ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C549
(2016) 3 ΑΑΔ 598
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 165/2010
(Yπ. Αρ. 701/09)
13 Δεκεμβρίου, 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
NANA SIKHARULIDZE,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
---------------------------
Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Χρίστος Χριστούδιας, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:- Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Π. Παναγή, Δ. και με αυτή συμφωνούν η Δ. Μιχαηλίδου, Δ, η Κ. Σταματίου, Δ και ο Τ. Οικονόμου, Δ. Εγώ θα δώσω τη δική μου διιστάμενη απόφαση)
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η εφεσίβλητη, η οποία είναι υπήκοος της Γεωργίας, αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 18.10.2000 και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 24.10.2000. Μετέπειτα, αποτάθηκε για παραχώρηση προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας, η οποία της παραχωρήθηκε, μέχρι τις 28.2.2003 και ανανεωνόταν μετά από διαδοχικές αιτήσεις της εφεσίβλητης, μέχρι τις 26.3.2008.
Πριν από τη λήξη της τελευταίας νέας παράτασης, και συγκεκριμένα στις 11.3.2008, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, στη βάση της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ (σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες), η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμο του 2007 (Ν. 8 (Ι)/2007). Η αίτηση της εξετάστηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης (στο εξής «η Επιτροπή»), η οποία την απέρριψε με απόφαση της ημερομηνίας 11.2.2009, στη βάση ότι η διαμονή της εφεσίβλητης στη Δημοκρατία για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα εντός της περιόδου των πέντε ετών αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης της, δεν ήταν νόμιμη.
Η απόφαση της Επιτροπής προσεβλήθη επιτυχώς με προσφυγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη στο Ανώτατο Δικαστήριο. Έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η συμπεριφορά των εφεσειόντων, να εξετάσουν όλες τις αιτήσεις που η εφεσίβλητη υπέβαλλε για παράταση της άδειας παραμονής της, ακόμη και εκείνες που είχαν υποβληθεί μετά τη λήξη της ισχύος της προηγούμενης άδειας, χωρίς να εγείρουν ζήτημα παράνομης παραμονής της στην Κύπρο, λογικά ερμηνευόταν ότι δεν ήθελαν να αποδώσουν οποιαδήποτε σημασία είτε στο χρόνο υποβολής των αιτήσεων είτε στην ίδια την παραμονή της. Εφόσον, μάλιστα, δεν υποδηλώθηκε έμπρακτα η απαξίωση στην παρανομία με τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον της. Η εκ των υστέρων επίκληση παρανομίας αναφορικά με την παραμονή της εφεσίβλητης στην Κύπρο ως λόγου απόρριψης της αίτησης της για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, συνιστούσε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, συμπεριφορά που αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και στις πράξεις των ίδιων των εφεσειόντων «αλλά και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας ότι η παραμονή της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των πέντε ετών ήταν καθόλα νόμιμη ώστε να μπορούσε να αποταθεί για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος».
Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους. Πυρήνας των θέσεων τους είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η εφεσίβλητη είχε αδιάλειπτη παραμονή κατά τα τελευταία πέντε χρόνια είναι εσφαλμένο, καθότι για συγκεκριμένες περιόδους, οι οποίες ενέπιπταν εντός των πέντε ετών αμέσως πριν από την υποβολή της υπό αναφορά αίτησης της, η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν παράνομη, ενώ εσφαλμένα είναι και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη συμπεριφορά των εφεσειόντων αναφορικά με τις εκάστοτε αιτήσεις της εφεσίβλητης για παράταση της άδειας παραμονής της και για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.
Η κρίσιμη πρόνοια του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (τροποποιητικού Νόμου), Ν.8(Ι)/2007 για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι το άρθρο 18Η(1), το οποίο έχει ως εξής:
«Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί ΅ακρόν δια΅ένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που δια΅ένουν στις ελεγχό΅ενες από την κυβέρνηση της ∆η΅οκρατίας περιοχές νό΅ι΅α και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη α΅έσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»
Δεν αμφισβητείται, βέβαια, ότι στην πενταετία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης της εφεσίβλητης, υπήρξαν περίοδοι που δεν καλύπτονταν από άδεια παραμονής. ’λλωστε, αυτό αποτέλεσε και διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20, η οποία εκδικάστηκε μετά την εκκαλούμενη απόφαση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε, σε σχέση με την προϋπόθεση της διαμονής στη Δημοκρατία για επτά έτη στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002) για σκοπούς πολιτογράφησης, πως τα διαστήματα της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσίβλητου (αιτητή) δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν, ούτε οι μετέπειτα παρατάσεις της προσωρινής άδειας παραμονής του νομιμοποιούσαν την προηγούμενη παράνομη παραμονή του. Η Ολομέλεια αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στο ακόλουθο dictum του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση, στην υπόθεση Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2097/06, ημερ. 7/2/08, αντικείμενο της οποίας ήταν η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης του αιτήματος αλλοδαπής για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, στο οποίο παραπέμπει και η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων:
«Σημειώνω όμως και ένα άλλο λόγο για τον οποίο η προσφυγή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.»
(per Χατζηχαμπής Δ)
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει η Ζ.Μ. αφορούσε αίτηση για πολιτογράφηση, στην περίπτωση της οποίας το κράτους έχει και ευρύτερη ευχέρεια να κρίνει. Κάτι που υπογραμμίζεται και από τον Χατζηχαμπή Δ, στη μεταγενέστερη απόφαση του στην υπόθεση Iryna Salangina v. Δημοκρατίας, Yπ. αρ. 1952/2008, ημερομηνίας 8.3.2012, σε σχέση με παρόμοια αίτηση όπως στην παρούσα, όπου εξηγεί πως η παρατήρηση του στην Araya ως προς τη διακοπή της αδιάλειπτης νόμιμης παραμονής της εκεί αιτήτριας, «αφορούσε περίοδο σχεδόν δύο ετών και η παράλειψη της αλλοδαπού να ζητήσει νέα άδεια με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως τυπική». Αναγνώρισε το Δικαστήριο στην Salangina πως οι δύο ολιγοήμερες διακοπές της νόμιμης παραμονής μπορεί να ήταν τυπικής φύσης με την έννοια ότι παραχωρήθηκαν άδειες στην εκεί αιτήτρια μετά την εκπρόθεσμη υποβολή σχετικής αίτησης, έκρινε ωστόσο πως:
«Η σταθερή παράμετρος όμως είναι η απαίτηση της Οδηγίας και του Νόμου όπως ο υπήκοος της τρίτης χώρας διαμένει στη Δημοκρατία «νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης». Οι διακοπές της νόμιμης παραμονής ως εκ της λήξης της άδειας παραμονής, παρά την έκδοση νέας άδειας αργότερα, δεν επιτρέπουν την εισαγωγή της περίπτωσης στους όρους «νόμιμα και αδιάλειπτα». Να παρατηρήσω μάλιστα ότι το σχετικό άρθρο 18Η(2) του Νόμου το οποίο αφορά τον υπολογισμό της «νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής» εξαιρεί ρητώς ορισμένες περιπτώσεις διαμονής - παράγραφος (α) - ή διακοπής της διαμονής - παράγραφος (β) - στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η εν λόγω. Και δεν εκπλήττει τούτο, αφού θα ήταν ίσως και ασυνεπές να γίνεται λόγος για «νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή» η οποία διακόπτεται ένεκα παράλειψης εξασφάλισης περαιτέρω άδειας.»
Επισημαίνοντας την απουσία πρόνοιας στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο που να προβλέπει ρητά ότι για να θεωρείται η παραμονή νόμιμη για σκοπούς απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντα, πρέπει να καλύπτεται από άδεια παραμονής, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι νόμιμη είναι η παραμονή που είτε καλύπτεται από άδεια παραμονής είτε καθίσταται de facto νόμιμη εκ των ενεργειών ή παραλείψεων της Διοίκησης. Αυτό, είπε, υποστηρίζεται και από τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου που δεν καθιστούν τον χωρίς άδεια παραμένοντα αλλοδαπό, αυτόματα ως παραμένοντα παράνομα, ενώ δεν λαμβάνονται οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του εκτός αν κηρυχθεί πρώτα ως απαγορευμένος μετανάστης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών όταν ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως αποφασίζει ότι πρόσωπο είναι απαγορευμένος μετανάστης, δέον όπως επιδώσει σε αυτό ειδοποίηση σύμφωνα με το Δεύτερο Πίνακα των παραπάνω Κανονισμών. Η εφεσίβλητη ουδέποτε κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια, ενώ οι εφεσείοντες αγνόησαν τις ισχυριζόμενες παράνομες περιόδους, εκδίδοντας μετέπειτα άδειες παραμονής, γεγονός που συνιστά οιονεί νόμιμη αποδοχή.
Ο κύριος σκοπός της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου σε σχέση με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες είναι η ενσωμάτωση στην τοπική κοινωνία των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι μονίμως εγκατεστημένοι εντός κράτους μέλους. Η πενταετής νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή αποτελεί ένδειξη των δεσμών του ατόμου με το κράτος αυτό (C-469/13 Shamim Tahir ν. Ministero dell'Interno και Questura di Verona, ημερομηνίας 17.7.2014). Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου,:
«Το κύριο κριτήριο για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος θα πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Αυτή η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη ώστε να δείχνει την εδραίωση του προσώπου στη χώρα. Θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που μπορούν τυχόν να αναγκάζουν το πρόσωπο να αναχωρεί προσωρινά από την επικράτεια.»
Εδώ, βέβαια, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι ως προς τη διάρκεια της παραμονής αλλά τη νομιμότητα της. Σημειώνουμε συναφώς ότι οι άδειες παράτασης που παραχωρούνταν στην εφεσίβλητη μετά την εκπρόθεσμη υποβολή σχετικών αιτήσεων για παράταση, δεν ανέτρεχαν από την ημερομηνία λήξης της προηγούμενης άδειας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάλυπταν το όποιο κενό μεταξύ της λήξης της προηγούμενης άδειας και της υποβολής νέας αίτησης για παράταση.
Ο όρος «Παράνο΅η παρα΅ονή», κατά το άρθρο 3 παράγραφο 2 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ περί επιστροφής, ση΅αίνει:
«.παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος»
Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105, όπου αναφέρεται επίσης ότι ο όρος «παρανό΅ως παρα΅ένοντας» τυγχάνει αντίστοιχης ερ΅ηνείας. Κάτοχοι τίτλου διαμονής ή θεώρησης που έχει λήξει θεωρείται ότι διαμένουν παράνομα στο οικείο κράτος μέλος. Προκύπτει επίσης από το άρθρο 6 παράγραφος 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών,[1] ότι πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση ανανέωσης τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής που έχει ήδη λήξει, διαμένουν παράνομα εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην εκδώσουν απόφαση επιστροφής για παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών που αναμένουν την απόφαση ανανέωσης της άδειάς τους. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι η προστασία των υπηκόων τρίτων χωρών που διέμεναν νόμιμα σε κράτος μέλος για κάποιο χρονικό διάστημα και οι οποίοι -λόγω καθυστερήσεων στη διαδικασία ανανέωσης της άδειάς τους- κατέστησαν προσωρινά παρανόμως διαμένοντες.
Εν προκειμένω, η άδεια παραμονής της εφεσίβλητης σε κάποιες περιπτώσεις είχε λήξει πριν από την υποβολή αίτησης εκ μέρους της για παράταση. Δεν θεωρούμε ότι η παραχώρηση άδειας παραμονής στη βάση της εκπρόθεσμης αίτησης για παράταση εξάλειψε τον παράνομο χαρακτήρα της παραμονής της εφεσίβλητης που δεν καλυπτόταν από άδεια, μετατρέποντας την μάλιστα, εκ των υστέρων από παράνομη σε νόμιμη. (Δέστε Δημοκρατία ν. Nimal Jayaweera, A.E. αρ.37/2010, ημερομηνίας 10.7.2014). Ούτε η μη λήψη μέτρων εκ μέρους της Διοίκησης, σε σχέση με την παράνομη παραμονή, ενδύει με το μανδύα της νομιμότητας την χωρίς άδεια παραμονή της εφεσίβλητης. Το να μην ασκήσει η Διοίκηση της εξουσίες που της παρέχονται από το Νόμο δεν συνεπάγεται αποδοχή της παράνομης παραμονής. Όπως εύστοχα παρατηρείται στη Salangina:
«.η απόφαση για λήψη ή όχι τέτοιων μέτρων έχει αναφορά στα δικά της κριτήρια και όχι αποκλειστικά στα δεδομένα της εν λόγω παράνομης παραμονής. Δεν μπορούσαν λοιπόν να δημιουργούντο εύλογες προσδοκίες στην αιτήτρια για παραγνώριση της παράνομης παραμονής της για σκοπούς της Οδηγίας και του Νόμου ώστε να τίθετο θέμα αντιφατικής συμπεριφοράς».
Ούτε τίθεται θέμα αντίθεσης προς την αρχή της χρηστής διοίκησης ή της καλής πίστης ώστε να δημιουργείται πρόβλημα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τις όποιες παραλείψεις της και να αρνηθεί στην αιτήτρια τα υπέρ της ωφελήματα και συνέπειες που προέκυψαν από την κατάσταση που δημιουργήθηκε. Θα μπορούσε, βέβαια, η Διοίκηση ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, να παραχωρήσει εκ των υστέρων άδεια παραμονής αναδρομικά από τη λήξη της προηγούμενης. Σε τέτοια περίπτωση θα είχε έρεισμα η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η παραμονή της, κατά την κρίσιμη περίοδο, ήταν και νόμιμη και αδιάλειπτη. Αυτό, όμως, δεν έγινε με αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη να μην ικανοποιεί την προϋπόθεση για πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή αφού υπήρξαν περίοδοι που δεν καλύπτονταν από άδεια παραμονής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν στον υπολογισμό της πενταετούς περιόδου.
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν βοηθούν την υπόθεση της, ως μη σχετικές.[2] Το δικαίωμα διαμονής στις υποθέσεις είχε κτηθεί με την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση της απόφασης 1/80 της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας της 12ης Σεπτεμβρίου 1963 και επικυρώθηκε εξ ονόματος της κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου και τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε ισχύουσα άδεια διαμονής, δεν είναι γενικής εφαρμογής αλλά περιορίζονται στις περιπτώσεις που αφορά η απόφαση 1/80. Ήταν σαφής η διάκριση στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην Ergat σε σχέση με τη φύση της αδείας παραμονής, μεταξύ των αλλοδαπών οι οποίοι έλκουν δικαιώματα από την απόφαση 1/80 και των άλλων αλλοδαπών γενικά (βλ. αιτιολ. σκέψη αρ. 63). Όπως λέχθηκε στην Ergat η άδεια διαμονής δεν είχε, όσον αφορά την παροχή του δικαιώματος διαμονής «παρά μόνο αναγνωριστική και αποδεικτική αξία» και το έγγραφο αυτό δεν μπορούσε να εξομοιωθεί «όσον αφορά τους αλλοδαπούς οι οποίοι έλκουν δικαιώματα από την απόφαση 1/80, με άδεια διαμονής για τη χορήγηση της οποίας οι εθνικές αρχές έχουν διακριτική εξουσία, όπως είναι η άδεια διαμονής που προβλέπεται γενικά για τους αλλοδαπούς». Με δεδομένο ότι ο αιτητής στην υπόθεση Ergat πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις κτήσης των δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 7 και η παράταση της ισχύος της άδειας παραμονής του θα είχε εγκριθεί χωρίς κανένα πρόβλημα, αν η σχετική αίτηση είχε υποβληθεί εμπροθέσμως, σημειώθηκε περαιτέρω από το Δικαστήριο ότι «η χορήγηση άδειας διαμονής δεν συνιστά το θεμέλιο του δικαιώματος διαμονής, το οποίο παρέχεται απευθείας από την απόφαση 1/80, ανεξάρτητα από το αν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής χορηγούν το συγκεκριμένο αυτό έγγραφο, το οποίο απλώς πιστοποιεί την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος».
Είναι με αυτό το σκεπτικό που η απάντηση στο σχετικό προδικαστικό ερώτημα ήταν ότι ο αιτητής δεν έχασε τα δικαιώματα που του παρείχε το άρθρο 7 και συγκεκριμένα το δικαίωμα για παράταση της ισχύος της άδειας διαμονής, έστω και αν η ισχύς της άδειας είχε λήξει κατά την ημερομηνία επιβολής της αίτησης για παράτασή της.
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα δεν έχει θεμελιώσει δικαίωμα με βάση το καθεστώς που διέπει την παραμονή της, ως υπήκοος τρίτης χώρας στην Κύπρο και ειδικά, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 18Η(1) ώστε να μπορούσε να της παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΣΓεωργίου
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 165/2010)
13 Δεκεμβρίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ &
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
NANA SIKHARULIDZE,
Εφεσίβλητης
----------------------------------------
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Χριστούδιας, για την Εφεσίβλητη.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Από τις παγίως κατοχυρωθείσες αρχές του διοικητικού δικαίου είναι οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής λειτουργίας της διοίκησης, της καλής πίστης, της συνεπούς συμπεριφοράς και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς αυτήν. Αυτές οι έννοιες κατοχυρώνονται και νομοθετικά στο Μέρος Χ του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, αρ. 158(Ι)/99 και ιδιαίτερα στα άρθρα 50 έως 52.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, σελ. 103, παρ. 83 (12η έκδοση), οι πιο πάνω αρχές αποτελούν μέρος των κυριότερων μέσων της προστασίας του διοικούμενου έναντι των απρόσωπων και, προστίθεται, ασκούντων εξουσία δημοσίων υπηρεσιών. Εξ αυτών, η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου με γνώμονα την αποφυγή εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, είτε της πρωτογενούς, είτε της δευτερογενούς νομοθεσίας, κατά τρόπο που να δίδονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις λόγω απλών δογματικών ερμηνευτικών εκδοχών, (δέστε και άρθρο 50 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99). Ταυτόχρονα, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της καλής πίστης, που όπως αναγνωρίζει στο σύγγραμμα του ο Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδοση σελ. 212-216, παρ. 385-389, δεν είναι ευεφάρμοστη στο δημόσιο δίκαιο, ορίζουν ότι η διοίκηση παραβαίνει τις αρχές δικαίου όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Κατά τον Δαγτόγλου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή που είναι η «υποκειμενική όψη της ασφάλειας του δικαίου που μαζί με την απονομή εξατομικευμένης δικαιοσύνης συνιστά ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της αρχής του κράτους δικαίου και διαθέτει κατά τούτο συνταγματικό έρεισμα». Η διοίκηση δεν δικαιούται να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης προς το διοικούμενο ή καταστάσεις προσδοκίας που στη συνέχεια πλήττει με αποφάσεις που θεωρούνται ασυνεπείς, αντιφατικές, κακόπιστες ή άλλως δυσμενείς, παραβιάζοντας έτσι την ευρύτερη αρχή της καλής πίστης. Ενέργειες οι οποίες παραβιάζουν την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς προσβάλλουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η αρχή της χρηστής διοίκησης διέπεται κατ΄ εξοχήν από την αγαθή κρίση που οφείλει να επιδεικνύει το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του.
Τις πιο πάνω αρχές κλήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εφαρμόσει στην ενώπιον του προσφυγή, η οποία ασκήθηκε από την εφεσίβλητη, υπήκοο Γεωργίας, που αφίχθηκε στην Κύπρο στις 18.10.2000 και παρέμεινε αρχικά ως επισκέπτρια και στη συνέχεια με προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 26.3.2008. Στις 11.3.2008, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, η οποία και απερρίφθη στις 19.3.2009 για το λόγο ότι είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία σε διάφορες προγενέστερες ημερομηνίες. Συγκεκριμένα διέμενε στη Δημοκρατία χωρίς άδεια από τις 11.3.2003 μέχρι τις 19.3.2003, από τις 30.6.2003 μέχρι τις 31.7.2003, από τις 31.12.2003 μέχρι τις 20.1.2004, από τις 30.6.2004 μέχρι τις 11.10.2004, από τις 30.6.2005 μέχρι τις 17.8.2005 και από τις 31.12.2006 μέχρι τις 26.3.2007.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη που λήφθηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μεταναστεύσεως για το λόγο ότι από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, η παραμονή της εφεσίβλητης «υπήρξε αδιάλειπτη κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.». Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση δεχόταν προς καταχώρηση όλες τις αιτήσεις που υπέβαλε η εφεσίβλητη, «.. ακόμη και εκείνες που είχαν υποβληθεί εκπρόθεσμα δηλαδή μετά τη λήξη της ισχύος της προηγούμενης άδειας», χωρίς ποτέ να είχε εκ μέρους της εγερθεί ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης, εγκρίνοντας τελικά όλες τις αιτήσεις του ζητήματος της «παράνομης παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο.» ουδέποτε εγερθέντος. Κατά το πρωτόδικο σκεπτικό, αυτές οι τοποθετήσεις της διοίκησης λογικά ερμηνεύονταν ότι η διοίκηση δεν ήθελε «να αποδώσει οποιαδήποτε σημασία είτε στο χρόνο υποβολής των αιτήσεων είτε στην ίδια την παραμονή της αιτήτριας εφόσον δεν πήραν οποιαδήποτε νομικά μέτρα εναντίον της ώστε να υποδηλώνεται έμπρακτα η απαξίωση στην παρανομία.».
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εκ των υστέρων επίκληση παρανομίας, «.. συνιστά συμπεριφορά η οποία θεωρώ ότι αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης» με τους καθ΄ ων να εμφανίζονται από τη μια να ανέχονταν ή να παρέβλεπαν τις τυπικές ή επουσιώδεις παραλείψεις της εφεσίβλητης αναφορικά με το χρόνο υποβολής των αιτήσεων τις οποίες και ενέκριναν και από την άλλη να τις επικαλούνταν για να τις προβάλουν ως λόγο απόρριψης του αιτήματος. Κατέληξε δε με τα εξής:
«Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για συμπεριφορά η οποία αντίκειται στις πράξεις των ιδίων των καθ΄ ων η αίτηση αλλά και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας ότι η παραμονή της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των πέντε ετών ήταν καθόλα νόμιμη ώστε να μπορούσε να αποταθεί για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.»
Η Δημοκρατία εφεσίβαλε αυτή την απόφαση προσβάλλοντας το εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε αδιάλειπτη παραμονή κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν την υποβολή της αίτησης, το εύρημα ότι η διοίκηση με την έγκριση των παρατάσεων της παραμονής δεν απέδιδε σημασία στο χρόνο υποβολής των αιτήσεων, και το εύρημα ότι η συμπεριφορά της διοίκησης αντίκειτο στην αρχή της χρηστής διοίκησης ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εφεσίβλητης. Η βασική τοποθέτηση της Δημοκρατίας στο περίγραμμα και στην αγόρευση της, έγκειται στο ότι η ανανέωση των αδειών παραμονής μετά τη λήξη της προηγούμενης άδειας δεν νομιμοποιούσε την εφεσίβλητη καθ΄ ον χρόνο διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να εξαχθεί συμπεριφορά αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, ή της αντιφατικής συμπεριφοράς. Η διαδικασία της ανανέωσης των αιτήσεων παραμονής είναι εντελώς διάφορη από τη διαδικασία απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, οι δε παρατάσεις που δίδονταν στην παραμονή της εφεσίβλητης δεν είχαν αναδρομική ισχύ ώστε να νομιμοποιείτο εκ των υστέρων το παράνομο της διαμονής της. Η Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση οι αποφάσεις της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Z.M. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 και Δημοκρατία ν. Nimal Jayaweera, Α.Ε. αρ. 37/2010, ημερ. 10.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:C508. Η αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης περιέχεται στο δικό της περίγραμμα, το οποίο και επιδοκιμάζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Γεγονός παραμένει ότι από το διοικητικό φάκελο και τα έγγραφα που κατατέθηκαν πρωτοδίκως στην ένσταση της Δημοκρατίας, υπήρχαν περίοδοι καθυστέρησης στην υποβολή των αιτήσεων για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας της εφεσίβλητης. Οι περίοδοι αυτοί αφορούν με βάση τις χρονικές περιόδους που ήδη καταγράφησαν πιο πάνω, χρονικά διαστήματα από οκτώ ημέρες μέχρι τρεις μήνες και έντεκα ημέρες. Όμως σε όλες τις εγκεκριμένες εκ των υστέρων άδειες από πλευράς της διοίκησης στις καθυστερημένες αιτήσεις της εφεσίβλητης, δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ή σημείωση επί της αδείας ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της λήξης της προηγούμενης άδειας και της αίτησης για ανανέωση θα εξακολουθούσε να θεωρείτο από τη διοίκηση ως παράνομη περίοδος, ή, ως τουλάχιστον ως περίοδος ή περίοδοι που δεν θα νομιμοποιούσαν την εφεσίβλητη να υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση είτε για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, είτε για πολιτογράφηση. Αυτή η ένδειξη ή σημείωση επί της κάθε εγκριμένης άδειας θα ήταν πολύ απλό ως διοικητικό μέτρο να τεθεί ή να ληφθεί ώστε και εμπράκτως να έχει έρεισμα η εισήγηση της Δημοκρατίας περί της διαφορετικότητας των δύο διαδικασιών. Εν προκειμένω λειτουργεί υπέρ της εφεσίβλητης και η αρχή του τεκμηρίου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ήτοι, «οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να αναγνωρίζουν ως ισχυρές και να εφαρμόζουν τις πράξεις άλλων διοικητικών αρχών, εφ΄ όσον εξωτερικώς φέρουν τα κατά νόμο γνωρίσματα εγκύρων διοικητικών πράξεων», (Δημητρίου Κόρσου: Διοικητικό δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τρίτη Έκδοση, σελ. 209). Η αναγνώριση συναφών πράξεων από τη διοίκηση, αρχή που κατοχυρώνεται και από το άρθρο 12 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ακριβώς υποστηλώνει την ενότητα των διοικητικών ενεργειών και αποφάσεων όταν αφορούν στον ίδιο διοικούμενο με θεματολογία που έχει ή αγγίζει την ίδια ή συναφείς πράξεις. Η διοίκηση ακόμη, αν ήθελε να ήταν ιδιαίτερα αυστηρή, θα μπορούσε να μην αποδεχόταν καθόλου την αίτηση για ανανέωση με δεδομένο ότι στην κάθε άδεια υπάρχει σημείωση ότι η αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής ή εργασίας θα πρέπει να κατατίθεται τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την ημερομηνία λήξης της προηγούμενης άδειας. Ακόμη, επί το αυστηρότερο, η διοίκηση θα μπορούσε να απορρίψει την πρώτη ή οποιαδήποτε από τις επόμενες αιτήσεις για ανανέωση, να ζητήσει από την εφεσίβλητη να αποχωρήσει από τη Δημοκρατία και εάν δεν αποχωρούσε οικειοθελώς, να την κηρύξει απαγορευμένη μετανάστρια λαμβάνοντας προς τούτο τα αναγκαία κατασταλτικά διοικητικά μέτρα.
Αντί των οποιωνδήποτε μέτρων που θα μπορούσε να λάμβανε η διοίκηση, αυτή δεχόταν και ενέκρινε την κάθε άδεια και την κάθε αίτηση για ανανέωση άδειας παραμονής και εργασίας, με λογική συνέπεια η ανανέωση να ανατρέχει πίσω στη λήξη της προηγούμενης άδειας με ουσιαστική νομιμοποίηση της αιτήτριας εφόσον δεν κρίθηκε αναγκαίο ή πρόσφορο να ληφθεί οποιοδήποτε διοικητικό μέτρο εναντίον της. Για παράδειγμα, όταν η αιτήτρια υπέβαλε στις 19.3.2003 την αίτηση της, αυτή εγκρίθηκε από τη διοίκηση μόλις στις 20.5.2003, με λήξη στις 30.6.2003. Θα ήταν παράλογο η αιτήτρια να θεωρείται ως νόμιμη μόνο για ένα μήνα και δέκα ημέρες εν μέσω αναμονής απάντησης από τη διοίκηση και ενώ βεβαίως από 19.3.2003 μέχρι 20.5.2003 η αιτήτρια εργαζόταν με τρέχουσες τις ευθύνες της, αλλά και τα δικαιώματα της. Όταν στις 20.1.2004 υπέβαλε νέα αίτηση, αυτή εγκρίθηκε στις 22.3.2004 μέχρι τις 30.6.2004. Οι επόμενες αιτήσεις που αφορούσαν πλέον ετήσιες περιόδους έχουν περίπου το ίδιο ιστορικό. Συνεπώς η εφεσίβλητη δικαιολογημένα εξακολουθούσε να παραμένει στη Δημοκρατία και να εργάζεται θεωρώντας τον εαυτό της νόμιμο με όλες τις συνέπειες, τόσο για τον εργοδότη, όσο και για την ίδια, με τις ανάλογες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κλπ.
Η σχετική νομοθετική πρόνοια του άρθρου 18Η(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Τροποποιητικού Νόμου αρ. 8(Ι)/2007, παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης να παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στη Δημοκρατία «νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.».
Το νόμιμο και αδιάλειπτο της πιο πάνω πρόνοιας πρέπει να ερμηνευθεί τόσο από πλευράς πραγματικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης, όσο και από πλευράς νομικής έννοιας. Η Οδηγία, το Council Directive 2003/109/EC ημερ. 25.11.2003, αναφορικά με το καθεστώς των υπηκόων χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται σε σχέση με όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες των οποίων η κατάσταση είναι αμφίβολη ή η παραμονή τους έχει περιορισμένη και προσωρινή διάρκεια (πρόσφυγες, αιτητές ασύλου, εποχιακοί εργάτες και άλλοι). Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν το πιο πάνω Directive σύμφωνα με την αρχή της μη διάκρισης κατ΄ ακολουθίαν του ’ρθρου 19 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ’ρθρου 13) και του ’ρθρου 21 του Charter of Fundamental Rights of the European Union. Αναφορικά δε με την έννοια του «long term resident status», αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίζουν την επί μακρόν διαμονή μετά από πενταετή συνεχή νόμιμη παραμονή. Περίοδοι απουσίας από το κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η αίτηση για επί μακρόν παραμονή για περιόδους λιγότερες των έξι συνεχόμενων μηνών και που δεν υπερβαίνουν τους δέκα μήνες σε συνολική διάρκεια εντός της πενταετούς περιόδου ή για ειδικούς λόγους που αφορούν σοβαρή ασθένεια, μητρότητα, στρατιωτική θητεία και άλλους, δεν θα θεωρούνται ότι διακόπτουν την περίοδο της παραμονής, (δέστε την ιστοσελίδα του Eastern Partnership Panel on Migration and Asylum Status of non-Eu Member Country Nationals Who Are Long-term Residents ημερ. 24.9.2007).
Στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 29.4.1997 στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε. C-98/96 Kasim Ertanir κατά Land Hessen, καθώς και στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. C-329/97 Sezgin Ergat κατά Stadt Ulm, ημερ. 16.3.2000, λέχθηκαν ότι υπήκοος στον οποίο επιτράπηκε να εισέλθει σε κράτος μέλος ως μέλος οικογένειας εργαζομένου στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους και ο οποίος διέμενε νομίμως για διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας παρέχων νομίμως εργασία, δεν έχανε τα δικαιώματα του, έστω και αν υπήρξαν ορισμένες διακοπές. Και ότι κατά τον υπολογισμό του χρονικού διαστήματος της νόμιμης απασχόλησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν κάτοχος ισχύουσας άδειας παραμονής ή εργασίας, «εφόσον οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δεν αμφισβήτησαν για το λόγο αυτό τη νομιμότητα της παραμονής του στο εθνικό έδαφος, αλλά, αντιθέτως, χαρακτήρισαν εκ των υστέρων την παραμονή του νόμιμη, χορηγώντας του νέα άδεια παραμονής και εργασίας.».
Οι πιο πάνω τοποθετήσεις εφαρμόζονται με τη γενικότητα που οφείλεται σε κάθε περίπτωση εφαρμογής των κριτηρίων απόκτησης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, έστω και εάν οι συγκεκριμένες υποθέσεις αφορούσαν τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας. Αυτό γιατί η Συμφωνία Σύνδεσης, σύμφωνα με το άρθρο 12, περιελάμβανε πρόνοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα εμπνέονταν από τα άρθρα 48, 49 και 50 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Τα ίδια αναφέρθηκαν και στην υπόθεση C-351/95, Selma Kadiman κατά Freistaat Bayern, ημερ. 17.4.1997, όπου στη σκέψη 54 της απόφασης του Δ.Ε.Ε., καταγράφηκε η θέση του Δικαστηρίου ότι για τον υπολογισμό της τριετούς εκεί νόμιμης διαμονής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μη ηθελημένη διαμονή βραχύτερη των έξι μηνών την οποία ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε στη χώρα καταγωγής του, «το αυτό (δε) ισχύει για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ενδιαφερόμενο άτομο δεν είχε ισχύουσα άδεια διαμονής εφόσον οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δεν αμφισβήτησαν για το λόγο αυτό τη νομιμότητα της διαμονής του ενδιαφερομένου στο εθνικό έδαφος, αλλά, αντιθέτως του χορήγησαν νέα άδεια διαμονής.».
Οι πιο πάνω αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. δεν μπορούν να παραγνωριστούν κατά την εξέταση αιτήσεως για επί μακρόν διαμένων στις περιπτώσεις όπου υπάρχει τεχνητή διακοπή της συνεχούς παραμονής αιτητού, όπως είναι η περίπτωση της εφεσίβλητης. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως η παροχή εκ των υστέρων άδειας από τη διοίκηση για περαιτέρω παραμονή και εργασία στην Κυπριακή επικράτεια, ενδύει την αιτήτρια με νομιμότητα και δεν της αφαιρεί το δικαίωμα να είναι αιτήτρια του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Όταν συγχωρούνται συνεχείς περιόδοι λιγότερες των έξι μηνών, ή δέκα μηνών στο σύνολο, πόσο μάλλον όταν οι περιόδοι είναι διακεκομμένες, οφειλόμενες μάλιστα στην απλή καθυστέρηση υποβολής της αίτησης ανανέωσης. Η προεξάρχουσα αρχή της χρηστής διοίκησης και των άλλων αρχών που αναφέρθηκαν στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, διαπνέει και διέρχεται όχι μόνο μέσα από το διοικητικό δίκαιο, αλλά και μέσα από την ερμηνεία και εφαρμογή ολόκληρου του ενωσιακού δικαίου. Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη όπως αναγνωρίστηκε στην απόφαση του Δ.Ε.Ε., 316/86 Hauptzollamt Hamburg-Jonas (κεντρικό τελωνείο Hamburg-Jonas) και Εταρείας P. Krucken ημερ. 26.4.1988, όπως αναγνωρίζεται άλλωστε ευρέως και σε μελέτες όπως αυτή με τίτλο, «Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου που δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό Δίκη» τον Ιούνιο του 1998, όπου αναφέρονται σχετικές αποφάσεις του Δ.Ε.Ε., αλλά και τα κριτήρια εφαρμογής της αρχής αυτής που είναι (i) η ύπαρξη πράξης της δημόσιας αρχής που αποτελεί τη βάση της εμπιστοσύνης του ιδιώτη, (ii) η εμπιστοσύνη αυτή πρέπει να είναι άξια προστασίας και (iii) να μην υπάρχει αντίθετος λόγος κοινοτικού συμφέροντος που να επιβάλλει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης.
Οι υποθέσεις της Ολομέλειας στις οποίες στηρίχθηκε η Δημοκρατία δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Η μεν πρώτη, Δημοκρατία ν. Ζ.Μ., αφορούσε αφενός αίτηση πολιτογράφησης, αφετέρου δε είχε δεδομένο ως πραγματικό γεγονός ότι υπήρχε παράνομη διαμονή για τέσσερα έτη μεταξύ 30.5.1998 και 29.5.2002, όταν παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς ιατρικής θεραπείας του υιού του. Η κρίση της Ολομέλειας συναρτόταν προς τα μεγάλα διαστήματα παράνομης διαμονής σε αίτηση πολιτογράφησης, η οποία χρειαζόταν επτά έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής. Στη δεύτερη υπόθεση, Nimal Jayaweera, έγινε λόγος για το αναφαίρετο και κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να παραχωρεί κατά διακριτική ευχέρεια την Κυπριακή υπηκοότητα. Με παραπομπή στην υπόθεση Z.M., κρίθηκε ότι οι περίοδοι παράνομης παραμονής του εφεσίβλητου που εκ των υστέρων καλύφθηκαν με έγκριση αιτήσεων για παραμονή, δεν ήρε το παράνομο της παραμονής, ούτε η εκ των υστέρων έγκριση καθιστούσε τη συμπεριφορά της διοίκησης αντιφατική. Και αυτή η υπόθεση αφορούσε πολιτογράφηση όπου είναι κυρίαρχο το στοιχείο του δικαιώματος της Δημοκρατίας να δέχεται και να πολιτογραφεί αλλοδαπούς στο έδαφος της με μόνο περιορισμό την επίδειξη εκ μέρους της διοίκησης καλής πίστης και δεν έχει εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα. Οι πιο πάνω αποφάσεις της Ολομέλειας δεν εξέτασαν τα ενώπιον τους δεδομένα υπό το πρίσμα των αρχών της χρηστής διοίκησης και της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικούμενου που απορρέει από πράξεις της ίδιας της διοίκησης, υπό το φως και των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια εκ των οποίων είναι η ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης μεταξύ των πολιτών της Ένωσης, που επεκτάθηκε, με περιορισμούς βέβαια, και σε πολίτες τρίτων χωρών με τη σχετική Οδηγία.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρώ ορθή την πρωτόδικη απόφαση και συνεπώς θα απέρριπτα την έφεση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
[1] «5. Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης τίτλου διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους, τότε το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6.»
[2] C-329/97 Sezgin Ergat v. Stadt Ulm, ημερομηνίας 16.3.2000, C-351/95 Selda Kadiman v. Freistaat Bayern, ημερομηνίας 17.4.1997 και C-98/96 Kasim Ertanir v. Land Hessen ημερομηνίας 29.4.1997