ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C332
(2017) 3 ΑΑΔ 731
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/12]
(Υπόθεση Αρ. 1257/09)
3 Οκτωβρίου, 2017
[NΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΠΠΑ
2. ΑΛΕΞΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΠΠΑ
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
---------
Κ. Ευσταθίου με Δ. Νικολεττόπουλο, για Εφεσείοντες.
Ν. Χατζηϊωάννου, για εφεσίβλητο 1.
Μ. Χατζηγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο 2.
---------
NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Εχ-tempore]
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απορριπτική απόφαση αδελφού Δικαστή ημερ. 19.12.2011 με την οποία απερρίφθη προσφυγή σε σχέση με αίτημα το οποίο είχαν υποβάλει οι εφεσείοντες για παραχώρηση ατομικής ποσότητας αναφοράς (ποσόστωσης) αγελαδινού γάλακτος από το εθνικό απόθεμα με βάση κριτήρια που είχαν καθοριστεί στο διάταγμα του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος το 2006, με την ΚΔΠ 164/06. Η αίτηση τους για παραχώρηση ποσόστωσης ως νεοεισερχόμενων παραγωγών υποβλήθηκε στις 30.6.2006. Αυτή η ΚΔΠ αντικαταστάθηκε με την ΚΔΠ 367/07 και οι αιτητές-εφεσείοντες ενημερώθηκαν σχετικώς με επιστολή ημερ. 24.9.2007. Προτρέπονταν να υποβάλουν νέα αίτηση, ενώ καταγραφόταν η θέση ότι οι ήδη υποβληθείσες δεν ίσχυαν. Πράγματι οι εφεσείοντες υπέβαλαν, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην επιστολή, νέα αίτηση με βάση τα νέα κριτήρια, αίτηση η οποία απορρίφθηκε στις 13.12.2007 και εναντίον αυτής της απορριπτικής απόφασης δεν άσκησαν προσφυγή.Άσκησαν όμως προσφυγή για την παράλειψη, όπως περιορίστηκε το ζήτημα κατά τη συζήτηση της προσφυγής πρωτοδίκως στις 4.10.2011, για την παράλειψη απάντησης στην προηγούμενη αίτηση που είχαν υποβάλει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι αν οι εφεσείοντες, αιτητές πρωτοδίκως, ήθελαν να λάβουν οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τη μη απάντηση της διοίκησης στην πρώτη τους αίτηση θα έπρεπε να είχαν αντιδράσει ανάλογα, επικαλούμενοι παράλειψη. Αντ΄ αυτού, υπέβαλαν νέα αίτηση και η προσφυγή απορρίφθηκε για το λόγο ότι οι προηγούμενες αιτήσεις στην ουσία έπαυσαν να ισχύουν εφόσον η προηγούμενη ΚΔΠ αντικαταστάθηκε.
Η ασκηθείσα έφεση αποβλέπει στην ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης ως εσφαλμένης καθ΄ ότι το Δικαστήριο έσφαλε επί των πραγματικών γεγονότων παραγνωρίζοντας ότι οι εφεσείοντες είχαν στην ουσία παροτρυνθεί από τους εφεσίβλητους να υποβάλουν συμπληρωματικές αιτήσεις εγγραφής στα μητρώα κτλ, και ότι εκκρεμούσε η απάντηση επί της αρχικής αιτήσεως. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε από μόνο του ότι είχε δοθεί απάντηση, απορρίπτοντας κατά συνέπεια την προσφυγή. Επιτυχία της έφεσης θα έχει όφελος για τους εφεσείοντες,κατά τους ισχυρισμούς τους, εφόσον η διοίκηση θα πρέπει να επανεξετάσει την αίτηση στη βάση των ευνοϊκότερων κριτηρίων της προηγηθείσαςΚΔΠ 164/06. Το Δικαστήριο κακώς δικαίωσε τους εφεσίβλητους καλύπτοντας εκ των υστέρων την λανθασμένη συμπεριφορά τους, οι οποίοι δεν εξέτασαν, ως όφειλαν, και δεν απάντησαν κατά το Άρθρο 29 του Συντάγματος στο αρχικό αίτημα των εφεσειόντων.
Δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για τον οποίο η έφεση θα μπορούσε να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Έχει τοποθετήσει τα πράγματα στην ορθή τους νομική διάσταση. Στην ουσία υπήρξε ανάκληση από τη νέα ΚΔΠ της προηγούμενης, οι δε εφεσείοντες ενημερώθηκανκατάλληλα και επέλεξαν, αντί οποιασδήποτε άλλης ενέργειας,όπως, για παράδειγμα,να υποβάλουν προσφυγή για παράλειψη απάντησης εγκαίρως, να καταχωρήσουν νέα αίτηση με αποτέλεσμα αυτή να απορριφθεί χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη αντίδραση ή την καταχώριση αιτήσεως ακυρώσεως επ ΄αυτού του νέου δεδομένου.
Η επιλογή της διοίκησης να ανακαλέσει την προηγούμενη ΚΔΠ, επενεργεί από την ημερομηνία έκδοσης της και είναι επιτρεπτή εφόσον δια της ανακλήσεως δεν θίγονται δημιουργηθέντα δικαιώματα πολιτών. Εδώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε δημιουργηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα εφόσον η αίτηση δυνάμει της προηγηθείσας ΚΔΠ δεν είχε τελειωθεί αφού δεν εξετάστηκε (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 200-201). Η ανάκληση δεν είναι ανάγκη να είναι ρητή, αλλά μπορεί να προκύπτει και εμμέσως, όταν εκδίδεται νεότερη πράξη τροποποιούσα ή αντικαθιστούσα προγενέστερη (Επ. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12ηέκδ., Τόμος Ι, σελ. 191, παρ. 174). Στην προκειμένη περίπτωση η ανάκληση προέκυπτε και ρητώς με την πληροφόρηση στην επιστολή της διοίκησης ότι οι προηγούμενες αιτήσεις δεν ίσχυαν.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν να υποβάλουν νέες αιτήσεις και η απόρριψη τους δεν τους παρέχει δικαίωμα συζήτησης της προηγηθείσας και καταργηθείσας κατάστασης πραγμάτων.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου 1, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/φκ