ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C135
(2016) 3 ΑΑΔ 138
2 Μαρτίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
1. ΛΙΑΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΑΚΟΥ,
2. ΑΝΤΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΛΩΣ
ΑΝΤΡΙΑ Γ. ΖΑΚΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 200/2010)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός Έλεγχος ― Θέματα τεχνικής φύσεως ― Η διοίκηση είναι ο καλύτερος γνώστης τους ― Επέμβαση του Δικαστηρίου, όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας και έλλειψη αιτιολογίας.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ώστε να αποφεύγετο η προώθηση επαχθούς και άδικης λύσης, ενώ διαζευκτικές ή εναλλακτικές προτάσεις δεν φαίνεται να είχαν ποτέ συζητηθεί. ― Υπό τις περιστάσεις κρίθηκε πως διεξήχθη ― Επικυρώθηκε η απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το όλο θέμα εμπίπτει στο πλαίσιο της διενέργειας δέουσας έρευνας. Τίποτε δεν υποστηρίζει τη θέση των εφεσειουσών ότι δεν έγινε τέτοια έρευνα. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο επί τούτου έγινε εξαντλητική έρευνα. Η διοίκηση καλόπιστα ενεργώντας διερεύνησε κάθε πτυχή και είχε υπόψη της ακόμη και τη δυνατότητα παραχώρησης της αναγκαίας κρατικής γης. Αυτό προκύπτει από το Τεκμήριο 1, επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 7.11.1997 προς το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπου με αναφορά στην ανάγκη επείγουσας βελτίωσης του δρόμου, τίθεται και ζήτημα παραχώρησης της αναγκαίας κρατικής γης, ενώ τίθεται και ερώτημα ως προς το μήκος του δρόμου που θα βελτιωθεί και το μήκος της πρόσοψης της κρατικής γης, η οποία εφάπτεται του δρόμου αυτού.
Επομένως, δέουσα έρευνα έχει γίνει προς όλες τις πτυχές της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης. Εν πάση περιπτώσει, ορθά η εφεσίβλητη εντάσσει το όλο ζήτημα στα τεχνικής φύσεως θέματα. Το πώς απεφάσισε εν τέλει η διοίκηση να ευθυγραμμίσει το δρόμο δεν αναθεωρείται εκτός για λόγους κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, λόγοι που δεν συντρέχουν εδώ. Η δε θέση των εφεσειουσών ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ του δημοσίου και του Δήμου Λευκωσίας ώστε να προστατεύουν τα δικά τους συμφέροντα και να επηρεαστούν μόνο ιδιωτικά, είναι παντελώς ατεκμηρίωτη και, ως τέτοια, κακώς προβάλλεται. Η διοίκηση εξέτασε καθηκόντως τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από τις εφεσείουσες και τις απέρριψε αιτιολογημένα όπως καταγράφεται στην επιστολή τους ημερ. 11.1.2008. Προσφέρθηκε δε η καθορισθείσα αποζημίωση στις 14.1.2008. Πρόσθετα, το ακίνητο επηρεαζόταν από δεσμευτική ρυμοτομία από το 1991, το οποίο και επαναδημοσιεύτηκε στις 5.7.2002 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μετά από απόφαση του Πολεοδομικού Συμβουλίου. Οι εφεσείουσες δεν προσέβαλαν τη νομιμότητα του σχεδίου αυτού, προσφυγή δε, η υπ' αρ. 504/2008 που καταχωρήθηκε αργότερα, απεσύρθη εν τέλει ως εκπρόθεσμη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,
Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311,
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1777,
Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725.
Έφεση.
Έφεση από τις Αιτήτριες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 505/2008), ημερ. 27/10/2010.
Σ. Δράκος με Δ. Κουλουθέτη, για τις εφεσείουσες.
Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 27.11.2007 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερία της Δημοκρατίας, το υπ' αρ. Δ.Π. 1196 διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο επηρέασε το τεμάχιο αρ. 598 στο Στρόβολο, Λευκωσία, συνιδιοκτησία των εφεσειουσών. Προσφυγή που ασκήθηκε ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης, η οποία επιδίωκε την ακύρωση του διατάγματος λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, κατάχρησης εξουσίας, παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, νομικής πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και παραβίασης του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απερρίφθη.
Η υπό εξέταση έφεση επαναφέρει τα ζητήματα που τέθηκαν πρωτοδίκως. Εισηγούνται οι εφεσείουσες ότι η διοίκηση δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ώστε να αποφεύγετο η προώθηση επαχθούς και άδικης γι' αυτές λύσης, ενώ διαζευκτικές ή εναλλακτικές προτάσεις δεν φαίνεται να είχαν ποτέ συζητηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο άξονας του δρόμου είναι τεχνικό θέμα. Ακόμη και τεχνικό όμως να ήταν το ζήτημα, τότε υπήρχε εμφανής υπέρβαση εξουσίας ως προς το είδος και την έκταση του περιορισμού που επέβαλλε η αρμόδια αρχή, η οποία και ενήργησε κατά προφανή ανισότητα ως προς άλλες παρακείμενες ιδιοκτησίες που ανήκαν στο δημόσιο, οι οποίες ουδόλως επηρεάστηκαν. Κατά τη συζήτηση της έφεσης εγκαταλείφθηκαν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Της δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης προηγήθηκε μακρύ ιστορικό. Στις 27.9.1991 το τεμάχιο των εφεσειουσών είχε επηρεαστεί από δεσμευτική ρυμοτομία, το σχέδιο της οποίας δημοσιεύθηκε εκ νέου στις 5.7.2002. Το σχέδιο απέβλεπε στη βελτίωση και ευθυγράμμιση οδών προς καλύτερη ρύθμιση της τροχαίας κίνησης και της εμπορικής και οικιστικής ανάπτυξης της περιοχής. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς είχαν συναινέσει στην προώθηση του σχεδίου, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για την έκδοση πολεοδομικών αδειών για οποιαδήποτε ανάπτυξη κατά μήκος του δρόμου στο οποίο κείται και το επίδικο τεμάχιο. Ενστάσεις από τους επηρεαζόμενους οδήγησαν στην ετοιμασία νέας χωρομετρικής εργασίας, τελικά σχέδια απαλλοτρίωσης, δημοσίευση της γνωστοποίησης και εν τέλει στην έκδοση του προσβαλλόμενου πρωτοδίκως διατάγματος απαλλοτρίωσης, μετά την απόρριψη διαφόρων άλλων ενστάσεων που υπέβαλαν οι ιδιοκτήτες ανάλογων τεμαχίων. Η τελική ρύθμιση ευθυγράμμισης του δρόμου δια της απαλλοτρίωσης επέφερε προς όφελος όλων των ιδιοκτητών ακινήτων, μείωση της έκτασης κατά 75 εκατοστών λόγω ελάττωσης του πλάτους των πεζοδρομίων από 2.75 μ. στα 2.00 μ.
Ουσιαστική στην όλη διαφορά είναι η επιχειρηματολογία ότι ο άξονας της επίδικης οδού και ο τρόπος τοποθέτησης της, λανθασμένα θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ως τεχνικά θέματα που είναι ανέλεγκτα. Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι εφόσον ο άξονας καθορίζει και τα επηρεαζόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα των εφεσειουσών, το ζήτημα δεν μπορεί να είναι ανέλεγκτο. Επί του θέματος να λεχθεί αμέσως ότι σαφώς η απόφαση για τον τρόπο τοποθέτησης του άξονα αποτελεί τεχνικό θέμα. Πάγια είναι η σχετική νομολογία. Η επιλογή του χώρου προς απαλλοτρίωση και η προς τούτο ετοιμασία μελετών από τη διοίκηση που έχει τις τεχνικές γνώσεις, αλλά και την ευθύνη υλοποίησης ενός έργου, αποτελούν ζητήματα κατ' εξοχήν τεχνικής φύσεως για τα οποία το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά τη δική του κρίση. Διαφορετικά θα υπεισερχόταν το Δικαστήριο στο σχεδιασμό ή τρόπο υλοποίησης ενός έργου και θα δέσμευε τη διοίκηση ως προς τι δέον γενέσθαι, (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1777, κ.ά.).
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας και έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1950, σελ. 227, Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725, κ.ά.).
Το τεχνικής προδιαγραφής ζήτημα του σχεδιασμού του άξονα είναι στην ουσία αποδεκτό από τις εφεσείουσες, γι' αυτό και εισηγούνται διαζευκτικά ότι η διοίκηση ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, με ελλιπή έρευνα και για αλλότριο σκοπό. Ως προς αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση προέβη σε δέουσα έρευνα με τη συλλογή όλων των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης, έχοντας μάλιστα εκτελέσει «.εξαντλητική έρευνα . ώστε η απόφαση που έλαβαν να είναι νόμιμη.» Όλα τα δεδομένα είχαν ληφθεί υπόψη αφού «.προέβησαν σε πλήρη και ολοκληρωμένη τεχνική μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων παραγόντων.» Ως προς τη μη χρήση άλλων ακινήτων που ήσαν διαθέσιμα και ανήκαν στο δημόσιο, τα οποία και μπορούσε η διοίκηση να εκμεταλλευτεί προς απάμβλυνση των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στις εφεσείουσες, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι οι εφεσείουσες δεν αντέκρουσαν τον ισχυρισμό ότι το ακίνητο έναντι της δικής τους ιδιοκτησίας δεν ανήκει στο κράτος, αλλά στο Δήμο Λευκωσίας.
Επί του τελευταίου, η διοίκηση είχε απαντήσει στη γενική θέση των εφεσειουσών όταν υπέβαλαν την ένσταση τους με την επιστολή ημερ. 12.3.2007 ότι, «ακριβώς απέναντι από το ακίνητο μου υπάρχει χαλίτικο», ότι το έναντι τεμάχιο ανήκε «στο Δήμο Λευκωσίας και όχι στο Δημόσιο» (επιστολή Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 11.1.2008). Το ίδιο καταγράφηκε και στην ένσταση της εφεσίβλητης, παρ. 18. Παρά τις πιο πάνω θέσεις, οι εφεσείουσες στην πρωτόδικη αγόρευση επέμεναν στον ισχυρισμό ύπαρξης δημοσίου κτήματος έναντι του δικού τους το οποίο αγνοήθηκε μη επιδεικνύοντας έτσι καλή πίστη στην όλη μελέτη. Στην αγόρευση της εφεσίβλητης επαναλαμβάνεται η πρωτόδικη της θέση ότι το ακίνητο ανήκει στο Δήμο Λευκωσίας προς τον οποίο και πάλι θα καταβαλλόταν αποζημίωση σε περίπτωση απαλλοτρίωσης ή επηρεασμού του.
Οι εφεσείουσες κατά τις πρωτόδικες διευκρινίσεις διαφοροποιήθηκαν. Προέβησαν σε δήλωση, με την οποία συμφώνησε η εφεσίβλητη, ότι υπήρχε έναντι το τεμάχιο 135 που ανήκει στο Δήμο Λευκωσίας, αλλά και τα τεμάχια 1873 και 869 που ανήκουν στη Δημοκρατία. Στα σχέδια που κατετέθηκαν πρωτοδίκως και ιδιαιτέρως στο Τεκμήριο 3, φαίνεται με κόκκινη μελάνη ο επηρεασμός διαφόρων τεμαχίων λόγω απαλλοτρίωσης, από την πλευρά που στο τοπογραφικό δεικνύονται οι οδοί και τα κτίρια. Από την άλλη πλευρά, όπου και το επίδικο, δεν υπήρχε τοπογραφικό προς κατάθεση διότι λόγω του μεγέθους του δεν μπορούσε να φωτοτυπηθεί. Στο Τεκμήριο 2, παρουσιάζεται μια διαφορετική ευθυγράμμιση η οποία, εισηγούνται οι εφεσείουσες, αν ακολουθείτο από τη διοίκηση, δεν θα επηρεαζόταν το ακίνητο τους.
Το όλο θέμα εμπίπτει στο πλαίσιο της διενέργειας δέουσας έρευνας. Τίποτε δεν υποστηρίζει τη θέση των εφεσειουσών ότι δεν έγινε τέτοια έρευνα. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο επί τούτου έγινε εξαντλητική έρευνα. Η διοίκηση καλόπιστα ενεργώντας διερεύνησε κάθε πτυχή και είχε υπόψη της ακόμη και τη δυνατότητα παραχώρησης της αναγκαίας κρατικής γης. Αυτό προκύπτει από το Τεκμήριο 1, επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 7.11.1997 προς το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπου με αναφορά στην ανάγκη επείγουσας βελτίωσης του δρόμου, τίθεται και ζήτημα παραχώρησης της αναγκαίας κρατικής γης, ενώ τίθεται και ερώτημα ως προς το μήκος του δρόμου που θα βελτιωθεί και το μήκος της πρόσοψης της κρατικής γης, η οποία εφάπτεται του δρόμου αυτού.
Επομένως δέουσα έρευνα έχει γίνει προς όλες τις πτυχές της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης. Εν πάση περιπτώσει, ορθά η εφεσίβλητη εντάσσει το όλο ζήτημα στα τεχνικής φύσεως θέματα. Το πώς απεφάσισε εν τέλει η διοίκηση να ευθυγραμμίσει το δρόμο δεν αναθεωρείται εκτός για λόγους κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, λόγοι που δεν συντρέχουν εδώ. Η δε θέση των εφεσειουσών ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ του δημοσίου και του Δήμου Λευκωσίας ώστε να προστατεύουν τα δικά τους συμφέροντα και να επηρεαστούν μόνο ιδιωτικά, είναι παντελώς ατεκμηρίωτη και, ως τέτοια, κακώς προβάλλεται. Η διοίκηση εξέτασε καθηκόντως τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από τις εφεσείουσες και τις απέρριψε αιτιολογημένα όπως καταγράφεται στην επιστολή τους ημερ. 11.1.2008. Προσφέρθηκε δε η καθορισθείσα αποζημίωση στις 14.1.2008.
Πρόσθετα, το ακίνητο επηρεαζόταν από δεσμευτική ρυμοτομία από το 1991, το οποίο και επαναδημοσιεύτηκε στις 5.7.2002 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μετά από απόφαση του Πολεοδομικού Συμβουλίου. Οι εφεσείουσες δεν προσέβαλαν τη νομιμότητα του σχεδίου αυτού, προσφυγή δε, η υπ' αρ. 504/2008 που καταχωρήθηκε αργότερα, απεσύρθη εν τέλει ως εκπρόθεσμη.
Δεν διαπιστώνεται λόγος ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.