ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Latonia Estate Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672
Φιλή-Τζιαούρη Ανδρούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 651
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Ευγενίου και Άλλου (2005) 3 ΑΑΔ 257
Φλωρίδης Γιώργος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) (2008) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σάββα Σαββίδη (2011) 3 ΑΑΔ 43
Πέρδικου Παναγής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 11, ECLI:CY:AD:2016:C55
Κάρυου Νεκτάριος και άλλοι ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2009) 4 ΑΑΔ 70
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 179(I)/2002 - Ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002
Ν. 224/1990 - Ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος του 1990
Ν. 224/1990 - Ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος του 1990
Ν. 31(I)/2008 - Ο περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2008
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 414/17, 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:A426
Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Πέτρου Μίκαλλου (2016) 3 ΑΑΔ 754, ECLI:CY:AD:2016:C576
ECLI:CY:AD:2016:C510
(2016) 3 ΑΑΔ 527
3 Νοεμβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ,
Eφεσείων-Αιτητής,
v.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2011)
Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Εγγραφή στο Μητρώο Μελών ― Απόρριψη της αίτησης εγγραφής στον κλάδο Μηχανολογικής Μηχανικής, πτυχιούχου του Βρετανικού Πανεπιστημίου Brunel, κρίθηκε ορθή μετά από διαδικασία επανεξέτασης.
Δεδικασμένο ― Ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο ― Περιστάσεις.
Ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002, Ν.179(Ι)/2002 ― Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου με βάση το Άρθρο 3 αυτού ― Ερμηνεία ― Κρίθηκε ότι ο Νόμος δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στα επίδικα γεγονότα ― Περιστάσεις.
Ο Εφεσείων ζήτησε τον παραμερισμό της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή του κατά της άρνησης εγγραφής του στο ΕΤΕΚ, στον κλάδο Μηχανολογικής Μηχανικής μετά από διαδικασία επανεξέτασης στα πλαίσια της επιτυχούσας Αναθεωρητικής έφεσης αρ. 49/2006.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο εφεσείων διατυπώνει επτά λόγους έφεσης οι οποίοι μπορούν να διαχωριστούν σε δύο ομάδες.
1. Οι λόγοι ακυρότητας της πρώτης ομάδας αφορούν το νομικό πλαίσιο υπό την έννοια του ότι ο εφεσείων επικαλείται την πλάνη περί το Νόμο στην εφαρμογή του νομικού καθεστώτος που θα έπρεπε να ισχύσει κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στα πλαίσια αυτά έγινε επίκληση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στη δε ανάλυση του λόγου που αφορά τη δέουσα έρευνα γίνεται επίκληση από τον ίδιο τον εφεσείοντα του Νόμου 224/90 και δη του Άρθρου 7. Στις αγορεύσεις γίνεται ονομαστική επίκληση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36/EC και συγκεκριμένα των Άρθρων 11(δ) και 13(1)(β).
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση υπόθεσης του 2004, το νομικό πλαίσιο που θα μπορούσε να ισχύσει στην επανεξέταση ήταν αυτό του 2004.
Γι' αυτό και θεωρούμε λανθασμένη την εισήγηση για εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 2005/36ΕΚ αλλά και οποιουδήποτε άλλου νόμου που ίσχυε μετά τις 7.6.2004 ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησης του στο ΕΤΕΚ. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι σχετικές με τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος αφορά την επανεξέταση, οποιεσδήποτε επιστολές εστάληκαν υπό μορφή απόψεων ή άλλως πως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού και πάλι προφανώς αφορούν άλλους μεταγενέστερους νόμους αλλά και δεν είναι γνωστό το πλήρες ιστορικό που τις αφορά.
Με τη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή του 2004, επαναλαμβάνουμε ότι δεν τίθετο θέμα εφαρμογής των άλλων νόμων που επικαλείται ο εφεσείων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν οποιασδήποτε ανάλυσης εκ μέρους μας. Αναφορικά δε με τη θέση του εφεσείοντα για λανθασμένη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου «αντίληψη» της υπόθεσης C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης v. Land Berlin ημερ. 1.2.1996, πλήρως διαφωνούμε. Η «Αρανίτη» επιβεβαίωσε ρητά την αρμοδιότητα ενός κράτους μέλους να κρίνει δια των θεσμοθετημένων αρχών αυτού και να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων, τίτλων και άλλων που οι ενδιαφερόμενοι έχουν αποκτήσει σε ξένη χώρα με τα προσόντα που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις. Δεν βλέπουμε πώς το ratio της «Αρανίτη» δεν εφαρμόστηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Ερχόμενοι στη 2η ομάδα των λόγων έφεσης που αφορά το πραγματικό πλαίσιο παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση είναι απόλυτα σωστή εφόσον έγινε παραπομπή στα προσόντα του εφεσείοντα και στην αξιολόγηση τους από τη διοίκηση εντός του ορθού νομικού πλαισίου με αποτέλεσμα τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του το διοικητικό όργανο έκρινε ότι το δίπλωμα του ΑΤΙ, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν θεωρείτο ισόβαθμου πανεπιστημιακού ιδρύματος όπως επίσης κρίθηκε ότι τα προγράμματα σπουδών που είχε παρακολουθήσει δεν τύγχαναν αναγνώρισης, σύμφωνα με την αιτιολογία που δόθηκε στην επιστολή 10.6.2009.
Ούτε ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002, Ν.179(Ι)/2002 ο οποίος ίσχυε πριν τον Ν.31(Ι)/08 ως άνω βοηθά τις θέσεις του. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου το πεδίον εφαρμογής του αφορά στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν επάγγελμα στη Δημοκρατία. Εν προκειμένω εκτός του ότι ο εφεσείων προσέφυγε στη διοίκηση ως κύπριος πολίτης (και όχι ως υπήκοος κράτους μέλους) περαιτέρω και κυρίως δεν απέδειξε ότι είχε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή δραστηριότητα σύμφωνα με το Άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου. Εξάλλου ο Νόμος 179(Ι)/2002 δεν καταργεί ούτε αναιρεί τις πρόνοιες του Ν.224/90, ο οποίος ορθά κρίθηκε πρωτόδικα ως ο εφαρμοστέος νόμος.
3. Ικανοποιητική επίσης κρίνουμε την απάντηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς όλους τους λόγους ακυρότητας οι οποίοι άλλωστε συμπλέκονται μεταξύ τους με παράλληλο και επάλληλο τρόπο ώστε η συνολική αντίκριση τους, όπως εν προκειμένω, να ήταν η μόνη δυνατή λύση, αφού ακριβώς συνόψισε την ουσία τους και τους αντιμετώπισε συνοπτικά αλλά συνάμα και περιεκτικά.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Φλωρίδης ν. ΕΤΕΚ (2008)3 Α.Α.Δ. 345,
C-274/05 Commission v. Greece ημερ. 23.10.2008,
C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης v. Land Berlin ημερ. 1.2.1996,
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 672,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Πέρδικου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 11, ECLI:CY:AD:2016:C55,
Σάββας Σαββίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 14/9/2006, 6.2.2008,
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σαββίδη (2011) 3 Α.Α.Δ. 43,
Κάρυου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 70,
Χαραλάμπους ν. Ε.T.E.K. (2012) 3 Α.Α.Δ. 59.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 952/2009), ημερ. 18/2/2011.
Μ. Χριστοφόρου, για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Στ. Μαξούτη, (κα), για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων/αιτητής, απόφοιτος του Ανώτερου Τεχνικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) στον κλάδο Μηχανολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία MPhil στη Μηχανολογία Brunel University και PhD στη Μηχανολογία Brunel University, υπέβαλε στις 7/6/2004 αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής.
Το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ) απέρριψε την αίτηση του και ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή αρ. 975/2004. Λόγω της μη δικαίωσης του στην εν λόγω προσφυγή κατεχωρήθη η Αναθεωρητική έφεση αρ. 49/2006. Με την απόφαση της Φλωρίδης v. Ε.Τ.Ε.Κ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 345, η Ολομέλεια έκανε δεκτή την προσφυγή, για τους λόγους που καταγράφονται στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, οι οποίοι πάντως, δεν αφορούσαν θέμα επί της ουσίας των πραγματικών περιστατικών. (βλ. Φλωρίδης ν. ΕΤΕΚ (2008)3 Α.Α.Δ. 345).
Ως συνέπεια αυτής της κατάληξης ήταν ότι το ΕΤΕΚ έπρεπε να επανεξετάσει την αίτηση του εφεσείοντα. Μετά από τα αναγκαία διαδικαστικά διαβήματα, εν τέλει η Επιτροπή Εγγραφής Μελών του ΕΤΕΚ στη συνεδρία της ημερ. 5/5/2009 επιλήφθηκε της αίτησης του και υπέβαλε αρνητική εισήγηση στη Διοικούσα Επιτροπή, υιοθετώντας σχετική εισήγηση της Υποεπιτροπής του κλάδου Μηχανολογικής Μηχανικής.
Η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ ασκώντας τις σχετικές εκ του νόμου εξουσίες επιλήφθηκε της αίτησης του εφεσείοντα στη συνεδρία της ημερ. 3/6/2009 και με βάση τα ενώπιον της στοιχεία αποφάσισε να την απορρίψει. Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 10/6/2009 τον ενημέρωσαν για την πιο πάνω απόφαση.
Επί της απόφασης αυτής κατεχωρήθη η προσφυγή την οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στη βάση της αιτιολογίας που θα παραθέσουμε. Η πρωτόδικη αυτή κρίση αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει ότι, εφόσον πρόκειται για επανεξέταση και το αίτημα είχε εξεταστεί με βάση τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Νόμο του 1990, (Ν.224/90), όπως έχει τροποποιηθεί, Άρθρο 7, ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος του 1996, Ν.68(Ι)/1996 ως έχει τροποποιηθεί, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ως εξής:
«Ο σχετικός νόμος για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι ο προαναφερθείς Νόμος 224/90, Άρθρο 7. Αυτό προκύπτει από το Άρθρο 12(3) του Νόμου 68(Ι)/1996 όπου καθορίζεται ρητά ότι «Η δυνάμει του παρόντος άρθρου αναγνώριση τίτλων σπουδών δεν περιλαμβάνει και δεν επηρεάζει τίτλους σπουδών που τυγχάνουν αναγνώρισης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για σκοπούς εγγραφής και άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος». (Βλ Φιλής ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 651 και Πέτρος Προκοπίου ν. ΕΤΕΚ υποθ. αρ. 126/2009 ημερ. 18/10/2010)».
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται και με τον προβαλλόμενο λόγο επί της αίτησης ακύρωσης ότι δηλαδή η εν λόγω απόφαση του ΕΤΕΚ παραβιάζει την αρχή της ισότητας, μεταξύ κοινοτικών υπηκόων και την αρχή των ίσων ευκαιριών. Πρωτοδίκως τίθεται επ' ακριβώς ο ισχυρισμός και το επιχείρημα της πλευράς του εφεσείοντα, συγκεκριμένα τίθεται η άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission Internal Market and Services DG) ως εξής:
«Conclusion:
Your case is an individual case of wrong application of Directive 2005/36/EC and we cannot determine an administrative practice contrary to the requirements of Community law of a consistent and general nature by the Cypriot authorities. This condition not being fulfilled which is required under the jurisprudence of the ECJ C-287/03, Commission against Belgium, of 12.5.2005, point 29, we will - at this stage - not open official infringement proceedings against Cyprus.
However, we invite you to examine taking action against ETEK's new decision and the comments which we lay out above should be of assistance in this context."
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις των διαδίκων και αναφέροντας ρητώς ότι λαμβάνει υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου C-274/05 Commission v. Greece ημερ. 23.10.2008 και C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης v. Land Berlin ημερ. 1.2.1996 σε συσχετισμό με την κατάληξη του ότι ο Ν.68(Ι)1996 δεν τυγχάνει εφαρμογής, έκρινε ότι δεν μπορούσαν να επιτύχουν αυτές οι θέσεις.
Επί των υπολοίπων λόγων ακύρωσης αναφέρει αυτολεξεί τα πιο κάτω:
«Η ουσία των επόμενων λόγων ακύρωσης είναι ότι ο καθ' ου η αίτηση εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο. Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις και έχω καταλήξει να δεχθώ ως ορθή τη θέση της πλευράς του καθ' ου η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Οι υπόλοιποι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής (υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αντίθετη απόφαση με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας), ενόψει της κατάληξης μου ότι ο καθ' ου η αίτηση ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 7 του Ν.224/1990 (ως έχει τροποποιηθεί), κρίνω ότι δεν ευσταθούν».
Ο εφεσείων διατυπώνει 7 λόγους έφεσης. Παρά την ευρύτητα της διατύπωσης και της αιτιολογίας τους, θεωρούμε ευχερές όπως οι λόγοι αυτοί διαχωριστούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αφορά αφενός το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο κρίθηκε πρωτόδικα η πράξη και αφετέρου τις νομικές θέσεις του εφεσείοντα για το ποιο έπρεπε να είναι το νομικό πλαίσιο για να κριθεί η πράξη, καθώς και τη συναφή ερμηνεία αυτού. Ο πυρήνας λοιπόν αυτού του μέρους της επικαλούμενης πλημμέλειας της απόφασης, που είναι και ο κυριότερος, εξ όσων μπορέσαμε να αντιληφθούμε, καλύπτει 5 λόγους έφεσης, τους εξής:
Ο 1ος λόγος αφορά το εσφαλμένο της απόφασης του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «δεν αφορά λανθασμένη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και πιο συγκεκριμένα της Κοινοτικής Οδηγίας 2005/36/ΕΚ». Στο πλαίσιο δε αυτό επικαλείται και τον περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2008, Ν.31(Ι)/2008, θέματα τα οποία θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Ο 2ος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έκρινε ότι έχει εφαρμογή η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αρανίτη ν. Land Berlin, (ανωτέρω) δεν έλαβε υπόψη το «γράμμα» της.
Ο 3ος λόγος αφορά στο λανθασμένο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει εφαρμογή ο Νόμος 68(Ι)/1996.
Στον 6ο λόγο γίνεται επίκληση της θέσης ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για σύγκριση των νόμων και της επίδικης πράξης του ΕΤΕΚ με κοινοτικές οδηγίες, νομοθεσία, νομολογία και το κοινοτικό κεκτημένο εν γένει.
Στον 7ο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλεγξε καθόλου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου και γενικότερα της σύγκρουσης της επίδικης πράξης με το Σύνταγμα.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τους 4ο και 5ο λόγους έφεσης. Στον 4ο λόγο προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, ότι κατέχει τα απαιτούμενα υπό του νόμου προσόντα για εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ. Στον 5ο λόγο ο εφεσείων μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι δεν εξέτασε όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Ενόψει των λόγων έφεσης θεωρούμε ορθό και επιβάλλεται να εγκύψουμε στους λόγους ακυρότητας που επικαλείτο ο εφεσείων στην αίτηση του, όπως βέβαια τους προώθησε στην αγόρευση του, εφόσον, ως γνωστό, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει ο,τιδήποτε εκτός πλαισίων των λόγων ακύρωσης. (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257).
Οι λόγοι ακυρότητας συντριπτικά αφορούν το νομικό πλαίσιο υπό την έννοια του ότι ο εφεσείων επικαλείται την πλάνη περί το Νόμο στην εφαρμογή του νομικού καθεστώτος που θα έπρεπε να ισχύσει κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στα πλαίσια αυτά έγινε επίκληση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στη δε ανάλυση του λόγου που αφορά τη δέουσα έρευνα γίνεται επίκληση από τον ίδιο τον εφεσείοντα του Νόμου 224/1990 και δη του Άρθρου 7. Στις αγορεύσεις γίνεται ονομαστική επίκληση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36/EC και συγκεκριμένα των Άρθρων 11(δ) και 13(1)(β).
Παρατηρείται ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν θεώρησε μη εφαρμοστέο το Νόμο 224/1990 αλλά εισηγήθηκε και ότι η διοίκηση ερμήνευσε λανθασμένα το Νόμο και προχώρησε σε κακή εφαρμογή των κριτηρίων του. (Βλ. σελ.15 και επόμενα της αγόρευσης του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία). Είναι γεγονός ότι και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον μας έγινε προσπάθεια διασαφήνισης του νομικού πλαισίου το οποίο είναι εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση υπόθεσης του 2004, το νομικό πλαίσιο που θα μπορούσε να ισχύσει στην επανεξέταση ήταν αυτό του 2004. (βλ. Άρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608)* . Γι' αυτό και θεωρούμε λανθασμένη την εισήγηση για εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 2005/36ΕΚ αλλά και οποιουδήποτε άλλου νόμου που ίσχυε μετά τις 7.6.2004 ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησης του στο ΕΤΕΚ. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι σχετικές με τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος αφορά την επανεξέταση, οποιεσδήποτε επιστολές εστάληκαν υπό μορφή απόψεων ή άλλως πως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού και πάλι προφανώς αφορούν άλλους μεταγενέστερους νόμους αλλά και δεν είναι γνωστό το πλήρες ιστορικό που τις αφορά.
Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι έστω και αν ο εφεσείων αναφέρεται παρεμπιπτόντως στην Οδηγία, ανωτέρω, στην τελευταία σελίδα της αγόρευσης του, αυτό γίνεται γενικόλογα και με ασαφή τρόπο και δεν δημιουργούσε υποχρέωση εξέτασης. Εφόσον έχουμε ξεκαθαρίσει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο θα είναι αυτό του 2004, ως άνω, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της σχετικής Οδηγίας ή του εναρμονιστικού ως άνω Νόμου 31(Ι)/2008. Θα συμφωνήσουμε απόλυτα με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την εφαρμογή του Άρθρου 7 του Ν.224/90 και στην ερμηνεία που δίδεται πρωτοδίκως.
Tο Άρθρο 7 στην έκταση που μας αφορά και ως παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:
«7. (1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Α) και (1Γ), κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν -
(α) Κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:
Νοείται ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών οποιουδήποτε αιτητή, το Επιμελητήριο μπορεί να απευθύνεται στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για γνωμοδότηση:
......................................................................................................»
Το καθήκον του ΕΤΕΚ ήταν να λάβει υπόψη του την εγγραφή του εφεσείοντα σε άλλο επαγγελματικό σώμα και εξετάζοντας τα προσόντα του να αποφασίσει κατά τη δική του κρίση επί της αίτησης κατά πόσο τα πιστοποιητικά εγγραφής αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που το ίδιο θέτει. Προκύπτει με σαφήνεια από τα πρακτικά που τηρήθηκαν την επίδικη περίοδο, 5.5.2009, (Παράρτημα 5 στην ένσταση) ότι λήφθηκε υπόψη η εγγραφή του εφεσείοντα στο IMechE. Με βάση το πιο πάνω Άρθρο ο Ν.224/1990 θέτει ως το μόνο αρμόδιο όργανο για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του εφεσείοντα το Επιμελητήριο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Ο ίδιος δε Νόμος ως ειδικός είναι ο εφαρμοστέος νόμος.
Αναφορικά με το θέμα της επικαλούμενης αντισυνταγματικότητας, ως το έχει προωθήσει ο αιτητής, παρατηρούμε ότι αυτό έχει τεθεί - κατ' αντίθεση με τα νομολογηθέντα* - με ιδιαίτερα γενικό και αόριστο τρόπο και σίγουρα δεν ενεργοποιεί την εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγξει την επικαλούμενη αντισυνταγματικότητα σε τέτοιο ασαφές πλαίσιο, όπου μάλιστα εμπλέκονται το δίκαιο που είχε εφαρμογή με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο. Eν πάση περιπτώσει ως προς τον ισχυρισμό ανισότητας ισχύουν κατ΄αναλογία αυτά που λέχθηκαν στη Πέρδικου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 11, ECLI:CY:AD:2016:C55**.
Με την κατάληξη αυτή απαντώνται και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης της πρώτης ομάδας, αφού με τη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή του 2004, επαναλαμβάνουμε ότι δεν τίθετο θέμα εφαρμογής των άλλων νόμων που επικαλείται ο εφεσείων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν οποιασδήποτε ανάλυσης εκ μέρους μας. Αναφορικά δε με τη θέση του εφεσείοντα για λανθασμένη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου «αντίληψη» της Αρανίτη (ανωτέρω), πλήρως διαφωνούμε. Η Αρανίτη επιβεβαίωσε ρητά την αρμοδιότητα ενός κράτους μέλους να κρίνει δια των θεσμοθετημένων αρχών αυτού και να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων, τίτλων και άλλων που οι ενδιαφερόμενοι έχουν αποκτήσει σε ξένη χώρα με τα προσόντα που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις. Δεν βλέπουμε πώς το ratio της Αρανίτη δεν εφαρμόστηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. (βλ. και πιο κάτω).
Ερχόμενοι στη 2η ομάδα των λόγων έφεσης που αφορά το πραγματικό πλαίσιο παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση είναι απόλυτα σωστή εφόσον έγινε παραπομπή στα προσόντα του εφεσείοντα και στην αξιολόγηση τους από τη διοίκηση εντός του ορθού νομικού πλαισίου με αποτέλεσμα τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του το διοικητικό όργανο έκρινε ότι το δίπλωμα του ΑΤΙ, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν θεωρείτο ισόβαθμου πανεπιστημιακού ιδρύματος όπως επίσης κρίθηκε ότι τα προγράμματα σπουδών που είχε παρακολουθήσει δεν τύγχαναν αναγνώρισης, σύμφωνα με την αιτιολογία που δόθηκε στην επιστολή 10.6.2009. (Βλ. Πέρδικου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας),* ανωτέρω.
Ο εφεσείων σύμφωνα με την αίτηση που ο ίδιος υπέβαλε προς το Επιμελητήριο, Παράρτημα 1 επί της ένστασης, στηριζόταν σε 4 στοιχεία. (α) Το δίπλωμα του στο ΑΤΙ - κλάδο Μηχανολογίας. (β) Master of Philosophy του Brunel University, (γ) PHD of Philosophy του ιδίου πανεπιστημίου και (δ) ότι είναι εγγεγραμμένο μέλος ως Chartered Mechanical Engineer του IMechE (Institution of Mechanical Engineers). Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους τα στοιχεία (β) και (γ) ανωτέρω, δεν έχουν άμεση σχέση με τη Μηχανολογική Μηχανική και δεν τυγχάνουν αναγνώρισης από το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου σε επίπεδα CEng. το οποίο είναι το αρμόδιο Σώμα προς αναγνώριση τίτλων σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε σχέση με το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή (α) ανωτέρω, το ΑΤΙ δεν απονέμει πανεπιστημιακού επιπέδου πτυχία. Ο Ν.68(1)/1996 (ανωτέρω) αφορά μόνο στην ακαδημαϊκή αναγνώριση σπουδών και όχι στην αναγνώριση τίτλων σπουδών για σκοπούς εγγραφής και άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος. Αυτό εξάλλου επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Πέρδικου (ανωτέρω).
Σε σχέση με το στοιχείο (δ) ανωτέρω, προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων βάσει των τίτλων σπουδών που κατείχε είχε εγγραφεί ως Chartered Mechanical Engineer στο Institution of Mechanical Engineers του Ηνωμένου Βασιλείου δεν του δίδει αυτομάτως το δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο του Επιμελητηρίου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι τίτλοι σπουδών τυγχάνουν αναγνώρισης από το Engineering Council του Ηνωμένου Βασιλείου σε επίπεδο Chartered Engineer. Στην προσπάθεια μας να διευκρινίσουμε το θέμα αυτό έχουμε διεξέλθει του φακέλου με κατάλληλα ερωτήματα και στην παρουσία των συνηγόρων, πλην όμως δεν αποκαλύφθηκε οποιονδήποτε τέτοιο πιστοποιητικό. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει επισυναφθεί επί της αίτησης του εφεσείοντα στο ΕΤΕΚ. Σε περαιτέρω δε απάντηση μας στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, θα προσθέταμε ότι ούτε ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002, Ν.179(Ι)/2002 ο οποίος ίσχυε πριν τον Ν.31(Ι)/2008 ως άνω βοηθά τις θέσεις του, Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου το πεδίον εφαρμογής του αφορά στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν επάγγελμα στη Δημοκρατία. Εν προκειμένω εκτός του ότι ο εφεσείων προσέφυγε στη διοίκηση ως κύπριος πολίτης (και όχι ως υπήκοος κράτους μέλους) περαιτέρω και κυρίως δεν απέδειξε ότι είχε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή δραστηριότητα σύμφωνα με το Άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου. (βλ. τις ίδιες επισημάνσεις που έγιναν από τον Ερωτοκρίτου, Δ. στην Κάρυου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 70). Εξάλλου ο Νόμος 179(Ι)/2002 δεν καταργεί ούτε αναιρεί τις πρόνοιες του Ν.224/1990, ο οποίος ορθά κρίθηκε πρωτόδικα ως ο εφαρμοστέος νόμος, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω. (βλ. και Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ. 59).
Ικανοποιητική επίσης κρίνουμε την απάντηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς όλους τους λόγους ακυρότητας οι οποίοι άλλωστε συμπλέκονται μεταξύ τους με παράλληλο και επάλληλο τρόπο ώστε η συνολική αντίκριση τους, όπως εν προκειμένω, να ήταν η μόνη δυνατή λύση, αφού ακριβώς συνόψισε την ουσία τους και τους αντιμετώπισε συνοπτικά αλλά συνάμα και περιεκτικά.
Μας προκαλεί όντως απορία το γεγονός ότι παρά την επικαλούμενη από την ίδια την πλευρά του εφεσείοντα επί το ευνοϊκότερο αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου να μη προχωρεί σε νέα αίτηση στο ΕΤΕΚ όπου θα εκρίνετο πλέον με βάση το νέο νομικό καθεστώς. Αντ' αυτού επέμενε στις δικαστικές διαδικασίες που αφορούσαν παρωχημένο νομικό πλαίσιο το οποίο όμως προσπάθησε να ερμηνεύσει στη βάση της νέας νομοθεσίας.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι όλοι οι λόγοι έφεσης και των δύο ομάδων δεν μπορούν να επιτύχουν.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα €2,000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.