ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C35
(2017) 3 ΑΑΔ 61
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 8/2011)
(Υπόθεση Αρ.8/2011)
3 Φεβρουαρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ΒΙΚΤΩΡΑ ΒΑΡΕΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------------
Αίτηση ημερ. 28 Νοεμβρίου 2016 για επαναφορά της έφεσης
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 4 και 7-Εφεσίβλητους.
Ενδιαφερόμενο Μέρος Χρ. Σκουφάρης, παρών.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΑΠΟΦΑΣΗ (Ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον της Ολομέλειας έχει καταχωρηθεί αίτηση ημερ. 28.11.2016 για επαναφορά καταχωρηθείσας στις 24.1.2011 έφεσης, η οποία απερρίφθη στις 19.3.2013, εξ αιτίας του δεδομένου ότι η εφεσείουσα Δημοκρατία δεν καταχώρησε το περίγραμμα αγόρευσης της έγκαιρα, παρά το γεγονός ότι είχαν δοθεί προς τούτο οδηγίες από την Ολομέλεια την 1.11.2012. Η έφεση αφορά προσφυγή που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την πλήρωση μιας κενής θέσης Ανώτερου Τεχνικού (Μηχανολογίας Ηλεκτρολογίας). Εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 15.12.2010, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή.
Όπως αναφέρθηκε, δυνάμει των σχετικών Κανονισμών του 1996, το Πρωτοκολλητείο ενεργοποίησε τη διαδικασία απόρριψης της έφεσης λόγω μη καταχώρησης εγκαίρως του περιγράμματος δυνάμει του Κανονισμού 13(ε). Στις 21.3.2013, όπως η Ολομέλεια έχει σήμερα πληροφορηθεί και από την αρμόδια Πρωτοκολλητή, η Νομική Υπηρεσία ειδοποιήθηκε περί της απόρριψης της έφεσης.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της ίδιας της δικηγόρου που εμφανίζεται ενώπιον της Ολομέλειας σήμερα για να προωθήσει την αίτηση, πράγμα που από μόνο του, κατά τη νομολογία, είναι εν πάση περιπτώσει ανεπιθύμητο. Υποστηρίζει η Δημοκρατία ότι οι λόγοι για τους οποίους δεν καταχωρήθηκε έγκαιρα το περίγραμμα αγόρευσης αφορούσαν στο γεγονός της απώλειας για αρκετό χρονικό διάστημα του φακέλου της υπόθεσης. Οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε εντατικές και συνεχιζόμενες προσπάθειες ανεύρεσης του, χωρίς όμως επιτυχία. Πρόθεση τους ήταν πάντοτε η καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης και επειδή το αντικείμενο της έφεσης δυνατό να επηρεάσει αρκετές παρόμοιες υποθέσεις σε σχέση με την εφαρμογή της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου 29(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, κρίνεται αναγκαία η επαναφορά της, με προς τούτο Διάταγμα από την Ολομέλεια, ώστε το περίγραμμα να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών. Δεν υπήρξε πρόθεση είτε από τους εφεσείοντες, είτε από τη συνήγορο που χειρίζεται την υπόθεση, να επιδειχθεί οποιαδήποτε ασέβεια ή παρακοή προς τις οδηγίες της Ολομέλειας για την καταχώρηση των περιγραμμάτων. Συνεπώς η αίτηση, κατά την εισήγηση, θα πρέπει να επιτύχει.
Καταχωρήθηκε σχετική ένσταση από πλευράς των Ηλία Ηλία και Χαράλαμπου Χαραλάμπους που ήταν καθ΄ ων η αίτηση 4 και 7, αντίστοιχα, για τους λόγους που εκεί εξηγούνται ότι, δηλαδή, η αίτηση στερείται της αναγκαίας νομικής βάσης εφόσον δεν επικαλείται καν τον Κανονισμό 13(ε), που είναι ο σχετικός Κανονισμός, δεν αποκαλύπτονται γεγονότα που να δείχνουν ότι πράγματι η μη καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης οφειλόταν σε λόγο πέραν των δυνάμεων των εφεσειόντων, η απώλεια του φακέλου της υπόθεσης για αρκετό χρονικό διάστημα δεν αποτελεί επαρκή, σύμφωνα με τη νομολογία, αιτιολογία για επαναφορά της έφεσης, έχει ήδη παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο από μόνο του καταδεικνύει αδιαφορία ή οριστική πρόθεση εγκατάλειψης της έφεσης, τυχόν δε έγκριση της αίτησης θα δημιουργήσει ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας.
Στις Αναθεωρητικές Εφέσεις, όπως είναι η υπό κρίση υπόθεση, ισχύει ο περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964. Ισχύει όμως και ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, ο Κανονισμός 4 του οποίου αναφέρει ότι οι διατάξεις των Κανονισμών του 1996, εφαρμόζονται σε όλο το φάσμα της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκτός των Ποινικών Εφέσεων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Πρωτοκολλητείο καθηκόντως έθεσε ενώπιον της Ολομέλειας την υπόθεση προς απόρριψη δυνάμει του Κανονισμού 13(ε), ο οποίος, όπως τροποποιήθηκε, δίδει την ευχέρεια στο διάδικο του οποίου η έφεση απερρίφθη να επιδιώξει επαναφορά όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης οφείλεται σε λόγο «πέραν των δυνάμεων» του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε η μη επαναφορά να ισοδυναμεί τελικώς με αποστέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να ακουστεί. Πρόκειται περί πρόνοιας η οποία έχει ερμηνευθεί, σε ό,τι αφορά τις Αναθεωρητικές Εφέσεις, ιδιαίτερα στη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1134, στην οποία
έγινε αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία όπως τη Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221 και Ρουβανιάς ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191.
Η ουσία του κριτηρίου της επαναφοράς περικλείεται, όπως αναφέρθηκε, στη φράση «πέραν των δυνάμεων». Αυτή εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά διαφορετικά θα δημιουργούνταν προβλήματα στην αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Εξηγήθηκε δε ότι η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ένα εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Εντελώς πρόσφατα στη Φωτεινή Ίβρου ν. Ελένης Μαυροκωνσταντή και άλλοι, Πολ. Έφ. αρ. Ε126/13, ημερ. 1.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A31, επαναλήφθηκαν οι ίδιες αρχές με αναφορά στον Κανονισμό 13(ε), με εξήγηση και ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας. Η έφεση αφορούσε την πολιτική δικαιοδοσία, αλλά είναι φανερό ότι ενιαία είναι που αντιμετωπίζονται τα θέματα επαναφοράς είτε στην πολιτική δικαιοδοσία, είτε στην αναθεωρητική δικαιοδοσία.
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τα όσα έχουν αναπτυχθεί από τους συνηγόρους, κρίνεται ότι δεν ικανοποιείται κανένα από τα κριτήρια τα οποία έχει θέσει η νομολογία. Ορθά ο κ. Παναγιώτου θέτει θέμα έλλειψης του νομιμοποιητικού βάθρου της ίδιας της αίτησης. Κατά δεύτερο λόγο, τα όσα αναφέρονται στην αίτηση και την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει, δεν εξηγούν με επάρκεια τον διαρρεύσαντα χρόνο από τις 21.3.2013 μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για επαναφορά και δεν εξηγούν ούτε ορισμένα σημαντικά δεδομένα στην υπόθεση, όπως, πότε ανευρέθηκε ο φάκελος στη Νομική Υπηρεσία ώστε να εξεταστεί και το εύλογο του χρόνου από εκείνη την ημερομηνία μέχρι την καταχώρηση της επίδικης αίτησης. Εν πάση περιπτώσει, η απώλεια ενός φακέλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια του «πέραν των δυνάμεων», ως ένα απρόβλεπτο ή εξαιρετικό γεγονός όπως έχει καθιερώσει η νομολογία. Υπήρχαν ενδεχομένως άλλοι τρόποι ενωρίτερης ανάκτησης του φακέλου όπως η έγκαιρη ανασύσταση του, αν επιδεικνυόταν προς αυτό η ανάλογη σπουδή από πλευράς της Νομικής Υπηρεσίας, ώστε και η αίτηση επαναφοράς να καταχωρείτο το συντομότερο δυνατό και όχι μετά από παρέλευση τριών και πλέον ετών.
Οι άλλοι λόγοι που αναφέρονται στην αίτηση ως προς την επίπτωση που θα έχει η τυχόν μη επαναφορά της αίτησης σε αριθμό άλλων υποθέσεων, δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση, η οποία θα πρέπει να κριθεί στα δεδομένα τα οποία τώρα υπάρχουν ενώπιον της Ολομέλειας. Σαφώς δε έχει την ανάλογη σημασία και βαρύτητα και η ανάγκη τελεσιδικίας.
Επομένως, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση-εφεσιβλήτων και εναντίον της αιτήτριας-εφεσείουσας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση συνεπώς παραμένει ως απορριφθείσα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ