ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα. Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΙΛΛΑ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 51/2011, 22/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:C573

(2016) 3 ΑΑΔ 745

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 51/2011)

(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 96/2009 & 182/2009)

 

22 Δεκεμβρίου, 2016

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Εφεσείων/ΕΜ,

ν. 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΙΛΛΑ  (Υποθ. Αρ. 96/2009)

ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ - ΣΟΛΩΜΗ (Υποθ. Αρ. 182/2009)

 

Εφεσίβλητων/Αιτητών,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ορθότητα της απόφασης, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε, εκ δευτέρου, ο διορισμός του εφεσείοντα από τη θέση του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα έφεση έχουν ως ακολούθως.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είχε αρχικώς διορίσει τον εφεσείοντα στη μόνιμη Θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού από τις                          15 Απριλίου 2006.

 

Στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης απαιτείτο: «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε θέμα συναφές με την εκπαίδευση ή τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους».

 

Η ΕΔΥ, στην αρχική της απόφαση, θεώρησε ότι το πιο πάνω προαπαιτούμενο ικανοποιείτο λόγω των κατά καιρούς επισκέψεων του εφεσείοντα στο Πανεπιστήμιο του Salford, από το οποίο απέκτησε το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό.

 

Ο αρχικός διορισμός του εφεσείοντα αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο των προσφυγών 920/2006 και 1070/2006, που καταχωρήθηκαν από τους εφεσιβλήτους και ακυρώθηκε λόγω πάσχουσας αιτιολογίας ως προς την κατοχή από τον εφεσείοντα του απαιτούμενου μεταπτυχιακού προσόντος.

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:

 

″Πότε έγιναν, πόσες και ποιας διάρκειας ήταν αυτές οι επισκέψεις και ποιος ήταν ακριβώς ο σκοπός τους, δεν διευκρινίζεται. Και σε απάντηση προς την εισήγηση των αιτητών για έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων γενικώς, οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επικαλέστηκαν στοιχεία από τον προσωπικό του φάκελο. Και ενώ η θέση τους είναι πως αυτά έδειχναν ότι «ελάμβανε κατά καιρούς άδεια από το Α.Τ.Ι. για να επισκεφθεί το πανεπιστήμιο του Salford για σκοπούς του μεταπτυχιακού του, με μερική φοίτηση στο MSc στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής», εξειδίκευσαν μόνο δυο στοιχεία. Ότι το 1983 του δόθηκε άδεια απουσίας για δυο βδομάδες όπως απαιτείτο για το μεταπτυχιακό μερικής φοίτησης στο Electrical Engineering. Το ίδιο και σε σχέση με άλλες δυο βδομάδες του 1984. Επίσης την τότε επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ. πως ακριβώς απέκτησε μεταπτυχιακό «πάνω σε βάση μερικής φοίτησης σε συνεργασία με το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και με ερευνητική εργασία». Για να ενισχύσουν δε την άποψή τους πως αυτά ήταν αρκετά και πως εύλογα η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στην κρίση της, επικαλέστηκαν νομολογία αναφορικά με «μεταπτυχιακούς τίτλους φοίτησης ενός έτους στο εξωτερικό». Ειδικά τις υποθέσεις Νεοφύτου κ.ά. ν. Γεωργιάδη κ.ά.                 (2004) 3 Α.Α.Δ. 1, Ανδρούλα Εγγλεζάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 541/03, ημερομηνίας 15.3.05, Μαρία Γεωργιάδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007)                      4 Α.Α.Δ. 44, Μαρία Γεωργιάδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 161 και την Χαράλαμπος Αναστασιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 139, στις οποίες όμως και το σχέδιο υπηρεσίας και τα δεδομένα και το αντικείμενο της συζήτησης ήταν διαφορετικά για να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δι' αυτών προσδιορίζεται κάποιος κανόνας που θα είχε εφαρμογή για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Εδώ έχουμε συγκεκριμένη απαίτηση για μεταπτυχιακό κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευση στο εξωτερικό και, σε συμφωνία με την εισήγηση των αιτητών, δεν είναι δυνατό να αντιληφθώ πώς κάποιες απροσδιόριστες από την Ε.Δ.Υ. επισκέψεις, χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως εκπαίδευση, μάλιστα, τουλάχιστον ενός έτους. Και περαιτέρω πως αυτό το κενό θα ήταν δυνατό να πληρωθεί με παραπομπή σε δυο επισκέψεις συνολικής διάρκειας το πολύ ενός μηνός, πέρα από το ότι και αυτές δεν προσδιορίζονται από οποιοδήποτε στοιχείο ως εκπαίδευση. Η αιτιολογία της κρίσης της Ε.Δ.Υ. όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ως ανωτέρω, πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.″

 

Σε συμμόρφωση προς το πιο πάνω ακυρωτικό αποτέλεσμα η ΕΔΥ, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, που έγινε στις 4 Ιουλίου 2008, προχώρησε στον επαναδιορισμό του εφεσείοντα στην επίδικη θέση.

 

Στην εν λόγω απόφαση, σε συνάρτηση με το μεταπτυχιακό το οποίο κατείχε ο εφεσείων, η ΕΔΥ ανέφερε τα ακόλουθα:

 

″..Η Επιτροπή σημείωσε ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η αιτιολογία της κρίσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ως ανωτέρω, πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.»

 

 Ενόψει του πιο πάνω, η Επιτροπή προέβη στην εξέταση της πρόνοιας του άρθρου 3Α των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1999 έως 2003 (Νόμο 41(Ι) του 1993), σύμφωνα με την οποία: «. τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί πριν από την 1.9.2002 και οι οποίοι μέχρι την ημερομηνία αυτή είχαν αναγνωριστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής των κατόχων των τίτλων αυτών στη δημόσια υπηρεσία και στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, αντίστοιχα, θεωρούνται για τους ίδιους σκοπούς αναγνωρισμένοι και μετά την 1.9.02.

 

 Νοείται ότι για σκοπούς που αναφέρονται πιο πάνω τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και όλοι οι κάτοχοι τίτλων όμοιων με αυτούς που ήδη αναγνωρίστηκαν, όπως αναφέρονται στο άρθρο αυτό, ανεξάρτητα αν οι τίτλοι δεν είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μέχρι την 1.9.02, νοουμένου ότι οι σπουδές οδήγησαν στην απόκτησή τους άρχισαν πριν ή κατά την 1.9.02 και νοουμένου ότι οι όμοιοι αυτοί τίτλοι σε κάθε περίπτωση θα αποκτηθούν μέχρι την 31.12.2006.». Σχετικά η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε προηγούμενες διαδικασίες πλήρωσης άλλων διευθυντικών θέσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, όπου υπάρχει ανάλογη πρόνοια σε αντίστοιχα Σχέδια Υπηρεσίας και απόκτηση μεταπτυχιακών προσόντων μετά από μετεκπαίδευση ενός τουλάχιστον έτους στο εξωτερικό, υποψήφιοι που απέκτησαν τέτοια προσόντα με τον ίδιο τρόπο όπως ο Μιχαήλ Ευστάθιος κρίθηκε ότι πληρούσαν την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, μετά από έρευνα, ότι υποψήφιος για την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών που αποκτήθηκε με τον ίδιο τρόπο, κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι πληρούσε την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης και του προσφέρθηκε διορισμός στη θέση αυτή το 2001.

 

 Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατέληξε ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών Master of Science που απέκτησε ο Μιχαήλ Ευστάθιος το 1987 από το Πανεπιστήμιο Salford της Αγγλίας εμπίπτει στην πρόνοια του άρθρου 3Α των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1993 έως 2003 (και συγκεκριμένα του Νόμου 41(Ι)/93) και, συνεπώς, στοιχειοθετείται ότι πληροί την πρόνοια της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης.″

 

Οι εφεσίβλητοι με δύο προσφυγές (96/2009 και 182/2009) που συνεκδικάστηκαν, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση της παραβίασης του δικαστικού δεδικασμένου, προχώρησε, στις                    12 Ιανουαρίου 2011, στην εκ νέου ακύρωση του διορισμού του εφεσείοντα με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

 ″Το ζητούμενο, το οποίο συνδεόταν άρρηκτα με το λόγο ακύρωσης, ήταν να αιτιολογήσει η ΕΔΥ την κρίση της ότι με το να μεταβαίνει στο εξωτερικό σε κάποιες απροσδιόριστες επισκέψεις ένα άτομο, αυτό ικανοποιούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Αντ΄ αυτού όμως, φαίνεται ότι η ΕΔΥ προσέγγισε το θέμα από μια άλλη, άσχετη σκοπιά, αυτή της νομικής αναγνώρισης του πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους και της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν άλλοι υπάλληλοι σε άλλες περιπτώσεις, ως προς το διορισμό τους σε άλλες θέσεις με βάση προσόν το οποίο αποκτήθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως τον τρόπο με τον οποίο το απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Έκρινε δε ότι, εφόσον άλλοι υπάλληλοι διορίστηκαν σε ανάλογες διευθυντικές θέσεις με απαίτηση στο Σχέδιο Υπηρεσίας των θέσεων εκείνων, ίδια όπως την υπό εξέταση και με πτυχίο αποκτηθέν με τον ίδιο τρόπο, τότε και το ενδιαφερόμενο μέρος θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι πληρούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Όμως, το θέμα το οποίο θα έπρεπε να εξετάσει η ΕΔΥ δεν είχε καμιά σχέση με την αναγνώριση του πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να ανατρέξει στις πρόνοιες του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων κλπ. Νόμου αρ. 41(Ι)/1993, ούτε και ο σκοπός ήταν να τύχει το ενδιαφερόμενο μέρος μεταχείρισης ίσης ή ίδιας με άλλους υπαλλήλους σε άλλες περιπτώσεις. Το τι έγινε και γιατί έγινε σε άλλες περιπτώσεις, όπου προφανώς δεν ηγέρθηκε θέμα τρόπου απόκτησης πτυχίου ή δεν τέθηκε και αποφασίστηκε κατά τον ένα ή άλλο τρόπο, δεν ενδιέφερε εδώ. Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, παρά τη φιλότιμη ίσως προσπάθειά της να μη μεταχειρισθεί άνισα ένα λειτουργό σε σχέση με άλλους σε άλλες περιπτώσεις, όφειλε όπως περιοριστεί στο να αιτιολογήσει το γιατί κατά την προηγούμενη κρίση της κατέληξε στο ότι μερικές, απροσδιόριστες επισκέψεις ισοδυναμούσαν με εκπαίδευση ενός έτους στο εξωτερικό και αν δεν μπορούσε να το πράξει, θα έπρεπε να διαφοροποιήσει την κρίση της.

 

Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, παραβίαση του δεδικασμένου και στις δύο προσφυγές και ο βασικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί.″

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι δεν υπήρξε, από πλευράς ΕΔΥ, παραβίαση του δεδικασμένου και με το δεύτερο προβάλλεται ότι κακώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι «το θέμα το οποίο θα έπρεπε να εξετάσει η ΕΔΥ δεν είχε καμία σχέση με την αναγνώριση του πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να ανατρέξει στις πρόνοιες του Νόμου 41(Ι)/93, ούτε και ο σκοπός ήταν να τύχει το ενδιαφερόμενο μέρος μεταχείρισης ίσης ή ίδιας με άλλους υπαλλήλους σε άλλες περιπτώσεις».

 

Ως εκ της συνάφειας τους οι δύο λόγοι θα εξεταστούν μαζί.

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι, το σκεπτικό της πρώτης ακυρωτικής απόφασης επέβαλλε, στην ΕΔΥ, την υποχρέωση να βεβαιωθεί κατά πόσο ο εφεσείων ήταν προσοντούχος ή όχι. Το δημιουργηθέν δεδικασμένο είχε ως βάση την απουσία έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με την κρίση της ΕΔΥ επί του προσόντος του εφεσείοντα. Κατά την επανεξέταση, υποστηρίχθηκε από τον εφεσείοντα, η ΕΔΥ με πλήρη και αιτιολογημένη κρίση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος και ορθώς επικαλέστηκε και εφάρμοσε τη νομοθεσία που είχε σχέση με την αναγνώριση του πτυχίου του, ανεξαρτήτως του χρόνου μετάβασης του στο εξωτερικό.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω ότι, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία χαρακτήρισε ως επιβαλλόμενο καθήκον της ΕΔΥ να περιοριστεί, κατά την επανεξέταση, να αιτιολογήσει γιατί θεωρήθηκαν ότι οι επισκέψεις του εφεσείοντα στο εξωτερικό ικανοποιούσαν το προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήταν λανθασμένο. Η ΕΔΥ, πρόσθεσε ο εφεσείων, κατ' εφαρμογή του νόμου και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, διαπίστωσε ότι σε άλλες διαδικασίες πλήρωσης διευθυντικών θέσεων υποψήφιοι οι οποίοι είχαν αποκτήσει τα προσόντα τους με τον ίδιο τρόπο, όπως ο εφεσείοντας, είχαν κριθεί προσοντούχοι.

 

Στην αντίπερα πλευρά οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι στη βάση του σκεπτικού της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, η ΕΔΥ δεν είχε προβεί στη δέουσα και αναλογούσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα ως προς το αριθμό, τη διάρκεια και το σκοπό των επισκέψεων        του εφεσείοντα στο Πανεπιστήμιο του Salford. Στη βάση                   του δημιουργηθέντος δεδικασμένου η ΕΔΥ, πρόσθεσαν οι εφεσίβλητοι, όφειλαν να διερευνήσουν τη διάρκεια της παρουσίας του εφεσείοντα στο πανεπιστήμιο και όχι εάν το εν λόγω πτυχίο ήταν αναγνωρισμένο. Ως προς τις άλλες διαδικασίες πλήρωσης θέσεων διευθυντών που αναφέρονται στην απόφαση της ΕΔΥ, αυτές είναι άσχετες, υποστηρίχθηκε τέλος από τους εφεσιβλήτους.

 

Στο πλαίσιο των πιο πάνω αναπτυχθέντων επιχειρημάτων, θεωρούμε τη θέση των εφεσιβλήτων ως ορθή. Υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, όπως τούτο προσδιορίστηκε στην πρώτη προσφυγή και ορθώς αποφασίστηκε στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η ΕΔΥ παραβίασε το δεδικασμένο.

 

Η διοίκηση, όπως προνοεί το άρθρο 59 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης.

 

Όπως έχουμε και προγενέστερα σημειώσει, η αρχικώς εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έψεγε την ΕΔΥ γιατί δεν ερεύνησε και δεν αιτιολόγησε, πως οι επισκέψεις του εφεσείοντα στο Πανεπιστήμιο του Salford κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν το σαφές κριτήριο του Σχέδιου Υπηρεσίας για φοίτηση ενός έτους στο εξωτερικό. Καμία αναφορά δεν έγινε για την αναγνώριση του εν λόγω πτυχίου, παρά μόνο, αν αυτό αποκτήθηκε μετά από φοίτηση μονοετούς διάρκειας.

 

Είμαστε της γνώμης ότι ορθώς, ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την εκκαλούμενη υπόθεση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ είχε τη νομική υποχρέωση, στη βάση της προηγούμενης απόφασης, να διεξάγει έρευνα αναφορικά με τον τρόπο απόκτησης του εν λόγω πτυχίου, σε συνάρτηση με τη διάρκεια φοίτησης του εφεσείοντα στο εξωτερικό. Κατά το στάδιο της επανεξέτασης η ΕΔΥ διερεύνησε κατά πόσο το πτυχίο θα μπορούσε να αναγνωρισθεί στη βάση του Ν. 41(Ι)/93. Κατ' αντίθεση προς το δεδικασμένο που επέβαλλε τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το χρόνο φοίτησης και την αναγκαιότητα έρευνας και αξιολόγησης του συγκεκριμένου θέματος.

 

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999)                    3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.

 

Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001)               3 Α.Α.Δ. 1110).

 

 

 

 

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 σε βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.                                    

 

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο