ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C1
(2017) 3 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 70/2011
10 Ιανουαρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΜΙΧΑΛΗ ΦΡΑΝΤΖΗ
Εφεσείοντα/Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση
.......
Μ. Θεριστή (κα), για τον Εφεσείοντα
Κ. Στιβαρού (κα), για την Εφεσίβλητη
......
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση παραπέμπει χρονικά στο 2002 όταν με απόφαση της εφεσίβλητης ημερ. 24.7.02 προήχθηκε στη θέση Τεχνικού επιθεωρητή Σταθμού Β΄ (Μηχανολογική Συντήρηση) του Ηλεκτροπαραγωγικού Σταθμού Δεκέλειας (στο εξής η Θέση) τρίτο προς την παρούσα διαδικασία πρόσωπο, απόφαση όμως που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν προσφυγής του εκ των υποψηφίων προς προαγωγή Δημήτρη Παφίτη (στο εξής το ενδιαφερόμενο μέρος, ΕΜ) στη βάση ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν ultra vires εφόσον παραβίαζε την αρχή της ισότητας (Παφίτης ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 888/02 ημερ. 16.11.04).
Η εφεσίβλητη, συμμορφούμενη στην ακυρωτική απόφαση, επαναπροκήρυξε τη Θέση με νέο Σχέδιο Υπηρεσίας και στις 20.10.05 προήγαγε στη Θέση το ΕΜ, πλην όμως και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε μετά από προσφυγή του εφεσείοντα λόγω έλλειψης αιτιολογίας (Φραντζής ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 12/2006 ημερ. 14.1.08). Ακολούθησε νέα επανεξέταση και στις 22.7.08 η εφεσίβλητη αποφάσισε και πάλι να επαναπροάξει το ΕΜ, γεγονός που αποτέλεσε αντικείμενο δεύτερης προσφυγής του εφεσείοντα στο πλαίσιο της οποίας προώθησε βασικά τέσσερις (4) ακυρωτικούς λόγους. Ο πρώτος, ότι η απόφαση της εφεσίβλητης να προάξει το ΕΜ ήταν προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας εφόσον δεν εξέτασε κατά πόσο το ΕΜ πληρούσε πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για καλή γνώση της αγγλικής τεχνικής ορολογίας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες του κλάδου, ο δεύτερος ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (στο εξής ΣΥ) που υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή διαστρέβλωνε την υπηρεσιακή του εικόνα από απόψεως αξίας και αρχαιότητας, προσδίδοντας υπεροχή στο ΕΜ, ο τρίτος ότι δεν προέβηκε σε έρευνα ως προς τα πρόσθετα προσόντα του και ο τέταρτος, ότι η ΣΥ και το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) της εφεσίβλητης υιοθέτησαν «παθητικά» τη σύσταση του Διευθυντή χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα και επομένως τελούσαν σε πλάνη περί τα πράγματα, η δε απόφαση για προαγωγή του ΕΜ στερείτο αιτιολογίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις, απέρριψε τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, κρίνοντας - με αναφορά στις Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 2 Α.Α.Δ. 82, Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 2137/06 ημερ. 22.12.08, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 687/08 ημερ. 13.8.10 και Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38) - ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να εγείρει προς εξέταση θέμα γνώσης από το ΕΜ της αγγλικής τεχνικής ορολογίας εφόσον δεν άσκησε επί τούτου έφεση. Περαιτέρω, απορρίπτοντας τους επόμενους τρεις ακυρωτικούς λόγους, θεώρησε ότι η σύσταση του Διευθυντή και της ΣΥ δεν έπασχαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σ΄ ό,τι αφορά την υπηρεσιακή εικόνα των μερών και στα σχετικά πρακτικά που τηρήθηκαν τόσο από τη ΣΥ όσο και από το ΔΣ της εφεσίβλητης γίνεται αναφορά στα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα, η δε έρευνα τους δεν περιορίστηκε στα στοιχεία και πληροφορίες που έθεσε ενώπιον τους ο Διευθυντής ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για «παθητική» υιοθέτηση της σύστασης τους. Με αποτέλεσμα την εν τέλει απόρριψη της προσφυγής και την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (Φραντζής ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 1571/08).
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για δεκαέξι (16) λόγους, τους οποίους και αιτιολογεί εκτεταμένα. Ό,τι όμως ουσιαστικά διατείνεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
1. Δεν εξέτασε τον ακυρωτικό λόγο ότι το ΕΜ δεν πληρούσε πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για καλή γνώση της αγγλικής τεχνικής ορολογίας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες του κλάδου και επί τούτου δεν εφάρμοσε ορθά τη σχετική νομολογία (Λόγοι έφεσης 1-6),
2. Δεν διερεύνησε τη συνολική υπηρεσιακή εικόνα που παρουσίαζαν ο ίδιος και το ΕΜ, κρίνοντας πως το ΕΜ υπερτερούσε έναντι του σε αξία και παραγνωρίζοντας την αρχαιότητα του - 32 μήνες και όχι 16 που τού αναγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο - έναντι του ΕΜ. (Λόγοι έφεσης 7-10 και 12-14).
3. Απεφάνθη ότι η απόφαση της ΣΥ η οποία υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή είναι ορθή και εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι η απόφαση της εφεσίβλητης για προαγωγή του ΕΜ στερείτο αιτιολογίας (Λόγοι έφεσης 11 και 15) και
4. Δεν απεδέχθη τον ακυρωτικό λόγο περί παθητικής υιοθέτησης των συστάσεων της ΣΥ και του Διευθυντή από το ΔΣ της εφεσίβλητης, η απόφαση του οποίου για προαγωγή του ΕΜ συνιστά απεμπόληση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του και έλλειψη έρευνας από το ίδιο (Λόγος έφεσης 16).
H ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους πιο πάνω λόγους έφεσης με πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης, κάτι που έπραξε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Στο επίκεντρο των θέσεων του εφεσείοντα, σ΄ ό,τι αφορά τους πρώτους έξι (6) λόγους της έφεσης, είναι ότι αυτός ως επιτυχών διάδικος στην προσφυγή 12/06 δεν νομιμοποιούταν να ασκήσει έφεση για την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τον ακυρωτικό λόγο ότι το ΕΜ δεν είχε καλή γνώση της αγγλικής τεχνικής ορολογίας που ήταν σχετική με τις δραστηριότητες του κλάδου. Παρέπεμψε σχετικά στην Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639 όπου δεν επετράπη έφεση στον επιτυχόντα διάδικο λόγω έλλειψης αιτιολογίας, κατ΄ εφαρμογή της (μέχρι τότε) νομολογιακής αρχής ότι δεν χωρεί έφεση εναντίον ακυρωτικής απόφασης από επιτυχόντα διάδικο. Κατά συνέπεια, υποστήριξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε τον υπό αναφορά ακυρωτικό λόγο εφόσον στην προσφυγή 12/06 διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας - έλλειψη αιτιολογίας - που ανέτρεχε στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Αργυρού και η προ αυτής νομολογία, αντέτεινε η συνήγορος της εφεσίβλητης, υπερσκελίστηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία που παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση και ορθά κρίθηκε ότι εφόσον ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση για τη μη εξέταση του εν λόγω ακυρωτικού λόγου, δεν μπορούσε να εγείρει τέτοιο ζήτημα στην προσφυγή του καθότι επρόκειτο για επανεξέταση η οποία διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων, τις οποίες έχουμε παραθέσει ανωτέρω κατά τρόπο επιγραμματικό. Καταλήξαμε ότι οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Όπως κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στη Ναζίρης (ανωτέρω) η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος. Στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσείων πέτυχε σε ακυρωτικό αποτέλεσμα λόγω έλλειψης αιτιολογίας, πρόβλημα το οποίο θα μπορούσε να αρθεί με επανεξέταση ενώ άλλος διακεκριμένος ακυρωτικός λόγος - ότι δηλαδή το ΕΜ δεν πληρούσε πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας - δεν εξετάστηκε. Είχε επομένως παραμείνει ζήτημα προς ζημία του για το οποίο νομιμοποιούταν να ασκήσει έφεση και εφόσον για το ζήτημα αυτό δεν άσκησε έφεση δεν μπορούσε, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να εγείρει τέτοιο θέμα στην προσφυγή του καθότι είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. Σχετικές επί του ζητήματος είναι και οι Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, Δημοκρατία ν. Κούλουμου και Παπασάββα ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 210/10 ημερ. 26.4.14 και Δημοκρατία ν. Πέτρου, Α.Ε.107/11 ημερ. 30.6.16, ECLI:CY:AD:2016:C324) οι οποίες έχουν παγιώσει το δικαίωμα ενός επιτυχόντα διαδίκου να προσβάλει με έφεση παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει προβληθέντα ακυρωτικό λόγο, καθώς επίσης για αρνητική γι΄ αυτόν κρίση του Δικαστηρίου εφόσον παραμένει ζήτημα προς ζημία του. Όπως σχετική είναι και η Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413 όπου έγινε αναφορά στην καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία καθότι η παράλειψη έγερσης τέτοιων θεμάτων σε προηγούμενες διαδικασίες δημιουργεί δεδικασμένο.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης της δεύτερης ενότητας (ανωτέρω), δεν αμφισβητείται ότι για τα έτη 1994-2000 το ΕΜ είχε βαθμολογηθεί με 26Α, 35Β+ και 5Β ενώ ο εφεσείων με 19Α, 46Β+ και 1Β, καθώς και ότι ο άμεσα προϊστάμενος των μερών είχε κρίνει την επίδοση του ΕΜ «εξαίρετη» και αυτή του εφεσείοντα «πολύ ικανοποιητική». Αμφισβητείται όμως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχαιότητα του εφεσείοντα ήταν μόνο 16 μήνες εφόσον, όπως διατείνεται, ο ίδιος είχε προαχθεί στην κλίμακα Α8 στις 1.8.82 και το ΕΜ στις 1.4.85 και όχι στις 1.12.83 που αναγραφόταν στη σύσταση. Επιπρόσθετα καταλογίζει στρέβλωση της υπηρεσιακής του εικόνα από απόψεως αρχαιότητας σε σχέση με την ημερομηνία που προάχθηκε τόσο αυτός όσο και το ΕΜ στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Εργαστηριακού Σταθμού (Κλίμακα Α9), προβάλλοντας ότι στη σύσταση αναγραφόταν ως ημερομηνία προαγωγής του ΕΜ στην εν λόγω κλίμακα η 1.7.19972 που παρέπεμπε στο 1972 και όχι στο 1997 και επί τούτου θεωρεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος καθώς ήταν φανερό «. ότι η ημερομηνία που αναφέρεται είναι η 1η Ιουλίου 1997 και όχι η 1η Ιουλίου 1972.».
Ούτε και αυτοί οι λόγοι ευσταθούν.
Ναι μεν σύμφωνα με τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 221 και Βασιλειάδη κ.α. ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403), η διαφορά μέχρι 5 «Εξαίρετα» κρίθηκε ότι αντιστοιχεί σε ισοδυναμία, αλλά στην υπό κρίση περίπτωση η διαφορά είναι 7 «Εξαίρετα» προς όφελος του ΕΜ και σε συνδυασμό με την κρίση του άμεσα προϊσταμένου των Μερών ότι η επίδοση του ΕΜ ήταν «Εξαίρετη» ενώ του εφεσείοντα «Πολύ Καλή», αυτό προσέδιδε σημαντικό προβάδισμα στο ΕΜ το οποίο δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Και αυτό, έστω και εάν ο εφεσείων είχε βαθμολογηθεί με περισσότερα Β+ από το ΕΜ, η εν τέλει υπηρεσιακή τους εικόνα από απόψεως βαθμολογημένης αξίας και επίδοσης προσέδιδε αντικειμενικό προβάδισμα στο ΕΜ καθότι υπερείχε σε 7Α και η επίδοση του κρίθηκε «εξαίρετη» ενώ του εφεσείοντα «πολύ ικανοποιητική».
Αναφορικά τώρα με το κριτήριο της αρχαιότητας, στη σύσταση αναφερόταν ότι αμφότερα τα μέρη προάχθηκαν στην αμέσως προηγούμενη θέση - αυτή του Ανώτερου Τεχνικού Εργαστηρίου Σταθμού Κλίμακα Α9 - στις 1.7.19972, αντί της ορθής 1.7.1997. Επί τούτου, όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι φανερό ότι εμφιλοχώρησε τυπογραφικό λάθος και συναφώς αδυνατούμε να αντιληφθούμε την επιμονή του εφεσείοντα ότι το λάθος αυτό στρέβλωνε με οποιοδήποτε τρόπο την υπηρεσιακή του εικόνα από απόψεως αρχαιότητας. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων, όπως αναφερόταν στη σύσταση και όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπερείχε σε αρχαιότητα. Όμως το κριτήριο της αρχαιότητας με τη συνυφασμένη με αυτό πείρα ναι μεν προσέδιδαν στον εφεσείοντα περαιτέρω αξία πλην όμως, όπως ορθώς και πάλι επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο της αρχαιότητας δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα (Τρύφωνος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377), παρά μόνο όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι (Δημοκρατίας ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η εφεσίβλητη υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Παραπέμπουμε επί τούτου και στη Δημοκρατία ν. Σιακαλλή (2012) 3 Α.Α.Δ. 182, όπου επαναλήφθηκε πως το κριτήριο της αξίας έχει καθιερωθεί ως το βασικό κριτήριο για προαγωγή-διορισμό και υπό το φως των στοιχείων που είχε ενώπιον της η εφεσίβλητη κατά τον κρίσιμο χρόνο το ΕΜ υπερείχε έναντι του εφεσείοντα στο κριτήριο αυτό.
Με τους 11ο και 15ο λόγους έφεσης βάλλονται ως εσφαλμένες δύο κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η πρώτη, ότι οι συστάσεις της ΣΥ και του Διευθυντή δεν έπασχαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και η δεύτερη, ότι από τα πρακτικά ημερ. 20.6.08 και 22.7.08 προέκυπτε πως τόσο η ΣΥ όσο και το ΔΣ της εφεσίβλητης (αντιστοίχως) προέβησαν σε έρευνα και μελέτη των στοιχείων των φακέλων και δεν περιορίστηκαν (παθητικά) στα στοιχεία και πληροφορίες που έθεσε ενώπιον τους ο Διευθυντής, αιτιολογώντας προς τούτο επαρκώς τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν το ΕΜ.
Σε σχέση με την πρώτη κρίση, είναι θέση του εφεσείοντα ότι η σύσταση του Διευθυντή έπεται κατά κανόνα της σύστασης της ΣΥ και δεν μπορεί, όπως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σύσταση του να είχε υιοθετηθεί από τη ΣΥ αφού κατά το χρόνο έκδοσης της σύστασης της ΣΥ δεν υπήρχε η σύσταση του Διευθυντή. Σε σχέση δε με τον 15ο λόγο έφεσης, είναι θέση του εφεσείοντα ότι εάν όντως η ΣΥ και το ΔΣ της εφεσίβλητης προέβαιναν σε έρευνα των στοιχείων των φακέλων, το κείμενο της απόφασης τους δεν θα ήταν πανομοιότυπο με τις συστάσεις του Διευθυντή και κατά συνέπεια η επί τούτου θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.
Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου σε σχέση με τον 11ο λόγο, αντέτεινε η συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι απαράδεκτος εφόσον τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι πλήρως αντίθετος και με το θεσμικό πλαίσιο της εφεσίβλητης (Κανόνας 6 του Δεύτερου Πίνακα - Μέρους ΙΙ του Κανονισμού 19 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986)[1] σύμφωνα με το οποίο ο Διευθυντής καλείται (ως μη μέλος) και δίδει τη σύσταση του ενώπιον της ΣΥ. Αβάσιμος, συνέχισε, είναι και ο 15ος λόγος έφεσης καθότι το γεγονός ότι το κείμενο της απόφασης επιλογής έχει το ίδιο λεκτικό με το κείμενο της σύστασης, δεν συνιστά αφ΄ εαυτού λόγο ότι το διορίζον όργανο δεν άσκησε τη δική του κρίση. Παρέπεμψε σχετικά στην Οικονόμου ν. ΑΗΚ (1996) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1844, προβάλλοντας ότι η Μιχαήλ ν. ΑΗΚ, Αρ. Υποθ. 1567/09 ημερ. 20.11.09 που επικαλείται ο εφεσείων για υποστήριξη του υπό συζήτηση λόγου έφεσης είναι άσχετη καθότι η υπόθεση αυτή αφορούσε στις συστάσεις των άμεσα προϊσταμένων, που δεν είναι αντικείμενο στην παρούσα περίπτωση.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και επί των δύο προσβαλλόμενων με την έφεση κρίσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όντως, όπως επεσήμανε η συνήγορος της εφεσίβλητης, το ζήτημα που εγείρεται με τον 11ο λόγο έφεσης δεν προωθήθηκε πρωτοδίκως και ενόψει τούτου ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, ορθή είναι και η δεύτερη επισήμανση της δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι με βάση τον Κανόνα 6 του Κανονισμού 19 των Κανονισμών της εφεσίβλητης (ανωτέρω) παρέχεται στο Διευθυντή δυνατότητα να παρίσταται στις συνεδριάσεις της ΣΥ και να καταθέτει τις απόψεις του και ως εκ τούτου η σύσταση του επί θέματος προαγωγής - όπως συμβαίνει στην παρούσα - δυνατόν να προηγείται της σύστασης της ΣΥ. Έπεται ότι ο σχετικός με το ζήτημα ισχυρισμός του εφεσείοντα δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου ο 11ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Αβάσιμος κρίνεται και ο 15ος λόγος έφεσης καθότι το γεγονός ότι το κείμενο της σύστασης της ΣΥ και της απόφασης του ΔΣ για προαγωγή του ΕΜ είναι πανομοιότυπο με τη σύσταση του Διευθυντή, δεν μπορεί αφ΄ εαυτού να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι το ΔΣ προχώρησε στην προαγωγή του ΕΜ χωρίς έρευνα των στοιχείων των φακέλων και υιοθέτησε «παθητικά» τη σύσταση του Διευθυντή. Και αυτό αφού, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα τηρηθέντα πρακτικά αποκάλυπταν πως τόσο η ΣΥ όσο και το ΔΣ «Δεν περιόρισαν την έρευνα τους στα στοιχεία και στις πληροφορίες που ο Διευθυντής έθεσε ενώπιον τους, στα πλαίσια των συστάσεων του, και αιτιολόγησαν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή. Εξέτασαν όλα τα στοιχεία τα οποία ήσαν ενώπιον τους και προέβηκαν σε σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους». Κάτι που έγινε και με τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα, για τα οποία επίσης υποβάλλει παράπονο ότι η εφεσίβλητη δεν προέβη σε έρευνα για το θέμα αυτό, εφόσον τόσο στο πρακτικό ημερ. 20.6.08 της ΣΥ όσο και στο πρακτικό ημερ. 22.7.08 του ΔΣ γίνεται αναφορά στα πρόσθετα του προσόντα και επομένως η εφεσίβλητη τα είχε υπόψη της όταν ελάμβανε την απόφαση για προαγωγή του ΕΜ.
Για τους πιο πάνω λόγους οι λόγοι έφεσης 11 και 15 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται, κατάληξη που συμπαρασύρει σε απόρριψη και τον τελευταίο λόγο έφεσης (υπ΄ αρ. 16) ο οποίος βασίζεται στον ισχυρισμό ότι η ΣΥ και το ΔΣ υιοθέτησαν «παθητικά» τη σύσταση του Διευθυντή και δεν προχώρησαν εξ ιδίων σε έρευνα.
Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία και καθορίζουμε στις €2.000 πλέον Φ.Π.Α.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Σ. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «6.-(1) Εις οιανδήποτε συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, θα δύναται να παρίστανται (αλλ' ουχί ως μέλη της Υπεπιτροπής) ο Διευθυντής, και τοιούτοι άλλοι υπάλληλοι κατέχοντες θέσεις επί κλίμακος 15 και άνω, ως τα Μέλη της Υπεπιτροπής ή ο Διευθυντής ήθελον κρίνει ότι η παρουσία των είναι υπό τας περιστάσεις χρήσιμος ή επιθυμητή, εκτός εάν τα Μέλη της Υπεπιτροπής είναι της γνώμης ότι λόγω της φύσεως του υπό συζήτησιν θέματος δέον όπως ή συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής διεξαχθή ή συνεχισθή, ως η περίπτωσις, άνευ της παρουσίας πάντων των ως άνω προσώπων ή τινών εξ αυτών.
(2) Τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπή ς θα δύνανται να ακούονν τας απόψεις του Διευθυντού και άλλων προϊσταμένων τμημάτων ή υπηρεσιών της Αρχής κατά την απόλυτον κρίσιν των και να δίδουν εις τας τοιαύτας απόψεις οίαν βαρύτητα ήθελον κρίνει πρέπον».