ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C44
(2017) 3 ΑΑΔ 112
15 Φεβρουαρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ,
Eφεσείοντες - Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 14/2011)
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος (Ν.7(Ι)/1998) ― Κανονισμός Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (ΚΔΠ 10/2000) ― Κατά πόσο ο επίμαχος Κανονισμός, που καθορίζει πως η διάρκεια των αναγγελιών για προσεχή τηλεοπτικά προγράμματα (trailers) πρέπει να μην υπερβαίνει τα 3½ λεπτά, είναι ultra vires του Νόμου και αντίκειται στην Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ ― Οι αναγγελίες τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν αποτελούν «διαφήμιση» ― Θετική κατάληξη της Ολομέλειας ― Ακολουθήθηκε το αποτέλεσμα της απόφασης στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 Α.Α.Δ. 111, ECLI:CY:AD:2015:C245.
Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της την ανατροπή της πρωτόδικης εκκαλούμενης απορριπτικής απόφασης ως εσφαλμένης και την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης να της επιβάλει διοικητικό πρόστιμο εκ €11.000, για παραβάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου Ν.7(Ι)/1998 και του Κανονισμού Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (ΚΔΠ 10/2000).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά ότι η εφεσίβλητη Αρχή κατά την εξέταση της επίδικης υπόθεσης δεν προέβη σε καμία απολύτως καταμέτρηση του χρόνου μετάδοσης από τους εφεσείοντες των ανακοινώσεων αναφορικά με τα δικά τους προγράμματα και ότι λανθασμένα είχε συνυπολογίσει στο χρόνο μετάδοσης διαφημίσεων το χρόνο που είχαν χρησιμοποιήσει οι εφεσείοντες για σκοπούς αυτοπροβολής τους. Δεν έλαβε ομοίως υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Άρθρο 34(3) του Νόμου (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) είχε τροποποιηθεί μετά από τη θέσπιση της παρ.ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της ΚΔΠ10/2000 και επομένως η πρόνοια της εν λόγω παραγράφου μπορούσε να ερμηνευθεί μόνο υπό το φως της τροποποιημένης νομοθετικής διάταξης.
Σε σχέση με την ισχύ, ερμηνεία και εμβέλεια του Άρθρου 33(2)(η) του Νόμου, σχετική ήταν - και οι εφεσείοντες την επικαλέστηκαν - η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ/και ειδικά οι παράγραφοι 11(1) και (3).
Στη βάση αυτή της ερμηνείας και εφαρμογής της πρόνοιας αυτής (και της Οδηγίας) διατυπώθηκε η θέση ότι ισχύει η αρχή του μικτού χρόνου, όπως αυτή εξηγήθηκε στην απόφαση του ΔΕΚ C-6/98, 28.10.1999. Συνεπώς η παρ.ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires του Νόμου και συγκεκριμένα του εξουσιοδοτικού Άρθρου 51(1) και (2), διότι συγκρούεται με τα Άρθρα 33(2)(ε) και 34(2) του Νόμου. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμη ότι κακώς η εφεσίβλητη Αρχή συνυπολόγισε στο χρόνο διαφημίσεων και το χρόνο των trailers.
Να σημειωθεί ότι το Άρθρο 34(2) θέτει ποσοτικούς περιορισμούς στις διαφημίσεις κατά ώρα και το Άρθρο 33(2) ορίζει ότι όταν προβάλλονται διαφημίσεις θα πρέπει να παρέχεται διάστημα 20 λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών.
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ 3.10.1989, όπως τροποποιήθηκε, κανένα περιορισμό δεν θέτει για τη διάρκεια των διακοπών και η παραγρ.ΣΤ ανωτέρω βρίσκεται σε άμεση σύγκρουση με την Οδηγία. Σε συνάρτηση δε με τον λόγο έφεσης που αφορά το εύρημα για δέουσα έρευνα, οι εφεσείοντες τονίζουν ότι δεν είχε ερευνηθεί ο ισχυρισμός τους ότι η εφεσίβλητη λανθασμένα είχε συνυπολογίσει και το χρόνο τον οποίο ο Σταθμός είχε χρησιμοποιήσει για σκοπούς αυτοπροβολής.
Απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης αλλά και μετά την καταχώρηση των περιγραμμάτων στην έφεση, ασχολήθηκε εκτεταμένως και συγκεκριμένα, για τα πιο πάνω τεθέντα θέματα.
Πρόκειται για την απόφαση στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C245A.A.Δ. 111, της οποίας η Ολομέλεια ακολούθησε το αποτέλεσμα. Η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας είναι δεσμευτική και θέτει εκ ποδών την αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση, αφού τα εγερθέντα θέματα ήταν ταυτόσημα. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Καν.ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου - στον οποίο βασίστηκε η πράξη και η κύρωση της Αρχής - δεν μπορεί παρά καταλυτικά να σηματοδοτήσει την επιτυχία των λόγων έφεσης 2 και 3 αφού η ακυρότητα της πράξης της Αρχής είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα εφόσον στηρίζει την αιτιολογία της επί του Κανονισμού που εκρίθη ultra vires. Επιπλέον κρίθηκε πως η όλη έρευνα συντελέστηκε στη βάση παρανόησης της νομικής βάσης.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
ΔΕΚ C-6/98, 28.10.1999,
Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C245A.A.Δ. 111,
D.de Ciaves v. Agrotis 19 C.L.R. 67,
Republic v. Georgiades (1972) 3 C.L.R. 594,
Δημοκρατία v. Αντωνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 326.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1915/2008), ημερ. 31/1/2011.
Γ. Βαλιαντής, για τους Εφεσείοντες - Αιτητές.
Ασπ. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-αιτητές προσέφυγαν στο Δικαστήριο με αίτημα ακύρωσης της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (εφεσίβλητης-καθ' ης η αίτηση) ημερ. 20.10.2008 η οποία κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με επιστολή 10.12.2008. Διά της πράξης αυτής οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι από την εφεσίβλητη για παραβάσεις του Άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/1998 και ΚΔΠ10/2000 και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της ΚΔΠ 10/2000. Τους επιβλήθηκε δε διοικητικό πρόστιμο €11,000. Οι παραβάσεις αυτές αφορούσαν υπερβάσεις του επιτρεπόμενου χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων.
Είχαν προβληθεί διάφοροι λόγοι ακυρότητας οι οποίοι και εξεταζόμενοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκαν ότι δεν ευσταθούσαν, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τους εξής λόγους έφεσης:
1ος λόγος: Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι η σύνθεση και λειτουργία της εφεσίβλητης ήταν νόμιμη.
2ος λόγος: Εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση της Αρχής για παράβαση των επιδίκων νομοθετικών διατάξεων δεν ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και ότι ήταν πλήρως αιτιολογημένη με ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας αυτής.
3ος λόγος: Εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι η έρευνα ήταν δέουσα.
4ος λόγος: Παρέλειψε να ασχοληθεί και να αποφασίσει το λόγο ακύρωσης για παράβαση της θεμελιώδους αρχής για διεκπεραίωση της δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
(Ο 5ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε).
Έχοντας κατά νου τη δομή των περιγραμμάτων των διαδίκων, θεωρούμε ορθό να ξεκινήσουμε με τους λόγους έφεσης 2 και 3, οι οποίοι μπορούν να εξεταστούν στο ίδιο πλαίσιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συνάρτηση με αυτή την πτυχή του λόγου ακυρώσεως, δηλαδή την πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, ανέφερε τα εξής:
«Σύμφωνα με την αιτήτρια, το Άρθρο 33(2)(ζ) του Νόμου αρ. 7(Ι)/1998 αποτελεί πιστή αντιγραφή του Άρθρου 11 παρα. 3 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ και αυτό σημαίνει ότι αυτόματα η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, καθώς και τα Κυπριακά Δικαστήρια, οφείλουν να προσδώσουν στο Άρθρο 33(ζ) του Νόμου την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-6/98 και να υιοθετήσουν την αρχή του μικτού χρόνου, όπως αυτή είχε εκεί επεξηγηθεί.
Από την άλλη, η πλευρά της καθ' ης η αίτηση υποβάλλει ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν εφαρμόζεται στην υπό εκδίκαση υπόθεση. Κυρίως επειδή το Άρθρο 11 παρα. 3 της προαναφερθείσας Οδηγίας, το οποίο απασχόλησε το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντιστοιχεί προς το Άρθρο 33(2)(ζ) του Κυπριακού Νόμου αρ. 7(Ι)/1998, το οποίο πραγματεύεται τη μετάδοση κινηματογραφικών έργων μακράς διάρκειας και έργων που είχαν παραχθεί για την τηλεόραση. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, η καθ' ης η αίτηση εξέταζε παραβάσεις του Άρθρου 33(2)(η) του Νόμου 7(Ι)/1998, οι οποίες είχαν εντοπισθεί κατά τη διάρκεια της εκπομπής Fame Story in Concert και όχι παράβαση του Άρθρου 33(2)(ζ).
Αυτή η θέση της καθ' ης η αίτηση είναι ορθή και έτυχε και επιβεβαίωσης πολύ πρόσφατα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 21/2008, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ημερομηνίας 22.12.2010, υιοθετώντας προηγηθείσα απόφαση στην υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558.
Συνακόλουθα, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει».
Επίσης σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιτιολόγητου της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη περιείχε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία αιτιολογικά, συστατικά των παραβάσεων, λεπτομέρειες για την κατάληξη της και δίδεται επαρκής αιτιολογία στην απόληξη της για στοιχειοθέτηση των διερευνηθεισών παραβάσεων. Αναφορικά δε με το λόγο ακύρωσης που αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απέρριψε θεωρώντας ότι κάθε τι το σχετικό λήφθηκε υπόψη από το Λειτουργό δικαιολογώντας επίσης ότι δεν υπήρξε ανάγκη Λειτουργός να λάβει καταθέσεις ή να ακούσει μάρτυρες εφόσον τα περιστατικά της υπόθεσης και τα στοιχεία τα οποία συνέλεξε ήσαν επαρκή.
Το Άρθρο 33(2)(η) του Νόμου στο βαθμό που ενδιαφέρει έχει ως εξής:
«(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»
Και η παρ.ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων έχει ως εξής:
«ΣΤ. ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ
................................
3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.»
Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά ότι η εφεσίβλητη Αρχή κατά την εξέταση της επίδικης υπόθεσης δεν προέβη σε καμία απολύτως καταμέτρηση του χρόνου μετάδοσης από τους εφεσείοντες των ανακοινώσεων αναφορικά με τα δικά τους προγράμματα και ότι λανθασμένα είχε συνυπολογίσει στο χρόνο μετάδοσης διαφημίσεων το χρόνο που είχαν χρησιμοποιήσει οι εφεσείοντες για σκοπούς αυτοπροβολής τους. Δεν έλαβε ομοίως υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Άρθρο 34(3) του Νόμου (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) είχε τροποποιηθεί μετά από τη θέσπιση της παρ.ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της ΚΔΠ10/2000 και επομένως η πρόνοια της εν λόγω παραγράφου μπορούσε να ερμηνευθεί μόνο υπό το φως της τροποποιημένης νομοθετικής διάταξης.
Σε σχέση με την ισχύ, ερμηνεία και εμβέλεια του Άρθρου 33(2)(η) του Νόμου, σχετική ήταν - και οι εφεσείοντες την επικαλέστηκαν - η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ/και ειδικά οι παράγραφοι 11(1) και (3).
Στη βάση αυτή της ερμηνείας και εφαρμογής της πρόνοιας αυτής (και της Οδηγίας) διατυπώθηκε η θέση ότι ισχύει η αρχή του μικτού χρόνου, όπως αυτή εξηγήθηκε στην απόφαση του ΔΕΚ C-6/98, 28.10.1999*. Συνεπώς η παρ.ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires του Νόμου και συγκεκριμένα του εξουσιοδοτικού Άρθρου 51(1) και (2), διότι συγκρούεται με τα Άρθρα 33(2)(ε) και 34(2) του Νόμου. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμη ότι κακώς η εφεσίβλητη Αρχή συνυπολόγισε στο χρόνο διαφημίσεων και το χρόνο των trailers.
Να σημειωθεί ότι το Άρθρο 34(2) θέτει ποσοτικούς περιορισμούς στις διαφημίσεις κατά ώρα και το Άρθρο 33(2) ορίζει ότι όταν προβάλλονται διαφημίσεις θα πρέπει να παρέχεται διάστημα 20 λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών.
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ 3.10.1989, όπως τροποποιήθηκε, κανένα περιορισμό δεν θέτει για τη διάρκεια των διακοπών και η παραγρ.ΣΤ ανωτέρω βρίσκεται σε άμεση σύγκρουση με την Οδηγία. Σε συνάρτηση δε με τον 3ο λόγο έφεσης που αφορά το εύρημα για δέουσα έρευνα, οι εφεσείοντες τονίζουν ότι δεν είχε ερευνηθεί ο ισχυρισμός τους ότι η εφεσίβλητη λανθασμένα είχε συνυπολογίσει και το χρόνο τον οποίο ο Σταθμός είχε χρησιμοποιήσει για σκοπούς αυτοπροβολής. (δηλ. και τα trailers).
Απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης αλλά και μετά την καταχώρηση των περιγραμμάτων στην έφεση, ασχολήθηκε εκτεταμένως και συγκεκριμένα, για τα πιο πάνω τεθέντα θέματα.
Πρόκειται για την υπόθεση Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 Α.Α.Δ. 111, ECLI:CY:AD:2015:C245. Ο Οικονόμου, Δ., δίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας, αφού ανέφερε ακριβώς ότι τα επίμαχα άρθρα ήταν κυρίως τα ως άνω Άρθρα 34(2) και 33(2)(η), η παράγραφος ΣΤ.3 του ως άνω Κανονισμού και η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ και αφού ασχολήθηκε με τον όρο "trailers" ως προσδιορίζεται και στην προηγούμενη νομολογία* (την οποία προέβαλε και το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει τις θέσεις των εφεσειόντων που ήταν οι ίδιες, ως εν προκειμένω), κατέληξε στα εξής:
«Συνεπώς, το ζήτημα του Καν. ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Οδηγίας και να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή.
Ο Νόμος εξουσιοδότησε την αρμόδια αρχή να εκδώσει Κώδικα «που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων». Η εξουσιοδότηση, συνεπώς, καλύπτει μόνο τη ρύθμιση εκπομπών που έχουν την έννοια της «διαφήμισης». Το ερώτημα είναι κατά πόσον η αναφορά σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers)» στον Καν. ΣΤ.3 αφορά «διαφημίσεις».
Το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στον ορισμό της «διαφήμισης», στην Οδηγία και στο Νόμο, η έννοια της αυτοπροβολής, είναι ένας μόνο από τους σχετικούς παράγοντες.
Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψιν ότι στην αιτιολογική έκθεση (39) διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
«. είναι ανάγκη να διευκρινιστεί ότι οι δραστηριότητες αυτοπροβολής αποτελούν συγκεκριμένη μορφή διαφήμισης κατά την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός προβάλλει τα δικά του προϊόντα, υπηρεσίες, προγράμματα ή σταθμούς. ότι, ιδίως, αναγγελίες αποτελούμενες από παράθεση σκηνών προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα. ότι η αυτοπροβολή αποτελεί νέο και σχετικά άγνωστο φαινόμενο και, συνεπώς, οι σχετικές διατάξεις ενδέχεται να προσφέρονται ιδιαίτερα για αναθεώρηση κατά τις μελλοντικές εξετάσεις της παρούσας οδηγίας.»
Στο αγγλικό δε κείμενο, είναι χαρακτηριστική η χρήση του όρου «trailers», όρο στον οποίο ρητά αναφέρεται ο Καν. ΣΤ.3.
Θα πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψιν ότι το Άρθρο 18 της Οδηγίας (βλ. Άρθρο 34(3)(i) του Νόμου), θέτοντας ποσοτικούς περιορισμούς ανά ημέρα και ώρα, εξαιρεί για τους σκοπούς των περιορισμών αυτών, τις ανακοινώσεις του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού σχετικά με τα δικά του προγράμματα.
Συνεπώς, η συνολική θεώρηση του Νόμου υπό το φως της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την 97/36/ΕΚ, αποκαλύπτει ότι αναγνωρίζονται διαφορετικές περιπτώσεις αυτοπροβολής:
Άλλες αποτελούν διαφήμιση, σύμφωνα με το γενικό ορισμό της «διαφήμισης».
Άλλες θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαφήμιση, πλην όμως εξαιρούνται από τους περιορισμούς του Άρθρου 34.
Τέλος, είναι η ιδιαίτερη περίπτωση της αιτιολογικής σκέψης (39) όπου οι αναγγελίες/trailers θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα, σε αντιδιαστολή πασιφανώς με τις διαφημίσεις.
Εν προκειμένω, εφόσον η αναφορά στον Καν. ΣΤ.3 σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών» εξηγείται από τον ίδιο τον Κανονισμό ως αναφορά σε «trailers», ο Κανονισμός έχει υπερβεί την εξουσιοδότηση που είχε από το Νόμο να ρυθμίσει «τα των διαφημίσεων» και υπ' αυτή την έννοια είναι ultra vires του Νόμου. Η υπέρβαση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει έρεισμα στο Άρθρο 20 της Οδηγίας, διότι, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, το Άρθρο 20 δεν αφορά την έννοια του όρου «διαφήμιση», αλλά την ευχέρεια για διαφορετική ρύθμιση των ποσοτικών και χρονικών περιορισμών που θέτουν τα Άρθρα 11 και 18, αναφορικά με ό,τι προσδιορίζεται ως «διαφήμιση». Δεν έχει όμως την έννοια το Άρθρο 20 ότι μπορεί το κράτος μέλος, παρά την Οδηγία, να θεωρήσει το trailer ως «διαφήμιση».
Οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και στις οποίες παραπεμφθήκαμε ως αποφάσεις της Ολομέλειας που έκριναν ότι ο Καν. ΣΤ.3 δεν είναι ultra vires του Νόμου, εξέτασαν το ζήτημα υπό άλλη σκοπιά. Πρόκειται για τις προαναφερθείσες υποθέσεις Αντέννα Λτδ v. Α.Ρ.Κ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 558 και Α.Ρ.Κ. v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151, όπου εξετάστηκε ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, ήτοι, το κατά πόσον ο Καν. ΣΤ.3, ως ζήτημα μαθηματικού υπολογισμού, επιτρέπει λιγότερο χρόνο για μετάδοση διαφημίσεων απ' ότι ο προβλεπόμενος από τα Άρθρα 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου, ώστε να είναι ultra vires. Είναι υπό εκείνη την έννοια που κρίθηκε ότι δεν είναι ultra vires. Δεν έγινε καμία απολύτως αναφορά, ούτε εξετάστηκε η οδηγία και η εμβέλεια της».
Είναι σαφές ότι η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας - ούσα δεσμευτική - θέτει εκ ποδών την αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση, αφού τα εγερθέντα θέματα ήταν ταυτόσημα. Ο δε Καν.ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου - στον οποίο βασίστηκε η πράξη και η κύρωση της Αρχής - δεν μπορεί παρά καταλυτικά να σηματοδοτήσει την επιτυχία των λόγων έφεσης 2 και 3 αφού η ακυρότητα της πράξης της Αρχής είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα εφόσον στηρίζει την αιτιολογία της επί του Κανονισμού που εκρίθη ultra vires. Περαιτέρω, συνάγεται ότι και η όλη έρευνα συντελέστηκε στη βάση παρανόησης της νομικής βάσης, όπως εξηγήθηκε.
Το πιο πάνω εισηγήθηκε ο κ. Βαλιαντής επικαλούμενος ακριβώς την εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας.
Ζητήσαμε από την κα. Σοφοκλέους να τοποθετηθεί επί της δυναμικής που επέφερε η απόφαση αυτή, στην υπό κρίση περίπτωση. Περιορίστηκε να μας αναφέρει ότι υπάρχει «διαφορά», την οποία όμως δεν συγκεκριμενοποίησε προσθέτοντας ότι η αξιολόγηση επαφίεται στο Δικαστήριο. Σίγουρα, η τελική κρίση είναι του Δικαστηρίου, όμως είναι μέρος της νομικής μας παράδοσης, οι συνήγοροι να θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου τη σημαίνουσα νομολογία αλλά και να τη σχολιάζουν υπό τη σκοπιά της δικής τους αναφοράς, στο πώς επηρεάζει την κρινόμενη περίπτωση. (βλ. D.de Ciaves v. Agrotis 19 C.L.R.67 και το Σύγγραμμα Τ. Ηλιάδη, Δικηγορική Δεοντολογία, έκδ. 2007, σελ.163 κ.επ.)
Η επιτυχία των λόγων έφεσης 2 και 3 επάγει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της επίδικης διοικητικής πράξης και επιβολής κύρωσης στους εφεσείοντες. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο για εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, έργο το οποίο θα ήταν αλυσιτελές και σίγουρα δεν θα επιχειρηθεί, σύμφωνα με την πάγια πρακτική. (Βλ. Republic v. Georgiades (1972) 3 C.L.R. 594, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ.270-271 και Δημοκρατία v. Αντωνίου (2012) 3 A.A.Δ. 326).
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται και η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Επιδικάζονται τα έξοδα υπέρ των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ' έφεση και εναντίον της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.