναι εμφανές, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, πως δεν έτυχε εφαρμογής καμιά από τις προβλεπόμενες από το Νόμο 158(Ι)/1999 ρυθμίσεις.  Η απουσία του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία ημερ. 12.1.2005 δεν αποτελούσε κώλυμα για τη συμμετοχή του στη συνεδρία της 18.1.2006, νοουμένου ότι το θέμα της συμμετοχής του θα ρυθμιζόταν με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 22 ανωτέρω και τις ισχύουσες νομολογιακές αρχές όπως ορίστηκαν στην Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 437/2008, 4.10.2010, τα γεγονότα της οποίας ταυτίζονται με τα της υπό κρίση, και στην οποία παραπέμπει τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και η Πλήρης Ολομέλεια στην Αντέννα Λτδ (ανωτέρω) η οποία αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο (Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C245A.A.Δ. 111).

 

Με δεδομένο ότι κατά τη συνεδρία που προηγήθηκε, 12.1.2005, τα ζητήματα που εξετάστηκαν ήσαν προκαταρκτικά, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, και όχι ουσιαστικά, όπως προωθεί η εφεσείουσα, και ότι η δεύτερη συνεδρία, 18.1.2006, όπου εξετάστηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις που τέθηκαν ενώπιον της Αρχής από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, απείχαν χρονικά ένα ολόκληρο χρόνο, επικυρώνουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ήταν λογικά δυνατή η ενημέρωση του μέλους για τα όσα είχαν ήδη αποφασιστεί και ήταν ενδεχομένως απαραίτητα για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εκ του Νόμου επιβάλλεται. Εν όψει τούτου η σύνθεση της Αρχής κατέστη παράνομη. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αποχώρηση του μέλους έγινε κατά πλάνη ως προς την ύπαρξη αντικειμενικού κωλύματος συμμετοχής.

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για δεκάδες χρόνια τώρα, αρχής γενομένης από την Kyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210, 213, αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την εγκυρότητα αποφάσεων που λαμβάνονται από συλλογικά όργανα με κακή σύνθεση. Έκτοτε ακολούθησε σωρεία αποφάσεων οι οποίες υιοθέτησαν την Kyprianou (ανωτέρω) τις οποίες παραθέτουμε ενδεικτικά: Mitides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737, Στυλιανού κ.ά. v. ΡΙΚ κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308, Aντέννα Λίμιτεδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. Αρ. 649/2007, 14.7.2009 και Aντέννα Λίμιτεδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1451/2008, 30.9.2011, ανάμεσα στις οποίες και όσες υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με πλέον πρόσφατη την Αντέννα Λτδ (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, ανωτέρω). Η νομολογία έχει πλέον παγιώσει τις εφαρμοστέες νομικές αρχές και έχει εκφράσει κατευθυντήριες σκέψεις, επιλύοντας, θεωρούμε, δεσμευτικά ζητήματα σύνθεσης του διοικητικού οργάνου.

 

Με έκπληξη λοιπόν ακούσαμε τη δικηγόρο της εφεσείουσας, παρά τον χρόνο που ζητήθηκε και παραχωρήθηκε από το Εφετείο για να γίνουν προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης της υπόθεσης, να προωθεί μέχρι τέλους την έφεση εισηγούμενη ότι τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από την Αντέννα Λτδ (απόφαση Ολομέλειας ανωτέρω), ενώ όπως παρατηρήσαμε είναι πανομοιότυπα με την υπό κρίση.

 

Παρά ταύτα συνεχίζει η τακτική να προωθούνται υποθέσεις σε ακρόαση και στη συνέχεια σε έφεση, ενώ όπως γίνεται αντιληπτό η έκβαση της υπόθεσης, όπως και η υπό κρίση, θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων λογικά αναμενόμενη, τόσο από τους διαδίκους, όσο και από τους δικηγόρους τους.

 

Αποδοκιμάζουμε μια τέτοια τακτική και υιοθετώντας το λόγο της Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739, σ.742, επαναφέρουμε στην επιφάνεια απόσπασμα από την έκθεση που κατέθεσε ο Λόρδος Donaldson, Master of the Rolls, για το δικαστικό έτος 1990-1991, του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου της Αγγλίας, όπως υιοθετήθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., στην ανωτέρω απόφαση ευελπιστώντας ότι τέτοια φαινόμενα θα εκλείψουν:

 

«Το Εφετείο υφίσταται αποκλειστικά για να διορθώνει έκδηλα λάθη και να αναπτύσσει και αποσαφηνίζει το δίκαιο. Δεν υφίσταται για να δίδει σε απογοητευμένους διάδικους μια δεύτερη ευκαιρία». 

 

Χειρισμός υποθέσεων, όπως έτυχε η υπό κρίση, δεν συμβάλλουν στο πρωταρχικό σκοπό του Εφετείου «να διατηρεί τα υψηλότερα κατά το δυνατό επίπεδα στην εργασία του ως προς την επαγγελματική ικανότητα» (Halil (ανωτέρω)).

 

Η έφεση απορρίπτεται, με 2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο