ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 321
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Αυγερινού Ελένη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 702
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Nίκου Bρυωνίδη και Άλλου (2006) 3 ΑΑΔ 694
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:C420
(2016) 3 ΑΑΔ 375
12 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 204/2010)
1. ΑΝΤΡΙΑ Μ. ΠΑΝΑΓΗ,
2. ΣΤΕΛΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείουσες-Ενδιαφερόμενα Μέρη,
v.
ΣΟΦΗΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 208/2010)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΣΟΦΗΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 204/2010, 208/2010)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόν πλεονέκτημα — Η πείρα που αποκτήθηκε σε δημόσια θέση — Με αναφορά σε χρονική διάρκεια — Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να καθορίσει την πείρα αυτή ως τουλάχιστον δώδεκα μηνών, ήταν πλήρως αιτιολογημένη — Η αιτιολογία, συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας.
Δέουσα έρευνα — Υποχρέωση για διεξαγωγή πλήρους έρευνας από την Συμβουλευτική Επιτροπή— Κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα.
Οι εφεσείουσες με τις εφέσεις τους επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία από 17.6.2008.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1 Με τον πρώτο λόγο Έφεσης στην υπ' αρ. 204/2010 και λόγους Έφεσης αρ. 1 και 2 στην Έφεση αρ. 208/2010, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής της παραγρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας (που αφορά το πλεονέκτημα) για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους εκφεύγει από τα εύλογα επιτρεπτά επίπεδα.
Ο πρωτόδικος Δικαστής εφαρμόζοντας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης λανθασμένα τις αρχές της Νομολογίας, στην υπόθεση Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702 απασχόλησε την Ολομέλεια παρόμοια πρόνοια ως η υπό εξέταση και η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. καθώς και το κατά πόσον ήταν επιτρεπτός ο καθορισμός ελάχιστης χρονικής διάρκειας 12 μηνών για να θεωρείται η πείρα ως πλεονέκτημα.
Η Ολομέλεια στην περίπτωση Αυγερινού (ανωτέρω) έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική.
Ήταν επιτρεπτό, η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη συνέχεια η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στην παρούσα υπόθεση, να καθορίσουν λογική χρονική διάρκεια ώστε να θεωρείται ως πλεονέκτημα η προβλεπόμενη από την παράγρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας πείρα, εφόσον το Σχέδιο το ίδιο δεν το προβλέπει. Δικαιολογήθηκε δε πλήρως ο καθορισμός του χρόνου των 12 μηνών της προβλεπόμενης πείρας σε συνάρτηση με το χρόνο, την ένταση και την φύση της εργασίας ώστε να είναι ουσιαστική. Απλή ανάγνωση του σκεπτικού της εισήγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αυτό αποκαλύπτει εν αντιθέσει με τα γεγονότα της Αυγερινού (άνω) όπου ξεκάθαρα φαίνεται ότι ο καθορισμός της περιόδου των 12 μηνών δεν δικαιολογήθηκε καθόλου από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Σύμφωνα με την πρόνοια 3(4) του Σχεδίου, στην παρούσα υπόθεση, η σχετική πείρα θα έπρεπε να είχε αποκτηθεί σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία. Συνεπώς, εκείνο που ενδιέφερε ήταν η σχετική πείρα να είχε αποκτηθεί από την ενασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία και όχι απλά ο υποψήφιος να υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία. «Δημόσια Υπηρεσία» σημαίνει «κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία» σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Συνεπώς, μπορούσε η πείρα αυτή να είχε αποκτηθεί από οποιονδήποτε αναλόγως των καθηκόντων του, σε οποιοδήποτε τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας, σε προηγούμενο ή αμέσως πριν τον ουσιώδη χρόνο, χρονικό στάδιο και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι πλέον στη Δημόσια Υπηρεσία κατά τον ουσιώδη χρόνο με αποτέλεσμα όλων αυτών να μην μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο τρόπος που ερμηνεύθηκε το Σχέδιο φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψήφιους ή παρέπεμπε σε πείρα στην «ίδια» θέση, όπως εσφαλμένα αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.
2. Με το δεύτερο λόγο Έφεσης στην υπ' αρ. 204/10, τρίτο και τέταρτο λόγο στην υπ' αρ. 208/10 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσον η πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν και κατά πόσο πληρούσε το χρονικό περιορισμό που έθεσε η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Όπως έχει νομολογηθεί, η έρευνα και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Πρέπει, όμως, να τονισθεί ότι η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου Οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα.
Η δέουσα έρευνα έγινε στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία. Τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους αμφότερα τα Όργανα καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, αποκλειόμενης της πλάνης περί τα πράγματα.
Οι Εφέσεις επέτυχαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702,
Νικολαΐδης κ.ά. ν. Μηνά κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (Α.Ε. 204/2010) και την Καθ' ης η αίτηση (Α.Ε. 208/2010) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1632/2008), ημερ. 5/11/2010.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες-Ενδιαφερόμενα Μέρη, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 204/2010 και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 208/2010.
Γ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια, και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 204/2010 και 208/2010.
Λ. Ουστά (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 204/2010 και για την Εφεσείουσα-Καθ' ης η Αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 208/2010.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη αιτήτρια με την προσφυγή της επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης της Καθ' ης η Αίτηση/Εφεσείουσας στην Έφεση αρ. 208/10 η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 29.9.2008 και με την οποία διόρισαν, μεταξύ άλλων, και τις Εφεσείουσες/Ενδιαφερόμενα Μέρη (Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Τελωνεία από 17.6.2008.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.11.2010 απεδέχθη την προσφυγή και ακύρωσε την προβληθείσα απόφαση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι εξεταζόμενες εφέσεις, η πρώτη (αρ. 204/2010) από τα Ε.Μ. και η δεύτερη (αρ. 208/2010) από την Καθ' ης η αίτηση. Οι δύο εφέσεις συνεκδικάσθηκαν λόγω των κοινών νομικών σημείων και γεγονότων που παρουσιάζουν. Οι λόγοι Έφεσης είναι οι ακόλουθοι:
Έφεση αρ. 204/2010
«Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ γιατί έκρινε ότι η ερμηνεία που απέδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην παράγραφο 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας (που αφορά το πλεονέκτημα) για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους, εκφεύγει από τα εύλογα επιτρεπτά επίπεδα και/ή ότι ήταν παράλογος και παράδοξος ο τρόπος που ερμηνεύθηκε η απαιτούμενη πείρα.
Λόγος Έφεσης 2
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσον η πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν και ότι υπήρχε πλάνη εκ μέρους της.
Έφεση αρ. 208/2010
Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην επίδικη πρόνοια 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους, εκφεύγει από τα ευλόγως επιτρεπτά επίπεδα και/ή ερμήνευσε παράλογα την εν λόγω πρόνοια εξειδικεύοντας στη συνέχεια ότι η ερμηνεία του Σχεδίου φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψηφίους, ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε και/ή έκρινε την απαιτούμενη πείρα ως πείρα στην «ίδια» θέση, και όχι ως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, κρίση που κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγεί σε ουσιώδη πλάνη.
Λόγος Έφεσης 2
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθη στις αποφάσεις Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702 και Δημοκρατία ν. Βρυωνίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 694 για να καταλήξει ότι δεν ήταν εύλογο να τεθεί χρονικός περιορισμός όσον αφορά τη διάρκεια της πείρας που αποτελεί πλεονέκτημα και ότι θα έπρεπε ο χρόνος να αφεθεί να κριθεί σε σχέση με την έκταση της πείρας του κάθε υποψηφίου και να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση του κριτηρίου της αρχαιότητας.
Λόγος Έφεσης 3
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα τόσο για το κατά πόσο η αιτήτρια πληρούσε τον χρονικό περιορισμό που τέθηκε, έστω και παράλογα κατά τη θέση του δικαστηρίου, όσο και για το κατά πόσο η φύση των καθηκόντων της στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Λόγος Έφεσης 4
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και αν ακόμα ο καθορισμός του ενός χρόνου σχετικής πείρας στη Δημόσια Υπηρεσία κρινόταν εύλογος και πάλιν ο λόγος ακύρωσης θα ευσταθούσε, επειδή η Σ.Ε. παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσο η πείρα της αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν.»
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο Έφεσης στην υπ' αρ. 204/2010 και λόγους Έφεσης αρ. 1 και 2 στην Έφεση αρ. 208/2010 καθότι αφορούν ουσιαστικά το ίδιο θέμα. Με αυτούς προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής της παραγρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας (που αφορά το πλεονέκτημα) για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους εκφεύγει από τα εύλογα επιτρεπτά επίπεδα.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων υποστήριξαν ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702 η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν απεφάσισε τα όσα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι απεφάσισε. Ήταν επίσης η θέση τους ότι ήταν καθόλα επιτρεπτό στην Καθ' ης η Αίτηση να καθορίσει στο Σχέδιο Υπηρεσίας 12μηνη πείρα ως πλεονέκτημα.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης, υποστήριξε την Πρωτόδικη Απόφαση ως ορθή επαναλαμβάνοντας την εισήγηση που προβλήθηκε και πρωτόδικα εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ότι λανθασμένα ερμηνεύτηκε το Σχέδιο Υπηρεσίας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως προς την προηγούμενη πείρα. Η δοθείσα υπ' αυτούς ερμηνεία φωτογράφιζε, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, τους ήδη εργαζόμενους στο Τμήμα Φ.Π.Α. και ακόμη ότι «εάν το Σχέδιο Υπηρεσίας επιθυμούσε 12μηνη πείρα θα το ανέφερε».
Το σχετικό κείμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει ως ακολούθως:
«3(4) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε βάσει του Άρθρου 32(Ι)(β) των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990, στην Έκθεση της ημερ. 17.12.2007 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) §1.ΙΙΙ ερμήνευσε την ως άνω πρόνοια ως ακολούθως:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην παράγραφο 1.ΙΙΙ, στη σελ. 3 της Έκθεσής της, αποφάσισε ότι:-
III. Πείρα ενός έτους σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με την παρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Για τη λήψη της απόφασης αυτής η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της εργασίας η οποία είναι εξειδικευμένη και προϋποθέτει ουσιαστική πρακτική άσκηση, προκειμένου ο υποψήφιος να είναι έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντα της φύσης που περιγράφονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Ο καθορισμός της σχετικής πείρας σε ένα έτος κρίθηκε απαραίτητος για το λόγο ότι κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, το οποίο ισούται σε διάρκεια με ένα ημερολογιακό έτος, υποβάλλονται τέσσερις φορολογικές δηλώσεις και ως εκ τούτου η πρακτική άσκηση ενός έτους, παρέχει την δυνατότητα απόκτησης ολοκληρωμένης γνώσης και εμπειρίας ώστε να θεωρείται πλεονέκτημα έναντι άλλων υποψηφίων οι οποίοι στερούνται αυτών των γνώσεων και εμπειριών.
Εν κατακλείδι η Συμβουλευτική Επιτροπή σημειώνει, καθ' ότι σε ένα έτος ο υποψήφιος μπορεί να χειριστεί όλα τα θέματα του ετήσιου οικονομικού κύκλου, ότι ένας χρόνος είναι και αναγκαίος και επαρκής για να προσδίδει στον υποψήφιο το πλεονέκτημα.»
Την πιο πάνω ερμηνεία την υιοθέτησε και η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 5.2.2008 όπου στα σχετικά πρακτικά αναφέρονται τ' ακόλουθα:
«Όσον αφορά το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, δηλαδή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε ότι ο καθορισμός της διάρκειας της πείρας αυτής σε ένα έτος αιτιολογείται αναλυτικά και επαρκώς από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και συνάδει με τη χρονική διάρκεια που δόθηκε σε σειρά προηγουμένων διαδικασιών για την ίδια θέση και, ως εκ τούτου, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. ........................»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας επαφίεται στη κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517).
Στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνεία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην επίδικη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας για την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικής πείρας ενός έτους, εκφεύγει από τα ευλόγως επιτρεπτά επίπεδα. Αν το Σχέδιο Υπηρεσίας ήθελε να θέσει ένα τέτοιο άκαμπτο χρονικό όριο, θα το προέβλεπε στο ίδιο το Σχέδιο. Ορθά κατά την άποψή μου, παραπονείται η Αιτήτρια ότι ο τρόπος που ερμηνεύθηκε το Σχέδιο φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψηφίους. Στην υπόθεση Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702, στην οποία με παρέπεμψε η δικηγόρος της Αιτήτριας, η ΕΔΥ ερμήνευσε παρόμοια πρόνοια σε σχέδιο υπηρεσίας, καθορίζοντας ως ελάχιστη χρονική διάρκεια, πείρα 12 μηνών. Το Ανώτατο Δικαστήριο στη σελίδα 705 της απόφασής του, προσδιορίζοντας την εμβέλεια της εξουσίας της ΕΔΥ, ανέφερε ότι:-
«Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική.
Στην παρούσα όμως περίπτωση, ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η Ε.Δ.Υ. καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξήγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.»
Η Αυγερινού ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βρυωνίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 694.
Παράλογος κρίνεται και ο τρόπος που ερμηνεύθηκε η απαιτούμενη πείρα. Το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προέβλεπε για πείρα στην «ίδια» θέση, όπως αποφάσισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως, κατά πόσο συγκεκριμένη πείρα είναι ή όχι σχετική, είναι θέμα έρευνας και άσκησης διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου.
Κατά την άποψή μου, δεν ήταν εύλογο να τεθεί συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός. Θα έπρεπε ο χρόνος να αφεθεί να κριθεί σε σχέση με την έκταση της πείρας του κάθε υποψήφιου και να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση του αξιολογικού κριτηρίου της αρχαιότητας.»
Με όλο το σεβασμό προς τον Αδελφό Δικαστή πιστεύουμε ότι εφάρμοσε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης λανθασμένα τις αρχές της Νομολογίας. Στην Αυγερινού (άνω) απασχόλησε την Ολομέλεια παρόμοια πρόνοια ως η υπό εξέταση και η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. καθώς και το κατά πόσον ήταν επιτρεπτός ο καθορισμός ελάχιστης χρονικής διάρκειας 12 μηνών για να θεωρείται η πείρα ως πλεονέκτημα. Στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. αναφέρονταν τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με το πλεονέκτημα η ΕΔΥ θεωρεί ως ελάχιστη περίοδο πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης διάρκεια 12 μηνών προκειμένου ένας υποψήφιος να θεωρηθεί ότι το διαθέτει.»
Η Ολομέλεια έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική.
Περαιτέρω, έκρινε ότι «σ' εκείνη την περίπτωση» ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος καθότι ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση και «σε εκείνη την περίπτωση» ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.
Ήταν συνεπώς επιτρεπτό, η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., στην παρούσα υπόθεση, να καθορίσουν λογική χρονική διάρκεια ώστε να θεωρείται ως πλεονέκτημα η προβλεπόμενη από την παράγρ. 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας πείρα, εφόσον το Σχέδιο το ίδιο δεν το προβλέπει. Δικαιολογήθηκε δε πλήρως ο καθορισμός του χρόνου των 12 μηνών της προβλεπόμενης πείρας σε συνάρτηση με το χρόνο, την ένταση και την φύση της εργασίας ώστε να είναι ουσιαστική. Απλή ανάγνωση του σκεπτικού της εισήγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αυτό αποκαλύπτει εν αντιθέσει με τα γεγονότα της Αυγερινού (άνω) όπου ξεκάθαρα φαίνεται ότι ο καθορισμός της περιόδου των 12 μηνών δεν δικαιολογήθηκε καθόλου από την Ε.Δ.Υ. Επίσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψήφιους. Σύμφωνα με την πρόνοια 3(4) του Σχεδίου η σχετική πείρα θα έπρεπε να είχε αποκτηθεί σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία. Συνεπώς, εκείνο που ενδιέφερε ήταν η σχετική πείρα να είχε αποκτηθεί από την ενασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία και όχι απλά ο υποψήφιος να υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία. «Δημόσια Υπηρεσία» σημαίνει «κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία» σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Συνεπώς, μπορούσε η πείρα αυτή να είχε αποκτηθεί από οποιονδήποτε αναλόγως των καθηκόντων του, σε οποιοδήποτε τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας, σε προηγούμενο ή αμέσως πριν τον ουσιώδη χρόνο, χρονικό στάδιο και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι πλέον στη Δημόσια Υπηρεσία κατά τον ουσιώδη χρόνο με αποτέλεσμα όλων αυτών να μην μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο τρόπος που ερμηνεύθηκε το Σχέδιο φωτογράφιζε συγκεκριμένους υποψήφιους ή παρέπεμπε σε πείρα στην «ίδια» θέση, όπως αναφέρει το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.
Ως αποτέλεσμα των άνω οι λόγοι Έφεσης αρ. 1 στην Έφεση αρ. 204/10 και αρ. 1 και 2 στην Έφεση αρ. 208/10 επιτυγχάνουν.
Με το δεύτερο λόγο Έφεσης στην υπ' αρ. 204/10, τρίτος και τέταρτος λόγος στην υπ' αρ. 208/10 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσον η πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν και κατά πόσο πληρούσε το χρονικό περιορισμό που έθεσε η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή εισηγούμενος ότι και από τις δύο θέσεις που υπηρέτησε ασκούσε καθήκοντα απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Οι άνω λόγοι Έφεσης είναι βάσιμοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που η ίδια η Εφεσίβλητη παρουσίασε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του, αυτή υπηρέτησε σε έκτακτη βάση ως Βοηθός Λειτουργού Φ.Π.Α. στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. από 21.6.2004 μέχρι 14.4.2005 και για 8 μήνες ως Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός Φ.Π.Α. (μόνιμη θέση) από 15.4.2005 μέχρι 15.12.2015. Με αυτά τα στοιχεία το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως κατά πόσον η πείρα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας αποτελεί πρόσθετο προσόν.
Εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει όντως διεξαχθεί η δέουσα έρευνα ή όχι είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο εξετάζεται μέσα από τα πρακτικά.
Στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 17.12.2007 αναφέρονται τ' ακόλουθα κάτω από τον τίτλο «Οδυσσέως Σόφη (Α/Α ΕΔΥ 1484).
«Η υποψήφια Οδυσσέως Σόφη είναι κάτοχος πτυχίου Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με το οποίο καθίσταται προσοντούχα. Εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα από το 2000 μέχρι το 2004 που διορίστηκε σε έκτακτη απασχόληση στην Υπ. Φ.Π.Α. Από τον Απρίλιο του 2005 διορίστηκε ως μόνιμη Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός.
..........................
Με βάση τα στοιχεία της αίτησης της δεν κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα που ορίζεται στην παρ.3(4) του εν λόγω σχεδίου υπηρεσίας, καθ' ότι η προηγούμενη απασχόληση της δεν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Λειτουργού Φ.Π.Α.
.........................»
Επίσης από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 5.2.2008 το σχετικό απόσπασμα που αφορά την Εφεσίβλητη αναφέρει:
«Περαιτέρω και όσον αφορά το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι για τους 18 πιο κάτω αναφερόμενους υποψηφίους, οι οποίοι εργάστηκαν είτε ως μόνιμοι υπάλληλοι είτε ως έκτακτοι σε διάφορες θέσεις στη δημόσια υπηρεσία, η Συμβουλευτική Επιτροπή ορθά δεν τους καταλόγισε το πλεονέκτημα, αλλά λανθασμένα σημείωσε στην έκθεσή της σαν μια από τις αιτιολογίες για την απόφαση της αυτή ότι οι υπάλληλοι δεν είχαν εργαστεί στη δημόσια υπηρεσία. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για τους 18 πιο κάτω αναφερόμενους υποψηφίους, εξέτασε τα καθήκοντα που αναφέρονται στα Σχέδια Υπηρεσίας των θέσεων που αυτοί υπηρέτησαν είτε ως μόνιμοι είτε ως έκτακτοι υπάλληλοι και βεβαιώθηκε και η ίδια ότι αυτοί δεν κατέχουν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθότι τα καθήκοντα των θέσεων που αυτοί υπηρέτησαν δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Σημειώνεται ότι για όσους υποψηφίους είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι η Επιτροπή εξέτασε και τα σχετικά στοιχεία που περιέχονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και στους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.
1. .............................
2. .............................
3. .............................
4. .............................
.............................
12. Οδυσσέως Σόφη (Αρ. Αίτησης 1484). Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
............................ ............................
.............................»
Όπως φαίνεται από τον Προσωπικό Φάκελο της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας, Τεκμήριο 4, (βλ. Βεβαιώσεις ημερ. 2.10.2008) αυτή εργάστηκε σε έκτακτη βάση για εκτέλεση καθηκόντων Βοηθού Λειτουργού Φ.Π.Α. στην Υπηρεσία Προστιθέμενης Αξίας από 21.6.2004 μέχρι 14.4.2005 και απασχολήθηκε στον Τομέα VIMA που έχει σχέση με το Ενδοκοινοτικό Εμπόριο μεταξύ των Κρατών Μελών της Ε.Ε. Εν συνεχεία διορίστηκε στην μόνιμη θέση Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό από 15.4.2005. Υπενθυμίζεται ότι η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για την επίδικη θέση έληξε στις 15.12.2005. Κατά την άνω περίοδο τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. και απασχολείτο με γραφειακά καθήκοντα.
Όλα τα πιο πάνω ευρίσκοντο ενώπιον των δύο Οργάνων. Όπως έχει νομολογηθεί, η έρευνα και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Πρέπει, όμως, να τονισθεί ότι η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου Οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Νικολαΐδης κ.ά. ν. Μηνά κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω και αφού τα συνεκτιμήσαμε, δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι έγινε η δέουσα έρευνα στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία. Τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους αμφότερα τα Όργανα καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, αποκλειόμενης πλάνης περί τα πράγματα.
Οι Εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα κατ' Έφεση και πρωτόδικα εις βάρος της Εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι πρωτόδικες αποφάσεις και Διαταγές για έξοδα παραμερίζονται.
Οι επίδικες διοικητικές αποφάσεις επικυρώνονται.
Οι Εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.