ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C516
(2016) 3 ΑΑΔ 554
11 Νοεμβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΡΕΛΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 102/2010)
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Αδυναμία εξέτασης ζητήματος, που δεν έχει περιληφθεί στους λόγους έφεσης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορική εξέταση ― Αιτιολογία της εντύπωσης που αποκόμισε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Απαιτούμενα προσόντα ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε στην εξετασθείσα υπόθεση ότι υπήρχε έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος απαιτούμενου προσόντος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Πρόσθετα προσόντα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ― Η ορθή αξιολόγησή τους, με βάση την νομολογία η οποία και κρίθηκε ότι καλώς εφαρμόστηκε στην εξετασθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Βαρύτητα ― Δεν αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα υπό τις περιστάσεις.
Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Η περίπτωση απαραδέκτως προβαλλόμενου ισχυρισμού εφεσείοντα σε έφεση κατά του διορισμού του.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Η ερμηνεία τους από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην κριθείσα περίπτωση, απέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα και υπό τις περιστάσεις ήταν επιτρεπτή η δικαστική επέμβαση.
Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε επιτύχει η προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους/εφεσείοντα για πλήρωση της θέσης Επάρχου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση του Δικαστή Παμπαλλή, με την οποία συμφωνεί στην ολότητάς της η Δικαστής Τ. Ψαρά - Μιλτιάδου, αποφάσισε ότι:
Ο πρώτος και ο δωδέκατος λόγοι έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί, καθότι αλληλοσυνδέονται. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προκρίνει, ως εσφαλμένη, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τη διαπιστωθείσα έλλειψη αιτιολογίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, για τη συμπερίληψη του στον τελικό κατάλογο. Με το δωδέκατο λόγο προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου ότι η κλήση του από την ΕΔΥ στη συνέντευξη ήταν ″απλή προτίμηση″. Μέσα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ο εφεσείων επικαλείται περαιτέρω ότι, υπήρχε πλάνη κατά τη λήψη της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ως προς την αρχαιότητα του. Εισηγήθηκε ότι, λόγω της πρόσφατης αναδρομικής του προαγωγής, η αρχαιότητα του ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη και συνεπώς είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη στην όλη διαδικασία.
Σε μεταγενέστερο, όμως, στάδιο, και πριν την έναρξη της εκδίκασης της έφεσης, ο εφεσείων είχε προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά από τις 15 Δεκεμβρίου 1990. Στις 4 Απριλίου 2014 διορίσθηκε στη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αναδρομικά από τον Ιανουάριο 2003. Δεν υπήρχε στην έφεση λόγος που να αφορά την πλάνη ως προς την αρχαιότητα του εφεσείοντα. Με αυτό το δεδομένο της απουσίας λόγου έφεσης ως προς την διαφοροποίηση της αρχαιότητας δεν εξετάστηκε ανάλογο θέμα. εραιτέρω, ο εφεσείων, ως ενδιαφερόμενος στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν μπορεί να προβάλει λόγο ακυρώσεως της απόφασης. Ως ενδιαφερόμενος λαμβάνει μέρος στη διαδικασία για να υποστηρίξει την ορθότητα της απόφασης.
Ο εφεσείων χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κλήση του εφεσείοντα σε προφορική συνέντευξη ήταν χωρίς αιτιολογία και απλώς, υποδηλεί προτίμηση. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν αιτιολόγησε την απόφαση της για συμπερίληψη του εφεσείοντα στον τελικό κατάλογο. Τα όσα ανέφερε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, όντως, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα οποία η τελευταία αξιολόγησε, σε συνδυασμό με την ενώπιον της προφορική εξέταση και αποφάσισε όπως μην τον συμπεριλάβει στον προκαταρκτικό κατάλογο.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 12 απορρίπτονται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και συγκεκριμένα ως προς το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η παράγραφος 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει ως απαιτούμενο προσόν «την καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών».
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, δεν αιτιολόγησαν την κρίση τους περί κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2), του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, για σκοπούς διαπίστωσης της κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, υπέβαλε τους υποψηφίους, που δεν κατείχαν το προσόν, σε προφορική εξέταση διάρκειας 30 λεπτών. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης κατέγραψε, με γενικότητα ότι, ο εφεσείων κατείχε το απαιτούμενο προσόν χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναφορά η οποία να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ελλείψεως αιτιολογίας, ως προς την κατοχή του προσόντος της παραγράφου 3(2). Τέλος, ο εφεσείων κωλύεται να προβάλλει ισχυρισμούς εναντίον της απόφασης με την οποία διορίστηκε.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο εφεσίβλητος υπερείχε σε προσόντα, αρχαιότητα και αξία και παράλληλα ότι η μόνη υπεροχή προς όφελος του εφεσείοντα ήταν η κατοχή του πλεονεκτήματος. Επίσης, εισηγείται ο εφεσείων, η ερμηνεία των προσόντων του από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη.
Η ύπαρξη πρόσθετων προσόντων είναι ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του. Αυτό το προσόν, δεν παραγνωρίζεται, αλλά συνεκτιμάται, με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων.
Δεν θεωρούμε ότι δόθηκε υπερβολική βαρύτητα σε αυτά. Στη βάση των πιο πάνω ο εφεσείων είχε αξιολογηθεί με υψηλότερο βαθμό από την ΕΔΥ και κατείχε και το πλεονέκτημα, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της προτίμησης του για διορισμό.
Συναφώς, οι λόγοι αυτοί θα έχουν επιτυχή κατάληξη.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων στρέφεται εναντίον της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η προφορική εξέταση δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει τα αντικειμενικά κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας, όταν η διαφορά στην αξιολόγηση είναι οριακή. Ο εφεσείων είχε βαθμολογηθεί ως Σχεδόν Εξαίρετος, ενώ ο εφεσίβλητος ως Πάρα Πολύ Καλός. Είναι νομολογημένο ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση είναι ιδιαίτερης σημασίας όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι η παρούσα. Όμως, η διαφορά στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κατά την προφορική συνέντευξη, δεν ήταν ο μόνος παράγοντας για διορισμό του εφεσείοντα, ο οποίος υπερτερούσε σε προσόντα και κατείχε το πλεονέκτημα. Επομένως, καταλήγουμε ότι δεν είχε δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση όπως πρωτοδίκως αποφασίστηκε.
Ο λόγος αυτός θα έχει επιτυχή κατάληξη.
Με τους λόγους έφεσης έξι, επτά και οχτώ, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον συμπεριέλαβε στον κατάλογο των συστηθέντων, προς την ΕΔΥ, και ούτε ασχολήθηκε με τη στάθμιση της αρχαιότητας του και ούτε διαπίστωσε πλάνη στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Τα όσα προβάλλει ο εφεσείων ως προς την πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τη μη συμπερίληψη του, δεν μπορούν να εξεταστούν. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως ήταν στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων, έχει καθήκον υποστήριξης της απόφασης και όχι να προβάλλει λόγους ακυρώσεως της.
Οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται.
Με το δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279, ως μη τελεσίδικη αφού δεν είχε εφεσιβληθεί. Τα όσα προβάλλει ο εφεσείων δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς προέβη σε παραπομπή στην αρχή που διατυπώθηκε στην πιο πάνω απόφαση. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί δεδικασμένο, όπως προβλήθηκε.
Οι λόγοι έντεκα και δεκαεπτά στρέφονται εναντίον της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο σε σχέση με την πείρα και το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, η οποία ήταν αντίθετη με την ερμηνεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Όπως προβάλλει ο εφεσείων, υπήρξε υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης, από το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε αυθαίρετος αποκλεισμός άλλων υπηρεσιών. Η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Στην παρούσα υπόθεση ο διαχωρισμός στον οποίο είχε προβεί η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτός και συνεπώς δικαιολογείτο η επέμβαση του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται.
Κατά το στάδιο της εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής που έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 2006, λήφθησαν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2001-2005. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη δική της απόφαση καταγράφει πως λήφθηκαν υπόψη οι αξιολογήσεις που έγιναν στο σύνολο τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.
Στη βάση της πιο πάνω θεώρησης διαπιστώνεται ότι ο εφεσείων διέθετε 27Ε και 5ΠΙ, ενώ, αντιθέτως, ο εφεσίβλητος διέθετε 32Ε. Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι λήφθηκε υπόψη και η αξιολόγηση του 2006, για το οποίο η υποβληθείσα από τον εφεσείοντα ένσταση απορρίφθηκε, η αξία των δύο υποψηφίων δεν θα διαφοροποιείτο ουσιαστικώς, καθότι ο εφεσίβλητος σταθερά έλαβε 8Ε και για το 2006, ενώ ο εφεσείων είχε 7Ε και 1ΠΙ, και τούτο στη διευθυντική ικανότητα, όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής.
Και ο ανωτέρω λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεκατοπέμπτο λόγο ο εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν ήταν επαρκής, για να παραγνωριστεί ο εφεσίβλητος. Με το δέκατοέκτο λόγο προβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατοχή των πρόσθετων προσόντων από τον εφεσείοντα προσμέτρησε λανθασμένα. Το θέμα εξετάστηκε στους λόγους έφεσης 3 και 4 όπου καταλήξαμε ότι η επιλογή του εφεσείοντα δεν βασίστηκε μόνο στην κατοχή του πλεονεκτήματος, και είχαν επιτυχή κατάληξη.
Στη βάση της αποτυχίας, μερικών λόγων έφεσης και την ταυτόχρονη επιτυχία άλλων, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης δεν επηρεάζεται και επικυρώνεται.
Με την ομόφωνη απόφαση, ως προς το αποτέλεσμα, συμφωνούν και οι Δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου, Δ. Μιχαηλίδου και Γ. Γιασεμή, πλην των λόγων έφεσης 1, 2 και 12, με τους οποίους διαφωνούν και για τους οποίους δόθηκε ξεχωριστή απόφαση από το Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου η οποία είχε το ίδιο αποτέλεσμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655,
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546,
Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,
Μάρκου ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 137, ECLI:CY:AD:2014:C308,
Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,
Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279,
Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,
Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895,
Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,
Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921.
Έφεση.
Έφεση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1398/2007), ημερ. 31/5/2010.
Εφεσείων/Ενδιαφερόμενο μέρος εμφανίζεται προσωπικά.
Θ. Κουσπή (κα), για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ'ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η κρίση μας ως προς το αποτέλεσμα της έφεσης είναι ομόφωνη.
Υπάρχουν δύο αποφάσεις με διαφορετικό σκεπτικό αναφορικά με τρεις λόγους έφεσης, ωστόσο, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Η ομόφωνη απόφαση, ως προς το αποτέλεσμα, θα εκφωνηθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή, με την οποία συμφωνεί η Δικαστής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, πλην των λόγων έφεσης 1, 2 και 12, με τους οποίους διαφωνούν οι Δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου, Δ. Μιχαηλίδου και Γ. Γιασεμή, για τους οποίους θα δοθεί ξεχωριστή απόφαση που θα εκφωνηθεί από το Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με απόφαση της ημερ. 28 Ιουνίου 2007, προχώρησε στο διορισμό του εφεσείοντα (ενδιαφερομένου) στη μόνιμη θέση Επάρχου από την 1η Σεπτεμβρίου 2007.
Ο εφεσίβλητος (αιτητής) καταχώρισε προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα της εν λόγω προαγωγής και αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος είχε επιληφθεί της υποθέσεως, αποφάσισε ότι η ΕΔΥ και προγενέστερα η Συμβουλευτική Επιτροπή, που είχε διοριστεί για το σκοπό αυτό, λειτούργησαν υπό πλάνη και αποφάσισαν χωρίς τη δέουσα αιτιολογία. Το σκεπτικό της απόφασης θα το παραθέσουμε εξετάζοντας τους λόγους έφεσης οι οποίοι είναι πολυάριθμοι, 17 τον αριθμό, και θα μπορούσαν να κατηγοροποιηθούν, κάτι που δεν έγινε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές επαναλήψεις. Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, ο εφεσείων, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικώς, απέσυρε τους λόγους έφεσης 9 και 14.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη πρωτοδίκως ότι η κρίση της ΕΔΥ για τη συμπερίληψη του εφεσείοντα στον κατάλογο των συστηθέντων, ήταν χωρίς την αναγκαία αιτιολογία. Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αιτιολόγηση, για διερεύνηση των απαιτούμενων προσόντων της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 αμφισβητείται η απόφαση σχετικά με τα κριτήρια ήτοι, την αρχαιότητα, την αξία, όπως επίσης και την ερμηνεία που δόθηκε αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντα. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η σημασία που δόθηκε στην προφορική συνέντευξη. Με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8 ο εφεσείων αμφισβητεί την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμπερίληψη των συστηθέντων στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε συνάρτηση με την αρχαιότητα και πείρα και αναφορικά με το συνδυασμό της αξίας και των προσόντων του. Με το δέκατο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ερμηνεία που δόθηκε, πρωτοδίκως, στην προσφυγή αρ. 385/2001, ημερ. 28 Μαρτίου 2003. Με τους λόγους έφεσης 11 και 17 αμφισβητείται η ερμηνεία που δόθηκε, αναφορικά με την πείρα του πλεονεκτήματος της θέσης και υπάρχει ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντικατέστησε ουσιαστικώς την κρίση της ΕΔΥ. Με το λόγο έφεσης 12 αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με την αιτιολογία για την προτίμηση του εφεσείοντα έναντι του εφεσιβλήτου. Με το λόγο έφεσης 13 ο εφεσείων θεωρεί ότι υπήρξε πλάνη στον υπολογισμό των στοιχείων των ετήσιων εκθέσεων προόδου του εφεσείοντα και του εφεσιβλήτου. Με το 15ο λόγο ο εφεσείων αμφισβητεί την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη και μόνο του πλεονεκτήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραγνώριση του ιδίου. Τέλος, ο εφεσείων με το 16ο λόγο έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα τα οποία ο ίδιος διαθέτει.
Λόγοι έφεσης 1 και 12
Ο πρώτος και ο δωδέκατος λόγοι έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί, καθότι αλληλοσυνδέονται. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προκρίνει, ως εσφαλμένη, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τη διαπιστωθείσα έλλειψη αιτιολογίας της ΕΔΥ, για τη συμπερίληψη του στον τελικό κατάλογο. Με το δωδέκατο λόγο προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου ότι η κλήση του από την ΕΔΥ στη συνέντευξη ήταν ″απλή προτίμηση. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα αυτός υπερείχε, έκδηλα, σε προσόντα, αρχαιότητα και πείρα και κατείχε το πλεονέκτημα της θέσης. Μέσα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ο εφεσείων επικαλείται περαιτέρω ότι, υπήρχε πλάνη κατά τη λήψη της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ως προς την αρχαιότητα του. Εισηγήθηκε ότι, λόγω της πρόσφατης αναδρομικής του προαγωγής, η αρχαιότητα του ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη και συνεπώς είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη στην όλη διαδικασία.
Ο εφεσίβλητος είχε διοριστεί στη θέση πρώτου Διοικητικού Λειτουργού τον Αύγουστο του 2003 και προηγουμένως στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού το Δεκέμβριο του 1997. Όπως αναγράφεται στον κατάλογο αρχαιότητας, που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ο εφεσείων κατείχε τη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού από το Φεβρουάριο του 1998. Συνεπώς, κατά το στάδιο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ο εφεσείων υστερούσε, έναντι του εφεσιβλήτου, σε αρχαιότητα.
Σε μεταγενέστερο, όμως, στάδιο, και πριν την έναρξη της εκδίκασης της έφεσης, ο εφεσείων είχε προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά από τις 15 Δεκεμβρίου 1990, (Παράρτημα Ι στην αγόρευση του Εφεσείοντα-ΕΕ ημερ. 9 Σεπτεμβρίου 2011). Στις 4 Απριλίου 2014 διορίσθηκε στη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αναδρομικά από τον Ιανουάριο 2003.
Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για πλάνη ως προς την αρχαιότητα του, η δικηγόρος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε ότι, αυτός, δεν μπορεί να εξεταστεί αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους έφεσης. Ο εφεσείων, με αίτηση του ημερομηνίας 28 Φεβρουαρίου 2013, ζήτησε την τροποποίηση των λόγων έφεσης για να συμπεριλάβει λόγο έφεσης, ως προς το εν λόγω θέμα, και ειδικώς για την ημερομηνία προαγωγής του στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης. Στις 8 Ιουλίου 2013, όμως, απέσυρε τη σχετική αίτηση. Ακολούθησε στις 4 Απριλίου 2014 δημοσίευση της προαγωγής του σε Πρώτο Λειτουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Ούτε μετά από αυτό δεν προχώρησε ο εφεσείων σε τροποποίηση των λόγων έφεσης έτσι ώστε να συμπεριλάβει ανάλογο λόγο έφεσης στο εφετήριο.
Με αυτό το δεδομένο, της απουσίας λόγου έφεσης ως προς τη διαφοροποίηση της αρχαιότητας, δεν θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε ανάλογο θέμα. Κατανοούμε ότι ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεση του προσωπικά, και ότι ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 εξαιρεί το διάδικο που εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, από την τήρηση των προνοιών των Κανονισμών, πλην, όμως, ο εφεσείων είναι και δικηγόρος. Η εξαίρεση, όμως, αυτή, εν πάση περιπτώσει, αφορά μόνο τα νομικά σημεία και όχι τα γεγονότα. (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε την Ολομέλεια στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546, όπου ήταν ο ίδιος εφεσείων και αποφασίσθηκε ότι:
"Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας. Δεν είμαστε, όμως, διατεθειμένοι να εξετάσουμε το εν λόγω ζήτημα, εφόσον αυτό δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης. Προκύπτει από τα πρακτικά της ενώπιόν μας διαδικασίας ότι, μετά την αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα, το ζήτημα απασχόλησε το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, η συνήγορος δε, η οποία χειρίζεται την υπόθεση, αφού ζήτησε αναβολή για να τοποθετηθεί περαιτέρω για την υπόθεση, δήλωσε ότι η εφεσίβλητη θα συνεχίσει να υποστηρίξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Συνεπώς, ο εφεσείων, από 15/5/2012, που έγινε η σχετική δήλωση στο Δικαστήριο, γνώριζε τη θέση της εφεσίβλητης, επέλεξε δε μέχρι που η υπόθεση ακούστηκε στις 15/11/2012 να μην υποβάλει αίτηση τροποποίησης των λόγων έφεσης. Η αναδρομική προαγωγή του, ως μεταγενέστερη εξέλιξη, αποτελούσε γεγονός το οποίο όφειλε, με κατάλληλη τροποποίηση, να θέσει ενώπιόν μας και όχι να αναμένει να το προωθήσει κατά την ημερομηνία της ακρόασης, με τον τρόπο που το έχει προωθήσει."
Το ίδιο σκεπτικό απαντάται και στην απόφαση στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (άνω).
Περαιτέρω, ο εφεσείων, ως ενδιαφερόμενος στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν μπορεί να προβάλει λόγο ακυρώσεως της απόφασης. Ως ενδιαφερόμενος λαμβάνει μέρος στη διαδικασία για να υποστηρίξει την ορθότητα της απόφασης. Αναφέρεται επί του προκειμένου στην Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202:
"Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ' αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ' εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012)."
Ο εφεσείων χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κλήση του εφεσείοντα σε προφορική συνέντευξη ήταν χωρίς αιτιολογία και απλώς, υποδηλεί προτίμηση. Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι, η ΕΔΥ, αιτιολόγησε την απόφαση της για συμπερίληψη του εφεσείοντα στην προφορική εξέταση στηριζόμενη στην υπεροχή του σε προσόντα, αρχαιότητα και κατοχή του πλεονεκτήματος. Τα δεδομένα, όμως, όπως καταγράφεται στην απόφαση, ήταν τα ίδια και ενώπιον της Συμβουλευτικής, συνεπώς αποφασίστηκε ότι η ΕΔΥ, δεν έχει προσθέσει οτιδήποτε που να ικανοποιεί την αναγκαιότητα αιτιολόγησης, και συγκεκριμένα αναφέρεται πρωτοδίκως: «δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ, να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους υποψηφίους, που αναδύεται ως πραγματικό δεδομένο που δεν έλαβε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή ή στο οποίο απέδωσε λανθασμένα μειωμένη σημασία».
Ο εφεσείων εισηγείται ότι τα δεδομένα ήταν μεν τα ίδια, αλλά, η αξιολόγηση τους από την ΕΔΥ ήταν διαφορετική.
Στη βάση του γεγονότος ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, εφαρμογή έχει επί του προκειμένου το Άρθρο 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, το οποίο προβλέπει ότι:
"(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:"
Η ΕΔΥ, ως αιτιολογία της απόφασης της για κλήση του εφεσείοντα σε προφορική συνέντευξη κατ' αντίθεση προς την απόφαση της Συμβουλευτικής, ανέφερε ότι, υπερείχε σε προσόντα και σε αρχαιότητα, πλην του εφεσιβλήτου, και διέθετε το πλεονέκτημα της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα αναφέρεται:
".η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν γένει ενώπιόν της στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση .ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ Βραχίμη. .
Αναφορικά με το Χατζηχάννα Βραχίμη, η Επιτροπή παρατήρησε ότι υπερέχει σε προσόντα έναντι των Παρέλλη Μιχαήλ, ., που συστήνονται από τη Συμβουλευτική επιτροπή, καθώς και σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, πλην του Παρέλλη, και, επίσης, διαθέτει το πλεονέκτημα της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης."
Στη βάση των πιο πάνω συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε την απόφαση της για συμπερίληψη του εφεσείοντα στον τελικό κατάλογο. Τα όσα ανέφερε (η ΕΔΥ), ήταν, όντως, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα οποία η τελευταία αξιολόγησε, σε συνδυασμό με την ενώπιον της προφορική εξέταση και αποφάσισε όπως μην τον συμπεριλάβει στον προκαταρκτικό κατάλογο.
Στην Μάρκου ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 137, ECLI:CY:AD:2014:C308 η Ολομέλεια ανέφερε ότι:
"Εδώ η Ε.Δ.Υ ουδεμία αιτιολόγηση προσέφερε για την προτίμηση της στην εφεσείουσα. Οι δυο παράγοντες που ανέφερε λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκαν και μαζί με τους άλλους παράγοντες που συνεκτιμήθηκαν οδήγησαν στη βαθμολογία του κάθε υποψηφίου."
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 12 απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 2
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και συγκεκριμένα ως προς το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Εισηγείται, περαιτέρω ότι, υπήρξε παράβαση του δεδικασμένου επειδή, όπως ανέφερε, υπάρχουν υπέρ του ακυρωτικές αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες, πληρούσε την πιο πάνω πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας και εσφαλμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον είχε θεωρήσει ως προσοντούχο, αρχικά, και τον είχε υποβάλει σε προφορική εξέταση για διαπίστωση της κατοχής του πιο πάνω προσόντος.
Η παράγραφος 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει ως απαιτούμενο προσόν «την καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών».
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και η ΕΔΥ, δεν αιτιολόγησαν την κρίση τους περί κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2), του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, για σκοπούς διαπίστωσης της κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, υπέβαλε τους υποψηφίους, που δεν κατείχαν το προσόν, σε προφορική εξέταση διάρκειας 30 λεπτών. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης κατέγραψε, με γενικότητα ότι, ο εφεσείων κατείχε το απαιτούμενο προσόν χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναφορά η οποία να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ελλείψεως αιτιολογίας, ως προς την κατοχή του προσόντος της παραγράφου 3(2). Τέλος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο εφεσείων κωλύεται να προβάλλει ισχυρισμούς εναντίον της απόφασης με την οποία διορίστηκε (Λαμπρατσιώτη (άνω)).
Συνεπώς, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης 3 και 4
Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο εφεσίβλητος υπερείχε σε προσόντα, αρχαιότητα και αξία και παράλληλα ότι η μόνη υπεροχή προς όφελος του εφεσείοντα ήταν η κατοχή του πλεονεκτήματος. Επίσης, εισηγείται ο εφεσείων, η ερμηνεία των προσόντων του από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη.
Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος «είχε υπέρ του όλα τα κριτήρια δηλαδή αρχαιότητα, προσόντα (τα οποία κατείχε για την επίδικη θέση) και αξία, υστερούσε δε μόνο στο πλεονέκτημα .». Σημείωσε ότι, ο εφεσίβλητος υπερτερούσε στο κριτήριο της αρχαιότητας, όπως την έχουμε παραθέσει πιο πάνω, και ότι η αρχαιότητα επιφέρει μεγαλύτερη πείρα που επαυξάνει την αξία. Επίσης ότι ο εφεσίβλητος υπερτερούσε σε βαθμολογημένη αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις καθώς και ότι αυτός είχε καλύτερη αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Κατέληξε δε ότι, η καλύτερη αξιολόγηση του εφεσείοντα από την ΕΔΥ και η κατοχή του πλεονεκτήματος που ενυπήρχε, δεν επαρκούσαν για να παραγνωριστεί η αρχαιότητα, η πείρα και η αξία του εφεσιβλήτου. Τέλος, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η κατοχή πρόσθετων προσόντων προσμέτρησε λανθασμένα και δυσανάλογα υπέρ του εφεσείοντα.
Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο μόνο θέμα που υστερούσε ο εφεσίβλητος, ήταν στο πλεονέκτημα.
Ο εφεσείων είχε πρόσθετα προσόντα και, παρόλο που δεν απαιτούνταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε και θεωρούνταν πλεονέκτημα, ήταν, όμως, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, συναφώς, αυτά έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Η ύπαρξη πρόσθετων προσόντων είναι ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του. Αυτό το προσόν, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186 δεν παραγνωρίζεται, αλλά συνεκτιμάται, με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων.
Δεν θεωρούμε ότι δόθηκε υπερβολική βαρύτητα σε αυτά. Στη βάση των πιο πάνω ο εφεσείων είχε αξιολογηθεί με υψηλότερο βαθμό από την ΕΔΥ και κατείχε και το πλεονέκτημα, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της προτίμησης του για διορισμό.
Συναφώς, οι λόγοι αυτοί θα έχουν επιτυχή κατάληξη.
Λόγος έφεσης 5
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων στρέφεται εναντίον της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η προφορική εξέταση δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει τα αντικειμενικά κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας, όταν η διαφορά στην αξιολόγηση είναι οριακή. Ο εφεσείων είχε βαθμολογηθεί ως Σχεδόν Εξαίρετος, ενώ ο εφεσίβλητος ως Πάρα Πολύ Καλός. Είναι νομολογημένο ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση είναι ιδιαίτερης σημασίας όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι η παρούσα (Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Όμως, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, η διαφορά στην αξιολόγηση των υποψηφίων, κατά την προφορική συνέντευξη, δεν ήταν ο μόνος παράγοντας για διορισμό του εφεσείοντα, ο οποίος υπερτερούσε σε προσόντα και κατείχε το πλεονέκτημα. Επομένως, καταλήγουμε ότι δεν είχε δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση όπως πρωτοδίκως αποφασίστηκε.
Ο λόγος αυτός θα έχει επιτυχή κατάληξη.
Λόγοι έφεσης 6, 7 και 8
Με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8 ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον συμπεριέλαβε στον κατάλογο των συστηθέντων, προς την ΕΔΥ, και ούτε ασχολήθηκε με τη στάθμιση της αρχαιότητας του και ούτε διαπίστωσε πλάνη στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Τα όσα προβάλλει ο εφεσείων ως προς την πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τη μη συμπερίληψη του, δεν μπορούν να εξεταστούν. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως ήταν στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων, έχει καθήκον υποστήριξης της απόφασης και όχι να προβάλλει λόγους ακυρώσεως της.
Οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 10
Με το δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279, ως μη τελεσίδικη αφού δεν είχε εφεσιβληθεί. Τα όσα προβάλλει ο εφεσείων δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς προέβη σε παραπομπή στην αρχή που διατυπώθηκε στην πιο πάνω απόφαση. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί δεδικασμένο, όπως προβλήθηκε. Επί του θέματος αυτού έχουμε αναφερθεί πιο πάνω κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.
Λόγοι έφεσης 11 και 17
Οι λόγοι 11 και 17 στρέφονται εναντίον της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο σε σχέση με την πείρα και το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, η οποία ήταν αντίθετη με την ερμηνεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Όπως προβάλλει ο εφεσείων, υπήρξε υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης, από το Δικαστήριο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε καθορίσει ως πλεονέκτημα, πείρα που αποκτήθηκε από υποψηφίους που είχαν εργασθεί ως διοικητικοί λειτουργοί στην Επαρχιακή Διοίκηση ή στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε αυθαίρετος αποκλεισμός άλλων υπηρεσιών. Η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν ευλόγως επιτρεπτή. (Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Στην παρούσα υπόθεση ο διαχωρισμός στον οποίο είχε προβεί η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτός και συνεπώς δικαιολογείτο η επέμβαση του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 13
Κατά το στάδιο της εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής που έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 2006, θεωρούμε ότι λήφθησαν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2001-2005. Η ΕΔΥ στη δική της απόφαση καταγράφει πως λήφθηκαν υπόψη οι αξιολογήσεις που έγιναν στο σύνολο τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια (ερυθρό 71).
Ο εφεσίβλητος είχε λάβει για τα εν λόγω έτη 40Ε. Ο εφεσείων είχε υποβάλει ένσταση για τη βαθμολογία που του δόθηκε για το έτος 2005 και αυτή έγινε αποδεκτή. Νέα αξιολόγηση δεν φαίνεται να έγινε συνεπώς, δεν υπήρχε αξιολόγηση για το έτος 2005.
Αναφορικά με τα έτη 2001-2005 οι αξιολογήσεις έχουν ως ακολούθως:
2004 - 8Ε
2003 - 8Ε
2002 - 5Ε - 3ΠΙ
2001 - 6Ε - 2ΠΙ
Στη βάση της πιο πάνω θεώρησης διαπιστώνεται ότι ο εφεσείων διέθετε 27Ε και 5ΠΙ, ενώ, αντιθέτως, ο εφεσίβλητος διέθετε 32Ε. Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι λήφθηκε υπόψη και η αξιολόγηση του 2006, για το οποίο η υποβληθείσα από τον εφεσείοντα ένσταση απορρίφθηκε, η αξία των δύο υποψηφίων δεν θα διαφοροποιείτο ουσιαστικώς, καθότι ο εφεσίβλητος σταθερά έλαβε 8Ε και για το 2006, ενώ ο εφεσείων είχε 7Ε και 1ΠΙ, και τούτο στη διευθυντική ικανότητα, όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι για τα έτη 2002-2006 (με εξαίρεση το 2005), ο εφεσείων διέθετε 28Ε και 4ΠΙ, ενώ ο εφεσίβλητος 32Ε.
Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα είναι ατεκμηρίωτο και ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης 15 και 16
Με το 15ο λόγο ο εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν ήταν επαρκής, για να παραγνωριστεί ο εφεσίβλητος. Με το 16ο λόγο προβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατοχή των πρόσθετων προσόντων από τον εφεσείοντα προσμέτρησε λανθασμένα. Το θέμα εξετάστηκε στους λόγους έφεσης 3 και 4 όπου καταλήξαμε ότι η επιλογή του εφεσείοντα δεν βασίστηκε μόνο στην κατοχή του πλεονεκτήματος, και είχαν επιτυχή κατάληξη.
Στη βάση της αποτυχίας, όπως σημειώνεται πιο πάνω, μερικών λόγων έφεσης και την ταυτόχρονη επιτυχία άλλων, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης δεν επηρεάζεται και επικυρώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης της μόνιμης θέσης Επάρχου που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, υποβλήθηκαν 14 αιτήσεις οι οποίες εξετάστηκαν από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή. Η ΕΔΥ, πέραν των υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση και τον Εφεσείοντα και ένα άλλο υποψήφιο, τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε περιλάβει στον κατάλογό της.
Κατά την προφορική εξέταση που ακολούθησε, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών αξιολόγησε τον Γ. Μαλλουρίδη ως «εξαίρετο» και τον σύστησε ως τον καταλληλότερο για τη θέση. Η ΕΔΥ έκρινε ότι ο Εφεσείων ήταν κατά την προφορική συνέντευξη «σχεδόν εξαίρετος» και ότι υπερείχε γενικά όλων των υπολοίπων υποψηφίων και στις 28.6.2007 του πρόσφερε διορισμό από 1.9.2007, τον οποίο και αποδέχθηκε.
Ο Εφεσίβλητος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προαγωγής και προχώρησε σε καταχώρηση προσφυγής, καταφέρνοντας να ακυρώσει την προαγωγή του Εφεσείοντα. Αδελφός μας δικαστής έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι:-
(α) Η απόφαση της ΕΔΥ να καλέσει τον Εφεσείοντα σε συνέντευξη (σε αντίθεση με την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής) ήταν αναιτιολόγητη.
(β) Η ΕΔΥ χωρίς επαρκή αιτιολογία ερμήνευσε πεπλανημένα το Σχέδιο Υπηρεσίας, παράγραφο 3(2), υιοθετώντας την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι το απαιτούμενο εκεί προσόν της καλής γνώσης και ικανότητας εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας και Κανονισμών, ικανοποιείτο με την προφορική προς τούτο διαπίστωση κατά την εξέταση των υποψηφίων από την ίδια τη Συμβουλευτική Επιτροπή «ενόψει του γεγονότος ότι είχε ως Πρόεδρο τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλους διευθυντές διαφόρων Τμημάτων ως μέλη, εξειδικευμένους στο αντικείμενό τους.».
(γ) Ως προς το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, ο περιορισμός της απαίτησης της πείρας στις θέσεις διοικητικού λειτουργού «στην Επαρχιακή Διοίκηση ή του Υπουργείου Εσωτερικών», ήταν αυθαίρετος στο βαθμό που αποκλείει άλλες υπηρεσίες στις οποίες είχε υπηρετήσει ο Εφεσίβλητος.
(δ) Η ΕΔΥ παραγνώρισε την υπέρμετρη αξία και αρχαιότητα του Εφεσίβλητου και ότι η κατοχή και μόνο του πλεονεκτήματος από τον Εφεσείοντα δεν επαρκούσε για να παραγνωριστεί η αρχαιότητα του Εφεσίβλητου και η διαχρονικά καλύτερη αξιολόγηση του στις Ετήσιες Εκθέσεις και περαιτέρω ότι έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική αξιολόγηση του Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων με 17 λόγους έφεσης εφεσιβάλλει την πρωτόδικη κρίση. Κατά την ακρόαση της έφεσης απέσυρε τους λόγους έφεσης 9 και 14, ενώ θα μπορούσε να αποσύρει και άλλους, ώστε να απλοποιήσει τα πράγματα. Δεν το έπραξε όμως, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ενώπιόν μας πολλά θέματα, τα οποία επισκίαζαν τα πιο σοβαρά επίδικα ζητήματα.
Κατά πόσον ήταν αναιτιολόγητη η απόφαση της ΕΔΥ να καλέσει τον Εφεσείοντα σε προφορική εξέταση - Λόγοι έφεσης 1 και 12
Συμφωνούμε ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί λόγω της διασύνδεσής τους. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα ο αδελφός μας δικαστής έκρινε ότι ήταν αναιτιολόγητη η απόφαση της ΕΔΥ για τη συμπερίληψή του στον τελικό κατάλογο υποψηφίων που θα καλούνταν για προφορική εξέταση. Με τον δωδέκατο λόγο προσβάλλει την κρίση του δικαστηρίου ότι η κλήση του Εφεσείοντα στην προφορική συνέντευξη ήταν «απλή προτίμηση» της ΕΔΥ, η οποία δεν έδωσε την αναγκαία αιτιολογία για την απόφαση της να παρακάμψει τον τελικό κατάλογο που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Προτού προχωρήσουμε, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε με συντομία στο σχετικό ιστορικό. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη συνεδρία της στις 20.10.2006, αποφασίζοντας επί του προκαταρκτικού καταλόγου, αναφέρει τα εξής στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας:-
«Η Επιτροπή στην ίδια συνεδρία αποφάσισε ομόφωνα όπως περιλάβει στον κατάλογο συστηνομένων τους ακόλουθους τέσσερις υποψηφίους κατά αλφαβητική σειρά, τους οποίους και συστήνει ως καταλληλότερους για επιλογή στη θέση Έπαρχου (κλ. Α 15 + 1) στην Επαρχιακή Διοίκηση, Υπουργείο Εσωτερικών:
1. Κελβέρης Αλέξανδρος
2. Μαλουρίδης Γιαννάκης
3. Μεταξάς Ιωάννης
4. Παρέλλης Μιχαήλ
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τον υποψήφιο ΠΑΡΕΛΛΗ Μιχαήλ, ο οποίος παρά το γεγονός ότι δεν κατέχει το πλεονέκτημα, λόγω της εξαιρετικής απόδοσης του κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπερτερεί στην τελική αξιολόγηση έναντι των υποψηφίων ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ανδρέα, ΗΛΙΑΔΗ Χαράλαμπου, ΚΤΩΡΙΔΗ Ανδρέα, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Περσεφόνης και ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ Βραχίμη, οι οποίοι το κατέχουν δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των συστηνομένων.»
Η ΕΔΥ στη συνεδρία της στις 16.5.2007 αποφάσισε ότι στον τελικό κατάλογο θα έπρεπε να προστεθεί και ο Εφεσείων και αιτιολόγησε την κρίση της ως εξής:-
«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν γένει ενώπιον της στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση, σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και τους Ηλιάδη Χαράλαμπο και Χατζηχάννα Βραχίμη.
[..] Αναφορικά με τον Χατζηχάννα Βραχίμη, η Επιτροπή παρατήρησε ότι υπερέχει σε προσόντα έναντι των Παρέλλη Μιχαήλ, Μεταξά Ιωάννη και Μαλλουρίδη Γιαννάκη, που συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, πλην του Παρέλλη, και, επίσης διαθέτει το πλεονέκτημα της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης.»
Το Άρθρο 34(8)* του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι:-
«34(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 3) του 2005 βρίσκονται σε εξέλιξη.»
Ο αδελφός μας δικαστής έκρινε ότι η απόφαση της ΕΔΥ να καλέσει ενώπιον της και τον Εφεσείοντα, «λήφθηκε χωρίς την αναγκαία αιτιολογία». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 5-6 της πρωτόδικης απόφασης:-
«Πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί η ορθότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προσθέσει το ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς και έτερο πρόσωπο στους ενώπιον της υποψήφιους για συνέντευξη και τελική κρίση παρά το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν το συμπεριέλαβε. Παρατηρείται ότι η επιφύλαξη του Άρθρου 33(8) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, επιτρέπει στην Ε.Δ.Υ. να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν ήταν στον προκαταρκτικό, εφόσον όμως το πράττει με «αιτιολογημένη απόφαση». Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 16.5.07 (Παράρτημα 9 στην ένσταση), αιτιολόγησε, στην τελευταία σελίδα τη θέση της αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος ότι ο λόγος που αποφάσισε τη συμπερίληψη του στην προφορική εξέταση ενώπιον της, ήταν η υπεροχή των προσόντων αυτού έναντι τριών εκ των τεσσάρων συστημένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του αιτητή, καθώς επίσης και η εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου διάθεση του πλεονεκτήματος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, αλλά και η υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, πλην του αιτητή.
Όμως όλα αυτά τα δεδομένα ήταν ήδη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία και τα αξιολόγησε δεόντως, χωρίς να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους συστηθέντες. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε, πέραν των διαφόρων δεδομένων, υποβάλει τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση στις 15.11.06, κρίνοντας τον μεν αιτητή «εξαίρετο», το δε ενδιαφερόμενο μέρος «πολύ καλό», τρία δηλαδή επίπεδα πιο κάτω από τον αιτητή, στη βάση των εκ των προτέρων αποφασισθέντων χαρακτηριστικών. Ακόμη και μετά τη συμπληρωματική έκθεση που η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στις 9.5.07 μετά τις δύο περαιτέρω συνεδριάσεις της ημερ. 1.3.07 και 13.4.07 (Παράρτημα 8 στην ένσταση), μετά τις παρατηρήσεις της Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 16.1.07, το ενδιαφερόμενο μέρος και πάλι δεν είχε συμπεριληφθεί, των τεσσάρων αρχικά συστηθέντων παραμενόντων των ιδίων. Παρατηρείται δε ότι η Ε.Δ.Υ. ζητώντας τη συμπληρωματική έκθεση, ουδέν πρόσθετο ή διευκρινιστικό στοιχείο ζήτησε σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος. Έπεται, ότι δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ουσιαστική αιτιολογία. «Αιτιολογία, κατά το Άρθρο 33(8), σημαίνει την καταγραφή εκείνου του διαφοροποιητικού στοιχείου ως προς τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το συμβουλευτικό όργανο, εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή, διαφορετικά πρόκειται για απλή προτίμηση.». (Μάριος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας και Ιωάννης Θασίτης ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1743/07 και 149/08, ημερ. 11.1.2010). Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους υποψηφίους, που αναδύεται ως πραγματικά αντικειμενικό δεδομένο που δεν έλαβε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή ή στο οποίο απέδωσε λανθασμένα μειωμένη σημασία. Επομένως, η κρίση της Ε.Δ.Υ. να καλέσει ενώπιον της το ενδιαφερόμενο μέρος περιλαμβάνοντας το στον τελικό κατάλογο, λήφθηκε χωρίς την αναγκαία αιτιολογία.»
Με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η κρίση της ΕΔΥ δεν ήταν αιτιολογημένη. Σύμφωνα με το Άρθρο 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολία ως προς το ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης. Όπως πολλάκις κρίθηκε νομολογιακά, η αιτιολογία δεν χρειάζεται να είναι νομική πραγματεία, αλλά αρκεί να είναι σαφής και πειστική ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες για τον πραγματικό λόγο που λήφθηκε η απόφαση. Βέβαια, τι τελικά θεωρείται ικανοποιητική αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η έκτασή της ποικίλλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά του επίδικου θέματος της υπόθεσης (βλ. Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Ούτε θεωρούμε ότι τίθεται θέμα «προτίμησης». Ο Εφεσείων προστέθηκε στον προκαταρκτικό κατάλογο μετά από αιτιολογημένη απόφαση της ΕΔΥ η οποία, ως το μόνο αρμόδιο αποφασίζον όργανο, έκρινε ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο, ώστε να κληθεί επιπρόσθετα των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε προφορική εξέταση, κάτι άλλωστε που επιτρέπει το ίδιο το Άρθρο 34(8) του Νόμου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την αιτιολογία ανεπαρκή εφόσον «Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση της ΕΔΥ να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους υποψήφιους, που αναδύεται ως πραγματικά αντικειμενικό δεδομένο που δεν έλαβε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή ή στο οποίο απέδωσε λανθασμένα μειωμένη σημασία».
Ακριβώς εδώ, η ΕΔΥ με την αιτιολογία πως ο εφεσείοντας «υπερέχει σε προσόντα έναντι των Παρέλλη Μιχαήλ, . που συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, πλην του Παρέλλη, και, επίσης, διαθέτει το πλεονέκτημα της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης» παρεκκλίνει από την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να μην συμπεριλάβει τον εφεσείοντα στους συστηθέντες, όχι επειδή τα στοιχεία αυτά δεν βρίσκονταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά επειδή η Επιτροπή δεν απέδωσε τη σημασία που η ΕΔΥ απέδωσε στα πιο πάνω στοιχεία. Δεν μπορεί συνεπώς εν προκειμένω, να γίνεται λόγος για μη επαρκή αιτιολογία από μέρους του οργάνου το οποίο ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα από εισήγηση συμβουλευτικού οργάνου (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, 25 και Μάρκου ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 137, ECLI:CY:AD:2014:C308). Το επιχείρημα πως πρόκειται περί στοιχείων τα οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή ενδεχομένως να έλαβε υπόψη στην εισήγησή της και συνεπώς η ΕΔΥ περιορίζεται στη δράση της ενόψει τούτου, δεν ευσταθεί διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με θεώρηση πως δεν είναι επιτρεπτό στο αποφασίζον όργανο να παρεκκλίνει από την πιο πάνω εισήγηση, αποδίδοντας διαφορετική σημασία στα στοιχεία αυτά, καθιστώντας ανεπιτρέπτως το συμβουλευτικό όργανο ως αποφασίζον.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν βλέπουμε τι άλλο θα μπορούσε να αναφέρει η ΕΔΥ, η οποία σύμφωνα με το Άρθρο 34(8) του Νόμου 1/90, είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με το Νόμο έχει αρμοδιότητα να ετοιμάζει Έκθεση η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα να διατυπώνει τελεσίδικη και αποφασιστική κρίση. Είναι η ΕΔΥ που έχει τέτοια αρμοδιότητα. Σε περίπτωση που η ΕΔΥ θα ήθελε να προσθέσει και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο στον κατάλογο που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή, το μόνο που έχει να κάνει σύμφωνα με το Άρθρο 34(8) του Νόμου, είναι να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και σε περίπτωση διαφωνίας απλώς να αιτιολογεί την κρίση της. Το άρθρο δεν προβλέπει για οτιδήποτε άλλο, π.χ. για ειδική αιτιολογία ή για «ουσιαστική αιτιολογία», όπως αναφέρει ο συνάδελφός μας. Σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί η Συμβουλευτική Επιτροπή σε όργανο αποφασιστικής αρμοδιότητας, κάτι που ο Νόμος διασφαλίζει για την ΕΔΥ.
Εν όψει των ανωτέρω και με βάση τα στοιχεία του φακέλου που αφορούν στον Εφεσείοντα, θεωρούμε ότι νόμιμα η ΕΔΥ συμπεριέλαβε ή και πρόσθεσε στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τον Εφεσείοντα, Άρθρο 34(8), εφόσον η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και τον κάλεσε σε προφορική εξέταση με την αιτιολογία που παραθέσαμε πιο πάνω.
Κατά την κρίση μας οι λόγοι έφεσης 1 και 12 επιτυγχάνουν.
Κατά πόσον ήταν αναιτιολόγητη η απόφαση της ΕΔΥ ως προς την κατοχή του προσόντων της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας - Λόγος έφεσης 2
Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης αφορά στο παράπονο του Εφεσίβλητου (λόγος ακύρωσης 1 πρωτοδίκως) ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εσφαλμένα και χωρίς τη δέουσα αιτιολογία έκρινε μετά από προφορική εξέταση ότι ο Εφεσείων, ο οποίος δεν είχε υπέρ του το τεκμήριο της γραπτής εξέτασης του γενικού διοικητικού προσωπικού, κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι καλή γνώση της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας και Κανονισμών. Κατά τον Εφεσίβλητο, η αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα πρακτικά, δεν κατέγραφε «κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό τα στοιχεία με βάση τα οποία έκρινε ότι οι .. υποψήφιοι περιλαμβανομένου και του ΕΜ (Εφεσείοντα) ικανοποιούν το απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας.» Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι «δεν επεξηγούνται οι λόγοι κρίσης της, ώστε να μπορεί το δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης του δικαστικού ελέγχου, να διαπιστώσει αν αυτή είναι εύλογα επιτρεπτή.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή επεξηγώντας την αποδεχτή κατά τη νομολογία μέθοδο της προφορικής εξέτασης για διαπίστωση του προσόντος της καλής γνώσης και ικανότητας εφαρμογής της σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και άλλων συναφών με τη θέση Νομοθεσιών και Κανονισμών, ανέφερε τα εξής:-
«Ως προς το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2), δηλαδή την καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων νομοθεσίας και κανονισμών, Γενικών Διατάξεων και Λογιστικών οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι αυτό το κατέχουν καταρχήν, όλοι οι υποψήφιοι που διετέλεσαν μέλη του Γενικού Διοικητικού Προσωπικού, ενόψει του τεκμηρίου της γραπτής εξέτασης. Συναφώς αναφέρεται ότι σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προφορική εξέταση προσφέρεται κατ' αρχήν ως τρόπος διερεύνησης των απαιτούμενων προσόντων - εφόσον βέβαια το όργανο που τη διεξάγει διαθέτει τις κατά περίπτωση αναγκαίες εξειδικευμένες γνώσεις - αλλά οι οποίες διαπιστώσεις θα πρέπει να εξηγούνται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, επειδή στην προφορική εξέταση των υποψηφίων θα συμμετέχει τόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, όσο και άλλοι Διευθυντές Τμημάτων/Υπηρεσιών του Υπουργείου οι οποίοι διαθέτουν τις αναγκαίες εξειδικευμένες γνώσεις, αποφασίσθηκε όπως διερευνηθεί και διαπιστωθεί μέσω της προφορικής εξέτασης, ότι όλοι οι λοιποί υποψήφιοι που δεν κατέχουν το τεκμήριο της γραπτής εξέτασης, κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της καλής γνώσης των ανωτέρω νομοθεσιών και κανονισμών.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Φαίνεται σαφώς από τα πιο πάνω ότι για την Επιτροπή ήταν σημαντικό το γεγονός ότι θα συμμετείχαν στην προφορική εξέταση αξιωματούχοι και άλλοι λειτουργοί με εξειδικευμένες γνώσεις για τις συγκεκριμένες Νομοθεσίες και Κανονισμούς.
Μετά τις συνεντεύξεις, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στα πρακτικά, τα συμπεράσματα της ως εξής:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε, μετά από την προφορική εξέταση των υποψηφίων, ότι και οι τρεις υποψήφιοι που δεν κατείχαν το προσόν της γραπτής εξέτασης (ήτοι Γρηγορίου Ανδρέας, Παπαδοπούλου Περσεφόνη και Χατζηχάννας Βραχίμης) κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, ήτοι καλή γνώση της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών ως επίσης ότι και οι εννέα υποψήφιοι που προσήλθαν στην προφορική εξέταση κατέχουν την ικανότητα εφαρμογής των πιο πάνω Νομοθεσιών/ Κανονισμών.»
Ο αδελφός μας δικαστής δέχθηκε τις θέσεις του Εφεσίβλητου ότι τα πιο πάνω ουδόλως ικανοποιούν την ανάγκη για δικαστικό έλεγχο. Στηριζόμενος στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, θεώρησε ότι η διοίκηση σύμφωνα με τη νομολογία είναι υπόχρεη να δίδει «εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η ΕΔΥ δια μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε δικά της συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση». Έκρινε στη συνέχεια ότι:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή πολύ γενικευμένα και χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε διαπιστώσεις προερχόμενες από συνοδευτικές επεξηγήσεις, κατέγραψε τη θέση της ότι το ΕΜ κατείχε το προσόν.»
Με κάθε σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατ' αρχάς στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε προσόν «πολύ καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας». Η κατάληξη στην Αντωνίου ότι η διατύπωση της ΕΔΥ ήταν «γενική» έγινε «με δοσμένο το γεγονός ότι ο τομέας της Πολιτικής Αεροπορίας είναι εξόχως εξειδικευμένος». Όμως στη δική μας περίπτωση ελλείπει αυτό το στοιχείο, αφού οι γνώσεις που απαιτούνται ήταν επί γενικών θεμάτων και η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι στα μέλη της υπήρχαν ανώτεροι αξιωματούχοι που γνώριζαν τα θέματα.
Πέραν τούτου, μας ανησυχεί η διεύρυνση της αρχής στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, ώστε σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το γνωσιολογικό αντικείμενο, να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση. Δεν μπορούμε να φτάσουμε μέχρι το σημείο νομολογιακά να θέσουμε στην ΕΔΥ υποχρέωση να καταγράφει τις ερωτήσεις που υποβάλλει στους υποψήφιους και τις απαντήσεις που δίδουν. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις από αυτές που είχε υπόψη του ο νομοθέτης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίνουμε ότι η αιτιολογία που απαιτείται στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, αφορά κυρίως σε περιπτώσεις που οι γνώσεις είναι «εξόχως εξειδικευμένες», οπότε εύλογα προκύπτει αυξημένη ανάγκη για ανάλογη εξειδικευμένη αιτιολογία.
Κατά την άποψή μας και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, συμφωνούμε με την κατάληξη της απόφασης του αδελφού δικαστή Παμπαλλή και θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Συγκεκριμένα συμφωνούμε ότι οι λόγοι έφεσης 3 και 4, 5, 15 και 16 θα πρέπει να επιτύχουν, ενώ οι λόγοι έφεσης 6, 7, 8, 10, 13, 11 και 17 δεν ευσταθούν, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του αδελφού δικαστή Παμπαλλή και συνακόλουθα θα πρέπει να απορριφθούν.
Το σημαντικό από την πιο πάνω κατάληξη είναι ότι, παρά την επιτυχία κατά πλειοψηφία των λόγων έφεσης 1 και 12 και του λόγου έφεσης 2, καθώς και ομόφωνα των λόγων έφεσης 3 και 4, 5, 15 και 16, στην ουσία επικυρώνεται η πρωτόδικη κατάληξη, αφού με την απόρριψη ομόφωνα των λόγων έφεσης 11 και 17 παραμένει η πρωτόδικη κρίση με την οποία κρίθηκε ότι ευσταθεί ο λόγος ακυρότητας 3 (σε σχέση με την πλάνη τους ως προς το πλεονέκτημα).
Παρά τη μερική επιτυχία της έφεσης, συμφωνούμε ότι η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.