ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C55
(2016) 3 ΑΑΔ 11
29 Ιανουαρίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΗΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 181/2010)
Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Κύπρου (ΑΤΙ) ― Αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου σπουδών ― Άρθρο 14Α(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε (μεταξύ άλλων ειδικά με τον τροποποιητικό Ν.1(Ι)/2004) ― Ερμηνεία μετά από επισκόπηση και της αποκλίνουσας νομολογίας.
Ερμηνεία ― Άρθρο 14Α(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96 σε συνδυασμό των Άρθρων 12 και 13 του νόμου αλλά και των κανονισμών 3 και 4 της ΚΔΠ 172/99 ― Ο τίτλος του ΑΤΙ που θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ο κανόνας ότι η μη έγερση αυτοτελούς λόγους ακυρώσεως πρωτοδίκως δημιουργεί εμπόδιο, στην πλευρά που ευθύνεται να το προωθεί κατ' έφεση.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Παραβίαση της αρχής της ισότητας ― Δεν έχει διαπιστωθεί παραβίαση υπό τις περιστάσεις.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Οδηγία 2005/36/ΕΚ ― Σκοπός της Οδηγίας είναι η θέσπιση ενός συστήματος όπου ο επαγγελματίας ο οποίος ασκεί το επάγγελμά του σε ένα κράτος μέλος και επιθυμεί να το εξασκήσει σε ένα άλλο κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να το πράξει ― Κρίθηκε υπό τις περιστάσεις πως δεν έχει εφαρμογή.
Ο Εφεσείων, κάτοχος τίτλου σπουδών Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) μετά την τροποποίηση με το Νόμο 1(Ι)/2004 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος, Ν. 68(Ι)/1996, επεδίωξε την ανακατάταξη της μισθολογικής του κλίμακας και αναβάθμισή του στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α8-10-11, για την οποία, προφανώς, απαιτείται τίτλος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης. Το αίτημα απορρίφθηκε και ακολούθησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Ο Εφεσείων επεδίωξε να ανατρέψει με την έφεσή του, το αποτέλεσμα της προσφυγής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η ουσία της Έφεσης έγκειται στο κατά πόσο με την πρόνοια του εδαφίου 2 του Άρθρου 14 Α του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος, Ν. 68(Ι)/1996, δημιουργήθηκε υποχρέωση στη διοίκηση για αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανομένης της υπό συζήτηση μισθολογικής ανακατάταξης/αναβάθμισης του Εφεσείοντα, ή εάν ο σκοπός της εν λόγω πρόνοιας είναι απλώς να θεωρούνται οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης για σκοπούς εγγραφής σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, εφόσον είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ο Νόμος προβλέπει για αυτόματη αναγνώριση του πτυχίου του ΑΤΙ ως ανώτατης εκπαίδευσης χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση από το ΚΥΣΑΤΣ. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274, γνωμάτευσε ότι το θέμα που επιχειρήθηκε να ρυθμιστεί με τις πρόνοιες του επίμαχου νομοθετήματος ανάγεται αποκλειστικά στην άσκηση των λειτουργιών της εκτελεστικής εξουσίας και ότι η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενό τους ανάγεται στην εκτελεστική εξουσία.
2. Σε ότι αφορά το λεκτικό και τη δομή του Νόμου ότι στο εδάφιο (2) του Άρθρου 14Α δεν χρησιμοποιείται ο όρος «αναγνωρίζονται», αλλά ο όρος «θεωρούνται». Η «αναγνώριση» είναι όρος νομικός, ήτοι οριζόμενος από το Νόμο (Άρθρο 2) και μάλιστα θεμελιακός στο Νόμο, συνδεόμενος μ' αυτό τούτο το σκοπό του, που είναι, ακριβώς, η αναγνώριση τίτλων σπουδών μέσα από νομικούς κανόνες που θέτει ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί (βλ., ειδικότερα, τα Άρθρα 12 και 13 του Νόμου σε συνδυασμό με τους Καν. 3 και 4 της ΚΔΠ 172/1999, οι περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Κανονισμοί). Στους Κανονισμούς, όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (ΚΔΠ 172/1999, ΚΔΠ 634/2002, ΚΔΠ 594/2003) ρυθμίζονται τα είδη (μορφές) αναγνώρισης και λεπτομερώς οι προϋποθέσεις.
Συνεπώς, ο τίτλος του ΑΤΙ που θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι προσδίδει στον κάτοχό του τα δικαιώματα ή τα οφέλη κατόχου πτυχίου πανεπιστημιακού επιπέδου ή δικαίωμα το δίπλωμα του να αναγνωριστεί, ως εκ της πρόνοιας και μόνο του Νόμου, ως ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.
3. Ο Εφεσείων προσκόμισε πιστοποιητικό ημερομηνίας 10 Απριλίου 2008, δια του οποίου αναγνωρίστηκε ο τίτλος σπουδών Diploma που απονεμήθηκε από το ΑΤΙ ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης στον κλάδο/ειδίκευση Mechanical Engineering. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται πως η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εσφαλμένα, ενώ το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 10.4.2008 το οποίο προσκόμισε ενώπιόν της ήταν «ξεκάθαρο», ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από το ΚΥΣΑΤΣ. Τέτοιος όμως λόγος ακύρωσης δεν αναπτύχθηκε στην προσφυγή. Εκείνο που τέθηκε πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα, ήταν σε συνάρτηση με την εισήγησή του, ότι ενόψει της προαναφερθείσας υπόθεσης Σαββίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, δεν θα έπρεπε η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προσδώσει «υπερνομοθετική ισχύ και αρμοδιότητα ερμηνείας του Νόμου στο ΚΥΣΑΤΣ το οποίο δεν είχε τέτοιες αρμοδιότητες». Στα πλαίσια αυτού του λόγου ακύρωσης (αρ. 6 στην προσφυγή) κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο Εφεσείων, παρεμπιπτόντως είχε σημειώσει, ότι εν πάση περιπτώσει ο αιτητής, προσκόμισε έγγραφο του ΚΥΣΑΤΣ σύμφωνα με το οποίο ήταν κάτοχος πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς να είχε προβληθεί ή αναπτυχθεί τέτοιος λόγος πρωτοδίκως. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να εμπόδιζε την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του θέματος στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της για εφαρμογή του Νόμου.
4. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξετάζοντας ακριβώς το θέμα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, αν και δεν έκανε, αποδεκτό το αίτημα του εφεσείοντα. Προέβη δε σε περαιτέρω εξέταση, περιλαμβανομένων διευκρινίσεων από το ΚΥΣΑΤΣ, ενέργεια που κρίνεται εύλογη ενόψει του καινοφανούς ερμηνευτικού ζητήματος που είχε να επιλύσει, με ευρύτερες συνέπειες. Οπότε προέκυψε η διαφοροποίηση του ΚΥΣΑΤΣ από το πιστοποιητικό αναγνώρισης ημερομηνίας 10.4.2008, για την οποία όμως δεν ηγέρθη αυτοτελής λόγος προσφυγής, ούτε τέθηκε θέμα ως εκ της διαφοροποίησης ως λ.χ. θέμα έλλειψης καλής πίστης.
5. Ο εφεσείοντας ισχυρίζεται πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 28 καθότι ο αιτητής έτυχε άνισης μεταχείρισης σε σχέση με κατόχους τίτλων σπουδών των ΤΕΙ Ελλάδας, επιχείρημα το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, παραπέμποντας στο γεγονός ότι ο Νόμος δεν προβλέπει για αυτόματη αναγνώριση. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο εφεσείοντας ανέφερε ότι σκοπός του Νόμου είναι να κατοχυρώσει τον τίτλο σπουδών του ΑΤΙ αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) της Ελλάδας και να εξομοιωθεί ο τίτλος σπουδών ΑΤΙ με τους τίτλους ανώτατης εκπαίδευσης. Ισχυρίστηκε δε, ότι οι τίτλοι σπουδών των ΤΕΙ θεωρούνται ως τίτλοι ανώτατης εκπαίδευσης και ότι οι απόφοιτοί τους απολαμβάνουν τα δικαιώματα που παρέχονται στους κατόχους πτυχίων ανώτατης εκπαίδευσης. Το Δικαστήριο ανέφερε πως επί τούτου δεν έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία, επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο, θα μπορούσε να καταλήξει σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατ΄ισχυρισμόν άνιση μεταχείριση, λόγω ικανοποίησης κατά ανόμοιο τρόπο παρομοίων αιτημάτων άλλων προσώπων.
6. Τέλος, ο εφεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για σύγκρουση των νόμων και της επίδικης πράξης με κοινοτικές οδηγίες, νομοθεσία, νομολογία και το κοινοτικό κεκτημένο εν γένει σε συνάρτηση με συγκεκριμένη γνωμάτευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
7. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως η Οδηγία 2005/36/ΕΚ, απευθύνεται αποκλειστικά στους επαγγελματίες που έχουν πλήρη προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το ίδιο επάγγελμα σε κάποιο άλλο κράτος μέλος. Ισχύει δε για όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από άλλη, επιμέρους συγκεκριμένη, Οδηγία.
8. Τα σχετικά άρθρα της Συνθήκης και οι Οδηγίες αφορούν το σύστημα επαγγελματικής αναγνώρισης προσόντων για σκοπούς άσκησης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, ζήτημα στο οποίο αφορούσε και η όψιμα, τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια άλλη περίπτωση, η οποία εξετάστηκε και με αναφορά στην εν λόγω απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην υπόθεση αρ. 952/2009, Γιώργος Φλωρίδης και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, ημερ. 19.2.2011.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σάββας Σαββίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 1419/2006, ημερ. 6.2.2008,
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σαββίδη (2011) 3 Α.Α.Δ. 43,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274,
Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 954/2009, ημερ. 9.3.2011,
Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ.Αρ. 329/2009, ημερ. 26.9.2011,
Θεοχαρίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,
C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης v. Land Berlin,
C-274/05 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων v. Ελληνικής Δημοκρατίας,
Γιώργος Φλωρίδης v. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Υπόθ.Αρ. 952/2009, ημερ. 18.2.2011.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 267/2009) ημερ. 8/10/2010.
Μ. Χριστοφόρου με Ν. Κωνσταντινίδη, για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας, ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
OIKONOMOY, Δ.: O εφεσείων, ως απόφοιτος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), απέκτησε τον τίτλο σπουδών Diploma of Technical Engineer in Mechanical Engineering και την 1η Σεπτεμβρίου 1998 διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Εκπαιδευτή Μηχανολογίας στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α5-Α7.
Στις 23 Ιανουαρίου 2004 τροποποιήθηκε δια του Νόμου 1(Ι)/2004 ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος, Ν. 68(Ι)/1996 όπως μέχρι τότε είχε τροποποιηθεί, δια της προσθήκης του ακολούθου εδαφίου στο Άρθρο 14Α του βασικού Νόμου:
«(2) Αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΤΙ) θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης:
Νοείται ότι οι τίτλοι αυτοί μπορούν να γίνονται αποδεκτοί για εγγραφή σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Κύπρο και στο εξωτερικό.»
Σύντομα μετά, στις 8 Μαρτίου 2004, ο εφεσείων, επικαλούμενος την παραπάνω νέα πρόνοια του Νόμου, υπέβαλε προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) αίτημα για ανακατάταξη της μισθολογικής του κλίμακας και αναβάθμισή του στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α8-10-11, για την οποία, προφανώς, απαιτείται τίτλος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης.
Η Επιτροπή, υιοθετώντας σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 4.6.2004, δεν έκανε αποδεκτό το αίτημα. Περαιτέρω, πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι μπορούσε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, προς εξασφάλιση πιστοποιητικού αναγνώρισης της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του προς τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανωτάτης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητά του, υποδεικνύοντας του ότι θα έπρεπε να προσκομίσει τέτοιο πιστοποιητικό για να καταστεί δυνατή η παραπέρα εξέταση του αιτήματός του.
Κατόπιν τούτου, ο εφεσείων προσκόμισε τέτοιο πιστοποιητικό ημερομηνίας 10 Απριλίου 2008, δια του οποίου αναγνωρίστηκε ο τίτλος σπουδών Diploma που απονεμήθηκε από το ΑΤΙ ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης στον κλάδο/ειδίκευση Mechanical Engineering και ζήτησε εκ νέου την κατάταξή του στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8-Α10-Α11.
Όμως, η ΕΕΥ, με αφορμή ταυτόσημα αιτήματα που υπέβαλλαν κάτοχοι διπλωμάτων του ΑΤΙ κατ΄επίκλησιν της προαναφερθείσας τροποποίησης του Νόμου, μελέτησε εκ νέου το όλο θέμα και στα πλαίσια αυτά ζήτησε από το ΚΥΣΑΤΣ περαιτέρω διευκρινίσεις, με αποτέλεσμα το ΚΥΣΑΤΣ εν τέλει να απαντήσει ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία του:
«(α) οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ αναγνωρίζονται ως διπλώματα Ανώτερης Εκπαίδευσης,
(β) οι ίδιοι τίτλοι αναγνωρίζονται ως προσόν πρόσβασης σε μεταπτυχιακά προγράμματα και συνεπώς σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διπλώματα Ανώτερης Εκπαίδευσης, οι εν λόγω τίτλοι έχουν το προνόμιο ότι αποτελούν επαρκή προϋπόθεση για την αναγνωρισιμότητα των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών που αποκτώνται με βάση τους τίτλους αυτούς.»
Η ΕΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω γνωμοδοτήσεις της Νομικής Υπηρεσίας και του ΚΥΣΑΤΣ, κατέληξε στην άποψη ότι σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 1(Ι)/2004 δεν ήταν να αναβαθμίσει το ακαδημαϊκό επίπεδο των τίτλων σπουδών που απονέμει το ΑΤΙ, από τίτλους ανώτερης εκπαίδευσης σε τίτλους πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά να δώσει στους κατόχους των τίτλων του ΑΤΙ τη δυνατότητα πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών.
Ως εκ των άνω, η ΕΕΥ με Απόφαση Πολιτικής ημερομηνίας 18.11.2008 αποφάσισε να μην αναγνωρίζει τους τίτλους σπουδών του ΑΤΙ ως τίτλους πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά ως τίτλους ανώτερης εκπαίδευσης για όλους τους σκοπούς των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων και Κανονισμών. Σ΄αυτά δε τα πλαίσια, αποφάσισε στη συνέχεια να απορρίψει το αίτημα του εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε την υπό έφεση τώρα προσφυγή.
Ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη της προσφυγής δέχθηκε τη βασική θέση της ΕΕΥ ότι σκοπός του τροποποιητικού Νόμου δεν ήταν η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού επιπέδου των τίτλων σπουδών που απονέμονταν από το ΑΤΙ κατά τρόπο αυτόματο και για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανομένης και της εργοδότησης, θεωρώντας ότι τέτοια προσέγγιση θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Γενικά απέρριψε όλους τους λόγους που επικαλέστηκε ο τότε αιτητής και νυν εφεσείων.
Η ουσία έγκειται στο κατά πόσο με την πρόνοια του εδαφίου 2 του Άρθρου 14Α, δημιουργήθηκε υποχρέωση στη διοίκηση για αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανομένης της υπό συζήτηση μισθολογικής ανακατάταξης/αναβάθμισης, ή εάν ο σκοπός της εν λόγω πρόνοιας είναι απλώς να θεωρούνται οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης για σκοπούς εγγραφής σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών.
Ένα παρεμφερές ζήτημα το οποίο συζητήθηκε πρωτοδίκως, αλλά και ενώπιόν μας, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι ο Νόμος προβλέπει για αυτόματη αναγνώριση του πτυχίου του ΑΤΙ ως ανώτατης εκπαίδευσης χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση από το ΚΥΣΑΤΣ. Ως προς το ζήτημα αυτό, πέραν της συμφωνίας μας με το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε την εισήγηση περί αυτόματης αναγνώρισης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, εν πάση περιπτώσει, η πρωτόδικη υπόθεση Σάββας Σαββίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 1419/2006, 6.2.2008, επί της οποίας στηρίχθηκε το σχετικό επιχείρημα του αιτητή και μάλιστα με την αιτιολογία ότι η επίδικη πράξη έρχεται σε σύγκρουση με τη νομολογία, ανετράπη ακολούθως από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σαββίδη (2011) 3 Α.Α.Δ. 43.
Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε από την Ολομέλεια πως το γεγονός ότι οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν υποκαθιστά την εξουσία του αρμοδίου διοικητικού οργάνου να αξιολογεί τους εν λόγω τίτλους για τους σκοπούς του Νόμου, ούτε προεξοφλεί την αναγνώρισή τους για επαγγελματικούς σκοπούς. Υπεδείχθη περαιτέρω ότι τέτοια αναγνώριση πρέπει να γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν επέρχεται αυτομάτως, εφόσον κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274. Στην τελευταία αυτή υπόθεση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ζητήσει γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς το κατά πόσο η ακόλουθη τροποποίηση του βασικού Νόμου, που επιχειρήθηκε με αντικατάσταση του εδαφίου 2 του Άρθρου 14Α, παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών:
«(2) Τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ, για σκοπούς εργοδότησης στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και στην υπηρεσία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι το θέμα που επιχειρήθηκε να ρυθμιστεί με τις πρόνοιες του επίμαχου νομοθετήματος ανάγεται αποκλειστικά στην άσκηση των λειτουργιών της εκτελεστικής εξουσίας και ότι η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενό τους ανάγεται στην εκτελεστική εξουσία.
Είναι υπ' αυτό το πρίσμα που θα πρέπει να εξεταστεί και η υπό κρίση τώρα πρόνοια, έτσι ώστε η ερμηνεία που θα δοθεί να μην θέτει ζήτημα, έστω και εμμέσως, σύγκρουσης με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Πέραν της γενικής αυτής παρατήρησης, σημειώνουμε σε ότι αφορά το λεκτικό και τη δομή του Νόμου ότι στο εδάφιο (2) του Άρθρου 14Α δεν χρησιμοποιείται ο όρος «αναγνωρίζονται», αλλά ο όρος «θεωρούνται». Η «αναγνώριση» είναι όρος νομικός, ήτοι οριζόμενος από το Νόμο (Άρθρο 2) και μάλιστα θεμελιακός στο Νόμο, συνδεόμενος μ΄αυτό τούτο το σκοπό του, που είναι, ακριβώς, η αναγνώριση τίτλων σπουδών μέσα από νομικούς κανόνες που θέτει ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί (βλ., ειδικότερα, τα Άρθρα 12 και 13 του Νόμου σε συνδυασμό με τους Καν. 3 και 4 της ΚΔΠ 172/1999, οι περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Κανονισμοί).
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Νόμου, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η αναγνώριση της ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας τίτλων σπουδών, γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεων Σπουδών, λαμβανομένου, ως μέτρο κρίσης, του τίτλου της ίδιας ειδικότητας του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης ή ανωτάτης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση δε που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προτεραιότητα την Ελλάδα. Πέραν δε της γενικής αυτής πρόνοιας περί της έννοιας της αναγνώρισης, το Άρθρο 13(3) παραπέμπει στους Κανονισμούς για τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας.
Στους Κανονισμούς, όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (ΚΔΠ 172/1999, ΚΔΠ 634/2002, ΚΔΠ 594/2003) ρυθμίζονται τα είδη (μορφές) αναγνώρισης και λεπτομερώς οι προϋποθέσεις. Αναφέρονται λ.χ. οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, διπλωματούχοι Ανώτερης Εκπαίδευσης οι οποίοι φοίτησαν συμπληρωματικώς σε ίδρυμα Ανωτάτης Εκπαίδευσης και απέκτησαν πτυχίο Ανωτάτης Εκπαίδευσης, θεωρείται ότι πληρούν τις διατάξεις των Κανονισμών για το ουσιώδες μέρος - ποσοστό των σπουδών για σκοπούς αναγνώρισης ισοτιμίας.
Η αναγνώριση, συνεπώς, προβλέπεται στο Νόμο ως αυτή τούτη η ουσία του σκοπού του και μπορεί να αποδοθεί μόνο μέσα από το σύστημα κανόνων που ο Νόμος και οι Κανονισμοί έθεσαν.
Ενώ εν προκειμένω, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τον αόριστο, ασαφή και μετανομικό, χωρίς δηλαδή να καθορίζεται στο Νόμο, όρο, «θεωρούνται». Από λειτουργικής δε άποψης, πρόκειται για έννοια που δεν μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό αναγνώρισης που, ως άνω, έχει καθιδρυθεί δια του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί ως «αναγνωρίζονται», τόσο ενόψει της υπόθεσης Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, όσο και ενόψει της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Σαββίδη.
Συνεπώς, ο τίτλος του ΑΤΙ που θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι προσδίδει στον κάτοχό του τα δικαιώματα ή τα οφέλη κατόχου πτυχίου πανεπιστημιακού επιπέδου ή δικαίωμα το δίπλωμα του να αναγνωριστεί, ως εκ της πρόνοιας και μόνο του Νόμου, ως ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.
Τούτου δοθέντος, βάσιμη προκύπτει η ερμηνεία που εισηγούνται οι εφεσίβλητοι και που αποδέχθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι ο σκοπός της υπό κρίση πρόνοιας δεν σχετίζεται με την επαγγελματική ή μισθολογική κατάταξη ή ανέλιξη, αλλά περιορίζεται στην παροχή δυνατότητας, όπως διαφαίνεται από την επιφύλαξη της πρόνοιας, στον κάτοχο τίτλου σπουδών του ΑΤΙ να γίνει δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές. Σημειώνουμε ότι η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε και στις υποθέσεις Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 954/2009, 9.3.2011 και Θωμάς Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 329/2009, 26.9.2011. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι έφεσης (αρ. 3 και 4) απορρίπτονται.
Άλλος λόγος έφεσης ήταν ότι η ΕΕΥ εσφαλμένα, ενώ το προαναφερθέν πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 10.4.2008 ήταν «ξεκάθαρο», ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από το ΚΥΣΑΤΣ. Τέτοιος όμως λόγος ακύρωσης δεν αναπτύχθηκε στην προσφυγή. Εκείνο που τέθηκε πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα ήταν σε συνάρτηση με την εισήγησή του ότι ενόψει της προαναφερθείσας υπόθεσης Σαββίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, δεν θα έπρεπε η ΕΕΥ να προσδώσει «υπερνομοθετική ισχύ και αρμοδιότητα ερμηνείας του Νόμου στο ΚΥΣΑΤΣ το οποίο δεν είχε τέτοιες αρμοδιότητες». Είναι στα πλαίσια αυτού του λόγου ακύρωσης (αρ. 6 στην προσφυγή) που ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, παρεμπιπτόντως είχε σημειώσει ότι εν πάση περιπτώσει ο αιτητής προσκόμισε έγγραφο του ΚΥΣΑΤΣ σύμφωνα με το οποίο ήταν κάτοχος πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς να είχε προβληθεί ή αναπτυχθεί τέτοιος λόγος πρωτοδίκως. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να εμπόδιζε την ΕΕΥ να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του θέματος στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της για εφαρμογή του Νόμου.
Εξετάζοντας ακριβώς το θέμα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, η ΕΕΥ αν και δεν έκανε, ως άνω, αποδεκτό το αίτημα του εφεσείοντα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω εξέτασης εάν αυτός προσκόμιζε πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ. Προέβη δε σε περαιτέρω εξέταση, περιλαμβανομένων διευκρινίσεων από το ΚΥΣΑΤΣ, ενέργεια που κρίνεται εύλογη ενόψει του καινοφανούς ερμηνευτικού ζητήματος που είχε να επιλύσει, με ευρύτερες συνέπειες. Οπότε προέκυψε η διαφοροποίηση του ΚΥΣΑΤΣ από το πιστοποιητικό αναγνώρισης ημερομηνίας 10.4.2008, για την οποία όμως δεν ηγέρθη αυτοτελής λόγος προσφυγής, ούτε τέθηκε θέμα ως εκ της διαφοροποίησης ως λ.χ. θέμα έλλειψης καλής πίστης. Ούτε, άλλωστε, η προσφυγή στράφηκε εναντίον του ΚΥΣΑΤΣ. Η ΕΕΥ δεν είχε εξ αρχής αποδεχθεί το αίτημα του εφεσείοντα, αφήνοντας απλώς περιθώρια επανεξέτασης και καταλήγοντας εν τέλει στην επίμαχη ερμηνεία. Ως εκ τούτου, δεν θεωρούμε ότι η διαφοροποίηση εκ μέρους του ΚΥΣΑΤΣ διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις υπόλοιπες υποθέσεις, όπως ήταν η εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα και ότι θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της τελικής απόφασης της ΕΕΥ.
Παραπονείται, όμως, ο εφεσείων, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η ΕΕΥ είχε δικαιοδοσία να ερμηνεύσει το Νόμο. Τέτοια εισήγηση είναι αβάσιμη. Η εφαρμογή του νόμου από τη διοίκηση, προϋποθέτει, όπου χρειάζεται, την ερμηνεία του νόμου. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Η αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων και ο Ακυρωτικός Δικαστικός Έλεγχος, Μ. Πικραμένος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ. 7:
«Οι κανόνες δικαίου χρήζουν συνήθως ερμηνείας, οπότε το εκάστοτε αρμόδιο όργανο οφείλει πολλές φορές να ερμηνεύει το ισχύον νομικό καθεστώς προκειμένου να θεμελιώσει το διατακτικό της διοικητικής πράξης.» (Η υπογράμμιση στο κείμενο)
Ένας άλλος λόγος έφεσης αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 28 καθότι ο αιτητής έτυχε άνισης μεταχείρισης σε σχέση με κατόχους τίτλων σπουδών των ΤΕΙ Ελλάδας, επιχείρημα το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, παραπέμποντας στο γεγονός ότι ο Νόμος δεν προβλέπει για αυτόματη αναγνώριση. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ότι σκοπός του Νόμου είναι να κατοχυρώσει τον τίτλο σπουδών του ΑΤΙ αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) της Ελλάδας και να εξομοιωθεί ο τίτλος σπουδών ΑΤΙ με τους τίτλους ανώτατης εκπαίδευσης. Ισχυρίστηκε δε, ότι οι τίτλοι σπουδών των ΤΕΙ θεωρούνται ως τίτλοι ανώτατης εκπαίδευσης και ότι οι απόφοιτοί τους απολαμβάνουν τα δικαιώματα που παρέχονται στους κατόχους πτυχίων ανώτατης εκπαίδευσης.
Προς αντίκρουση του λόγου αυτού, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας ορθά υπέδειξε ότι πρόκειται για αόριστες και γενικές αναφορές οι οποίες δεν τεκμηριώνουν ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση. Παρέπεμψε σχετικά στην Θεοχαρίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, όπου υπεδείχθη ότι για να καταστεί δυνατή η ακύρωση διοικητικής πράξης ως αντίθετης προς την αρχή της ισότητας, πρέπει να αποδεικνύεται ανόμοια μεταχείριση ομοίων θεμάτων. Εν προκειμένω δεν έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία επί τη βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατ' ισχυρισμόν άνιση μεταχείριση λόγω ικανοποίησης κατά ανόμοιο τρόπο παρομοίων αιτημάτων άλλων προσώπων.
Τέλος, ο εφεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για σύγκρουση των νόμων και της επίδικης πράξης με κοινοτικές οδηγίες, νομοθεσία, νομολογία και το κοινοτικό κεκτημένο εν γένει σε συνάρτηση με συγκεκριμένη γνωμάτευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με την αγόρευσή του στην προσφυγή ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα έθεσε θέμα, με γενικόλογη αναφορά, παράβασης των Άρθρων 39 (πρώην Άρθρο 48) και 47 (πρώην Άρθρο 52) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα πιο γενικά έγινε αναφορά στις Οδηγίες του Συμβουλίου 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ, με την εισήγηση ότι καταστρατηγήθηκαν εφόσον, με την ερμηνεία που υιοθέτησε η διοίκηση, οι απόφοιτοι του ΑΤΙ έχουν δικαίωμα να αποταθούν βάσει του κανόνα αμοιβαίας αναγνώρισης σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ εντός της ίδιας τους της χώρας αποστερούνται του δικαιώματος αυτού. Επιπρόσθετα, με την Απάντηση πλέον, έγινε επίκληση της απάντησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission - Internal Market and Services DG) ημερομηνίας 19.11.2009, προς έτερο απόφοιτο του ΑΤΙ, τον κ. Γιώργο Φλωρίδη, για παρεμφερές, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, ζήτημα. Η άλλη πλευρά, αφού υπέδειξε τη γενικότητα με την οποία τέθηκαν τα ζητήματα αυτά πρωτοδίκως από πλευράς εφεσείοντα, απάντησε περαιτέρω ότι η σχετική Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που έχει αντικαταστήσει τις προαναφερθείσες, όπως και οι προαναφερθείσες, σκοπό έχει τη θέσπιση ενός συστήματος επαγγελματικής και όχι ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Στην έφεση δε, υπέδειξε ότι τα όποια επιχειρήματα θα μπορούσαν να προκύπτουν από την προαναφερθείσα επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν μπορούσαν να τεθούν κατά τρόπο όψιμο με την Απάντηση.
Η Οδηγία 2005/36/ΕΚ, όπως και οι προηγούμενες, απευθύνεται αποκλειστικά στους επαγγελματίες που έχουν πλήρη προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το ίδιο επάγγελμα σε κάποιο άλλο κράτος μέλος. Ισχύει δε για όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από άλλη, επιμέρους συγκεκριμένη, Οδηγία.
Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση C-164/94 Γεώργιος Αρανίτης κατά Land Berlin, τα Άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ, κατά πάγια νομολογία έχουν την έννοια ότι:
«. όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιλαμβάνονται αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή ορισμένη επαγγελματική κατάρτιση, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις.»
Αναφορικά δε με το σκοπό των σχετικών Οδηγιών, παραπέμπουμε στα ακόλουθα από την απόφαση C-274/05 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας:
«Από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48 προκύπτει ότι σκοπός της είναι η δημιουργία ενός γενικού συστήματος αναγνωρίσεως των διπλωμάτων που να καθιστά ευχερέστερη στους Ευρωπαίους πολίτες την άσκηση όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες απαιτείται, στο κράτος μέλος υποδοχής, η κατοχή διπλώματος μεταδευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, εφόσον διαθέτουν τέτοια διπλώματα τα οποία τους προετοιμάζουν για τις δραστηριότητες αυτές, πιστοποιούν την ολοκλήρωση τριετούς τουλάχιστον κύκλου σπουδών και έχουν χορηγηθεί από ιδρύματα άλλου κράτους μέλους.»
Ως εκ των άνω, αποδεχόμαστε την εισήγηση της Δημοκρατίας ότι τα σχετικά άρθρα της Συνθήκης και οι Οδηγίες αφορούν το σύστημα επαγγελματικής αναγνώρισης προσόντων για σκοπούς άσκησης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, ζήτημα στο οποίο αφορούσε και η όψιμα, εν πάση περιπτώσει, τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια άλλη περίπτωση. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι, όπως έχουμε εντοπίσει, η περίπτωση εκείνη εξετάστηκε και με αναφορά στην εν λόγω απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην υπόθεση αρ. 952/2009, Γιώργος Φλωρίδης και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, ημερ. 18.2.2011, στην οποία η προσφυγή απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η αναθεωρητική έφεση 27/2011 που ακολούθησε, λόγω μη προώθησής της.
Εν προκειμένω, τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή είναι διαφορετικά και άπτονται του αιτήματός του για μισθολογική αναβάθμιση επ' αφορμή της τροποποίησης του Νόμου. Δεν τίθεται ζήτημα παράβασης του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.