ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C509
(2016) 3 ΑΑΔ 515
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 213/2010
(ΥΠΟΘ. ΑΡ. 1178/2006)
3 Nοεμβρίου, 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή.
---------------------------
Π. Κωνσταντινίδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής «ΤΕΠΑΚ»), με απόφαση της ημερομηνίας 27.3.2006 προσέφερε διορισμό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Θωμά Μπαρτζάνα, στη θέση Λέκτορα στο Τμήμα Αγροτικής Παραγωγής και Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων στην ειδικότητα Κηπευτικές Καλλιέργειες, Θερμοκήπια, Υδροπονικές Καλλιέργειες, από 1.7.2007, τον οποίο ο Θ. Μπαρτζάνας αποδέχθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 18.4.2006.
Εκτός από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, υπήρχαν ακόμα δύο υποψήφιοι για την επίδικη θέση, ένας εκ των οποίων ήταν ο εφεσίβλητος, ο οποίος στις 30.6.2006 υπέβαλε προσφυγή προσβάλλοντας την πιο πάνω απόφαση του ΤΕΠΑΚ. Εκκρεμούσης της προσφυγής και πριν από την καταχώρηση της ένστασης των εφεσειόντων, ο Θ. Μπαρτζάνας απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 28.3.2007, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι για προσωπικούς λόγους δεν μπορούσε να αποδεχθεί το διορισμό του στην επίδικη θέση. Ως εκ τούτου, οι εφεσείοντες αποφάσισαν την επαναπροκήρυξη της θέσης σε άλλη ειδικότητα. Ο εφεσίβλητος δεν διεκδίκησε τη θέση αυτή, προφανώς ελλείψει του απαιτούμενου προσόντος.
Ακολούθως, με την ένσταση τους, οι εφεσείοντες ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις (α) ότι η απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου Θ. Μπαρτζάνα στερείτο και/ή απώλεσε την εκτελεστότητα της καθότι έγινε ανάκληση της αποδοχής του διορισμού του στην εν λόγω θέση, της οποίας ουδέποτε ανέλαβε τα καθήκοντα, και (β) ότι ο εφεσίβλητος στερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει το διορισμό του Θ. Μπαρτζάνα ενόψει της ανάκλησης της αποδοχής του διορισμού του στην εν λόγω θέση και της επαναπροκήρυξης της θέσης σε άλλη ειδικότητα, απόφαση η οποία δεν προσεβλήθη με προσφυγή. Άνευ βλάβης των προδικαστικών ενστάσεων, οι εφεσείοντες υπεραμύνθηκαν και τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης.
Ο αδελφός δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, αφού σημείωσε τη θέση της Ελληνικής και Κυπριακής νομολογίας[1], έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η πράξη που επηρέασε δυσμενώς τη διεκδίκηση του αιτητή, αφορούσε στο διορισμό που έγινε μετά τη συγκεκριμένη προκήρυξη της επίδικης θέσης στις 29.7.2005. Το θέμα θα ήταν διαφορετικό εάν η προσφορά της καθ΄ ης η αίτηση Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής δεν εγίνετο αποδεκτή από τον κ. Μπαρτζάνα επειδή, στην περίπτωση εκείνη, δεν θα υπήρχε τελική πράξη διορισμού. Η αποδοχή της επίδικης θέσης με την επιστολή του ημερομηνίας 18.4.2006 κατέστησε την πράξη διορισμού εκτελεστή και το ότι υπήρξε, μετά την προσφυγή, νέα επαναπροκήρυξη ημερομηνίας 21.4.2007, δεν επηρεάζει, κατά την κρίση μου, την εξεταζόμενη προσφυγή που είχε καταχωρηθεί στις 30.6.2006. Άλλωστε, η επαναποκήρυξη αφορά άλλον ουσιώδη χρόνο και περιλαμβάνει άλλη ειδικότητα από εκείνη που αναφέρεται στην προκήρυξη της επίδικης θέσης.»
Εξετάζοντας στη συνέχεια το λόγο ακύρωσης περί πάσχουσας σύνθεσης και λειτουργίας του Εκλεκτορικού Σώματος, καθότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά κατά τις συνεδρίες του και κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, το Δικαστήριο πρωτοδίκως θεώρησε ότι παρόλο που υπήρχε κάποιο έγγραφο ημερομηνίας 24.3.2006, αυτό δεν αποτελούσε επαρκές πρακτικό της συνεδρίας, για τους λόγους που εξήγησε, και πως παραβιάστηκαν τόσο οι πρόνοιες του άρθρου 24(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν158(Ι)/99 όσον και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία απαιτούσε την τήρηση άρτιων πρακτικών[2].
Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες εγείρουν συνολικά τέσσερεις λόγους έφεσης, για τους οποίους ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης, είναι συναφείς μεταξύ τους και στρέφονται εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις ως εσφαλμένης. Υπογραμμίζοντας ότι η επιστολή του Θ. Μπαρτζάνα πρόκειται για ανάκληση και όχι παραίτηση, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να στρέφεται με προσφυγή εναντίον πράξης διορισμού άλλου προσώπου η οποία έχει ανακληθεί και πως το περί αντιθέτου εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Ακόμα και αν η επιστολή του ενδιαφερόμενου ήθελε θεωρηθεί παραίτηση και όχι ανάκληση, η προσφυγή του εφεσίβλητου ήταν αλυσιτελής, αφού τυχόν επιτυχία της δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε διορισμό του διότι έπαψε να υπάρχει πλέον η θέση που είχε διεκδικήσει λόγω της επαναπροκήρυξης της σε άλλη ειδικότητα - η οποία δεν προσεβλήθη - κάτι που στερεί ταυτόχρονα και το έννομο συμφέρον του.
Απαντά ο εφεσίβλητος ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποδέχθηκε το διορισμό με αποτέλεσμα να υπάρχει τελείωση της διαδικασίας με συγκεκριμένη εκτελεστή πράξη κατά της οποίας καταχωρήθηκε η με έννομο συμφέρον προσφυγή. Επομένως, ο εφεσίβλητος είχε κάθε δικαίωμα να προσφύγει διεκδικώντας την ακύρωση της πράξης αυτής, ασχέτως εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παραιτήθηκε και δεν ανέλαβε ποτέ τα καθήκοντα. Η δε ακύρωση θα επιτρέψει την επανεξέταση και την πλήρωση της θέσης αναδρομικά με βάση τις διεκδικήσεις των τότε υποψηφίων. Διαφορετικό θα ήταν το θέμα εάν η προσφορά των εφεσειόντων δεν γινόταν αποδεκτή, αφού τότε δεν θα υπήρχε η συγκεκριμένη πράξη διορισμού.
Και οι δύο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους ενώπιον μας με αναφορά σε νομολογία. Ιδιαίτερα σχετική με το θέμα που εδώ απασχολεί, θεωρεί ο εφεσίβλητος την υπόθεση Ανδρέας Ιωάννου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων, Υπ. Αρ. 17/2002, ημερομηνίας 5.5.2003 και το ακόλουθο απόσπασμα από τα πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 242-243, το οποίο αναπαράγεται και υιοθετείται τόσο στην προαναφερθείσα όσον και στην πρωτόδικη απόφαση:
«δδ΄. Πράξεις Περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ΄ ον ίσχυσεν, εφ΄ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ΄ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ΄ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ΄ όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»
Η πράξη στην Ανδρέα Ιωάννου (ανωτέρω) ίσχυε για ένα έτος από τις 10.12.2001 και, ως εκ τούτου, έληξε στις 9.12.2001, πριν από την καταχώρηση της προσφυγής. Εισήγηση των εκεί εφεσίβλητων, ότι εφόσον είχε λήξει η επίδικη πράξη, η αίτηση ακύρωσης καθίστατο απαράδεκτη διότι το έννομο συμφέρον κατέστη παρελθόν, απαντήθηκε με αναφορά στο παραπάνω απόσπασμα στο οποίο η περίπτωση εύρισκε έρεισμα. Σημειώνοντας στη συνέχεια τη δυνατότητα ακύρωσης μιας πράξης μετά τη λήξη της ισχύος της γιατί ο προσφεύγων μπορεί να επιδιώξει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 146.6 μόνο μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (Kyriakides v. The Republic, 1 R.S.C.C. 66), το Δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια κατά πόσο ο μη διορισμός του εκεί αιτητή είχε παράγει για αυτόν δυσμενή αποτελέσματα, ερώτημα το οποίο απάντησε θετικά.
Εν προκειμένω, η προαναφερόμενη νομολογία αναφορικά με πράξεις περιορισμένης ισχύος, δεν έχει εφαρμογή, αφού, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων κατά τη συζήτηση της έφεσης ο επίδικος διορισμός «έγινε για να μείνει». Η κατά τους εφεσείοντες, ανάκληση της επίδικης πράξης - ακύρωση, κατά τον εφεσίβλητο - εφόσον έπαυσε να ισχύει η πράξη, συνεπαγόταν και κατάργηση της δίκης (Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη κ.ά (1991) 3 Α.Α.Δ. 543). Αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους εκλείπει το έννομο συμφέρον υπάρχουν, κατά τον Ε. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (Τόμος 2, 14η έκδοση, σελ. 85:
« . όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης εξέλιπε για διάφορους λόγους ή η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίστηκε εξαρχής . ή για οποιονδήποτε λόγο (ανάκληση, ακύρωση, κατάργηση, λήξη χρόνου ισχύος) έπαψε η ισχύς της πριν από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης (ΣΕ 130/2002) ή έληξε η προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε να προβεί σε ορισμένη ενέργεια ο διοικούμενος (ΣΕ1636/1973).
Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΣΕ2033/1991, 2157/1998). Εάν εξέλιπε μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου .»
Παρά ταύτα και κατ' εξαίρεση, η δίκη μπορεί να συνεχισθεί αν ο προσφεύγων προβάλει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης.
Είναι ορθή η θέση του εφεσίβλητου ότι η αποδοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο της προσφοράς διορισμού του στην επίδικη θέση κατέστησε την πράξη διορισμού εκτελεστή, αφού η ουσιαστική ισχύς της πράξης διορισμού συμπληρώθηκε με την αποδοχή της προσφοράς από τον ενδιαφερόμενο (Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193). Τότε είναι που έπαυσε η απόφαση των εφεσειόντων να είναι εσωτερικό μέτρο (internum) και έγινε εκτελεστή διοικητική πράξη (Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129). Στο σύγγραμμα του Κυριακοπούλου, Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον, 4η Έκδοση, Τόμος Γ, στη σελίδα 181 αναφέρονται συναφώς τα εξής:
«Εφ' όσον, κατά τα προειρημένα, η δημοσία υπαλληλική σχέσις τελειούται διά της αποδοχής του διορισμού, συμφώνως προς τα περί συμβατικής θεωρίας διδασκόμενα, προ της αποδοχής, η εν τω γίγνεσθαι τελούσα δημοσία υπαλληλική σχέσις είναι δυνατόν να ματαιωθή μονομερώς παρά της δημοσίας διοικήσεως δι' ανακλήσεως του διορισμού. Η τοιαύτη ανάκλησις ουδέποτε δύναται να θεωρηθή ως προσβάλλουσα κεκτημένα δικαιώματα, εφ' όσον η υπαλληλική σύμβασις δεν κατηρτίσθη εισέτι. Μόνον διά της αποδοχής του διορισμού τελειούται η υπαλληλική σχέσις, διό και δεν δύναται πλέον ν' ανακληθή ούτος».
Η επιστολή του ενδιαφερόμενου ημερομηνίας 28.3.2007, παρά το λεκτικό της («δεν μπορώ να αποδεχθώ το διορισμό μου») επρόκειτο για παραίτηση και όχι ανάκληση αποδοχής του διορισμού. Mε την παραίτηση του, εξέλιπε το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Η επαναπροκήρυξη της θέσης σε άλλη ειδικότητα συνιστούσε, ουσιαστικά, ανάκληση της απόφασης για προκήρυξη της θέσης και νέα διοικητική πράξη (Κ.Ο.Τ. κ.ά ν. Συμεού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 561), η νομιμότητα της οποίας δεν προσβλήθηκε από τον εφεσίβλητο.
Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο η προσφυγή, υπό τις περιστάσεις, είχε χάσει το αντικείμενο της ενόψει της ανάκλησης της προκήρυξης στην οποία θεμελιωνόταν η διαδικασία που οδήγησε στην προσβαλλόμενη πράξη. Παρόλο που η ανακληθείσα πράξη δεν ήταν το αντικείμενο της προσφυγής του εφεσίβλητου, θεωρούμε ότι στα περιστατικά της υπόθεσης έχουν εφαρμογή οι ίδιες αρχές που διέπουν το θέμα της κατάργησης της δίκης σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της, όπως έχουν οριοθετηθεί στις αποφάσεις Παπαδόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 937 και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490. Στην Ιωσηφίδης λέχθηκαν τα ακόλουθα (σελ.499):
«Το αιτιολογικό (ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλλου είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα, και τούτο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο, σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξη οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση (παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή (παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δεν θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση, και στο δεύτερο ερώτημα, είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη πλέον συνέπεια την κατάργηση της δίκης αφού δεν υπάρχει πλέον απόφαση είτε για επικύρωση είτε για ακύρωση βάσει της παραγράφου 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου είναι ορθή και εφαρμόζεται απόλυτα στην ενώπιόν μας περίπτωση. Ενόψει της ανάκλησης της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, η διοίκηση δεν θα έχει να συμμορφωθεί με τίποτε προς όφελος του αιτητή-εφεσείοντα ούτε θα έχει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε αξίωσή του σε περίπτωση που θα επακολουθήσει ακυρωτική απόφαση. Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατόν, δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, να υπέστη ο αιτητής-εφεσείων οποιαδήποτε ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε (αφού δεν είχε αξίωση για προαγωγή αλλά μόνον προσδοκία) ώστε να τίθεται καν θέμα αξίωσης του για αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο.»
Χρήσιμη αναφορά για το θέμα που εδώ απασχολεί μπορεί να γίνει και στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη, το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, (1998) σελ. 157:
«Το έννομο συμφέρον είναι ενεστώς, όταν είναι ήδη υπαρκτό και όχι μελλοντικό ή ενδεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις ύπαρξης του, δηλαδή, η βλάβη να είναι υπαρκτή, αλλά και η νομική ή πραγματική κατάσταση ή η ιδιότητα του αιτούντος, να υφίστανται και να μην είναι μελλοντικές ή να έχουν εκλείψει. Από αυτή την άποψη, είναι ιδιαιτέρως επιτυχής η διαπίστωση, ότι το χαρακτηριστικό του ενεστώτος συνδέεται με τον απαιτούμενο βαθμό έντασης του εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι βέβαιο.
Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι "όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη". Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Εν προκειμένω, οι αρνητικές συνέπειες για τα συμφέροντα του εφεσίβλητου εξαφανίστηκαν με την επαναπροκήρυξη της θέσης σε άλλη ειδικότητα, η οποία συνιστούσε, όπως έχει ήδη σημειωθεί, ανάκληση της προκήρυξης της επίδικης θέσης, αφού ο εφεσίβλητος δεν είχε κεκτημένο δικαίωμα σε διορισμό στην επίδικη θέση, την οποία διεκδικούσε και άλλο πρόσωπο, παρά μόνο προσδοκία (Παπαδοπούλλου και Ιωσηφίδης (ανωτέρω)). Ούτε έχει τεθεί ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ενόσω υφίστατο η επίδικη διοικητική απόφαση υπήρξε για τον εφεσίβλητο ζημιογόνα. Αυτό που ενδεχομένως θα μπορούσε να πράξει ο εφεσίβλητος αλλά δεν έκανε, ήταν να προσβάλει την κατάργηση της θέσης και/ή τη νέα επαναπροκήρυξη. Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι κατά τη συζήτηση της προσφυγής πρωτόδικα ο εφεσίβλητος στερείτο εννόμου συμφέροντος και εξέλιπε το αντικείμενο της προσφυγής.
Η υπόθεση Σάββα ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2007) 3 Α.Α.Δ. 182 που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας, δεν βοηθά την υπόθεση του αφού διακρίνεται από την παρούσα στη βάση των γεγονότων της και των όσων απασχόλησαν εκεί ως επίδικα. Στόχος της έφεσης του αιτητή στη Σάββα ήταν η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της παράλειψης της διοίκησης να επανεξετάσει τον ακυρωθέντα διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Απασχόλησε κατ' έφεση το ερώτημα κατά πόσο η κατάργηση της επίδικης εκεί θέσης με Νόμο, που δεν ήταν αναδρομική αλλά θα λειτουργούσε για το μέλλον, επηρέαζε την υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση μετά την τελευταία ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε το 1999 - δηλαδή πριν από την κατάργηση της θέσης - η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κρίθηκε πως το ζήτημα της κατάργησης της θέσης δεν επηρέαζε την υποχρέωση για επανεξέταση που θα αφορούσε στο καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η δε Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427 την οποία επίσης επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται (Παπαδοπούλλου και Ιωσηφίδης (ανωτέρω)).
Η κατάληξη μας καθιστά αχρείαστη τη συζήτηση των υπόλοιπων λόγων έφεσης που αφορούν στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα ζητήματα της τήρησης πρακτικών κατά των συνεδριών του Εκλεκτορικού Σώματος και της καταγραφής της κρίσης των μελών του για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα της διαδικασίας της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ.242-243, Maliotis v. Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75,94, Kittou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 603, 609, Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 193 και Kyriakides v. The Republic, 1 R.S.C.C. 66,74.
[2] Medcon Construction and others v. Republic (1968) C.L.R. 535 και Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας 2005) 3 Α.Α.Δ. 550.