ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D166
(2017) 3 ΑΑΔ 461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 183/2010)
9 Μαΐου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Προέδρος]
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΠΑΠΟΥΗ,
2. ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσείουσες-Αιτήτριες,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Πετουφάς, για τις Εφεσείουσες.
Κάλια Στιβαρού (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η Αρχή), στις 18.9.2008, κοινοποίησε στις εφεσείουσες την απόφασή της, η οποία λήφθηκε κατόπιν της συγκατάθεσης του Επάρχου Λευκωσίας, (ο ΄Επαρχος), να εγκαταστήσει σε περιοχή του χωρίου Νήσου υπέργειο ηλεκτρικό δίκτυο, το οποίο θα επηρέαζε, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένο ακίνητό τους. Επρόκειτο για το συνιδιόκτητο τεμάχιο αρ. 590, φύλλο/σχέδιο 39/07Ε1, τμήμα 4. Σκοπός του εν λόγω ηλεκτρικού δικτύου ήταν η ηλεκτροδότηση κατοικίας, η οποία βρίσκεται στο όμορο τεμάχιο αρ. 351.
Η Αρχή έλαβε την πιο πάνω απόφασή της, κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, αφού προηγούμενες προσπάθειές της για λήψη της συγκατάθεσης των εφεσειουσών είχαν αποτύχει. Η ληφθείσα, ως άνω, απόφαση δε βρήκε σύμφωνες τις εφεσείουσες. Προς το σκοπό δε ακύρωσής της καταχώρισαν την προσφυγή αρ. 1852/2008. Ούτε, όμως, και η προσπάθειά τους αυτή είχε θετικό αποτέλεσμα, οπότε καταχώρισαν εναντίον της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης την παρούσα έφεση.
Προς συμπλήρωση της εικόνας των σχετικών γεγονότων, να αναφερθεί, επίσης, πως η Αρχή, μετά την προαναφερθείσα άρνηση των εφεσειουσών, κατέφυγε στον ΄Επαρχο, προς εξασφάλιση της δικής του συγκατάθεσης, δυνάμει του άρθρου 31(1)[1] του Κεφ. 170. Για τον πιο πάνω σκοπό, τον εφοδίασε, μεταξύ άλλων, με τη μελέτη του οικείου Τμήματος Μελετών της, καθώς, επίσης, με την επιστολή του συνηγόρου των εφεσειουσών, διά της οποίας είχε διατυπωθεί η ένστασή τους αναφορικά με τον επηρεασμό του εν λόγω ακινήτου τους. Ο ΄Επαρχος, τελικά, στις 17.9.2008, παραχώρησε την εν λόγω συγκατάθεσή του προς την Αρχή.
Οι εφεσείουσες, με τρεις, ουσιαστικά, λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Βρίσκονται, έτσι, αντιμέτωπες με την εφεσίβλητη Αρχή, η οποία αντιτείνει ότι η υπό αναφορά απόφασή της λήφθηκε ορθά, στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, δεδομένων των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, και με πλήρη συμμόρφωση προς τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι οποίες δεν έχουν παραβιαστεί, όπως οι εφεσείουσες ισχυρίζονται. Τοιουτοτρόπως, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Οι εφεσείουσες προβάλλουν, κατ' αρχάς, ότι λανθασμένα το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε τη θέση τους περί μη επαρκούς έρευνας και περί έλλειψης αιτιολογίας, βασικά, όσον αφορά την εξέταση την οποία είχε διενεργήσει, συναφώς, ο ΄Επαρχος. Σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του Κεφ. 170, αυτός δίνει τη συγκατάθεσή του «... αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης ...». Στην παρούσα περίπτωση, τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία φανερώνουν, με λεπτομέρεια, όχι μόνο τη διαδικασία που προηγήθηκε της αναζήτησης της συγκατάθεσης του Επάρχου αλλά και τη διαδικασία που ακολούθησε αυτής. Προκύπτει, λοιπόν, με σαφήνεια, μέσα από αυτά, ότι της χορήγησης της συγκατάθεσής του είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις και, περαιτέρω, είχαν τεθεί στη διάθεσή του όλα τα ουσιώδη προς τον πιο πάνω σκοπό δεδομένα.
Συγκεκριμένα, η Αρχή, στην επιστολή της ημερομηνίας 4.9.2008 προς τον ΄Επαρχο, με την οποία ζητούσε τη συγκατάθεσή του, είχε επισυνάψει όλα τα αναγκαία έγγραφα, περιλαμβανομένων της επιστολής του συνηγόρου των εφεσειουσών προς αυτή, με τις αντιρρήσεις τους, της σχετικής απάντησής της, της μελέτης για το θέμα του οικείου Τμήματος Μελετών της και της άδειας οικοδομής της κατοικίας που επρόκειτο να ηλεκτροδοτηθεί, η οποία αφορούσε σε νέα οικοδομή. Επισύναψε, επίσης, επιστολή του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ημερομηνίας 11.7.2008, προς τις εφεσείουσες, σύμφωνα με την οποία δικαίωμα διάβασης, το οποίο επηρέαζε το ακίνητό τους, θα συνέχιζε να υφίσταται, αφού το σχετικό αίτημά τους για κατάργησή του είχε απορριφθεί. Συνεπώς, υπό το φως των δεδομένων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση πως υπήρξε ελλιπής έρευνα. Επιπρόσθετα, κρίνεται ορθή η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου πως η «αιτιολογία που δόθηκε ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, εδικαιολογείτο από το υπάρχον υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Επάρχου».
Αναφορικά με τον ισχυρισμό, ειδικά, των εφεσειουσών, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης πτυχής, ότι, στη δοθείσα συγκατάθεση, δεν υπήρξε εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος και των τεχνικών λόγων που κατέστησαν αναγκαία την εκτέλεση των εργασιών της Αρχής, κρίνεται, και πάλι, ορθό το εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η «δημόσια ωφέλεια η οποία εξυπηρετείται με την υποχρέωση της Αρχής όπως παρέχει ηλεκτροδότηση εκεί όπου απαιτείται είναι αυτονόητη». Ζητήματα δε που αφορούν τεχνικής φύσεως θέματα, κατά πάγια νομολογία, εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου, ως κατά κανόνα ανέλεγκτα, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα, ούτε σκοπός του είναι η διαπίστωση, αξιολόγηση και επίλυση, πρωτογενώς, τέτοιων θεμάτων, τα οποία, κατ' εξοχήν, αφορούν τη διοίκηση. Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση κατά πόσο η διοίκηση έχει διενεργήσει ή όχι την πρέπουσα έρευνα, στρέφοντας την προσοχή του στο κάθε τι που δυνατό να είναι σχετικό, (βλ. Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λ/κας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει, ήδη, προαναφερθεί, έγινε η δέουσα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη όλες οι σχετικές παράμετροι.
Οι εφεσείουσες, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προβάλλουν, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και, ειδικά, του δικαιώματος ακρόασης. Υποστηρίζουν πως η δυσμενέστατη για τις ίδιες απόφαση της Αρχής, δεδομένης της άρνησής τους να συναινέσουν στην εγκατάσταση του εν λόγω ηλεκτρικού δικτύου, υποχρέωνε τόσο την ίδια όσο και τον ΄Επαρχο, του οποίου η συγκατάθεση δόθηκε ερήμην τους, να τους δώσουν το δικαίωμα να ακουστούν. ΄Οπως έχει, ήδη, προαναφερθεί, στις εφεσείουσες δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν γραπτώς τις ενστάσεις τους, μέσω του συνηγόρου τους∙ η επιστολή του ημερομηνίας 26.3.2008 είναι σχετική. Αυτή δε λήφθηκε υπόψη, διερευνήθηκε και απαντήθηκε δεόντως από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Συνεπώς, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η υπό αναφορά εισήγηση είναι έκδηλα ανεδαφική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, με το περίγραμμα αγόρευσής του, στο πλαίσιο του ισχυρισμού τους περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, εγείρει, για πρώτη φορά, ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 31(1) του Κεφ. 170. Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς και με λεπτομέρεια στην αίτηση ακύρωσης, δεν εξετάζονται δε αυτεπάγγελτα, ούτε νομιμοποιείται η, διά της αγορεύσεως, έγερσή τους, (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533). Ούτε, βέβαια, είναι δυνατό η συγκεκριμένη εισήγηση να ενταχθεί στο νομικό σημείο 12 της αίτησης ακύρωσης[2], δεδομένου ότι ο σχετικός λόγος παρατίθεται πολύ επιγραμματικά και γενικά, χωρίς τη ζητούμενη σύνδεση με τα στοιχεία και τα δεδομένα της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα συνταγματικότητας ή μη του συγκεκριμένου άρθρου έχει εξεταστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233, η οποία αποφάνθηκε, τελεσίδικα, ότι οι διατάξεις του ουδόλως αντιτίθενται προς το Σύνταγμα.
Τέλος, με άλλο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εσφαλμένα, το εκδικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, αφού, εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγησή τους, ο ΄Επαρχος έδωσε τη συγκατάθεσή του, χωρίς να προηγηθεί διαβούλευσή του με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης. Βεβαίωση, όμως, ημερομηνίας 30.12.2009, η οποία υπογράφεται από τον ΄Επαρχο και, ουσιαστικά, παραπέμπει σε χρόνο πριν από τη λήψη της υπό αναφορά διοικητικής απόφασης, καταρρίπτει πλήρως τη συγκεκριμένη θέση τους, καθώς καταγράφεται ρητά σε αυτήν ότι είχε προηγηθεί διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, προτού δοθεί η απαιτούμενη συγκατάθεση.
Πρόσθετα, σε ό,τι αφορά τη θέση των εφεσειουσών, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του πιο πάνω ισχυρισμού και αφορά στο ότι η υπό αναφορά συγκατάθεση δόθηκε από αναρμόδιο όργανο, επισημαίνεται πως, στα γεγονότα της αίτησης ακύρωσης, οι εφεσείουσες αποδέχονται ότι δόθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου. Ως εκ τούτου, δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη παραδοχή και το τεκμήριο νομιμότητας, που η υπό αναφορά συγκατάθεση συνεπάγεται. Επομένως, κωλύονται να προβάλλουν, χωρίς άλλο, τον εν λόγω ισχυρισμό.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Αρχής και εναντίον των εφεσειουσών.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] 31. - (1) Οι ανάδοχοι δύνανται να τοποθετήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρική γραμμή είτε πάνω είτε κάτω από το έδαφος διαμέσου οποιασδήποτε γης, ... Νοείται ότι πριν από την τοποθέτηση οποιασδήποτε τέτοιας γραμμής διαμέσου οποιασδήποτε γης οι ανάδοχοι επιδίδουν στον ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης, ... ειδοποίηση περί της πρόθεσής τους μαζί με περιγραφή των γραμμών που υπάρχει πρόθεση να τοποθετηθούν και αν εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την επίδοση ή ανάρτηση της ειδοποίησης ο ιδιοκτήτης και κάτοχος παραλείψουν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους ή αν επισυνάψουν στη συγκατάθεσή τους οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις στους οποίους οι ανάδοχοι ενίστανται, ο ΄Επαρχος αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης δύναται να δώσει τη συγκατάθεσή του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών, είτε άνευ όρων ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως θεωρεί δίκαιο.»
[2] «12. Οι προσβαλλόμενες πράξεις ή αποφάσεις των καθ' ων παραβιάζουν το άρθρο 23 του Συντάγματος και επίσης αντιστρατεύονται το άρθρο 28 του Συντάγματος σε σχέση προς το όλο ιστορικό και δεδομένα. Δεν εξειδικεύεται δε το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί με την συγκεκριμένη, άνευ συγκαταθέσεως αιτητριών, επέμβαση της ΑΗΚ στην ιδιοκτησία και/ή δικαιώματα των αιτητριών.»