ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C576

(2016) 3 ΑΑΔ 754

22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Καθ'ων η αίτηση,

 

v.

 

ΠΕΤΡΟΥ ΜΙΚΑΛΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 93/2011)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η αρχή της καλής πίστης που ενσωματώνει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη πρέπει να διακατέχουν τις ενέργειες της διοίκησης ― Περιστάσεις παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στην κριθείσα περίπτωση.

 

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε ως παράνομη η απόφαση τους για απόρριψη του αιτήματος του εφεσιβλήτου για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον Κλάδο της Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Αγρονομικής -Τοπογραφικής Μηχανικής.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η πρώτη δέσμη των λόγων έφεσης περιστρέφεται στη διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση.  Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρώτης προσφυγής, επανεξετάζοντας το υποβληθέν αίτημα του εφεσιβλήτου για εγγραφή στο Μητρώο Μελών, ανέτρεξαν στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης, ήτοι την 26 Μαρτίου 2006.

 

Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η πρωτόδικη κρίση, υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, ότι οι τελευταίοι ενήργησαν υπό πλάνη όταν η όποια αναφορά που έγινε στον εφεσείοντα ήταν ότι η απόκτηση των επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, ενδεχομένως θα επέτρεπε την εγγραφή του στο Μητρώο και όχι η βεβαιότητα.

 

Οι ενέργειες της διοίκησης πρέπει να εξετάζονται κάτω από το πρίσμα της γενικής αρχής της καλής πίστεως, που ενσωματώνει τις αρχές της εμπιστοσύνης του κοινού προς το κράτος ή την αρμόδια αρχή, επί του προκειμένου, και του περί δικαίου αισθήματος.

 

Η εισήγηση περί απουσίας του αναγκαίου πραγματικού υπόβαθρου, για θεμελίωση παράβασης, από το ΕΤΕΚ, της αρχής που αποφασίστηκε πρωτοδίκως, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην επιστολή ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2006, (ορθή ημερομηνία 8/2/2007), το ΕΤΕΚ αναγνωρίζει ότι υπήρχε στην ιστοσελίδα του η αναφορά για δυνατότητα εγγραφής στη βάση του συνδυασμού μεταπτυχιακού. Η δε αναφορά σε «συναφές» δίπλωμα στο οποίο αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος, δεν αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή.

 

Από τη στιγμή που δεν κατατέθηκε μαρτυρία ως προς το ακριβές περιεχόμενο της τότε, το 2005, ανάρτησης στο διαδίκτυο, αναφορικά με τα προαπαιτούμενα για εγγραφή, θα ήταν ανασφαλές το συμπέρασμα. Βέβαια, ούτε ένορκη μαρτυρία είχε προσαχθεί, από πλευράς εφεσιβλήτου, ως προς την προφορική ενημέρωση που έτυχε. Το εύρημα, όμως, του Δικαστηρίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυθαίρετο.

 

Το ΕΤΕΚ στηρίχτηκε στην διάρκεια φοίτησης για ν' απορρίψει την αίτηση. Μια παράμετρος που καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν συμπεριφερθεί έξω από το αναμενόμενο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης, είναι η απάντηση που δόθηκε προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων, ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2007, όπου αναγνωρίζεται ότι η πρακτική της αποδοχής μεταπτυχιακού μονοετούς διάρκειας για εγγραφή στο Μητρώο εκτίμηση της, εφαρμόστηκε μέχρι τα μέσα του 2006.

 

Το ότι το δίπλωμα του από το Πανεπιστήμιο του Salford αναγνωρίζεται από το RICS, βεβαιώνεται από την έκθεση της Επιτροπής Εγγραφής Μελών. Και αν ακόμη τερματίστηκε η κατ' εξαίρεση διαδικασία, αυτή έγινε μέσα του 2006, συνεπώς, έξω από την επίδικη περίοδο υποβολής της αίτησης (26 Μαρτίου 2006).

 

Στη βάση όλων αυτών των γεγονότων θεωρούμε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, ήταν βάσιμο και ορθό.

 

Ο επόμενος λόγος έφεσης εδράζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν υπό πλάνη, καθότι δεν έστρεψαν την προσοχή τους στις πρόνοιες του περί Αναγνωρίσεως των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2008 (Ν. 31(Ι)/2008), έτσι ώστε να εφαρμοστεί το Άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου που αναγνωρίζει τις επαγγελματικές ενώσεις ή οργανισμούς, όπως το RICS.

 

Το κρίσιμο, όμως, στοιχείο, που προβάλλεται από τους εφεσείοντες είναι η χρονική περίοδος που πρέπει να εξεταστεί η υπόθεση. Όπως εισηγούναται, πρόκειται περί επανεξετάσεως, κρίσιμος χρόνος είναι η ημερομηνία εξέτασης της αίτησης. Βάσει των πιο πάνω ο Νόμος 31(Ι)/2008, θεσπίστηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 6 Ιουνίου 2008.

 

Η εισήγηση είναι βάσιμη. Στο στάδιο της επανεξέτασης ισχύει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημέρα υποβολής του αιτήματος.

 

Επί του προκειμένου η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για την υποχρέωση του ΕΤΕΚ, να εξετάσει τη δυνατότητα εγγραφής του εφεσιβλήτου, στη βάση του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002 (Ν. 179(Ι)/2002), που οδήγησε σε θεμελίωση λόγου ακυρώσεως, εστιάζεται ο λόγος έφεσης 5.

 

Το παράπονο θεωρούμε ότι είναι βάσιμο. Αφενός η εν λόγω νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής και το Άρθρο 3 του Νόμου έχει εφαρμογή στους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για εγγραφή ως Κύπριος πολίτης και όχι ως υπήκοος άλλου κράτους μέλους. Περαιτέρω, όπως είναι άλλωστε αδιαμφισβήτητο, ο εφεσίβλητος είχε αποκτήσει εγγραφή από το RICS στις 28 Μαΐου 2009, πολύ εκτός του κρίσιμου χρόνου της αίτησης.  Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η επόμενη δέσμη λόγων έφεσης αναφέρεται στον περί της ύπαρξης σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την εγγραφή του εφεσιβλήτου στο RICS και ο ισχυρισμός ότι τούτη δεν λήφθηκε υπόψη, εξετάστηκαν στο πλαίσιο του λόγου έφεσης πιο πάνω. Εν πάση περιπτώσει, η εγγραφή έγινε το 2009, επομένως κρίνεται ορθή η εισήγηση των εφεσειόντων.

 

Ως προς τη συμπερίληψη της αναφοράς για εγγραφή του εφεσιβλήτου στο RICS, που επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα, απουσίας δέουσας έρευνας, οι εφεσείοντες υπέβαλαν με ξεχωριστό λόγο έφεσης, ότι η αναγνώριση του πτυχίου του εφεσιβλήτου από το RICS, δεν εξυπακούει και εγγραφή. Το παράπονο είναι βάσιμο αφού, όπως έχουμε αναλύσει πιο πάνω και είναι αποδεχτό και από τον εφεσίβλητο, αυτός είχε αποκτήσει δικαίωμα εγγραφής το 2009. Συνεπώς και ο λόγος αυτός θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σφάλμα του ΕΤΕΚ, εδραζομένου στην παραγνώριση του "conversion course" που έκαμε ο εφεσίβλητος και του έδωσε το δικαίωμα αναγνώρισης από το RICS, αποτέλεσε τον επόμενο λόγο έφεσης.

 

Η εν λόγω αναγνώριση δεν προσέδιδε παρά δυνατότητα εγγραφής στο RICS. Υποβλήθηκε αίτηση, ο εφεσίβλητος βρισκόταν υπό δοκιμασία και μόνο το 2009 ενεγράφη. Συνεπώς, ορθώς δε λήφθηκε υπόψη από το ΕΤΕΚ. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Επί του ιδίου σκεπτικού, είναι και ο επόμενος λόγος έφεσης, έτσι δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης γίνονται αποδεχτοί.

 

Ο επόμενος λόγος έφεσης αφορά την αντιστοιχία με άλλες περιπτώσεις όπου το ΕΤΕΚ, αναγνώρισε ανάλογα πτυχία, με αυτό του εφεσιβλήτου, αναφορά πρωτοδίκως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, (Κ.Δ.Π. 18/2006 και Κ.Δ.Π. 829/2004), για να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Η κάθε περίπτωση εξετάζεται κάτω από τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και δεν μπορεί ν' αποτελέσει βοήθεια για ασφαλές συμπέρασμα. Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στην υπό κρίση υπόθεση είναι η αποδεχτή, από τον εφεσίβλητο, θέση ότι αυτός απέκτησε τη δυνατότητα εγγραφής μόλις το 2009 και όχι προηγουμένως, όπως αναλύθηκε προγενέστερα.  Συνεπώς ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος.

 

Με τον επόμενο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι το ΕΤΕΚ, δεν άσκησε τη δυνατότητα ν' απευθυνθεί προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για την άρση της αμφιβολίας του ως προς την ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών του εφεσιβλήτου.

 

Η επί τούτου νομολογία δεν επιβεβαιώνει την πρωτόδικη κρίση. Το Άρθρο 7(1) του περί ΕΤΕΚ Νόμου (Ν. 224/90) βεβαιώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα εγγραφής μελών στο μητρώο και την αναγνώριση του τίτλου σπουδών για σκοπούς τέτοιας εγγραφής στο ΕΤΕΚ. Η δε αναζήτηση γνωμοδότησης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι, σύμφωνα με την επιφύλαξη, δυνητική.

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και στη βάση της θεώρησης της απόφασης του ΕΤΕΚ, ότι ο εφεσίβλητος δεν ικανοποιούσε τα προαπαιτούμενα για εγγραφή, ήτοι η μειωμένη διάρκεια σπουδών του, ένα έτος αντί δύο, σε σχέση με το μεταπτυχιακό, δεν θεωρούμε ότι τεκμηριώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας από το γεγονός ότι δεν απευθύνθηκαν στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ως προς την αναγνώριση του ακαδημαϊκού προσόντος του εφεσιβλήτου. Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος.

 

Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μας, η επιτυχία όλων των λόγων έφεσης, πλην της πρώτης δέσμης λόγων έφεσης, που επιβεβαιώνει την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους των εφεσειόντων, καθορίζει και την τύχη της έφεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Φλωρίδης ν. ΕΤΕΚ (2016) 3 Α.Α.Δ. 527, ECLI:CY:AD:2016:C510,

 

Φιλής ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 651.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1444/2009), ημερομηνίας 31/5/2011.

 

Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Νικολετόπουλος για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με την οποία κρίθηκε ως παράνομη η απόρριψη του αιτήματος του εφεσιβλήτου για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ                    στον Κλάδο της Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Αγρονομικής -Τοπογραφικής Μηχανικής.

 

Η απόφαση του ΕΤΕΚ ήταν η δεύτερη στη σειρά. Αρχικώς ο εφεσίβλητος είχε υποβάλει, στις 27 Μαρτίου 2006, αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης στην Αγρονομική-Τοπογραφική Μηχανική.  Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε διότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσίβλητου δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν.

 

Ο εφεσίβλητος κατείχε αρχικώς το ακαδημαϊκό προσόν του B.Sc. στα Μαθηματικά από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Queen Mary). Στη συνέχεια, αποτάθηκε στο ΕΤΕΚ αναζητώντας να πληροφορηθεί κατά πόσο ο τίτλος που κατείχε, συνδυαζόμενος με τίτλο M.Sc. in Surveying, θα παρείχε τη δυνατότητα εγγραφής                   στο ΕΤΕΚ στον Κλάδο Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Αγρονομικής - Τοπογραφικής Μηχανικής. Αποτελεί δεδομένο ότι, το ακαδημαϊκό προσόν  M.Sc. in Surveying του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ήταν αναγνωρισμένο για εγγραφή στον κλάδο Τοπογράφων Μηχανικών (Faculty of Geomatics) από το Royal Institution of Chartered Surveyors (RICS).

 

Στη βάση της πληροφόρησης που έτυχε ο εφεσίβλητος, τόσο προφορικά από το ΕΤΕΚ όσο και από την ιστοσελίδα του ιδίου οργανισμού, που προσδιόριζε ότι ακαδημαϊκά προσόντα που αναγνωρίζονται από το RICS, αποτελούν βάση για ενδεχόμενη εγγραφή στο ΕΤΕΚ, προχώρησε με ανάλογη δαπάνη και απέκτησε το πιο πάνω αναφερθέν επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν.

 

Ο εφεσίβλητος μετά την απόρριψη της αιτήσεως του (αρχικής), καταχώρισε την υπ' αριθμό 329/2007 προσφυγή, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση του ΕΤΕΚ παραμερίστηκε                 λόγω μη τήρησης στοιχειωδών κανόνων λειτουργίας τόσο της Υποεπιτροπής Κλάδου, όσο και της Επιτροπής Εγγραφής Μελών του ΕΤΕΚ.

 

Στις 9 Μαρτίου 2009  ο εφεσίβλητος επανήλθε, στη βάση του πιο πάνω δικαστικού αποτελέσματος, με νέο αίτημα για εγγραφή.  Η Υποεπιτροπή Εγγραφής Μελών Αγρονομικής Μηχανικής και η Επιτροπή Εγγραφής Μελών, τοποθετήθηκαν αρνητικά στο εν λόγω αίτημα και ακολούθως, η διοικούσα επιτροπή του ΕΤΕΚ το απέρριψε στις 22 Ιουλίου 2009.

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε και δεύτερη προσφυγή (1444/2009) που και πάλι ήταν επιτυχής και στις 21 Μαΐου 2011, η πιο πάνω απόφαση του ΕΤΕΚ, ακυρώθηκε. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η απόφαση είχε ληφθεί κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών στη διοίκηση και ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα. Κατ' αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης έγινε μια                    προσπάθεια από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων, κατηγοριοποίησης του μεγάλου αριθμού λόγων έφεσης (12), και έτσι θα τους αντιμετωπίσουμε, στο μέτρο του δυνατού.

 

Δέσμη Α΄ που καλύπτει τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 9

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρώτης προσφυγής, επανεξετάζοντας το υποβληθέν αίτημα του εφεσιβλήτου για εγγραφή στο Μητρώο Μελών, ανέτρεξαν στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης, ήτοι την 26 Μαρτίου 2006. Ο εφεσίβλητος κατείχε τα δυο πιο πάνω καταγραφέντα ακαδημαϊκά προσόντα ήτοι:

 

"(α) Bachelor of Science (Honours) in Mathematics του University of London - Queen Mary and Westfield College, και

 

  (β) Master in Surveying του University of London - University College London."

 

Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η πρωτόδικη κρίση, υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, ότι οι τελευταίοι ενήργησαν υπό πλάνη όταν η όποια αναφορά που έγινε στον εφεσείοντα ήταν ότι η απόκτηση των επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, ενδεχομένως θα επέτρεπε την εγγραφή του στο Μητρώο και όχι η βεβαιότητα. Χρησιμοποιήθηκε η λέξη «δύναται». Ταυτοχρόνως, υποστηρίχθηκε ότι απουσίαζε ικανοποιητική μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο της ιστοσελίδας του ΕΤΕΚ αναφορικά με το επίδικο θέμα.

 

Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη διοίκηση είναι μια θεμελειώδης αρχή μιας ευνομούμενης πολιτείας, η οποία θα πρέπει ν' αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κάθε ενέργειας της διοίκησης.

 

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, οι ενέργειες της διοίκησης πρέπει να εξετάζονται κάτω από το πρίσμα της γενικής αρχής της καλής πίστεως, που ενσωματώνει τις αρχές της εμπιστοσύνης του κοινού προς το κράτος ή την αρμόδια αρχή, επί του προκειμένου, και του περί δικαίου αισθήματος.

Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 6η Έκδοση, παρ. 387, αναφέρεται το εξής:

 

"Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στη διοίκηση τη λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις δικές της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργούμενη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή."

 

Ως «συγγενής» είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Έτσι χαρακτηρίζεται στο σύγγραμμα Δαγτόγλου (άνω) η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί την «υποκειμενική όψη της ασφάλειας του δικαίου που μαζί με την απονομή εξατομικευμένης δικαιοσύνης συνιστά ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου και διαθέτει και τούτο συνταγματικό έρεισμα». (Δαγτόγλου, παρ. 388).

 

Η πιο πάνω εισήγηση περί απουσίας του αναγκαίου πραγματικού υπόβαθρου, για θεμελίωση παράβασης, από το ΕΤΕΚ, της αρχής που αποφασίστηκε πρωτοδίκως, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην επιστολή ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2006, (ορθή ημερομηνία 8/2/2007), το ΕΤΕΚ αναγνωρίζει ότι υπήρχε στην ιστοσελίδα του η αναφορά για δυνατότητα εγγραφής στη βάση του συνδυασμού μεταπτυχιακού. Η δε αναφορά σε «συναφές» δίπλωμα στο οποίο αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος, δεν αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή.

 

Όπως έχουμε κατ' αρχάς σημειώσει, η πρώτη δέσμη των λόγων έφεσης περιστρέφεται στη διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση.

 

Τα δεδομένα που υπήρχαν, όπως αναλύθηκαν, έχουν ως βάση την πληροφόρηση που έτυχε ο εφεσίβλητος πριν προχωρήσει για ν' αποκτήσει το μεταπτυχιακό του. Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι, ως αποτέλεσμα των ενεργειών του ΕΤΕΚ, υπήρξε όχι μόνο προσδοκία εγγραφής, αλλά βεβαιότητα.

 

Συμφωνούμε με την εισήγηση της συνήγορου των εφεσειόντων ότι από τη στιγμή που δεν κατατέθηκε μαρτυρία ως προς το ακριβές περιεχόμενο της τότε, το 2005, ανάρτησης στο διαδίκτυο, αναφορικά με τα προαπαιτούμενα για εγγραφή, θα ήταν ανασφαλές το συμπέρασμα. Βέβαια, ούτε ένορκη μαρτυρία είχε προσαχθεί, από πλευράς εφεσιβλήτου, ως προς την προφορική ενημέρωση που έτυχε. Το εύρημα, όμως, του Δικαστηρίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυθαίρετο. Ως προς την ύπαρξη της ιστοσελίδας, οι ίδιοι οι εφεσείοντες, με επιστολή προς τους δικηγόρους τους ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2007 (επισύναψη 6), παραδέχονται ότι δεν μπορεί να επαναφερθεί. Ως προς δε το περιεχόμενο της, η επιστολή ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2007 (επισύναψη 5), που στάληκε στον εφεσίβλητο, είναι διαφωτιστική.

 

"9. Μετά από σχετική διερεύνηση, έχει διαπιστωθεί ότι πιθανόν κατά το παρελθόν το περιεχόμενο της παραγράφου 6 του πλαισίου Εγγραφής στο ΕΤΕΚ που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Επιμελητηρίου να παρουσίαζε διαφορές σε σχέση με τα πιο πάνω. Συγκεκριμένα, η αναφορά σε μεταπτυχιακό δίπλωμα δυνατό να περιλάμβανε ότι σε περιπτώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δυνατό το προαναφερόμενο μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο να έχει αποκτηθεί μετά από πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους (12 μήνες)."

 

Σημειώνεται ότι η διαφοροποίηση από την υφιστάμενη το 2008 κατάσταση πραγμάτων, όπως αναφέρεται πιο πάνω στην παράγραφο 9, έγκειται στη διάρκεια των σπουδών, ήτοι:

 

"6. Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο μπορεί να αναγνωριστεί για σκοπούς του Νόμου του ΕΤΕΚ όταν αυτό έχει αποκτηθεί μετά από διετή κύκλο σπουδών αναγνωρισμένης σειράς μαθημάτων (όπως conversion degree) και είναι συμπλήρωμα άλλου διπλώματος πανεπιστημιακού επιπέδου."

 

Μελετώντας την εν λόγω επιστολή διαπιστώνουμε ότι δεν υπήρξε διαβεβαίωση ότι το ΕΤΕΚ θα αναγνώριζε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του εφεσιβλήτου, παρά μόνο διαβεβαίωση, ότι υπό προϋποθέσεις θα «μπορούσε» να το αναγνωρίσει για σκοπούς του ΕΤΕΚ.

 

Η βάση της θεώρησης της αρνητικής απάντησης, που βρίσκουμε στην απόφαση του ΕΤΕΚ του 2009, είναι:

 

"6. «Master in Surveying», από το UNIVERSITY OF LONDON - UNIVERSITY COLLEGE LONDON, του Η.Β. με έτος αποφοίτησης το 2005:

•     Το εν λόγω πτυχίο/δίπλωμα έχει αποκτηθεί μετά από φοίτηση μόνο ενός έτους.

 

•  Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο μπορεί να αναγνωριστεί για σκοπούς του Νόμου του ΕΤΕΚ όταν αυτό                          έχει αποκτηθεί μετά από διετή κύκλο σπουδών αναγνωρισμένης σειράς μαθημάτων και είναι συμπλήρωμα άλλου συναφούς διπλώματος πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

•  Δεν ικανοποιεί το βασικό κύκλο σπουδών για σκοπούς εγγραφής στον κλάδο της Αγρονομικής - Τοπογραφικής Μηχανικής.

 

•  Το προσόν δεν ικανοποιεί την απαίτηση του ΕΤΕΚ για ελάχιστη διάρκεια σπουδών 3 χρόνων (με πλήρη φοίτηση) που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του κ. Μίκαλλου στις 27/03/2006 ούτε αυτή των τεσσάρων (4) χρόνων που ισχύει σήμερα.″

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι είναι στην ίδια τη διάρκεια φοίτησης που στηρίχθηκε το ΕΤΕΚ για ν' απορρίψει την αίτηση. Υπάρχει μια άλλη παράμετρος εξίσου, κατά τη γνώμη μας, σημαντική. Η συνήγορος για να καταδείξει τη δυνατότητα και όχι βεβαιότητα που μπορούσε να εξαχθεί από την επιστολή ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2007, ανέφερε ότι, «το μεταπτυχιακό δίπλωμα . το οποίο να αποτελεί συμπλήρωμα άλλου συναφούς διπλώματος ..». Με όλο το σεβασμό, αλλά η λέξη «συναφούς» δεν υπάρχει ούτε στην    παρ. 9, ούτε στην παρ. 6 της εν λόγω επιστολής, όπως τις καταγράψαμε πιο πάνω. Προσθήκη της λέξης «συναφούς» τη βρίσκουμε για πρώτη φορά στο αιτιολογικό της απόρριψης του αιτήματος. Το κείμενο χρησιμοποιεί τη λέξη «συμπλήρωμα άλλου».

 

Μια άλλη παράμετρος που καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν συμπεριφερθεί έξω από το αναμενόμενο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης, όπως την αναλύσαμε πιο πάνω, είναι η απάντηση               που δόθηκε προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων, ημερ.                    5 Δεκεμβρίου 2007, όπου αναγνωρίζεται ότι η πρακτική της αποδοχής μεταπτυχιακού μονοετούς διάρκειας για εγγραφή στο Μητρώο εκτίμηση της, εφαρμόστηκε μέχρι τα μέσα του 2006.

 

Το κείμενο αναφέρει:

 

"Σημειώνεται ότι κατ' εξαίρεση από το προαναφερόμενο κριτήριο, ειδικά και μόνο όσον αφορούσε την εγγραφή μελών στην Εκτίμηση Γης το Επιμελητήριο έχει κάνει αποδεκτό αριθμό αιτήσεων εγγραφής στην Εκτίμηση Γης, (μετά από σχετική εισήγηση των αρμοδίων Επιτροπών Εγγραφής Μελών του ΕΤΕΚ), από κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος, μονοετούς διάρκειας νοουμένου ότι αυτό ήταν αναγνωρισμένο από το RICS και ικανοποιούσε τα υπόλοιπα κριτήρια εγγραφής του Επιμελητηρίου. Η πολιτική αυτή τερματίστηκε περί τα μέσα του 2006, χρόνο κατά τον οποίο ενημερώθηκε σχετικά και ο κ. Μίκαλλος με επιστολή του ΕΤΕΚ ημερομηνίας 01/08/2006 [Παρ. 3]."

 

Το ότι το δίπλωμα του από το Πανεπιστήμιο του Salford αναγνωρίζεται από το RICS, βεβαιώνεται από την έκθεση της Επιτροπής Εγγραφής Μελών. Και αν ακόμη τερματίστηκε η κατ' εξαίρεση διαδικασία, αυτή έγινε μέσα του 2006, συνεπώς, έξω από την επίδικη περίοδο υποβολής της αίτησης (26 Μαρτίου 2006).

 

Στη βάση όλων αυτών των γεγονότων θεωρούμε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, ήταν βάσιμο και ορθό.

 

Συνακόλουθα, η Α΄ δέσμη λόγων έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης Αρ. 4

 

Το υποβληθέν παράπονο των εφεσειόντων εδράζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν υπό πλάνη, καθότι δεν έστρεψαν την προσοχή τους στις πρόνοιες του περί Αναγνωρίσεως των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2008 (Ν. 31(Ι)/2008), έτσι ώστε να εφαρμοστεί το Άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου που αναγνωρίζει τις επαγγελματικές ενώσεις ή οργανισμούς, όπως το RICS.

 

Όπως σημειώσαμε πιο πάνω στο πρακτικό της Επιτροπής Μελών, σημειώνεται ότι το πτυχίο του εφεσιβλήτου αναγνωρίζεται από το RICS.

 

Το κρίσιμο, όμως, στοιχείο, που προβάλλεται από τους εφεσείοντες είναι η χρονική περίοδος που πρέπει να εξεταστεί η υπόθεση. Από τη στιγμή, πρότειναν, που πρόκειται περί επανεξετάσεως, κρίσιμος χρόνος είναι η ημερομηνία εξέτασης της αίτησης. Βάσει των πιο πάνω ο Νόμος 31(Ι)/2008, θεσπίστηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 6 Ιουνίου 2008.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος, πέραν από τη νομολογία που παρέθεσε με την αγόρευση της, μας παρέπεμψε στην υπόθεση Φλωρίδης ν. ΕΤΕΚ (2016) 3 Α.Α.Δ. 527, ECLI:CY:AD:2016:C510, αναφορικά με το θέμα.

 

Η εισήγηση είναι βάσιμη. Στο στάδιο της επανεξέτασης ισχύει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημέρα υποβολής του αιτήματος.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Φλωρίδης είναι καθοριστικό:

 

"Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση υπόθεσης του 2004, το νομικό πλαίσιο που θα μπορούσε να ισχύσει στην επανεξέταση ήταν αυτό του 2004. (Βλ. Άρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608)*. Γι' αυτό και θεωρούμε λανθασμένη την εισήγηση για εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 2005/36ΕΚ αλλά και οποιουδήποτε άλλου νόμου που ίσχυε μετά τις 7.6.2004 ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησης του στο ΕΤΕΚ. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι σχετικές με τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος αφορά την επανεξέταση, οποιεσδήποτε επιστολές εστάληκαν υπό μορφή απόψεων ή άλλως πως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού και πάλι προφανώς αφορούν άλλους μεταγενέστερους νόμους αλλά και δεν είναι γνωστό το πλήρες ιστορικό που τις αφορά."

 

"Εφόσον έχουμε ξεκαθαρίσει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο θα είναι αυτό του 2004, ως άνω, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της σχετικής Οδηγίας ή του εναρμονιστικού ως άνω Νόμου 31(Ι)/08."

 

Συνακόλουθα ο παρών λόγος επιτυγχάνει.

 

Λόγος έφεσης αρ. 5

 

Επί του προκειμένου η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για την υποχρέωση του ΕΤΕΚ, να εξετάσει τη δυνατότητα εγγραφής του εφεσιβλήτου, στη βάση του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002 (Ν. 179(Ι)/2002), που οδήγησε σε θεμελίωση λόγου ακυρώσεως, εστιάζεται ο λόγος έφεσης 5.

 

Το παράπονο θεωρούμε ότι είναι βάσιμο. Αφενός η εν λόγω νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί και αναφερόμαστε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Φλωρίδης (άνω). Το Άρθρο 3 του Νόμου έχει εφαρμογή στους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για εγγραφή ως Κύπριος πολίτης και όχι ως υπήκοος άλλου κράτους μέλους. Περαιτέρω, όπως είναι άλλωστε αδιαμφισβήτητο, ο εφεσίβλητος είχε αποκτήσει εγγραφή από το RICS στις 28 Μαΐου 2009, πολύ εκτός του κρίσιμου χρόνου της αίτησης.

 

Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Δέσμη Β΄ λόγοι έφεσης 6, 7, 10 και 11

 

Η αναφορά πρωτοδίκως ότι οι εφεσείοντες αναγνώρισαν την εγγραφή του εφεσιβλήτου και την παραγνώρισαν, στηριζόμενοι στο Παράρτημα 5, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος.

 

Το Παράρτημα 5 είναι η εισήγηση της Επιτροπής Μελών του ΕΤΕΚ. Από τον ίδιο τον κατάλογο που περιέχεται στο κείμενο, κάτω από τον τίτλο,

 

"Ακαδημαϊκά προσόντα

 

1. Bachelor of Science (Honours) in Mathematics

2. Master in Surveying

3. Master in Surveying"

 

"Αναγνώριση από:  2. & 3. RICS"

 

διαπιστώνεται ότι η αναγνώριση αφορά το πτυχίο και όχι την εγγραφή του εφεσιβλήτου, που έγινε, εν πάση περιπτώσει, το 2009.

 

Συνακόλουθα, το παράπονο είναι βάσιμο.

 

Τα αναφερόμενα στο λόγο έφεσης 6, περί της ύπαρξης σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την εγγραφή του εφεσιβλήτου στο RICS και ο ισχυρισμός ότι τούτη δεν λήφθηκε υπόψη, εξετάστηκαν στο πλαίσιο του λόγου έφεσης πιο πάνω. Εν πάση περιπτώσει, η εγγραφή έγινε το 2009, όπως σημειώσαμε. Συνεπώς, ορθή η εισήγηση των εφεσειόντων.

 

Ως προς τη συμπερίληψη στο Παράρτημα 5 της αναφοράς για εγγραφή του εφεσιβλήτου στο RICS, που επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα, απουσίας δέουσας έρευνας, οι εφεσείοντες υπέβαλαν με το λόγο έφεσης 8, ότι η αναγνώριση του πτυχίου του εφεσιβλήτου από το RICS, δεν εξυπακούει και εγγραφή.

 

Το παράπονο είναι βάσιμο αφού, όπως έχουμε αναλύσει πιο πάνω και είναι αποδεχτό και από τον εφεσίβλητο, αυτός είχε αποκτήσει δικαίωμα εγγραφής το 2009.

 

Συνεπώς και ο λόγος αυτός θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σφάλμα του ΕΤΕΚ, εδραζομένου στην παραγνώριση του "conversion course" που έκαμε ο εφεσίβλητος και του έδωσε το δικαίωμα αναγνώρισης από το RICS, ήταν η βάση του 10ου λόγου έφεσης.

 

Συμφωνούμε με την εισήγηση των εφεσειόντων. Η εν λόγω αναγνώριση δεν προσέδιδε παρά δυνατότητα εγγραφής στο RICS.  Υποβλήθηκε αίτηση, ο εφεσίβλητος βρισκόταν υπό δοκιμασία και μόνο το 2009 ενεγράφη. Συνεπώς, ορθώς δε λήφθηκε υπόψη από το ΕΤΕΚ.

 

Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος.

 

Επί του ιδίου σκεπτικού, είναι και ο 11ος λόγος έφεσης, έτσι δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η δέσμη λόγων έφεσης Β΄ (λόγοι 6, 7, 10 και 11), γίνονται αποδεχτοί.

 

Λόγος έφεσης αρ. 8

 

Η αντιστοιχία με άλλες περιπτώσεις όπου το ΕΤΕΚ, αναγνώρισε ανάλογα πτυχία, με αυτό του εφεσιβλήτου, αναφορά πρωτοδίκως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, (Κ.Δ.Π. 18/2006 και Κ.Δ.Π. 829/2004), για να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα έλλειψης δέουσας έρευνας, έχουμε να παρατηρήσουμε τα πιο κάτω:

Η κάθε περίπτωση εξετάζεται κάτω από τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και δεν μπορεί ν' αποτελέσει βοήθεια για ασφαλές συμπέρασμα. Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στην υπό κρίση υπόθεση είναι η αποδεχτή, από τον εφεσίβλητο, θέση ότι αυτός απέκτησε τη δυνατότητα εγγραφής μόλις το 2009 και όχι προηγουμένως, όπως αναλύθηκε προγενέστερα.

 

Συνεπώς ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος.

 

Λόγος έφεσης αρ. 12

 

Με τον παρόντα λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι το ΕΤΕΚ, δεν άσκησε τη δυνατότητα ν' απευθυνθεί προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για την άρση της αμφιβολίας του ως προς την ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών του εφεσιβλήτου.

 

Η επί τούτου νομολογία δεν επιβεβαιώνει την πρωτόδικη κρίση. Το Άρθρο 7(1) του περί (ΕΤΕΚ) Νόμου (Ν. 224/1990) βεβαιώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα εγγραφής μελών στο μητρώο και την αναγνώριση του τίτλου σπουδών για σκοπούς τέτοιας εγγραφής στο ΕΤΕΚ. Η δε αναζήτηση γνωμοδότησης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι, σύμφωνα με την επιφύλαξη, δυνητική. (Βλ. Φιλής ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 651).

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και στη βάση της θεώρησης της απόφασης του ΕΤΕΚ, ότι ο εφεσίβλητος δεν ικανοποιούσε τα προαπαιτούμενα για εγγραφή, ήτοι η μειωμένη διάρκεια σπουδών του, ένα έτος αντί δύο, σε σχέση με το μεταπτυχιακό, δεν θεωρούμε ότι τεκμηριώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας από το γεγονός ότι δεν απευθύνθηκαν στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ως προς την αναγνώριση του ακαδημαϊκού προσόντος του εφεσιβλήτου.

 

Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος.

 

Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μας, η επιτυχία όλων των λόγων έφεσης, πλην της δέσμης λόγων Α΄, που επιβεβαιώνει την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους των εφεσειόντων, καθορίζει και την τύχη της έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του εφεσιβλήτου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο