ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C416
(2017) 3 ΑΑΔ 872
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 8/2012
24 Nοεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
Α & X KTHMATIKHΣ ΛΤΔ
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
και
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
.......
Μ. Εύζωνα (κα), για την Εφεσείουσα
Μ. Κυπριανίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Νοέμβριο του 2010 η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια πέντε (5) διαμερισμάτων στη Χλώρακα της Επαρχίας Πάφου, έλαβε δύο επιστολές ημερ. 26.11.10 από το εφεσίβλητο Συμβούλιο (στο εξής το Συμβούλιο) με τις οποίες της κοινοποιούσε αντίστοιχες αποφάσεις του για επιβολή τέλους σκυβάλων ύψους €90 για κάθε ένα από τα διαμερίσματά της.
Με τη λήψη των πιο πάνω επιστολών η εφεσείουσα καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπ΄ αρ. 1683/10 προσφυγή, με την οποία επεδίωξε όπως οι επίδικες αποφάσεις του Συμβουλίου κηρυχθούν άκυρες, παράνομες και χωρίς αποτέλεσμα στη βάση κυρίως ότι λήφθηκαν (α) καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, (β) χωρίς αιτιολογία, (γ) χωρίς δέουσα έρευνα, (δ) ως αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο ή τα πράγματα, (ε) κατά παράβαση των νομολογιακά καθιερωμένων επί του θέματος κριτηρίων και (στ) από όργανο που έπασχε η σύνθεσή του.
Η προσφυγή προσέκρουσε σε ένσταση του Συμβουλίου και εν τέλει, μετά από ακροαματική διαδικασία, απορρίφθηκε με την επικύρωση των προσβληθεισών αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και προσέβαλε με την παρούσα έφεση. Με πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης ότι η σύνθεση του Συμβουλίου που έλαβε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις έπασχε. Και αυτό γιατί παρίσταντο στις συνεδριάσεις πρόσωπα - ο Γραμματέας του Συμβουλίου ο οποίος εμφανίζεται στα πρακτικά και των τριών σχετικών συνεδριών ως «παρακαθήμενος» και ο Αντιπρόεδρος της Σχολικής Εφορείας ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρία ημερ. 24.6.10 - που δεν ήταν μέλη του και τα οποία δεν προκύπτει από τα πρακτικά αν αποχώρησαν πριν από τη διαβούλευση για τη λήψη των αποφάσεων. Επιπροσθέτως τούτων προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) το Συμβούλιο προέβηκε στην αναγκαία ή εύλογη έρευνα (3ος λόγος έφεσης), (β) οι προσβαλλόμενες πράξεις συμπληρώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και κατά συνέπεια είναι αιτιολογημένες (4ος λόγος έφεσης), (γ) το επιβληθέν τέλος των €90 ως μέσος όρος για κάθε διαμέρισμα ήταν εύλογο και εντός της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου (5ος λόγος έφεσης) και (δ) η εν τέλει πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη (6ος λόγος έφεσης).
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από την εφεσείουσα με περίγραμμα αγόρευσης, ενώ το Συμβούλιο δεν υπέβαλε τέτοιο περίγραμμα.
Αρχίζοντας από τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε το νόμιμο ή παράνομο της σύνθεσης του Συμβουλίου με αναφορά στις πρόνοιες των άρθρων 5, 11, 13, 41 και 50 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν.86(Ι)/99 ως έχει τροποπ.) και του άρθρου 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1998 (Ν.158(Ι)/99 ως έχει τροποπ.) και κατέληξε σε απόρριψη της εισήγησης θεωρώντας ότι:
«Ο Γραμματέας του Συμβουλίου αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, άτομο που διορίζεται σε αυτή τη θέση από το Συμβούλιο και είναι στην ουσία υπάλληλος του Συμβουλίου, το οποίο έχει τη δυνατότητα διορισμού και άλλων υπαλλήλων. Από την άλλη, ο κοινοτάρχης δυνάμει του άρθρου 42(1) του Νόμου, έχει καθήκον ". να τηρεί ή να φροντίζει να τηρούνται πρακτικά σε κάθε συνεδρία του Συμβουλίου. Τα πρακτικά καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται για τον σκοπό αυτό και επικυρώνονται στην επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου". Συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι δικαιωματικά ο Γ. Τοουλιάς ως Γραμματέας του Συμβουλίου παρίστατο στη σχετική συνεδρία υπό αυτή του την ιδιότητα και δεν αποτελεί πρόβλημα αυτή η παρουσία εφόσον είναι εμφανές από το πρακτικό ότι ο Γραμματέας λάμβανε πρακτικά και βοηθούσε το Συμβούλιο στις εργασίες του. Παρουσιάζεται να λαμβάνει από το Συμβούλιο οδηγίες για διάφορα θέματα διοικητικής φύσεως, να καταθέτει προς αυτό κατάλογο των κατόχων των υποστατικών και να δέχεται οδηγίες ως προς την ενημέρωση του κάθε φορολογούμενου για τα τέλη αποκομιδής σκυβάλων.
Ορθά η κα Εύζωνα ανέφερε ότι ο Γραμματέας δεν είναι μέλος του Συμβουλίου, αλλά εκ της θέσεως του λάμβανε τα σχετικά πρακτικά (με άλλα λόγια ο κοινοτάρχης φρόντισε να τηρούνται τα πρακτικά κατ' αυτόν τον τρόπο), και δεν χρειαζόταν να αποχωρήσει κατά τη λήψη των αποφάσεων εφόσον δεν έλαβε μέρος σ' αυτές, όπως αβίαστα προκύπτει από την ολότητα των πρακτικών. Ήταν μόνο ο αποδέκτης οδηγιών για την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου.
.....................................
Ως προς το έτερο άτομο, τον Θουκυδίδη Χρυσοστόμου, κοινοτάρχη Λέμπας, αυτός όπως εμφανώς καταγράφεται στο πρακτικό παρακάθησε μόνο στη συζήτηση των Θεμάτων Σχολικής Εφορείας και όχι στα θέματα που αφορούσαν το Κοινοτικό Συμβούλιο, στα οποία ενέπιπτε και η επιβολή τελών σκυβάλων. Οι δύο θεματικές ενότητες είναι σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους στο τηρηθέν πρακτικό και η αναφορά στο όνομα του Θ. Χρυσοστόμου γίνεται μόνο κάτω από τα θέματα που αφορούσαν τη Σχολική Εφορεία.».
Ήταν πρωτοδίκως θέση της εφεσείουσας ότι η παρουσία του Γραμματέα του Συμβουλίου κατά το στάδιο της διαβούλευσης και λήψης των επίδικων αποφάσεων καθιστούσε πάσχουσα τη σύνθεση του Συμβουλίου, εφόσον δεν προκύπτει από τα πρακτικά και ούτε είχε υποβληθεί από το Συμβούλιο ότι ο Γραμματέας παρίστατο κατόπιν εξουσιοδότησης για σκοπούς τήρησης των πρακτικών ή δυνάμει ρητής προς τούτου νομοθετικής διάταξης. Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Ν.86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε), επεσήμανε, δεν περιέχει ανάλογη πρόνοια με αυτή του άρθρου 51 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με την οποία η τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου εμπίπτει στα καθήκοντα του δημοτικού γραμματέα. Συνεπώς η παρουσία ατόμου, το οποίο κατά κοινή ομολογία δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου, για τήρηση των πρακτικών, έγινε χωρίς εξουσιοδότηση και κατέστησε τη σύνθεση παράνομη. Περαιτέρω με την τελική της αγόρευση, η εφεσείουσα, διεύρυνε τον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης, προσθέτοντας ότι η επίδικη απόφαση πάσχει διότι ένα από τα μέλη του Συμβουλίου, ο Χ. Νικοδήμου, απουσίαζε κατά τη συνεδρία της 23.2.2010 αλλά παραβρέθηκε και έλαβε μέρος στην επόμενη συνεδρία της 24.6.2010 χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για όσα διαδραματίστηκαν στην απουσία του. Κατά συνέπεια, προβάλλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε αναφορικά με το νόμιμο της σύνθεσης του Συμβουλίου και η απόφασή του θα πρέπει να ανατραπεί.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε ενώπιον μας η εφεσείουσα, η οποία παρέμεινε αναπάντητη ενόψει του ότι το Συμβούλιο δεν υπέβαλε περίγραμμα αγόρευσης.
Όπως είναι νομολογημένο η σύνθεση ενός διοικητικού οργάνου που λαμβάνει συγκεκριμένη απόφαση είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως και μπορεί να εξεταστεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314). Σχετικό είναι το άρθρο 21 του Νόμου 158(1)/99 (όπως τροποποιήθηκε) που έχει ως ακολούθως:-
«(1)Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίαση του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία, εκτός και αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.
(2) Δεν συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης».
Περαιτέρω αποτελεί σταθερό νομολογιακό αξίωμα ότι τα πρακτικά, κατά νομοθετική πλέον απαίτηση (άρθρο 24 του Ν.158(Ι)/99), πρέπει να είναι λεπτομερή και άρτια, εφόσον αποτελούν τη μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν την διοικητική διαδικασία (Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550) και αντανακλούν την πραγματική εικόνα του περιεχομένου τους όταν επικυρωθούν από ένα Συμβούλιο και υπογραφούν από το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό (Σάββα v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 801). Σ΄ ό,τι δε αφορά τα πρακτικά που τηρούνται από Κοινοτικό Συμβούλιο σχετικό είναι το άρθρο 42(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 που εναποθέτει το καθήκον τήρησης τους στον Κοινοτάρχη.
Στη προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο ασχολήθηκε με το θέμα της επιβολής τελών σκυβάλων σε τρεις συνεδρίες:
Η πρώτη έλαβε χώρα στις 23.2.2010 και κατ΄ αυτή, όπως αποκαλύπτεται από τα πρακτικά (αρ. ΚΣΧ/4 -2010), παρίσταντο ο Κοινοτάρχης ως Πρόεδρος, ο Αναπλ. Κοινοτάρχης και επτά μέλη του Συμβουλίου και ως «παρακαθήμενος» ο Γιώργος Τοουλιάς, υπό την ιδιότητα του Γραμματέα του Συμβουλίου. Κατά τη συνεδρία αυτή κατατέθηκε σχετική πρόταση επιβολής φορολογίας από τον Πρόεδρο και αποφασίστηκε η καταγραφή και ο διαχωρισμός των υποστατικών σε κατηγορίες για σκοπούς φορολόγησης και το ύψος των τελών που θα επιβάλλετο ανά κατηγορία. Ο Γραμματέας έλαβε μέρος στη συζήτηση που ακολούθησε, παρέχοντας σχετικές πληροφορίες, αλλά δεν φαίνεται να αποχώρησε καθ' οιονδήποτε στάδιο, ούτε καταγράφεται ότι ο λόγος της παρουσίας του ήταν η τήρηση των πρακτικών.
Η δεύτερη συνεδρία έλαβε χώρα στις 24.6.2010 και σύμφωνα με τα πρακτικά (αρ. ΚΣΧ/13-2010), κατεγράφησαν ως παρόντες, ο Κοινοτάρχης, ο Αναπλ. Κοινοτάρχης και επτά μέλη με μια διαφοροποίηση: Αντί του Γιαννάκη Παπακλεοβούλου, εμφανίστηκε ο Χρήστος Νικοδήμου, ο οποίος δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνεδρία. Καταγράφεται επίσης ως «παρακαθήμενος» ο Γραμματέας, χωρίς και πάλι κάποια ένδειξη περί αποχώρησης του σε οποιοδήποτε στάδιο ή περί εντολής σ' αυτόν για τήρηση των πρακτικών. Η παρουσία του Αντιπροέδρου της Σχολικής Εφορίας, είναι προφανές ότι αφορούσε τη συζήτηση άλλου θέματος που δεν σχετίζεται με την επίδικη απόφαση. Είναι στα πλαίσια αυτής της συνεδρίας που αποφασίστηκε η επιβολή των τελών, δυνάμει των σχετικών κανονισμών και της προηγούμενης απόφασης του Συμβουλίου για την κατηγοριοποίηση των υποστατικών. Με την επισήμανση ότι ο Γραμματέας εμφανίζεται να έχει και πάλι ενεργό ρόλο, αφού κατέθεσε σχετικό κατάλογο ιδιοκτητών υποστατικών ο οποίος αναγνώσθηκε, διορθώθηκε και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο. Έλαβε δε εντολή να εκδώσει τα σχετικά τιμολόγια και να τα κοινοποιήσει στους επηρεαζόμενους.
Η τελευταία επί του θέματος συνεδρία έγινε στις 29.11.2010. Κατ΄ αυτή παρίσταντο, όπως διατυπώθηκε στα πρακτικά (αρ. ΚΣΧ/17 -2010), ο Κοινοτάρχης, ο Αναπλ. Κοινοτάρχης και έξη μέλη ενώ σημειώνεται η απουσία ενός, του Α. Κυπριανού. Καταγράφονται επίσης, ως «παρακαθήμενοι», ο Γραμματέας, ο Προϊστάμενος Τεχνικών Υπηρεσιών και η Προϊσταμένη Λογιστηρίου. Το Συμβούλιο εξέτασε τις ενστάσεις των ιδιοκτητών, άκουσε τις απόψεις των μελών και αποφάσισε να προχωρήσει σε κατάταξη των κατοικιών και διαμερισμάτων αναλόγως των δωματίων βάση των τελευταίων δηλώσεων των ιδιοκτητών και αφαίρεση των χρεώσεων που έγιναν πριν από τις δηλώσεις. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταγραφή περί αποχώρησης των «παρακαθημένων» από τη συνεδρία, γεγονός από το οποίο βάσιμα συνάγεται ότι αυτοί παρέμειναν μέχρι τέλους. Ήταν δηλαδή παρόντες και στο στάδιο των διαβουλεύσεων για την λήψη της απόφασης.
Δεδομένης της συνολικής εικόνας που αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των πρακτικών και του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, η παρουσία του Γραμματέα καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριών θα δικαιολογείτο μόνο αν αυτός παρίστατο για σκοπούς τήρησης των πρακτικών, κατόπιν βεβαίως οδηγιών που θα ελάμβανε προς τούτο από τον Κοινοτάρχη δυνάμει του άρθρου 42(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου, (Ν.86(Ι)/99). Το στοιχείο όμως αυτό δεν προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία ως η αυθεντική πηγή πληροφόρησης του περιεχομένου μιας συνεδρίας πρέπει να ομιλούν από μόνα τους για το τι ακριβώς συνθέτει το περιεχόμενο της. Στην απουσία δε οποιασδήποτε έγγραφης καταχώρησης ή εξουσιοδότησης που να αποδεικνύει ότι ο Γραμματέας παρίστατο για σκοπούς τήρησης πρακτικών, η σύνθεση του Συμβουλίου και στις τρεις πιο πάνω συνεδρίες πάσχει. Σχετική επί του ζητήματος είναι και η Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/11 ημερ. 21.7.16, ECLI:CY:AD:2016:C374 όπου τονίστηκε πως το περιεχόμενο των πρακτικών αναμένεται να είναι τέτοιο ώστε να επιτρέπει στο δικαστήριο να ασκεί τον αναθεωρητικό του έλεγχο.
Επιπροσθέτως όμως της παρουσίας του Γραμματέα στις επίδικες συνεδρίες του Συμβουλίου, στη συνεδρία ημερ. 29.11.10 παρίσταντο ως «παρακαθήμενοι» ακόμη δύο υπηρεσιακοί παράγοντες - οι προϊστάμενοι των Τεχνικών Υπηρεσιών και του Λογιστηρίου του Συμβουλίου - για τους οποίους δεν αναφέρεται στα πρακτικά ότι αποχώρησαν πριν τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 21(2) του Ν.158(1)/99, στοιχείο που επίσης καθιστά πάσχουσα τη σύνθεση του Συμβουλίου κατά την εν λόγω συνεδρία που λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Σχετική επί του θέματος είναι η Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πάφου ν. Όλγας Ελευθερίου-Κορακίδου, Α.Ε. 29/10 ημερ. 2.4.14 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:-
«Σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων, όπως η εν λόγω αρχή διαμορφώθηκε από τη νομολογία, ελληνική και κυπριακή, η συμμετοχή στη συνεδρία ενός τέτοιου διοικητικού οργάνου, προσώπου έστω και ενός ξένου προς τη νόμιμη συγκρότηση του, επηρεάζει άμεσα το νόμιμο της συγκρότησης του και καθιστά τις αποφάσεις του άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. (Medcon Construction Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441). Ακόμη και απλή παρουσία τρίτων στη λήψη απόφασης, επενεργεί καταλυτικά στην εγκυρότητα της».
Όπως αναφέρεται στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Τόμος 1, Νομική Βιβλιοθήκη, 14η Έκδοση, σελ. 140:
«Κατά τη συνεδρίαση, κατά την οποία γίνεται διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα, εκτός αν η συνεδρίαση είναι δημόσια, που δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις στη νόμιμη συγκρότηση ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδριάσεις δεν προβλέπεται ρητώς (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 10). Εάν παρίστανται κατά τη συνεδρίαση άλλα πρόσωπα (όπως π.χ. οι υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών), πρέπει να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της διαλογικής συζήτησης (ΣΕ 3022/1980)».
Τέλος, η σύνθεση του Συμβουλίου κατέστη πάσχουσα και για έναν τρίτο λόγο: Στη συνεδρία της 24.6.2010, συμμετείχε όπως ήδη λέχθηκε, το μέλος Χ. Νικοδήμου, ο οποίος απουσίαζε στη προηγούμενη συνεδρία της 23.2.2010.
Η τυχόν αλλαγή στη σύνθεση συλλογικού οργάνου με τη συμμετοχή μελών που απουσίαζαν από προηγούμενη συνεδρία ρυθμίζεται στο άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 ως εξής:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με την συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης».
Κατ' εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, θα έπρεπε είτε να επαναληφθεί εξ' αρχής η διαδικασία και η συζήτηση που είχε λάβει χώρα στην απουσία του Χ. Νικοδήμου, είτε αυτός να τύγχανε πλήρους ενημέρωσης για τα όσα διαμείφθηκαν στην απουσία του. Τα πρακτικά της 24.6.2010 σιωπούν και δεδομένου ότι η προηγηθείσα συνεδρία δεν ήταν προκαταρκτικής μορφής αφού σε αυτήν έλαβε χώρα η κατάθεση της πρότασης του Προέδρου, η συζήτηση επ΄αυτής καθώς και η απόφαση για κατηγοριοποίηση των υποστατικών και καθορισμός του ύψους των αντίστοιχων τελών, η συμμετοχή του Χ. Νικοδήμου στη σύνθεση του Συμβουλίου της 24.6.2010 δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, νόμιμη.
Η παράβαση των κανόνων που διέπουν τη σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων συνιστά όπως έχει κατά κόρο νομολογηθεί, λόγο ακύρωσης διοικητικής πράξης. Δοθέντος ότι η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν για τους λόγους που εξηγήθηκαν μη νόμιμη, οι επίδικες αποφάσεις λήφθηκαν από αναρμόδιο ουσιαστικά όργανο και πρέπει να ακυρωθούν (ΑΤΗΚ v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης. Και αυτό με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, εναντίον του Συμβουλίου και προς όφελος της εφεσείουσας.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΉ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ