ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C98
(2017) 3 ΑΑΔ 295
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ, 196/2010)
(Υπ. Αρ. 1270/2008)
23 Μαρτίου 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Εφεσείοντα/Καθ΄ου η αίτηση
ΚΑΙ
CHAPS PROPERTY DEVELOPERS LTD
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
----------
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσείοντα.
Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Α. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, εταιρεία ανάπτυξης γης, στις 5.1.2004 είχαν αγοράσει ένα ακίνητο με σκοπό την ανέγερση πολυκατοικίας. Ήδη, κατόπιν αίτησης χρονολογούμενης το 2002, είχε εκδοθεί, από το 2003, επ΄ονόματι του προηγούμενου ιδιοκτήτη, πολεοδομική άδεια για την ανέγερση πολυκατοικίας με έντεκα διαμερίσματα και αριθμό χώρων στάθμευσης. Επειδή, όμως, οι εφεσίβλητοι ήθελαν να ανεγείρουν δώδεκα, αντί έντεκα, διαμερίσματα, υπέβαλαν δεύτερη αίτηση για πολεοδομική άδεια, η οποία όμως απερρίφθη, στις 11.10.2005. Στη συνέχεια, υπέβαλαν και τρίτη αίτηση αποσκοπώντας στη μείωση των χώρων στάθμευσης κατά ένα και την ενοποίηση δύο διαμερισμάτων, η οποία επίσης απερρίφθη, στις 22.3.2006. Στο μεταξύ, ξεκίνησαν την οικοδόμηση της πολυκατοικίας, πλην όμως οικοδομώντας τελικά δώδεκα διαμερίσματα και όχι έντεκα ως η υφιστάμενη τότε άδεια.
Το έργο ολοκληρώθηκε και τα διαμερίσματα πωλήθηκαν. Αργότερα, σε έλεγχο που διενεργήθηκε το 2008 από τον εφεσείοντα και αφορούσε την περίοδο από 1.6.2006 μέχρι την 31.8.2007, διαπιστώθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πωλήσει έντεκα διαμερίσματα χωρίς να επιβάλουν ΦΠΑ. Θεώρησε δε, ο εφεσείοντας, για τους λόγους που θα αναφερθούμε κατωτέρω, οι οποίοι και αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ότι η παράδοση των έντεκα διαμερισμάτων ήταν φορολογητέα, με βάση τη νομοθεσία περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) με αποτέλεσμα να προβεί στην έκδοση της επίδικης απόφασης, ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να καταβάλουν ΦΠΑ.
Μετά τη λήψη της εν λόγω απόφασης, οι εφεσίβλητοι, κατόπιν συνεννόησης με λειτουργούς της πολεοδομικής αρχής, υπέβαλαν νέα αίτηση για τροποποίηση της αρχικής πολεοδομικής άδειας, η οποία εγκρίθηκε από την πολεοδομική αρχή στις 13.6.2008. Ακολούθως καταχώρισαν την προσφυγή που οδήγησε στην υπό κρίση τώρα ακυρωτική απόφαση.
Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 1(β)(i) και του άρθρου 4 του Ογδόου Παραρτήματος των περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 2000-2012, που έχουν ως ακολούθως:
«1. Οι ακόλουθες συναλλαγές είναι εξαιρούμενες συναλλαγές:
.......
(β) παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας εξαιρουμένων των πιο κάτω συναλλαγών:
(i) μεταβίβαση κτιρίων ή τμημάτων τους και του οικοπέδου που μεταβιβάζεται μαζί με αυτά ή και εξ΄αδιαιρέτου ιδανικής μερίδας επ΄αυτών εφόσον πραγματοποιείται πριν από την πρώτη εγκατάσταση σ΄αυτά.
.....
4. (α) Οι διατάξεις των παραγράφων 1(β)(ι) και (ιι), 2 και 3 του παρόντος Παραρτήματος δεν εφαρμόζονται για τα κτίρια για τα οποία έχει κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας πριν την 1 Μαΐου 2004.
......»
Οι εφεσίβλητοι είχαν εισηγηθεί πρωτοδίκως ότι βρίσκει εφαρμογή η πρόνοια του άρθρου 4(α), εφόσον υπήρχε ήδη από το 2003, πολύ πριν από την κρίσιμη ημερομηνία της 1.5.2004, εκδομένη πολεοδομική άδεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, φαίνεται να αποδέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο όρος «δεόντως συμπληρωμένη αίτηση» έχει απλώς την έννοια μιας αίτησης που συμπληρώνεται ορθά και με πλήρη στοιχεία. Θεώρησε δε ότι εν προκειμένω η πρώτη αίτηση θα πρέπει να ήταν «δεόντως συμπληρωμένη» υπό την έννοια αυτή, εφόσον εγκρίθηκε. Αντίθετα, η θέση του εφεσείοντα ήταν πως ο εν λόγω όρος αναφέρεται σε Αίτηση που δεν παρουσιάζει διάσταση μεταξύ του περιεχομένου της και της υλοποίησής της δια της οικοδόμησης του αντίστοιχου κτηρίου.
Η παραπάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με τον πρώτο λόγο, με τους άλλους λόγους έφεσης να περιστρέφονται βασικά γύρω από το θεμελιακό αυτό ζήτημα που αφορά στην ερμηνεία των εν λόγω προνοιών του Νόμου.
Ήταν η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του εφεσείοντα ότι εκ του γράμματος της υπό εξέταση πρόνοιας προκύπτει άμεση και ευθεία συσχέτιση της «αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας» με το «κτίριο» για το οποίο η αίτηση έχει κατατεθεί. Συνεπώς, εισηγήθηκε, μια συναλλαγή εμπίπτει στην παράγραφο 4(α) μόνο εάν το κτήριο στο οποίο αφορά είναι αυτό που περιγράφεται στην αίτηση. Εν προκειμένω το κτήριο που τελικώς οικοδομήθηκε δεν είναι το αναφερόμενο στην αίτηση και συνεπώς η αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεόντως συμπληρωμένη σε σχέση με το ανεγερθέν κτήριο.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων συμφώνησε ότι το λεκτικό του άρθρου 4(α) είναι σαφές και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η αναζήτηση της πρόθεσης του νομοθέτη. Είχε όμως την άποψη ότι από τη γραμματική ερμηνεία προκύπτει ότι η σχετική πρόνοια αναφέρεται απλώς σε κατάθεση αίτησης που συμπληρώνεται δεόντως, δηλαδή «όπως είναι αναγκαίο, όπως ταιριάζει, όπως πρέπει να γίνει» σε σχέση με αιτήσεις, έντυπα και φόρμες που πρέπει να συμπληρωθούν τα στοιχεία σε αυτές.
Παρόμοια εισήγηση, ως η προβαλλομένη σήμερα από τους εφεσίβλητους, είχε προβληθεί από την εφεσείουσα στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση D.N.P. Property Developers Ltd v. Εφόρου ΦΠΑ, Α.Ε. 77/2011, ημερ. 20.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:C53, την οποία η Ολομέλεια εξέτασε με αναφορά όχι μόνο προς το γράμμα, αλλά και προς το πνεύμα των επίμαχων προνοιών, για να καταλήξει ότι δεν έχουν την έννοια πως αρκεί να είχαν συμπληρωθεί δεόντως, πριν την 1.5.2004, όλα τα ζητούμενα στοιχεία του εντύπου της πολεοδομικής άδειας, χωρίς να εξετάζεται και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την έγκριση της αιτουμένης ανάπτυξης.
Βεβαίως, εν προκειμένω, το ζήτημα παρουσιάζει διαφορά, εφόσον η υποβληθείσα πριν την 1.5.2004 (πρώτη) πολεοδομική αίτηση είχε εγκριθεί και συνεπώς, προκύπτει ότι είχε κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη και περιπλέον ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας. Το πρόβλημα όμως παραμένει και αφορά το κτήριο που τελικώς ανηγέρθη και στο οποίο αφορούσαν οι συναλλαγές, το οποίο δεν ήταν το «κτίριο για το οποίο είχε κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας πριν την 1 Μαϊου 2004». Ως προς το ζήτημα δε αυτό, παρά τη διαφορά, συνεχίζει να εφαρμόζεται η ερμηνεία που δόθηκε στην D.N.P. Property Developers Ltd, εφόσον αποκλείστηκε η, εισηγούμενη τώρα από τους εφεσίβλητους, έννοια του επίμαχου όρου, ήτοι ότι αφορά απλώς την τυπική συμπλήρωση της αίτησης ως έντυπο.
Συνεπώς, η ορθή ερμηνεία, όπως ορθά εισηγείται ο εφεσείοντας, δεν σχετίζεται με την τυπική συμπλήρωση της αίτησης, αλλά, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα του Νόμου, συνδέει την έννοια της «δεόντως συμπληρωμένης αίτησης» με το «κτίριο» για το οποίο τέτοια αίτηση έχει κατατεθεί. Εν προκειμένω, το κτήριο στο οποίο αφορούσε η κατατεθείσα και, μάλιστα, εγκριθείσα προ του κρίσιμου χρόνου αίτηση, ήταν η πολυκατοικία για την οποία είχε εκδοθεί η πρώτη πολεοδομική άδεια με έντεκα διαμερίσματα (πέντε των δύο και έξι του ενός υπνοδωματίου) και όχι το διαφορετικό κτήριο που τελικά ανηγέρθη, κατά παράβαση της υφιστάμενης τότε πολεοδομικής άδειας, με δώδεκα διαμερίσματα του ενός υπνοδωματίου.
Η μεταγενέστερη πολεοδομική άδεια του 2008 δεν είναι σχετική, ούτε ελήφθη ως τέτοια υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως παραπονείται ο εφεσείων. Όπως οι εφεσίβλητοι δέχονται στην αγόρευσή τους, πέραν της αναφοράς σ΄αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βάσισε την απόφαση του στο γεγονός της μεταγενέστερης νομιμοποίησης. Η μόνη σημασία που θα μπορούσε να έχει η εκ των υστέρων νομιμοποίηση, έγκειται στην πρακτική επιβεβαίωση και η αποδοχή, ως εκ της νέας πολεοδομικής αίτησης την οποία οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν για το κτήριο που τελικώς ανηγέρθη, ότι η πρώτη αίτηση δεν είχε κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη για το κτήριο αυτό.
Ο εφεσείων παραπονείται και για άλλα σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης. Η ουσία, όμως, της υπόθεσης και της έφεσης είναι η ερμηνεία των εν λόγω προνοιών και η απάντηση έχει δοθεί. Τα υπόλοιπα είναι παρεμφερή ζητήματα τα οποία, είτε βρίσκουν την απάντησή τους μέσα από τον πρώτο λόγο έφεσης, είτε λόγω της απόφασής μας επί του πρώτου λόγου έφεσης καθίστανται άνευ αντικειμένου.
Κρίνουμε, με τον προσήκοντα σεβασμό, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τις επίδικες πρόνοιες και η απόφασή του παραμερίζεται, περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα. Η επίδικη απόφαση του Εφόρου Φ.Π.Α. επικυρώνεται, με έξοδα €2000 υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Μ. Νικολάτος, Π.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π