ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C120
(2017) 3 ΑΑΔ 302
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 116/2011)
(Υπόθεση Αρ. 74/2009)
3 Απριλίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΚΑΙΤΗ ΣΠΑΝΟΥ,
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΛΗ,
Εφεσείοντες/Αιτητές
- ΚΑΙ -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
Α) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
Β) ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
2. ΔΗΜΟΥ ΕΓΚΩΜΗΣ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------------------
Λ. Λουκαΐδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους 1.
Π. Σιακαλλής για Κούσιο και Κορφιώτη, για τον Εφεσίβλητο 2.
Ε. Λοΐζίδου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2 και 3.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση επιδιώκει την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή των παρόντων εφεσειόντων απερρίφθη ως μη παραδεκτή λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η προσφυγή, η οποία ασκήθηκε από τους νυν εφεσείοντες και άλλα δέκα πρόσωπα, τα οποία δεν εφεσίβαλαν την απόφαση, αφορούσε την προσπάθεια τους να ακυρώσουν την πολεοδομική άδεια που η Δημοκρατία μέσω του Τμήματος Πολεοδομίας παραχώρησε στα ενδιαφερόμενα μέρη για την ανέγερση πολυκατοικίας, καθώς και την άδεια οικοδομής που δόθηκε από τον Δήμο Έγκωμης για την ανέγερση της πολυκατοικίας αποτελούμενης από 16 διαμερίσματα.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη ζήτησαν και έλαβαν πολεοδομική άδεια ως ιδιοκτήτες συγκεκριμένων τεμαχίων γης επί των οποίων θα ανεγείρετο πολυκατοικία. Η οικοδομή θα χωροθετείτο σε δύο οικόπεδα εφαπτόμενα δύο διαφορετικών οδών. Η μια οδός, ανατολικά του ενός τεμαχίου, ήταν δρόμος πρωταρχικής σημασίας και η άλλη οδός, στα δυτικά, αποτελούσε οδό γειτονιάς. Ηγέρθηκε η προσφυγή στη βάση του γεγονότος ότι οι προσφεύγοντες ήσαν περίοικοι οι οποίοι κατ΄ ισχυρισμόν επηρεάζονταν από την προταθείσα ανάπτυξη. Η Δημοκρατία πρόταξε προδικαστική ένσταση ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν καταφέρει να αποδείξουν δυσμενή επηρεασμό ιδίου εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, κανένας από τους αιτητές δεν είχε αποδείξει γεωγραφική γειτνίαση με την ανάπτυξη με την παράθεση μάλιστα μόνο της διεύθυνσης της κατοικίας των αιτητών. Η επιχειρηματολογία των αιτητών μέσω του συνηγόρου τους ήταν ότι ο Δήμος Έγκωμης δεν θα έπρεπε να είχε αισθανθεί δεσμευμένος από τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής χωρίς ο ίδιος ο Δήμος να εξετάσει κατά πόσο η άδεια οικοδομής δικαιολογείτο με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα και υπό το φως του άρθρου 8 του Κεφ. 96. Εισηγήθηκαν περαιτέρω ότι το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και κατοικίας έπρεπε να τύχει σεβασμού και ότι πλήττετο το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρετήσεως και της γενικής ευημερίας της κοινότητας.
Το Δικαστήριο ενέκρινε την προδικαστική ένσταση αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία ως προς το έννομο συμφέρον, το οποίο θα πρέπει να είναι ενεστώς, υπαρκτό, δηλαδή, κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, θεμελιωμένο σε συμφέρον που προκύπτει να απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον. Η εισήγηση ότι το έννομο συμφέρον επηρεάζεται δεν θα πρέπει να αποδεικνύεται, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να πιθανολογείται, με το βάρος της πιθανολόγησης να πίπτει επί των ώμων του αιτητή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτητής Αντώνης Καλλή, εφεσείων 2, είχε την κατοικία του σε πολύ κοντινή απόσταση από την πολυκατοικία, αλλά για τους υπόλοιπους αιτητές (στους οποίους περιλαμβάνεται η εφεσείουσα 1), η αναφορά στη διεύθυνση και μόνο με αριθμό κατοικίας και συγκεκριμένο προσδιορισμό της σε χάρτη δεν ήταν αρκετή για να αποδειχθεί ουσιαστική γεωγραφική γειτνίαση ώστε να πιθανολογηθεί δυσμενής επηρεασμός. Κάποιοι είχαν τις κατοικίες τους σε παράλληλους δρόμους, ενώ άλλα οικόπεδα απείχαν σημαντικά από την πολυκατοικία. Εν πάση περιπτώσει, όμως, όλοι οι αιτητές, περιλαμβανομένων των εφεσειόντων, απέτυχαν να παρουσιάσουν ικανοποιητικά στοιχεία εύλογης πιθανολόγησης δυσμενούς επηρεασμού.
Σημειώθηκε από το Δικαστήριο ότι οι σχετικές άδειες δόθηκαν νόμιμα με βάση τη νομοθεσία και το ισχύον Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας και δεν είχαν δοθεί μετά από χαλάρωση ή κατ΄ εξαίρεση ή κατά παρέκκλιση των νομοθετικών προνοιών. Ούτε πρόκειτο για περίπτωση ιδιοκτητών παρακείμενων τεμαχίων με τη χορήγηση της άδειας σε γειτονικό κτήμα να είχε δοθεί κατά παράβαση υφιστάμενης νομοθεσίας. Καμία παρανομία δεν υποδείχθηκε από τους προσφεύγοντες, η άδεια δόθηκε νομίμως για ανέγερση διόροφης πολυκατοικίας σε οικιστική δημοτική περιοχή που δεν υπερέβαινε σε ύψος άλλες αντίστοιχες οικοδομές. Ούτε και ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη οι αόριστοι και γενικοί ισχυρισμοί των αιτητών οι οποίοι κινούνται στο πεδίο της εικασίας για σημαντική αύξηση της τροχαίας κίνησης ή της οδικής ασφάλειας ή ότι στην πολυκατοικία θα κατοικούσαν μονήρη άτομα, φοιτητές ή μετανάστες, προκαλώντας οχληρία και θόρυβο. Έτσι, στη βάση των ανωτέρω, ακόμη και η περίπτωση των αιτητών 2 και 4 που ήσαν γείτονες, δεν ενέπιπτε σε εκείνη την κατηγορία που πιθανολογούσε έννομο συμφέρον εφόσον η χρήση της πολυκατοικίας σε μια οικιστική περιοχή και εντός του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλόγως ότι θα υπερέβαινε το λογικό και γενικά αποδεκτό όριο.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας, ο συνήγορος απέσυρε την έφεση εναντίον της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, η δε συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών απέσυρε την αντέφεση της ως προς τα έξοδα που δεν είχαν επιδικαστεί υπέρ τους πρωτοδίκως. Παρέμεινε έτσι να εξεταστεί μόνο η έφεση αναφορικά με το Δήμο Έγκωμης. Το βασικό παράπονο εδώ ήταν και παραμένει ότι κακώς ο Δήμος ένοιωσε δεσμευμένος από την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής. Έπρεπε, κατά τους εφεσείοντες, να εξεταστεί η αίτηση οικοδομικής άδειας με βάση τις αρχές της νομοθεσίας και του δικαίου.
Παρά την απόσυρση της έφεσης εναντίον της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας και τη μη αμφισβήτηση πλέον της πολεοδομικής άδειας, οι εφεσείοντες επανέλαβαν τον ισχυρισμό τους ότι ως περίοικοι είχαν δικαίωμα προσφυγής και έννομο προς τούτο συμφέρον. Το «ίδιο ενεστώς έννομο συμφέρον» στην έννοια του Άρθρου 146.2, εξυπακούει την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος που απορρέει από νόμο. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία αναφορικά με το έννομο συμφέρον περιοίκου. Η νομολογία πράγματι αναγνωρίζει ότι ιδιοκτήτης ακινήτου έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει άδεια οικοδομής που δόθηκε σε γειτονικό οικόπεδο υπό την προϋπόθεση όμως ότι από τη διοικητική αυτή πράξη επηρεάζεται και το δικό του ακίνητο, επηρεασμός που πρέπει να πιθανολογείται με την υπόδειξη ότι η άδεια θα επηρεάσει αρνητικά ή θα βλάψει τα δικά του συμφέροντα στο τεμάχιο του. Η έννοια της επερχόμενης βλάβης πρέπει να υποδεικνύεται με βεβαιότητα που είτε υφίσταται είτε απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον, διαφορετικά το συμφέρον δεν είναι ενεστώς, (Gorna Systems Ltd v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 400, Giovani Developers Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1254/2011, ημερ. 6.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D294, Ιεροδιακόνου ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. αρ. 10/2010, ημερ. 15.4.2016 και Γλυκερία Σιούτη: «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» σελ. 159). Αναμένεται προς τούτο σαφής αναφορά της υφιστάμενης ή επερχόμενης με βεβαιότητα βλάβης στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως (Λατομεία Estate Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 391 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23). Όπου η αρνητική επίδραση και η βλάβη είναι εμφανής, το έννομο συμφέρον στοιχειοθετείται ευκολότερα όπως με την κατ΄ εξαίρεση χορήγηση άδειας για ανέγερση πτηνοτροφικής μονάδας σε οικιστική περιοχή με εύλογη πλέον την ανησυχία του παρακείμενου ιδιοκτήτη για την πρόκληση οχληρίας και δυσοσμίας, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73).
Η απλή αναφορά στην αίτηση ακυρώσεως των διευθύνσεων των αιτητών αναμφίβολα δεν ήταν επαρκής για να τους καταστήσει περιοίκους εν τη εννοία της νομολογίας. Χρειαζόταν περισσότερη εξειδίκευση ώστε να καταστεί εμφανές ότι η γειτνίαση των εφεσειόντων με τα τεμάχια των ενδιαφερομένων μερών για τα οποία δόθηκε πολεοδομική άδεια για ανέγερση πολυκατοικίας ήταν τέτοια που προέκυπτε όντως επηρεασμός. Η υπόθεση Zina Demetriou and Other v. Municipal Committee of Nicosia (1987) 3 C.L.R. 1996, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, δεν έθεσε ιδιαίτερους κανόνες ως προς το ζήτημα και απλώς ο Τριανταφυλλίδης, Π., απέρριψε προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την άδεια οικοδομής εφόσον τα δικά τους τεμάχια γης ήσαν «adjacent to the property of the applicants». Η έννοια του περιοίκου δεν είναι αόριστη και αφηρημένη και δεν μπορεί να καλύψει άτομα τα οποία δεν έχουν ουσιαστική γεωγραφική γειτνίαση με την περιουσία εντός της οποίας ανεγείρεται οικοδομή. Εξ ου και η συγκεκριμενοποίηση της γεωγραφικής θέσης είναι αναγκαία ιδιαίτερα σε μια περίπτωση όπως την παρούσα όπου εμφανώς δεν υπάρχει ζήτημα άμεσης και ευθείας επέμβασης σε όμορο ή όμορα τεμάχια ώστε να επηρεάζεται για παράδειγμα το έδαφος με τις εργασίες εκσκαφής και οικοδόμησης στο άλλο τεμάχιο.
Πέραν των πιο πάνω είναι θεμελιωμένο ότι η πολεοδομική άδεια αποτελεί το θεμέλιο για την υποβολή αίτησης για παροχή άδειας οικοδομής. Η τελευταία αποτελεί την άδεια για την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια έργων, (Θεοδώρου ν. Επάρχου Πάφου, Αναθ. Έφ. αρ. 49/2010, ημερ. 19.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:C978, Ζαντής ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485). Στη βάση επίσης της νομολογίας και με δεδομένο ότι η πολεοδομική άδεια αποτελεί προϋπόθεση για αίτηση για άδεια οικοδομής, η άδεια οικοδομής μπορεί να επιβάλει όρους όχι προς υποκατάσταση ή αντίκρουση αυτών της πολεοδομικής άδειας, αλλά μόνο προορισμένους για τις ανάγκες πραγμάτωσης της συγκεκριμένης ανάπτυξης. Η άδεια οικοδομής εξετάζεται επομένως υπό το πρίσμα της προηγηθείσας πολεοδομικής άδειας, (Κυπρούλα Ματθαίου Γ. Νικόλα κ. ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 47).
Τα πιο πάνω δεν σημαίνουν ότι ο Δήμος Έγκωμης κατά την εξέταση της αίτησης για άδεια οικοδομής δεν επιτέλεσε το καθήκον του ως ανεξάρτητο διοικητικό όργανο από αυτό της Πολεοδομικής Αρχής. Η άδεια οικοδομής εκδόθηκε μετά από δέουσα εξέταση από τον Δήμο Έγκωμης της αίτησης, υπό το φως, όμως, της ύπαρξης και της πολεοδομικής άδειας. Όπως υπέδειξε ορθά η συνήγορος των εφεσιβλήτων 1 στο περίγραμμα της, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να προβάλουν οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση χορήγησης της πολεοδομικής άδειας και, επομένως, θεωρείται ότι η Πολεοδομική Αρχή ενήργησε εντός της αρμοδιότητας της έχοντας ενώπιον της μια καθόλα νόμιμη αίτηση χωρίς την επιδίωξη οποιασδήποτε χαλάρωσης ή παρέκκλισης, θέματα τα οποία δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν. Εφόσον η αίτηση πληρούσε όλες τις πολεοδομικές προϋποθέσεις και ήταν σύμφωνη με το ισχύον Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας, ο Δήμος Έγκωμης στη βάση των δεδομένων αυτών προχώρησε να εκδώσει την οικοδομική άδεια έχοντας υπόψη ότι το Τοπικό Σχέδιο δεν απέκλειε ή απαγόρευε την ανέγερση διαμερισμάτων σε πολυκατοικία.
Δεν τίθεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο από τους εφεσείοντες προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με τον Δήμο Έγκωμης. Δεν μπορούσε ο Δήμος να ενεργήσει κατ΄ αντίθεση με την πολεοδομική άδεια, αλλά μόνο να θέσει ενδεχομένως όρους που εξυπηρετούσαν τη συγκεκριμένη ανάπτυξη γης. Από τη στιγμή δε που η έφεση εναντίον της Πολεοδομικής Αρχής απεσύρθη, αναγνωρίζεται ως ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα όλα δεδομένα σε σχέση με τον κατ΄ ισχυρισμόν δυσμενή επηρεασμό των εφεσειόντων από τη συγκεκριμένη ανάπτυξη ή ότι αυτή υπερέβαινε εν πάση περιπτώσει το όριο του λογικά και γενικά αποδεκτού. Όπως αναγράφεται στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Σιούτη - ανωτέρω - σελ. 159, η έννομη προστασία που παρέχεται έστω και για την επέλευση μελλοντικής ζημιάς πρέπει να θεμελιώνεται σε βέβαια περιστατικά του παρόντος. Γενικές και αόριστες αιτιάσεις περί επηρεασμού των ανέσεων των περιοίκων και των τυχόν επιπτώσεων επί του οδικού δικτύου ή της αλλαγής της φυσιογνωμίας της περιοχής, δεν επαρκούν.
Είναι ορθό ότι η οικοδομική άδεια έχει με συνάφεια με την πολεοδομική άδεια, αλλά είναι αυτοτελείς ως χωριστές διοικητικές πράξεις έχοντας χωριστά κριτήρια για την έκδοση εκάστης εξ αυτών είτε με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972, είτε με βάση το Κεφ. 96. Η επίκληση των προνοιών του άρθρου 8 του Κεφ. 96 από τους εφεσείοντες δεν προσθέτει οτιδήποτε. Δεν υπάρχει έρεισμα στις θέσεις τους ότι ο Δήμος Έγκωμης ενήργησε με δέσμια αρμοδιότητα ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ως διοικητικό όργανο ή αντικατέστησε τη διοίκηση. Αντίθετα, από το διοικητικό φάκελο φαίνεται το νόμιμο της εξέτασης της αίτησης για άδεια οικοδομής από το Δήμο, ο οποίος θα έπρεπε να αιτιολογούσε τυχόν διαφωνία του με την πολεοδομική άδεια και όχι το αντίθετο. Η άδεια οικοδομής, όπως εκδόθηκε ημερ. 15.5.2007, με αριθμό 03605, πρόδηλα έτυχε της δέουσας εξέτασης και έρευνας εφόσον αυτή εκδόθηκε στη βάση των συνημμένων αρχιτεκτονικών και χωρομετρικών σχεδίων και τους επισυναφθέντες όρους, γενικούς και υγειονομικούς, όρους πυρασφάλειας και όρους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Δεν ήταν συνεπώς μια απλή επισφράγιση προηγούμενης πράξης.
Οι εφεσείοντες είναι πλέον δεσμευμένοι από την πολεοδομική άδεια και τα όσα προηγήθησαν της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής και δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να αμφισβητούν μόνο τη άδεια οικοδομής επαναφέροντας λόγους δυσμενούς επηρεασμού των ανέσεων τους, (Λειβαδιώτου ν. Δήμου Αγίου Δομετίου (2010) 3 Α.Α.Δ. 456).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων
και υπέρ του εφεσίβλητου 2 Δήμου Έγκωμης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ