ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Αντρέας Χρ. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες. Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 161/2010, 29/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D192

(2017) 3 ΑΑΔ 487

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 161/2010)

 

29 Μαΐου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Πρόεδρος]

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

  1.  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ,

2.  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΡ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Αντρέας Χρ. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.

Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_________________________

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής. 

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες, εξ αδιαιρέτου, ανά ένα δεύτερο μερίδιο ο καθένας, τεσσάρων όμορων τεμαχίων γης, τα οποία βρίσκονται στην κοινότητα Τρεμιθούσας, της επαρχίας Πάφου.  Στις 2.5.2006, υπέβαλαν αίτηση στο Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας της πιο πάνω επαρχίας, ως η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, για τη διαίρεσή τους σε δύο οικόπεδα, ώστε να λάμβαναν από ένα.

 

Η αίτησή τους εξετάστηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και η Πολεοδομική Αρχή, με σχετική γνωστοποίηση, ημερομηνίας 29.6.2006, τούς πληροφόρησε ότι αυτή είχε εγκριθεί υπό όρους.  Μεταξύ αυτών, ήταν και οι ακόλουθοι δύο:  (α)  Η δημιουργία δημόσιου δρόμου, πλάτους 22 ποδιών, προς όφελος δύο όμορων περίκλειστων τεμαχίων και (β) η παραχώρηση ποσοστού 15% της συνολικής έκτασης των υπό διαίρεση τεμαχίων, για σκοπούς δημιουργίας δημόσιου χώρου πρασίνου.  Η επηρεαζόμενη, ως άνω, έκταση γης ανερχόταν σε 19% του συνόλου των εν λόγω τεμαχίων. 

 

Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την επιβολή των προαναφερθέντων όρων και πρόσβαλαν τη σχετική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής με ιεραρχική προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 31(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν. 90/1972), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί).  Αυτή εξετάστηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή και απορρίφθηκε.  Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 28.12.2007, και τους πληροφορούσε τα εξής:-

 

«2.  Η Υπουργική Επιτροπή, στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου για λήψη απόφασης σε Ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 31(1) του ίδιου Νόμου, στη συνεδρία της ημερομηνίας 25/10/2007, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα πολεοδομική αίτηση, καθώς και τους λόγους που επικαλείσθε, αποφάσισε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και λήφθηκε σύμφωνα με την Πολεοδομική Νομοθεσία.»

 

 

 

Οι εφεσείοντες πρόσβαλαν την πιο πάνω απόφαση με προσφυγή και, με αριθμό λόγων, οι οποίοι εκτίθενται σε αυτή, επιδίωξαν την ακύρωσή της.  Οι προβληθέντες λόγοι εξετάστηκαν δεόντως και ουδείς έγινε δεκτός∙ απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.  Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας έφεσης, στο πλαίσιο της οποίας οι εφεσείοντες απορρίπτουν, ως λανθασμένη, την απόφαση, σχετικά, του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Προβάλλουν δε, ως βάση για την ανατροπή της, την εγκυρότητα κάποιων από τους λόγους που είχαν προβάλει πρωτοδίκως, υποστηρίζοντας τις θέσεις τους με ανάλογη επιχειρηματολογία.  Αυτοί απαντώνται από την πλευρά των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, απορρίπτοντας τις θέσεις των εφεσειόντων, παραπέμπουν στις πρόνοιες του Ν. 90/1972 και στη σχετική νομολογία, υιοθετώντας, βασικά, την πρωτόδικη απόφαση.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ευθύς εξ αρχής, ότι οι εφεσείοντες, πρωτοδίκως, πρόβαλαν, μεταξύ άλλων, την ανυπαρξία, κατά την εισήγησή τους, νομικής βάσης, επί της οποίας μπορούσε να στηριχτεί η απόφαση των εφεσιβλήτων για συμπερίληψη των υπό αναφορά όρων στην παραχωρηθείσα πολεοδομική άδεια.  Η πιο πάνω θέση απορρίφθηκε από το εκδικάσαν Δικαστήριο, με παραπομπή, βασικά, στα άρθρα 25(3) και 26(1) του Ν. 90/1972, καθώς, επίσης, σε συγκεκριμένες διατάξεις των Γενικών Προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου.  ΄Εκρινε ότι αυτά παρείχαν την αναγκαία νομική βάση και, συνακόλουθα, την απαραίτητη εξουσία στην Πολεοδομική Αρχή για τη λήψη της υπό αναφορά απόφασης.  Η κρίση αυτή θεωρήθηκε, προφανώς, ορθή και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει εφεσιβληθεί. 

 

Υπό το φως, λοιπόν, των πιο πάνω δεδομένων και όπως θα εξηγηθεί περαιτέρω, συγκεκριμένος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται, κυρίως, ότι οι επιβληθέντες όροι «συνιστούν ουσιαστική στέρηση και απαγόρευση της ανάπτυξης της ιδιοκτησίας των Εφεσειόντων κατά παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος», δεν μπορεί να έχει πιθανότητα επιτυχίας.  Αυτό ισχύει, εφόσον η παράγραφος 3 του ΄Αρθρου 23 επιτρέπει την επιβολή όρων όπως οι υπό αναφορά.  Ειδικά, οι εν λόγω όροι, όπως έχει προαναφερθεί, επιβλήθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή, στη βάση συγκεκριμένων προνοιών της σχετικής νομοθεσίας και του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.  Από συνταγματικής άποψης, συμφώνως της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 23, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του ιδίου ΄Αρθρου, «... δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον ... της πολεοδομίας ...», μεταξύ άλλων λόγων.  Επομένως, η επιβολή τους δεν παραβιάζει, άνευ ετέρου, το δικαίωμα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων επί των εν λόγω τεμαχίων.  Σχετική επί τούτου είναι η υπόθεση Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.  Σε αυτήν, έχει, μεταξύ άλλων, αποφασιστεί ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτή η επιβολή όρων ή περιορισμών στο υπό αναφορά δικαίωμα, για σκοπούς και της πολεοδομίας, όπως σχετικός νόμος ορίζει. 

 

Επιπρόσθετα, όπως, επίσης, προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 23«Διά πάντα τοιούτον όρον, ..., όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».  Κατά λογική συνέπεια, δεν καταβάλλεται αποζημίωση, αν ο επιβαλλόμενος όρος δεν έχει την πιο πάνω επίδραση στην επηρεαζόμενη ιδιοκτησία.  Δεδομένης δε της συνταγματικότητας των σχετικών, για κάθε περίπτωση, πολεοδομικών ρυθμίσεων, μη εξαιρουμένης της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας, τυχόν απόφαση της διοίκησης στο συγκεκριμένο τομέα, είναι δυνατό, για το λόγο ανωτέρω, να υποβληθεί προς εξέταση, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.  Αποτελεί, η αρχή αυτή, κριτήριο για τη διάγνωση άσκησης χρηστής διοίκησης.  Στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), η εν λόγω αρχή, στη βασική της μορφή, προβλέπεται στο άρθρο 52(1) και έχει ως εξής:-

 

«Το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα αναμιγμένα στην υπόθεση συμφέροντα.»

 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες, με σχετικό λόγο έφεσης, προβάλλουν τη θέση ότι η πιο πάνω αρχή έχει παραβιαστεί.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται, πλην, όμως, με γενικότητα, ότι οι επιβληθέντες όροι είναι «οικονομικά δυσβάστακτοι, ασύμφοροι και άδικοι», γι' αυτούς και ότι θα μπορούσε να είχαν επιβληθεί όροι, οι οποίοι να ήταν ολιγότερο επαχθείς.  Περαιτέρω, ο συνήγορός τους εισηγείται, στο ίδιο, βασικά, πλαίσιο, κατά τρόπο, επίσης, γενικό, ότι οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι θα επωφεληθούν από τους συγκεκριμένους όρους, έπρεπε «να συμμετάσχουν εξ ίσου ανάλογα στην παραχώρηση γης από την ακίνητη ιδιοκτησία των για τον πιο πάνω σκοπό».  Συναφώς προς την τοποθέτηση αυτή, εισηγείται ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, σε βάρος, πάντοτε, των εφεσειόντων.

 

Για την εξέταση, όμως, παραβίασης των πιο πάνω αρχών της χρηστής διοίκησης, υπάρχει ανυπέρβλητο πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν γεγονότα που να υποστηρίζουν και να δικαιολογούν τις σχετικές με το λόγο αυτό εισηγήσεις.  Η πραγματικότητα δε είναι ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου γεγονότα άλλα από αυτά που είχε υπόψη της η Πολεοδομική Αρχή και, κατ' επέκταση, οι εφεσίβλητοι.  Επομένως, ορθώς, οι ανάλογοι λόγοι ακύρωσης απορρίφθηκαν από το εκδικάσαν Δικαστήριο και, βέβαια, δεν μπορεί να είναι διαφορετική η έκβαση και του υπό εξέταση λόγου έφεσης, στην ολότητά του. 

 

Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης, οι οποίοι, λόγω της συνάφειάς τους, εξετάζονται μαζί, αφορούν στην ίδια, ουσιαστικά, επί μέρους πραγματική πτυχή, όπως και ο προηγούμενος λόγος∙ διαφέρει η νομική προσέγγισή της.  Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η υπό αναφορά διοικητική απόφαση αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και δέουσας αιτιολογίας.  Ειδικά, όσον αφορά το θέμα της έρευνας, εισηγούνται πως δε λήφθηκε υπόψη ότι μπορούσε να εξασφαλιστεί πρόσβαση για τα περίκλειστα όμορα τεμάχια μέσα από άλλα τεμάχια, τρίτων, τα οποία εφάπτονται δημόσιου δρόμου, και ότι ο χώρος πρασίνου ήταν προσβάσιμος από το πεζοδρόμιο.  ΄Οσον αφορά το αναιτιολόγητο της διοικητικής απόφασης, εισηγούνται ότι αυτή είναι αόριστη και ασαφής και δεν παρέχει ικανοποιητική αιτιολογία για την απόρριψη των λόγων που αυτοί πρόβαλαν, στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής, σε σχέση με τους όρους που επέβαλε η Πολεοδομική Αρχή.

 

Βέβαια, όπως διαπιστώνεται από την κοινοποιηθείσα απόφαση προς τους εφεσείοντες, η οποία παρατίθεται πιο πάνω, η Υπουργική Επιτροπή, ενεργώντας αρμοδίως, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, είχε ενώπιόν της πληροφόρηση αναφορικά με τη μελέτη που διενήργησε η Πολεοδομική Αρχή σε σχέση με την υπό αναφορά αίτηση των εφεσειόντων.  Να σημειωθεί πως τέτοια άντληση πληροφόρησης είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, νομολογιακά επιτρεπτή, (βλ. Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75).  Η επιστολή δε ημερομηνίας 20.3.2007, εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών είναι σχετική.  Σε αυτήν, αναφέρονται τα εξής:-

 

«Κατά τη μελέτη της αίτησης κρίθηκε απαραίτητο η διάνοιξη δημόσιου δρόμου πλάτους 22 ποδών που καταλήγει σε αδιέξοδο και δίνει πρόσβαση σε περίκλειστα τεμάχια με αρ. 363 και 364.  Είναι πάγια πρακτική του Γραφείου αυτού η μερίμνηση για δημιουργία οδικού δικτύου για διευκόλυνση της ανάπτυξης σε περίκλειστα τεμάχια γης, ιδιαίτερα μέσα σε οικιστικές περιοχές, όπου είναι δυνατόν κατά την άσκηση Πολεοδομικού Ελέγχου.  Σχετική είναι η παράγραφος 3.1(α) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής, με βάση την οποία η Πολεοδομική Αρχή ενεργεί για τη διαφύλαξη των συνθηκών ανάπτυξης (δρόμους, δημόσιο χώρο πρασίνου).»

 

 

 

Είναι πρόδηλο πως τα πιο πάνω σχετίζονται με την επιβολή του πρώτου όρου.  ΄Οσον αφορά την επιβολή του δεύτερου όρου, διευκρινίζονται τα εξής:-

 

«Πέραν των δεσμεύσεων της παραγράφου 6 απαιτήθηκε και η παραχώρηση δημόσιου χώρου πρασίνου με πρόσβαση από δημόσιο πεζόδρομο.  Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έγιναν από το Γραφείο αυτό, και αναγράφονται στο πρακτικό Πολεοδομικής Απόφασης, το εμβαδό του δημόσιου χώρου πρασίνου ανέρχεται στα 537 τ.μ. (ποσοστό 15% του καθαρού εμβαδού γης) ενώ το εμβαδό του οδικού δικτύου (ρυμοτομία, αδιέξοδος δρόμος, δημόσιος πεζόδρομος) ανέρχεται στα 188 τ.μ.  Το σύνολο των δεσμεύσεων ανέρχεται στα 725 τ.μ. ή ποσοστό 19% του αρχικού τεμαχίου και είναι μέσα στο όριο που καθορίζεται με την παράγραφο 3.7 των Γενικών Προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου το οποίο ανέρχεται στο 40%.»

 

 

 

Επομένως, προκύπτει, από τις πιο πάνω εξηγήσεις, ότι η Πολεοδομική Αρχή, πριν από την επιβολή των υπό αναφορά όρων, διεξήγαγε ενδελεχή μελέτη, υπό το φως των πραγματικών δεδομένων της αίτησης των εφεσειόντων για πολεοδομική άδεια και των προβλεπομένων στις Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής, οι οποίες, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, δεν αμφισβητείται ότι τύγχαναν, εν προκειμένω, εφαρμογής.  ΄Οπως φαίνεται από το περιεχόμενο της εν λόγω μελέτης, για την επιβολή των υπό αναφορά όρων, διενεργήθηκε επαρκής έρευνα, η δε απόφαση, σχετικά, είναι δεόντως αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναγκαίος δικαστικός έλεγχος, περιοριζόμενος, βεβαίως, στα θέματα επί των οποίων ασκήθηκε διακριτική εξουσία, μη δυνάμενος να επεκταθεί σε θέματα τεχνικής φύσεως, που είναι εκτός της αρμοδιότητας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου να τα ελέγξει, (βλ. Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79).      

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00.

 

 

 

                                                     Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

                                                     Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                                     Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                     Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο