ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C567
(2016) 3 ΑΑΔ 651
21 Δεκεμβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΟΣ ΑΥΤΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
NILA AVISO GREGORIO,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/2011)
Διοικητική πράξη ― Η απαίτηση δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολόγησης της απόρριψης της αίτησης για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας ― Δεν εκπληρώθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η επίδικη απόφασή τους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε την προσφυγή, διαπιστώνοντας ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, δεν δόθηκε ορθή αιτιολογία και πιθανόν να μην επιδείχθηκε και η αναγκαία καλή πίστη σε σχέση με το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της παραμονής της εφεσίβλητης στη Δημοκρατία.
Είναι η θέση των εφεσειόντων πως είναι η δέουσα έρευνα που απέδειξε την παράνομη παραμονή της εφεσίβλητης, κάτι που δεν μπορούσε να αγνοηθεί, αφού δεν είναι θέμα για το οποίο θα μπορούσε η εφεσείουσα να ασκήσει διακριτική ευχέρεια και να το αγνοήσει, πράγμα που λανθασμένα θεώρησε κατά την κρίση τους το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση και στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει ότι εξετάστηκαν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η εργοδότηση της εφεσίβλητης και κρίθηκε παράνομη η παραμονή της για την περίοδο εκείνη των δύο μηνών. Δεν μας διαφεύγει ότι, μετά την ανάκληση της απόφασης από τον Υπουργό, οι εφεσείοντες είχαν την εξουσία να προβούν σε νέα έρευνα και να επανεκτιμήσουν τα ίδια ή και άλλα στοιχεία που υπήρχαν και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής απόφασης που ανακλήθηκε. Η δέουσα έρευνα, βέβαια, πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια των Νόμων και των Κανόνων του Διοικητικού Δικαίου. Από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης όπως απαιτείτο, κάτω από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, τα οποία αναλύθηκαν πιο πάνω.
Για να αποφασιστεί κατά πόσο η αιτήτρια παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία θα πρέπει να γίνει δέουσα έρευνα και να δοθεί αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχει γίνει τέτοια έρευνα, ούτε προκύπτει ορθή αιτιολογία.
Είναι γεγονός ότι με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 110(2) του Ν. 14(Ι)/2002, ως ίσχυε τότε, δεν παρείχετο διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να εξετάσει αίτηση της φύσης της επίδικης σε περίπτωση που ο αλλοδαπός «εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία». Δεν θεωρούμε όμως ότι στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες είχαν διακριτική ευχέρεια να αγνοήσουν την οποιαδήποτε παράνομη παραμονή της αιτήτριας. Αυτό που ουσιαστικά θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι οι εφεσείοντες όφειλαν να διερευνήσουν λεπτομερέστερα το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παράνομης παραμονής της εφεσίβλητης στην Κύπρο και να αιτιολογήσουν δεόντως την απόφασή τους, στη βάση θεώρησης εφαρμογής της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται, συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, χωρίς να απαιτείται η περαιτέρω εξέτασή τους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437,
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Ιωαννίδη (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 229,
Κατσούρη ν. Πεύκαρου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 295, ECLI:CY:AD:2015:C408,
Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 790/2010), ημερ. 8/4/2011.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Σ. Σωφρονίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, αφίχθηκε στην Κύπρο το Μάιο του 1999, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός στην οικία του Ν. Παγδατή στη Λεμεσό. Για το σκοπό αυτό της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 13.4.2003. Πριν από την εκπνοή της άδειάς της, η εφεσείουσα, με τη συναίνεση του Ν. Παγδατή, υπέβαλε στις 9.2.2000 αίτημα αλλαγής εργοδότη, για να εργαστεί στην οικία του Ν. Ρώσσου, ο οποίος αργότερα, λόγω του θανάτου της μητέρας του, τερμάτισε τη συμφωνία εργοδότησης της εφεσείουσας και προέβη σε διευθετήσεις για αναχώρησή της από τη Δημοκρατία στις 23.8.2000. Η εφεσείουσα, όμως, παρέμεινε στην Κύπρο και στις 17.10.2000 ζήτησε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός της Ε. Αβραάμ. Ενόψει τούτου, ο Ν. Ρώσσος ενημέρωσε τις Αρχές ότι είχε συνεννοηθεί με τον Χ. Αβραάμ και δεν έφερε ένσταση για την αποδέσμευση της αιτήτριας. Η άδεια εγκρίθηκε μέχρι τις 11.11.2003 με την ένδειξη «τελική». Ακολούθησε νέο αίτημα στις 8.9.2003 για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός σε νέο εργοδότη, τον Α. Οδυσσέως. Το αίτημα εγκρίθηκε και εκδόθηκε προς όφελος της αιτήτριας άδεια μέχρι 12.11.2005 με την ένδειξη «τελική - μη ανανεώσιμη».
Όταν στη συνέχεια η εφεσίβλητη συνήψε γάμο με τον τελευταίο εργοδότη της στις 6.2.2004, παραχωρήθηκαν σ' αυτήν διαδοχικές άδειες προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Κύπριου πολίτη. Το αίτημά της, όμως, για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, δυνάμει του Άρθρου 102(2) του Νόμου, το οποίο υποβλήθηκε στις 12.2.2007, προσέκρουσε στην αρνητική θέση των αστυνομικών αρχών και απορρίφθηκε στις 5.1.2009, λόγω αμφιβολιών για τη γνησιότητα του γάμου της.
Η αίτηση επανεξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, κατόπιν σχετικού διαβήματος του συζύγου της και απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους στις 24.3.2009. Η απόφαση αυτή, όμως, ανακλήθηκε όταν, κατά την εξέταση προσφυγής που είχε καταχωριστεί από την εφεσίβλητη, διαπιστώθηκε ανεπαρκής αιτιολογία. Η εν λόγω προσφυγή, εν τέλει, αποσύρθηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αιτήτριας και το αίτημα επανεξετάστηκε και απορρίφθηκε, λόγω παράνομης παραμονής στην Κύπρο, κατά την περίοδο 23.08.2000 - 17.10.2000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ήχθη η τελευταία απορριπτική απόφαση, αποδέχθηκε την προσφυγή, διαπιστώνοντας ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, δεν δόθηκε ορθή αιτιολογία και πιθανόν να μην επιδείχθηκε και η αναγκαία καλή πίστη σε σχέση με το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της παραμονής της εφεσίβλητης στη Δημοκρατία.
Με πέντε λόγους έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση. Οι πρώτοι τέσσερεις λόγοι αφορούν αμφισβήτηση συγκεκριμένων συμπερασμάτων του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την κατ' ισχυρισμό παράνομη παραμονή της εφεσείουσας, ενώ με τον πέμπτο λόγο υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, θεωρώντας το γεγονός της παράνομης παραμονής της εφεσίβλητης ως πρόφαση και ότι συνέτρεχε έλλειψη δέουσας έρευνας, μη ορθής αιτιολογίας και παραβίαση της καλής πίστης.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον πέμπτο λόγο έφεσης ο οποίος άπτεται της ουσίας της πρωτόδικης κρίσης. Αποτέλεσε θέση της εφεσείουσας ότι είναι η δέουσα έρευνα που απέδειξε την παράνομη παραμονή της εφεσίβλητης, κάτι που δεν μπορούσε να αγνοηθεί, αφού δεν είναι θέμα για το οποίο θα μπορούσε η εφεσείουσα να ασκήσει διακριτική ευχέρεια και να το αγνοήσει, πράγμα που λανθασμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της, η εφεσείουσα επικαλείται το Άρθρο 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002), όπως τροποποιήθηκε, προσθέτοντας ότι, μόλις εντοπιστεί η παράνομη παραμονή, καθίσταται αναπόφευκτη η απόρριψη της αίτησης για εγγραφή, χωρίς να υπάρχει περιθώριο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας υπέρ του αλλοδαπού. Γίνεται, επίσης, αναφορά σε σχετική νομολογία.
Η εφεσίβλητη απορρίπτει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και επικαλείται το περιεχόμενο σχετικής έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως του 2009 για την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, στην οποία γίνεται αναφορά σε πολιτική του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποίαν οι περιπτώσεις «παράνομης παραμονής» που προηγήθηκαν του γάμου θα αξιολογούνται στη βάση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε μιας και υπό προϋποθέσεις, μπορεί αυτή η περίοδος να μη λαμβάνεται υπόψη.
Επισημαίνεται επίσης από την εφεσίβλητη, ότι ο Νόμος δεν ήταν σε ισχύ κατά το χρονικό διάστημα της κατ' ισχυρισμό παράνομης διαμονής της, ούτε περιέχει πρόβλεψη περί αναδρομικότητας των προνοιών του και ως εκ τούτου δεν μπορεί η διοίκηση να επικαλείται την εφαρμογή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην απόφασή του ότι η απόκτηση υπηκοότητας εμπίπτει στα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και επομένως οι Αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και ουσιαστικά δεσμεύονται μόνον από την υποχρέωση επίδειξης καλής πίστης κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων. Διαπιστώνει ότι οι εφεσείοντες βασίστηκαν στο Άρθρο 110(2) του Νόμου 141(I)/2002, ο οποίος θεσπίστηκε μετά την, κατ' ισχυρισμόν, παράνομη παραμονή της εφεσίβλητης στη Δημοκρατία. Ποτέ πριν την επίδικη απόφαση δεν εγέρθηκε θέμα παράνομης παραμονής της εφεσίβλητης, παρά το γεγονός ότι εγκρίθηκαν μεταγενέστερα διαδοχικές αιτήσεις για παραμονή για εργασία στη Δημοκρατία. Ούτε αυτό αποτέλεσε λόγο απόρριψης της αίτησης για απόκτηση υπηκοότητας.
Αναφορικά με το ζήτημα της έλλειψης δέουσας έρευνας, σε συνάρτηση με τις συνθήκες της κατ' ισχυρισμόν παράνομης παραμονής της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάνθηκε - κατ' επίκληση του διοικητικού φακέλου τα ακόλουθα στις σελ. 7-8:
«(ε) Επομένως η η αιτήτρια είχε προσωρινή άδεια παραμονής, ημερ. 5.3.2000, η οποία ήταν έγκυρη μέχρι 13.4.2003, για να εργάζεται ως οικιακή βοηθός στην οικογένεια του κ. Νίκου Παγδατή. Αυτή η άδεια δεν φαίνεται να ανακλήθηκε ποτέ από τους καθ' ων η αίτηση, αλλά τελούσε υπό τον όρο ότι θα εξέπνεε αμέσως αν η κάτοχος της σταματούσε να απασχολείται όπως προνοείται στην άδεια. Στη συνέχεια τερματίστηκε η εργοδότηση της από τον κ. Παγδατή και η αιτήτρια υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με τον κ. Ρώσσο από 28.1.2000. Υπέβαλε νέα αίτηση για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της στις 9.2.2000 στην οποίαν δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση από το Λειτουργό Μετανάστευσης (Ερυθρά 42, 43 και 44). Στο συμβόλαιο της αιτήτριας με τον κ. Ρώσσο, το οποίο ήταν τριετές, όπως ήδη παρατήρησα, προνοείται (παράγραφος Ο) ότι οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αφού δώσει τουλάχιστον 1 μηνός προειδοποίηση στον άλλο συμβαλλόμενο. Από την επιστολή του κ. Ρώσσου ημερ. 24.8.2000 (Ερυθρό 52) στην οποία βασίζονται οι καθ' ων η αίτηση για να θεωρήσουν ότι η παραμονή της αιτήτριας στην Κύπρο κατά την περίοδο 23.8.2000 μέχρι 17.10.2000, ήταν παράνομη, δεν φαίνεται πουθενά ότι ο προαναφερόμενος εργοδότης της αιτήτριας της έδωσε προειδοποίηση 1 μηνός πριν τον τερματισμό του συμβολαίου, όπως ρητά προβλέπεται σ' αυτό. Ο εργοδότης αναφέρει απλά ότι έθεσε στη διάθεση, κάποιου τρίτου προσώπου, επιταγή εκ Λ.Κ.150 για κάλυψη της περιόδου προειδοποίησης.
Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα και ειδικά ότι η αιτήτρια από το 1999, που ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης υπέβαλλε κανονικά αιτήσεις για άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο και καλυπτόταν από τέτοιες άδειες ουσιαστικά για όλο το προαναφερόμενο διάστημα, ότι οι αρμόδιες Αρχές ουδέποτε στο παρελθόν θεώρησαν ότι αυτή βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, καθ' οιονδήποτε χρόνο και ουδέποτε ήγειραν ένσταση στην ανανέωση της άδειας της γι' αυτό το λόγο, ότι κατά το μικρό χρονικό διάστημα που, πριν 10 περίπου χρόνια, βρισκόταν στην Κύπρο, κατ' ισχυρισμό παράνομα, αυτή είχε έγκυρο συμβόλαιο εργοδότησης το οποίο είναι αμφίβολο αν τερματίστηκε νόμιμα από τον τότε εργοδότη της, θεωρώ πως οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να είχαν διερευνήσει λεπτομερέστερα το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παράνομης παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο για εκείνο το διάστημα των περίπου 2 μηνών και δεν θα έπρεπε να είχαν θεωρήσει την παρανομία της αιτήτριας, ως δεδομένη».
Το Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Η Διοίκηση θα πρέπει να ενεργεί πάντοτε καλόπιστα και, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχω πειστεί ότι η κατ' ισχυρισμό παράνομη παραμονή της αιτήτριας, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, και μετά από παρέλευση σχεδόν 10 ετών κατά τα οποία η Διοίκηση ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα, δεν ήταν πρόφαση των καθ' ων η αίτηση για να απορρίψουν το αίτημα της αιτήτριας. Τίποτε από τα λεχθέντα δεν επηρεάζει την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια των καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση αιτήσεων απόκτησης της Κυπριακής ιθαγένειας. Όμως στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, δεν δόθηκε ορθή αιτιολογία και πιθανόν να μην επιδείχθηκε και η αναγκαία καλή πίστη.»
Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση και στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει ότι εξετάστηκαν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η εργοδότηση της εφεσίβλητης και κρίθηκε παράνομη η παραμονή της για την περίοδο εκείνη των δύο μηνών. Δεν μας διαφεύγει ότι, μετά την ανάκληση της απόφασης από τον Υπουργό, οι εφεσείοντες είχαν την εξουσία να προβούν σε νέα έρευνα και να επανεκτιμήσουν τα ίδια ή και άλλα στοιχεία που υπήρχαν και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής απόφασης που ανακλήθηκε. Η δέουσα έρευνα, βέβαια, πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια των Νόμων και των Κανόνων του Διοικητικού Δικαίου (βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437).
Από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης όπως απαιτείτο, κάτω από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, τα οποία αναλύθηκαν πιο πάνω. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Ιωαννίδη (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 229, με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186: «. η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Στ.Ε. θα έπρεπε να αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχή εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/46».
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας προσπάθησε να εισάγει αιτιολογία δια της αγόρευσης της, παραπέμποντας σε όρο της άδειας της εφεσίβλητης ότι με το θάνατο της μητέρας του εργοδότη της υπήρξε αυτόματη λήξη της άδειας παραμονής της και ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση τερματισμού υπηρεσιών. Δεν μπορεί, όμως, να εισάγεται αιτιολογία διοικητικής απόφασης, η οποία δεν προκύπτει είτε από την ίδια την απόφαση, είτε από το διοικητικό φάκελο (βλ. Κατσούρη ν. Πεύκαρου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 295). Σύμφωνα δε με τη νομολογία εκεί που δεν υπάρχει αιτιολογία, δεν μπορεί αυτή να συμπληρωθεί με την αγόρευση του δικηγόρου [βλ. Κεντρική Τράπεζα ν. Ιωαννίδη (πιο πάνω)].
Για να αποφασιστεί κατά πόσο η αιτήτρια παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία θα πρέπει να γίνει δέουσα έρευνα και να δοθεί αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχει γίνει τέτοια έρευνα, ούτε προκύπτει ορθή αιτιολογία. Τα στοιχεία τα οποία εισηγήθηκε η πλευρά της εφεσείουσας δεν ήταν αρκετά για να καταδείξουν την ισχυριζόμενη παράνομη παραμονή της εφεσίβλητης κατά την περίοδο 23.8.2000 μέχρι 17.10.2000. Η άδεια παραμονής της αιτήτριας (Παράρτημα 1 στην Ένσταση) αφορά την άδεια εργοδότησής της με την οικογένεια του Νίκου Παγδατή. Δεν υπάρχει στο φάκελο οποιαδήποτε τέτοια άδεια σε συνάρτηση με την εργοδότησή της από τον Ν. Ρώσσο στην οποία να αναγράφεται ρητά ότι «the permit shall lapse forthwith if the holder ceases to be occupied as specified below», έτσι ώστε να διαπιστώνεται χωρίς οποιανδήποτε περαιτέρω έρευνα και χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αιτιολογία η ισχυριζόμενη παράνομη παραμονή της εφεσίβλητης. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αίτηση που υπεβλήθη από την εφεσίβλητη για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της στις 9.2.2000, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση από το Λειτουργό Μετανάστευσης. Υπάρχει, επίσης, στο φάκελο το συμβόλαιο της αιτήτριας με τον κ. Ρώσσο, το οποίο ήταν τριετές. Υπάρχει μάλιστα στο διοικητικό φάκελο χειρόγραφο σημείωμα του υπεύθυνου της ΥΑΜ Λεμεσού προς το Διοικητή της Υπηρεσίας, στο οποίο αναφέρεται ότι επειδή εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους είχε εργοδοτήσει την εφεσίβλητη ο Ν. Ρώσσος, «την αποδέσμευσε με σκοπό ή να αναχωρήσει για την πατρίδα της ή να εργοδοτηθεί σε άλλο εργοδότη». Όπως περαιτέρω καταγράφεται στο σημείωμα, «στις 17.10.2000 αυτή επισκέφθηκε το κλιμάκιο ΥΑΜ Λεμεσού με τη νέα εργοδότρια της την Ε/Κ Ευριδίκη Αβραάμ όπου υπέβαλε αίτηση». Το κατά πόσο ο τερματισμός του συμβολαίου ήταν νόμιμος ή όχι, ή το κατά πόσο ο Ν. Ρώσσος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του στην εφεσίβλητη για να εργοδοτηθεί από άλλο πρόσωπο, δεν φαίνεται να έχει διερευνηθεί σε λεπτομέρεια, έτσι ώστε με βάση το σύνολο των γεγονότων που αφορούν την παρούσα περίπτωση, να κριθεί κατά πόσο όντως η παραμονή της εφεσίβλητης για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε παράνομη. Το έργο αυτό δεν μπορεί να το αναλάβει το Δικαστήριο. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438, «Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων, αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο, όταν έπαιρνε την απόφαση».
Είναι γεγονός ότι με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 110(2) του Ν. 14(Ι)/2002, ως ίσχυε τότε, δεν παρείχετο διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να εξετάσει αίτηση της φύσης της επίδικης σε περίπτωση που ο αλλοδαπός «εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία». Δεν θεωρούμε όμως ότι στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες είχαν διακριτική ευχέρεια να αγνοήσουν την οποιαδήποτε παράνομη παραμονή της αιτήτριας. Αυτό που ουσιαστικά θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι οι εφεσείοντες όφειλαν να διερευνήσουν λεπτομερέστερα το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παράνομης παραμονής της εφεσίβλητης στην Κύπρο και να αιτιολογήσουν δεόντως την απόφασή τους, στη βάση θεώρησης εφαρμογής της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται, συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, χωρίς να απαιτείται η περαιτέρω εξέτασή τους.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.