ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C604
(2015) 3 ΑΑΔ 473
16 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
EΛΕΝΗ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 115/10)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Ένταξη σε Πίνακα Διοριστέων ― Άρθρο 28Β(3)(β) σε αντιδιαστολή προς το Άρθρο 35Β(4)(β) της Εκπαιδευτικής Νομοθεσίας (Ν.10/1969 όπως τροποποιήθηκε) ― Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ορθά εφάρμοσε τις πρόνοιες στην κριθείσα περίπτωση, ερευνώντας δεόντως το τεθέν ζήτημα και χωρίς να υποπέσει σε νομική ή πραγματική πλάνη ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Πως στοιχειοθετείται ― Δεν αποδείχθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αρμοδιότητες της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Δεν υποχρεούται να αποτείνεται στο ΚΥΣΑΤΣ κατά περίπτωση ― Το τελευταίο δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο της Ε.Ε.Υ. ― Αντίθετη θεώρηση θα επισώρευε τεράστιο βάρος στην όποια επιτροπή ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Ένταξη σε Πίνακα Διοριστέων ― Οι πρόνοιες της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και των Νόμων 179(Ι)/02 και 129(Ι)/03 ― Δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην κριθείσα περίπτωση και κατά συνέπεια δεν όφειλαν να απασχολήσουν ούτε την Ε.Ε.Υ. ούτε το ακυρωτικό Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε και κατ' έφεση την κρίση της Ε.Ε.Υ. σχετικά με τις μονάδες που έπρεπε να της πιστωθούν για σκοπούς εγγραφής στον οικείο Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών. Η εν λόγω κρίση είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης ημερομηνίας 20.2.2008, και από απόσπασμα που καταγράφει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Επιτροπή μορφοποίησε την κρίση της λαμβάνοντας υπόψη, όχι μόνο τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ως η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας σε θέμα «σχετικό με την εκπαίδευση». Εξέτασε, η Επιτροπή, και τις λοιπές διαζεύξεις του σχετικού άρθρου: κατά πόσο το μεταπτυχιακό της εφεσείουσας «ήταν σχετικό με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα της θέσης». Ο ισχυρισμός ότι η απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στη γνωμάτευση με αναφορά στο Άρθρο 35 Β(4)(β) του Νόμου εκ των πραγμάτων καταρρίπτεται. Η απορριπτική απάντηση της εφεσίβλητης στην ένσταση της εφεσείουσας ημερομηνίας 9.5.2008, με σαφήνεια ορίζει το εύρος και την εμβέλεια της έρευνας της εφεσίβλητης και ως προς τις τρεις διαζευκτικές προϋποθέσεις που τάσσει το Άρθρο 28 Β(3)(β), αιτιολογώντας πλήρως την απόφαση της, όχι μόνο φραστικά αλλά και επί της ουσίας. Οι αιτιάσεις της εφεσείουσας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, νομικής και/ή πραγματικής πλάνης καταρρίπτονται ως εκ των γεγονότων. Ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με παραπομπή στη νομολογία ότι δεν χωρούσε επέμβαση του Δικαστηρίου στη διακριτική ευχέρεια της εφεσίβλητης, ως διορίζοντος οργάνου. Μόνο σε περιπτώσεις που η ερμηνεία δεν ήταν εύλογη, παράγοντες που δεν συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση χωρεί τέτοια επέμβαση.
2. Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα. Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους. Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα. Προκύπτει εν προκειμένω ότι το Δικαστήριο με αναδρομή στα πρακτικά της συνεδρίασης της εφεσίβλητης ημερομηνίας 20.2.2008, ορθά διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη εξέτασε ενδελεχώς το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών και την αναλυτική περιγραφή των μαθημάτων της εφεσείουσας, πριν καταλήξει να διατυπώσει το τελικό της συμπέρασμα. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη ενήργησε εκτός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Ήταν δικαίωμα και υποχρέωση της εφεσείουσας να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Πανεπιστήμιο που της απένειμε το σχετικό τίτλο για περαιτέρω υποστήριξη του αιτήματός της. Ικανοποιούνται επαρκώς οι αρχές της νομολογίας για δέουσα έρευνα. Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχει θέμα ισοτιμίας ή αναγνώρισης τίτλου/πτυχίου πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής. Το ζήτημα εντοπίζεται στο αν τα μαθήματα που παρακολούθησε η εφεσείουσα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών της σπουδών συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή. Το ΚΥΣΑΤΣ δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο της Ε.Ε.Υ. για διερεύνηση προσόντων. Αντίθετη θεώρηση θα επισώρευε τεράστιο βάρος στην όποια επιτροπή που σε κάθε ανάλογη περίπτωση θα έπρεπε να αποτείνεται αυτεπαγγέλτως στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Ίδρυμα πριν από τη λήψη της απόφασης.
3. Δεν υπάρχει αναγνωρισμένη αρχή δικαίου που να επιβάλλει σε Δικαστήριο, Αρχή ή αρμόδιο όργανο την εξέταση νομοθετήματος/κανονισμού ή απόφασης που δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση. Η αρμόδια αρχή και εδώ η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει τις πρόνοιες της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ ή των διατάξεων των νομοθετημάτων Ν.179(Ι)/2002 και Ν.129(Ι)/2003 εφόσον δεν συνέτρεχαν συναφή ζητήματα. Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε τον χαρακτήρα των προσόντων ή της προηγούμενης πείρας της εφεσείουσας στην ειδικότητα της θέσης, Άρθρο 5(1)(β) ή 4(1)(α). Αυτό που αποφάσισε είναι ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος δεν είναι συναφής με τα καθήκοντα της θέσης. Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο ουσιαστικά διαπίστωσε το αυταπόδεικτο χωρίς να εκφέρει, όπως εισηγείται η εφεσίβλητη, πρωτογενή κρίση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211,
Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100,
Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769,
Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 1155,
Πετρίδου ν. Ε.Ε.Υ., Υποθ. Αρ. 845/95, ημερ. 7.10.1998,
Ταλιαδώρος ν. Ε.Ε.Υ., Υποθ. Αρ. 945/05, ημερ. 15.6.2007,
Pigro v. Ε.Ε.Υ., Υποθ. Αρ. 1062/2004,ημερ.24.7.2006,
Αθανασίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/06, ημερ. 12.1.2009.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1219/08), ημερομηνίας 15/6/2010.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, πτυχιούχος ιστορίας και αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου, 2003, κατόπιν αιτήσεως της συμπεριλήφθη το Φεβρουάριο του 2004 στον πίνακα διοριστέων στη συγκεκριμένη ειδικότητα και ακολούθως, στους πίνακες διοριστέων καθηγητών φιλολογικών μαθημάτων, 2005-2007. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ως ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ως απαιτούμενο προσόν για εγγραφή στον πίνακα ήταν, μεταξύ άλλων, η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην ειδικότητα που ο καθηγητής προορίζεται να διδάξει. Σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα μέσα στα πλαίσια του Νόμου περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας του 1969, Ν. 10/1969 όπως τροποποιήθηκε (o Νόμος) η εφεσίβλητη προχώρησε σε αναθεώρηση και συμπλήρωση του πίνακα διοριστέων με υποψηφίους οι οποίοι είχαν ήδη αποταθεί με αίτηση τους, μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, για εγγραφή.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση μεταξύ των μερών, ότι χωρίς η αιτήτρια να έχει προσκομίσει, για το έτος 2006, οιονδήποτε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, η εφεσίβλητη εκ παραδρομής, της απέδωσε δύο μονάδες για πρόσθετα προσόντα (πίνακας διοριστέων καθηγητών φιλολογικών του 2007 όπως αναρτήθηκε στο γραφείο της εφεσίβλητης στις 28.2.2007).
Μετά το λάθος της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα υπέβαλε στις 28.12.2007 το «μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη βιοηθική», Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης της Ελλάδας, 19.10.2007, ως επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, προκειμένου να της παραχωρηθούν οι ανάλογες μονάδες πρόσθετου προσόντος στον πίνακα διοριστέων καθηγητών φιλολογικών, εδ. (3)(β) του Άρθρου 28Β του Νόμου, υπό τον τίτλο «Σύνταξη πινάκων διοριστέων»
Το αίτημα απορρίφθηκε από την εφεσίβλητη σε συνεδρία της ημερομηνίας 20.2.2008. Λήφθηκε υπόψη γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.5.2004, σύμφωνα με την οποία, η φράση, «συναφής με την εκπαίδευση», περιλαμβάνει όλες τις ειδικότητες για τις οποίες καταρτίζονται οι πίνακες διοριστέων. Έκρινε η εφεσίβλητη, κατόπιν μελέτης του περιεχομένου του προγράμματος σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου της αιτήτριας, στη βάση της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας και των προνοιών του Άρθρου 28 Β (3)(β) του Νόμου, ότι δεν ήταν δυνατόν να παραχωρηθούν στην εφεσείουσα μονάδες πρόσθετων προσόντων για το μεταπτυχιακό της δίπλωμα «αφού αυτό δεν είναι σχετικό με την ειδικότητα της, τα καθήκοντα της θέσης ή την εκπαίδευση.»
Κατ' ακολουθίαν της ανωτέρω απόφασης, αφαιρέθηκαν άδικα και χωρίς να ακουστεί η εφεσείουσα, όπως προωθείται κατ' έφεση, από τον σχετικό πίνακα διοριστέων του 2008, οι δύο μονάδες πρόσθετων προσόντων, που εκ παραδρομής της είχαν παραχωρηθεί στον αντίστοιχο πίνακα του 2007. Στη συνέχεια και ως αποτέλεσμα της απορριπτικής απόφασης της εφεσίβλητης, σε ένσταση που υπέβαλε η εφεσείουσα, ακολούθησε η καταχώριση της υπ' αρ. 1219/08 προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε στις 15.6.2010.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας την αίτηση με υποστηρικτικούς λόγους ακύρωσης, κατ' ουσίαν την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παραβίαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και του Νόμου 179(Ι)/2002, επικουρικά δε του εσφαλμένου της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε το Δικαστήριο, ότι η εφεσίβλητη ενήργησε εντός των πλαισίων της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια ως διορίζον όργανο, ορθά ερμήνευσε τα σχέδια υπηρεσίας ώστε δεν χωρούσε επέμβαση του Δικαστηρίου στην κατάληξη της εφεσίβλητης ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν ήταν σε θέμα «συναφές με την εκπαίδευση».
Σημειώνεται ότι η Νομική Υπηρεσία στη γνωμάτευση της, μεταξύ άλλων, 12.5.2004, καταγράφει και τα εξής: «Βάσει της γραμματικής και τελεολογικής ερμηνείας, η φράση «συναφές με την εκπαίδευση» είναι οποιοδήποτε προσόν το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ..Πλησιέστερη στο γράμμα και πνεύμα του νόμου είναι η άποψη της παραγράφου 1.1 της επιστολής σας, η οποία επαληθεύει τον κανόνα ότι οι λέξεις θα πρέπει να ερμηνεύονται με το σύνηθες και φυσικό τους νόημα .».
Με την παρούσα έφεση πλήττεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τρεις λόγους, άμεσα συναφείς με τους λόγους ακυρότητας όπως προωθήθηκαν πρωτοδίκως. Διαπλέκεται άμεσα, κατά το συνήγορο της εφεσείουσας, το ζήτημα της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας με την ερμηνεία της φράσης «συναφές με την εκπαίδευση» σε θέση προαγωγής, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 35Β(4)(β) και όχι οι πρόνοιες του Άρθρου 28Β(3)(β) που ρυθμίζει την ένταξη σε σειρά προτεραιότητας στον πίνακα διοριστέων.
Η θέση της εφεσείουσας, 1ος λόγος έφεσης, ότι ενώ το Άρθρο 28Β(3)(β) θέτει ευρύτερο πεδίο για αναγνώριση πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων ως κριτήριο για τη σειρά κατάταξης στον πίνακα διοριστέων «.σε θέμα το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης», η εφεσίβλητη περιόρισε την κρίση της στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνο στο τρίτο κριτήριο «με την εκπαίδευση», δεν ευσταθεί. Προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης ημερομηνίας 20.2.2008, και από απόσπασμα που καταγράφει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Επιτροπή μορφοποίησε την κρίση της λαμβάνοντας υπόψη, όχι μόνο τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ως η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας σε θέμα «σχετικό με την εκπαίδευση». Εξέτασε, η Επιτροπή, και τις λοιπές διαζεύξεις του σχετικού άρθρου: κατά πόσο το μεταπτυχιακό της εφεσείουσας «ήταν σχετικό με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα της θέσης». Ο ισχυρισμός ότι η απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στη γνωμάτευση με αναφορά στο Άρθρο 35 Β(4)(β) του Νόμου εκ των πραγμάτων καταρρίπτεται. Η απορριπτική απάντηση της εφεσίβλητης στην ένσταση της εφεσείουσας ημερομηνίας 9.5.2008, με σαφήνεια ορίζει το εύρος και την εμβέλεια της έρευνας της εφεσίβλητης και ως προς τις τρεις διαζευκτικές προϋποθέσεις που τάσσει το Άρθρο 28 Β(3)(β), αιτιολογώντας πλήρως την απόφαση της, όχι μόνο φραστικά αλλά και επί της ουσίας:
«Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορεί, σύμφωνα με τη σχετική εκπαιδευτική νομοθεσία, να παραχωρήσει δύο μονάδες στην αιτήτρια για το εν λόγω προσόν, αφού αυτό δεν είναι σχετικό με την ειδικότητα της, τα καθήκοντα της θέσης ή την εκπαίδευση. Συγκεκριμένα ο πιο πάνω τίτλος δεν μπορεί να θεωρηθεί «συναφής με την εκπαίδευση», με βάση την προαναφερόμενη Νομική Γνωμάτευση, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πίνακας διοριστέων στην ειδικότητα της Βιοηθικής. Επιπρόσθετα, τα μαθήματα που παρακολούθησε η Αθανασούλια κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή, όπως αυτά αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης καθηγητή στις Κλ. Α8-Α10-Α11 (Σ.Υ. 43/2003). Το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου της Αθανασούλια αφορά κατά μεγάλο μέρος του ιατρικά θέματα της Βιοηθικής. Τα μαθήματα «Εισαγωγή στη Βιοϊατρική Ηθική/Βιοηθική», «Δημόσια Υγεία», «Ιστορία της Ιατρικής και της Ιατρικής Δεοντολογίας», «Ιατρική Ανθρωπολογία και Βιοηθική», «Βιοηθική και τέλος της ζωής», «Κοινωνιολογία και δίκαιο της ανθρώπινης αναπαραγωγής», καθώς και το θέμα της Διπλωματικής Εργασίας της Αθανασούλια, «Ανακουφιστική - Συμπτωματική (παρηγορητική) φροντίδα σε χρόνιους ασθενείς και ασθενείς τελικού σταδίου. Ηθικές διαστάσεις - ποιότητα ζωής», δεν αφορούν θέματα τα οποία διδάσκονται στα δημόσια σχολεία της Κύπρου στα πλαίσια των φιλολογικών μαθημάτων, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν συναφή με την ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας, την οποία προορίζεται να διδάξει η Αθανασούλια.»
Οι αιτιάσεις της εφεσείουσας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, νομικής και/ή πραγματικής πλάνης καταρρίπτονται ως εκ των γεγονότων. Ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με παραπομπή στη νομολογία ότι δεν χωρούσε επέμβαση του Δικαστηρίου στη διακριτική ευχέρεια της εφεσίβλητης, ως διορίζοντος οργάνου. Μόνο σε περιπτώσεις που η ερμηνεία δεν ήταν εύλογη, παράγοντες που δεν συντρέχουν στην υπό κρίση περίπτωση χωρεί τέτοια επέμβαση (Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93).
Ο 2ος λόγος έφεσης άμεσα συναφής με τον 1ο, πλήττει την κατάληξη του Δικαστηρίου για δέουσα έρευνα της εφεσίβλητης: Παρέλειψε να εξετάσει όλα τα στοιχεία τα οποία η ίδια η αιτήτρια υπέβαλε (περιεχόμενο προγράμματος σπουδών, αναλυτική περιγραφή μαθημάτων, μεταπτυχιακός τίτλος), πριν καταλήξει ότι ο σχετικός μεταπτυχιακός τίτλος δεν αφορούσε σε θέμα «συναφές με την εκπαίδευση».
Εντάσσεται και πρωτοδίκως, κάτω από αυτό το κεφάλαιο, υποχρέωση της εφεσίβλητης να απευθυνθεί αυτεπαγγέλτως στο ΚΥΣΑΤΣ ώστε να προβεί σε περαιτέρω έρευνα, πριν καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση. Έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε ήδη καθορίσει τη θέση της πριν την υποβολή της ένστασης της εφεσείουσας, στη βάση των στοιχείων που είχε προσκομίσει η τελευταία. Με δεδομένο λοιπόν, ότι δεν προσκομίστηκε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, οποιοδήποτε νέο στοιχείο που απαιτούσε περαιτέρω έρευνα και αιτιολόγηση εκ μέρους της εφεσίβλητης, απέρριψε τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας, όπως απέρριψε, με παραπομπή στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100 και τη θέση ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ.
Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα. Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους. Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (ανωτέρω)).
Προκύπτει ότι το Δικαστήριο με αναδρομή στα πρακτικά της συνεδρίασης της εφεσίβλητης ημερομηνίας 20.2.2008, ορθά διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη εξέτασε ενδελεχώς το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών και την αναλυτική περιγραφή των μαθημάτων της εφεσείουσας, πριν καταλήξει να διατυπώσει το τελικό της συμπέρασμα: ότι τα μαθήματα που παρακολουθούσε η εφεσείουσα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών της σπουδών, δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή, όπως περιλαμβάνονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, το δε περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου της εφεσείουσας δεν αφορούσε σε θέματα τα οποία διδάσκονται στα δημόσια σχολεία της Κύπρου, κύκλος φιλολογικών μαθημάτων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη ενήργησε εκτός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν είχε θεωρούμε σε καμιά περίπτωση την υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω έρευνα ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας, πέραν εκείνων όσων η ίδια υπέβαλε προς υποστήριξη του αιτήματος της. Ήταν θεωρούμε δικαίωμα και υποχρέωση της εφεσείουσας να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Πανεπιστήμιο που της απένειμε το σχετικό τίτλο για περαιτέρω υποστήριξη του αιτήματος της. Ως εκ τούτου εύλογα μπορούσαν να εκληφθούν, για τους λεπτομερείς λόγους που παραθέτουν οι εφεσίβλητοι, ως μη συναφή με την ειδικότητα της Ελληνικής φιλολογίας, ώστε να ικανοποιούνται επαρκώς οι αρχές της νομολογίας για δέουσα έρευνα.
Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχει θέμα ισοτιμίας ή αναγνώρισης τίτλου/πτυχίου πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής. Το ζήτημα εντοπίζεται στο αν τα μαθήματα που παρακολούθησε η εφεσείουσα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών της σπουδών συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή στις κλ. Α8-Α10-Α11, ή αν μπορούσαν να θεωρηθούν συναφή με την ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας. «Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων», Χατζηγεωργίου (ανωτέρω), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της Ε.Ε.Υ. για διερεύνηση προσόντων, Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769. Την αυτή άποψη εξέφρασε ήδη ο Αρτέμης, Δ., στην Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 1155, όπως υιοθετήθηκε στην Χατζηγεωργίου (ανωτέρω). Μια τέτοια υποχρέωση εύλογα θεωρούμε ότι πρέπει να βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος επιθυμεί να του αναγνωριστεί το όποιο επιπρόσθετο προσόν. Αντίθετη θεώρηση θα επισώρευε τεράστιο βάρος στην όποια επιτροπή που σε κάθε ανάλογη περίπτωση θα έπρεπε να αποτείνεται αυτεπαγγέλτως στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Ίδρυμα πριν από τη λήψη της απόφασης.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 89/48/ΕΟΚ, ο Νόμος 179(Ι)/02 και ο Νόμος 129(Ι)/2003 αποτελεί το θεμέλιο του 3ου λόγου έφεσης και του εσφαλμένου της κρίσης του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκαν οι ανωτέρω νομοθεσίες και Οδηγία.
Ενώπιον του Δικαστηρίου αναπτύχθηκε ως λόγος ακύρωσης, ότι η εφεσίβλητη δεν εξέτασε στην περίπτωση της εφεσείουσας, αν εφαρμόζονται οι πρόνοιες της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας και οι πρόνοιες των σχετικών Νόμων, ως ανωτέρω. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη δεν άσκησε αυτό το καθήκον και δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στα προσόντα της εφεσείουσας και στην αξιολόγηση τους από το κράτος της χώρας εκδόσεως τους, Ελλάδα, (Κυρωτικός Νόμος 11/85) δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει το έργο της Ε.Ε.Υ. και να αποφασίσει το ίδιο πρωτογενώς. Επί της ουσίας, νοηματοδοτεί την εισήγηση του ο συνήγορος της εφεσείουσας, με παραπομπή στις Πετρίδου ν. Ε.Ε.Υ., Υποθ. 845/95, 7.10.1998, Ταλιαδώρος ν. Ε.Ε.Υ., Υποθ. 945/05, 15.6.2007, Pigro v. Ε.Ε.Υ., Υποθ. 1062/04, 24.7.2006, το Δικαστήριο αποφάσισε πρωτογενώς, αντί της εφεσίβλητης, αναρμοδίως δε υποκατέστησε την ανύπαρκτη περί του θέματος κρίση της εφεσίβλητης.
Το Δικαστήριο, με παραπομπή στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/06, 12.1.2009, όπου αναπτύχθηκαν και εκεί πανομοιότυπες θέσεις, έκρινε ότι τόσο ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος, Ν. 179(Ι)/2002, Άρθρο 5(1)(β), όσο και η Ευρωπαϊκή Οδηγία, δεν τύγχαναν εφαρμογής: η εφεσίβλητη δεν αρνήθηκε στην εφεσείουσα την πρόσβαση στο επάγγελμα του καθηγητή, ούτε και αμφισβήτησε τα προσόντα της τα οποία απέκτησε σε άλλο κράτος. Έκρινε στη βάση της τιθέμενης νομοθεσίας ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα της εφεσείουσας δεν της προσέδιδε δικαίωμα για επιπρόσθετες δύο μονάδες.
Ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης συνηγορούσαν στην απόρριψη του σχετικού λόγου ακύρωσης όπως προωθήθηκε ενώπιον του και ορθώς έκρινε ότι τα εν λόγω νομοθετήματα και η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ δεν τύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Δεν υπάρχει αναγνωρισμένη αρχή δικαίου που να επιβάλλει σε Δικαστήριο, Αρχή ή αρμόδιο όργανο την εξέταση νομοθετήματος/κανονισμού ή απόφασης που δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση. Η αρμόδια αρχή και εδώ η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει τις πρόνοιες της ανωτέρω Οδηγίας ή των διατάξεων των νομοθετημάτων Ν. 179(Ι)/2002 και Ν. 129(Ι)/2003 εφόσον δεν συνέτρεχαν συναφή ζητήματα. Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε τον χαρακτήρα των προσόντων ή της προηγούμενης πείρας της εφεσείουσας στην ειδικότητα της θέσης, Άρθρο 5(1)(β) ή 4(1)(α). Αυτό που αποφάσισε είναι ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος δεν είναι συναφής με τα καθήκοντα της θέσης. Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο ουσιαστικά διαπίστωσε το αυταπόδεικτο χωρίς να εκφέρει, όπως εισηγείται η εφεσίβλητη, πρωτογενή κρίση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.