ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C591
(2015) 3 ΑΑΔ 457
10 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΡΟΖΑΝΝΑ ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΟΥΤΣΙΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 168/2010)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας ― Πως διαπιστώνεται η κατοχή του ― Τα τεκμήρια που θεσμοθετεί η ΕΔΥ και οι γραπτές εξετάσεις που διοργανώνει ― Κατά πόσο η εξέταση καλύπτει και τον έλεγχο του προφορικού λόγου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Η σύσταση του Διευθυντή ― Μπορεί να είναι αναιτιολόγητη σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά δεν μπορεί να συγκρούεται με τα υπηρεσιακά δεδομένα — Μηδενικής αξίας σύσταση στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αρχαιότητα ― Κατά πόσο μπορεί να παραγνωριστεί στην βάση οριακής υπεροχής κατά την προφορική εξέταση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δημόσιοι υπάλληλοι ― Το στοιχείο της έκδηλης υπεροχής ― Δεν υπεισέρχεται στην όλη εικόνα όταν η πράξη της διοίκησης μολύνεται με πρόβλημα νομιμότητας.
Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή της εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στην θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η ΕΔΥ, ως το αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας, θεσμοθέτησε για σκοπούς κατοχής της ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας στα καθοριζόμενα από τα σχέδια υπηρεσίας επίπεδα, τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, από υπαλλήλους που δεν διαθέτουν οποιοδήποτε από τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης των εν λόγω γλωσσών. Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που έκανε η εφεσίβλητη ήταν να θεωρήσει ότι το ΕΜ είχε Πολύ Καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, στη βάση βεβαίωσης που εκδόθηκε από την ίδια, μετά από γραπτές εξετάσεις. Η βεβαίωση βέβαια δεν αναφερόταν σε γνώση του γραπτού λόγου αλλά ότι «έχει επιτύχει στην εξέταση για διαπίστωση της κατοχής της Πολύ Καλής Γνώσης της Αγγλικής γλώσσας», δηλαδή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου. Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
2. Είναι νομολογημένο ότι το Άρθρο 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η περίπτωσή μας. Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη ως προς τη σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός τμήματος. Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Στα κριτήρια αξία και προσόντα η εφεσείουσα και το ΕΜ ισοβαθμούν. Ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας, η εφεσείουσα υπερέχει κατά 2 χρόνια και 8 μήνες. Κατά συνέπεια, η σύσταση του διευθυντή όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων αλλά αντίθετα κλονίζεται από αυτά. Συστάσεις οι οποίες είναι σε ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα ανάλογα με το βαθμό του ασυμβίβαστου. Η σύσταση του Διευθυντή, η οποία νομολογιακά επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, δεν μπορεί να ακολουθείται όταν συγκρούεται με τα υπηρεσιακά στοιχεία. Εδώ η σύσταση του Διευθυντή αντίκειται προς τα στοιχεία των φακέλων διότι παρεκάμφθη η υπέρτερη αρχαιότητα της εφεσείουσας άνευ λόγου και επομένως η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη είναι ουσιαστικά μηδενικής αξίας.
3. Η επίδικη θέση ευρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και σε τέτοιες περιπτώσεις η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την μικρή υπεροχή στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη δεν μπορεί να του δώσει τέτοιαν υπεροχή έτσι ώστε να παραγνωριστεί η κατά 2 χρόνια και 8 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας. Άλλωστε η αρχαιότητα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξαίρετων υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, συνεπάγεται και μεγαλύτερη πείρα, η οποία επαυξάνει την αξία του αρχαιότερου. Η πιο πάνω λοιπόν υπεροχή της εφεσείουσας ως προς την αρχαιότητα που αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια δεν μπορεί, κατά τη νομολογία, να μειωθεί ή να παραγνωριστεί από μίαν οριακή διαφορά στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Επίσης, έχοντας καταλήξει ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή είναι μηδενικής σημασίας, ούτε αυτή θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την λήψη της απόφασης, δίδοντας προβάδισμα στο ΕΜ. Kατά πάγια νομολογία, όταν από το διορίζον όργανο ακολουθείται σύσταση, που δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου, τότε η αιτιολογία της σχετικής απόφασης καθίσταται ανεπαρκής και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, η οποία στηρίζεται επί της συστάσεως, απολήγει να είναι πεπλανημένη.
4. Στην υπό κρίση περίπτωση, διαπιστώνεται πλάνη (και ο Διευθυντής και η ΕΔΥ λειτούργησαν υπό πλάνη), με το να μην είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, με αποτέλεσμα η έννοια της έκδηλης υπεροχής να μην υπεισέρχεται στην εικόνα, εφόσον αυτή η έκδηλη υπεροχή στηρίζεται και προϋποθέτει νομιμότητα στην παραγωγή της ίδιας της πράξης. Πρέπει, δηλαδή, η πράξη της διοίκησης να μην μολύνεται με οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εφαρμογή των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,
Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181,
Θεοδοσιάδου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 143,
Δημοκρατία ν. Δημητριάδη κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 589,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60,
Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,
Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543,
Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655,
Χαμπουλλάς ν. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112,
Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,
Κωνσταντίνου ν. ΑΗΚ (2005) 3 Α.Α.Δ. 250,
ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα, Α.Ε. 3907, ημερ. 15.1.2007,
Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365,
Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452,
Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,
Δημοκρατία ν. Λαούρης (2006) 3 Α.Α.Δ. 52,
Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480,
Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431,
Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,
Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,
Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 230, ECLI:CY:AD:2015:C375,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 426, ECLI:CY:AD:2015:C546,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 249,
Πολυνείκη ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, Υπόθ. Αρ. 422/2008, ημερ. 30.6.2010,
Κυριαζής ν. ΘΟΚ κ.ά., Υπόθ. Αρ. 274/2012, ημερ. 19.12.2013.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1214/08), ημερομηνίας 9/9/2010.
Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Παπαέτη (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή της εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Αναπτύχθηκαν ενώπιον μας τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι, ουσιαστικά αντιστοιχούν με όσα πρωτοδίκως προωθήθηκαν και απορρίφθηκαν.
Η επίδικη θέση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Τόσο η εφεσείουσα όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ), μεταξύ άλλων υποψηφίων, κρίθηκε ότι πληρούσαν τα προσόντα και είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η εφεσείουσα στα πλαίσια της τελικής αξιολόγησης αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Πάρα Πολύ Καλή» και το ΕΜ ως «Εξαίρετο». Και οι δύο κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Αν. Διευθυντής αξιολόγησε την εφεσείουσα ως «Πάρα Πολύ Καλή», ενώ το ΕΜ ως «Εξαίρετο». Ακολούθως, ο Αν. Διευθυντής σύστησε για προαγωγή, μεταξύ άλλων, και το ΕΜ, όχι όμως την εφεσείουσα.
Η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, κρίνοντας την εφεσείουσα ως «Πάρα Πολύ Καλή» ενώ το ΕΜ ως «Εξαίρετο». Παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω αξιολόγηση:
«ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ Μάκης: Εξαίρετος. Σε όλες τις ερωτήσεις απάντησε με άνετη χρήση της γλώσσας, εξαίρετη άρθρωση, σαφήνεια και αυτοπεποίθηση. Οι απαντήσεις του ήταν δεόντως ολοκληρωμένες και τεκμηριωμένες με ισχυρά επιχειρήματα. Είναι ψύχραιμος, ευγενής με ευχάριστη προσωπικότητα.
ΚΟΥΤΣΙΟΥ Ροζάννα-Αμφιτρίτη: Πάρα πολύ καλή. Οι απαντήσεις της στα διάφορα θέματα που ρωτήθηκε κρίνονται ως παρά πολύ καλές. Με άνεση στη χρήση της γλώσσας αναλύει τα θέματα και τεκμηριώνει τις θέσεις της με αρκετά καλά επιχειρήματα. Επιδιώκει να δίνει ολοκληρωμένες απαντήσεις, μερικές φορές, όμως χρειάστηκε κάποια βοήθεια. Είναι απλή και έχει αυτοπεποίθηση.»
Ακολούθως, η Επιτροπή προέβη σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αποφάσισε όπως, μεταξύ άλλων, προσφέρει την επίδικη θέση στο ΕΜ. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ:
«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Αν. Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από 15.6.08:
1. .........
2. .........
3. .........
4. .........
5. Πολυδώρου Μάκη
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση της, έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
.....................................................................................................
Ο Πολυδώρου Μάκης έχει αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική της αξιολόγηση και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση ως Εξαίρετος, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες υποψηφίους και στις δύο περιπτώσεις. Διαθέτει τόσο το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα όσο και την προτίμηση, όπως και οι πλείστοι από τους λοιπούς υποψηφίους. Επίσης ο επιλεγείς διαθέτει και την υπέρ του σύσταση του Αν. Διευθυντή. Συγκρινόμενος με τους ανθυποψηφίους του, που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτές των πέντε τελευταίων χρόνων, ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε προσόντα, αφού διαθέτει Μ.Α. in International Relations, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε προβλέπεται ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, αλλά υστερεί σε αρχαιότητα των πλείστων ανθυποψηφίων του, πλην της Τρύφωνος, από την οποία υπερέχει, αρχαιότητα, η οποία κυμαίνεται από δύο χρόνια και οκτώ μήνες στην παρούσα θέση μέχρι 15 μέρες στην παρούσα θέση ή με βάση την ημερομηνία γέννησης, αρχαιότητα την οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι περιορισμένης σημασίας, συνυπολογιζόμενη και με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής, όπως αναλυτικά έχουν εκτεθεί πιο πάνω.
Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι μη επιλεγείσες Ροδοσθένους Χριστίνα, Κούτσιου Ροζάννα-Αμφιτρίτη, Ζανέττου Ελένη, Τρύφωνος Αγάθη, Χατζηπροδρόμου-Κοκκινοτριμιθιώτου Τασούλα, Αντωνιάδου-Φιλιππίδου Ελισάβετ και Σανταφιανού Μαίρη διαθέτουν επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε προβλέπονται ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα συνυπολογιζόμενα και με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής, αυτά όμως από μόνα τους δεν μπορούν να ανατρέψουν την υπεροχή των επιλεγέντων, όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί πιο πάνω.»
Ως πρωταρχικό λόγο, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, για την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, η εφεσείουσα πρόβαλε ότι το ΕΜ δεν είναι προσοντούχο, ως μη κατέχον το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και ότι δεν υπήρξε περί τούτου δέουσα έρευνα.
Αποτελεί κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι το ΕΜ κατέχει Βεβαίωση επιτυχίας στις εξετάσεις για διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσα ημερ. 18.11.1999. Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω Βεβαίωσης:
«ΒΕΒΑΙΩΣΗ
Βεβαιούται ότι ο κύριος Μάκης Πολυδώρου, Αρ. Ταυτότητας 526248, έχει επιτύχει στην εξέταση για διαπίστωση της κατοχής της Πολύ Καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, που διεξήχθη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 18.11.99.»
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι ακόμα και αν η Βεβαίωση αυτή αποτελούσε αποδεκτό τεκμήριο, αυτή αποτελούσε τεκμήριο πολύ καλής γνώσης του γραπτού Αγγλικού λόγου, αφού οι εξετάσεις ήταν γραπτές και δεν είναι αρκετή για να τεκμηριώσει γνώση της γλώσσας στον προφορικό λόγο, κάτι που απαιτείται από τη Νομολογία.
Η Βεβαίωση της ΕΔΥ, εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, με βάση την οποία κρίθηκε ότι το ΕΜ κατέχει πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, δεν περιλαμβάνεται στα τεκμήρια που έθεσε η ΕΔΥ με την εγκύκλιο υπ' αρ. 190 ημερ. 12.9.2006, παράρτημα 7 στην ένσταση. Προς επίρρωση των θέσεων του ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε επίσης στην υπ' αρ. 212 Εγκύκλιο ημερ. 28.1.2010 αναφορικά με τα τεκμήρια της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
Η εφεσίβλητη, εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, είχε, σύμφωνα με τη νομολογία, υποχρέωση και καθήκον να διενεργήσει δέουσα έρευνα η ίδια για να διαπιστώσει με συγκεκριμένο εύρημα αν πράγματι το ΕΜ είχε πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας στον προφορικό λόγο, κάτι που δεν έπραξε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος, ήτοι, τις αποφάσεις στις υποθέσεις Χ"Γιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376, Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181, Θεοδοσιάδου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 143 και Δημοκρατία ν. Δημητριάδη κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 589, έκρινε ότι αυτές διαφοροποιούνται από την υπό εξέταση υπόθεση. Στην παρούσα περίπτωση, αναφέρεται στην απόφαση, σε αντίθεση με όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, το ΕΜ ήταν κάτοχος Βεβαίωσης της Επιτροπής, το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί αποδεκτό τεκμήριο για γνώση της Αγγλικής γλώσσας, στο απαιτούμενο από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας επίπεδο.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ΕΔΥ, ως το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύει σχέδια υπηρεσίας όργανο, θεσμοθέτησε για σκοπούς διαπίστωσης κατοχής της Αγγλικής γλώσσας τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων για δημόσιους υπαλλήλους που δεν διαθέτουν οποιοδήποτε από τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης των εν λόγω γλωσσών και ενδιαφέρονται για σκοπούς προαγωγής να αποδείξουν γνώση των εν λόγω γλωσσών.
Το βάρος απόδειξης ότι η εν λόγω Βεβαίωση δεν είναι αρκετή να τεκμηριώσει γνώση της Αγγλικής γλώσσας βάρυνε την εφεσείουσα και το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή δεν το απέσεισε.
Δε διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατ' αρχάς να σημειώσουμε ότι η Εγκύκλιος υπ' αρ 212 ημερ. 28.1.2010 που μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, καθότι αφορά μεταγενέστερο χρόνο. Για σκοπούς της υπό εξέταση διαδικασίας εξετάστηκε η Εγκύκλιος υπ' αρ. 197 ημερ. 20.9.2007 η οποία είναι πανομοιότυπη με την Εγκύκλιο ημερ. 16.11.2006 όπου στη σημείωση αρ. 2 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Σημείωση (2) της Εγκυκλίου 197, ημερ. 20.9.07
Η βεβαίωση επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις που διεξάγει η ΕΔΥ δύο φορές το χρόνο για διαπίστωση της κατοχής της γνώσης της Ελληνικής ή/και Αγγλικής γλώσσας σε ένα από τα επίπεδα για τα οποία διεξάγονται οι εν λόγω εξετάσεις, θεωρείται ως τεκμήριο κατοχής της γνώσης των γλωσσών αυτών στο αντίστοιχο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για βεβαιώσεις επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις γλώσσας που χορηγούν Τμήματα/Υπηρεσίες, νοουμένου ότι οι εξετάσεις διεξάγονται υπό την αιγίδα της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.»
Από το λεκτικό της πιο πάνω σημείωσης είναι εμφανές ότι αυτή αναφέρεται σε γραπτές εξετάσεις που διεξάγει η ΕΔΥ δύο φορές το χρόνο και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη εξεταστική περίοδο ως η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας. Δεν κρίνουμε ότι με την Εγκύκλιο αυτό που απαιτείται είναι για κάθε υποψήφιο να παρακάθεται στις ίδιες εξετάσεις κάθε φορά που απαιτείται να αποδείξει την γνώση της Αγγλικής γλώσσας, για απόκτηση της ίδιας βεβαίωσης.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 τονίστηκε ότι «το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286)».
Η ΕΔΥ, ως το αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας, θεσμοθέτησε για σκοπούς κατοχής της ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας στα καθοριζόμενα από τα σχέδια υπηρεσίας επίπεδα, τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, από υπαλλήλους που δεν διαθέτουν οποιοδήποτε από τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης των εν λόγω γλωσσών.
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που έκανε η εφεσίβλητη ήταν να θεωρήσει ότι το ΕΜ είχε Πολύ Καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, στη βάση βεβαίωσης που εκδόθηκε από την ίδια, μετά από γραπτές εξετάσεις. Η βεβαίωση βέβαια δεν αναφερόταν σε γνώση του γραπτού λόγου αλλά ότι «έχει επιτύχει στην εξέταση για διαπίστωση της κατοχής της Πολύ Καλής Γνώσης της Αγγλικής γλώσσας», δηλαδή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και δεν είναι αναγκαίο να εξετάσουμε το επιπρόσθετο ζήτημα που εγέρθηκε από τον συνήγορο του ΕΜ, το οποίο δεν είχε τεθεί πρωτόδικα, ενόψει του ότι το ΕΜ δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή ήταν μηδενικής σημασίας. Αποτέλεσε θέση της εφεσείουσας τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας ότι, εφόσον η σύσταση του Αν. Διευθυντή δεν ήταν αιτιολογημένη, είναι μηδενικής αξίας και, συνεπώς, η Επιτροπή εσφαλμένα της προσέδωσε βαρύνουσα σημασία. Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Στον αντίποδα των επιχειρημάτων της εφεσείουσας και σε πλήρη συμφωνία με την πρωτόδικη κρίση, τόσο η εφεσίβλητη όσο και το ΕΜ επικαλέστηκαν το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 στη βάση του οποίου η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη τις συστάσεις του Αν. Διευθυντή. Εισηγήθηκαν, περαιτέρω, ότι η σύσταση συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων.
Το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 προνοεί τα ακόλουθα:
«(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:
Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό ή προαγωγή.»
Είναι νομολογημένο ότι το Άρθρο 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η περίπτωσή μας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, «Ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης σύστασης του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της ΕΔΥ δεν έχει επίσης έρεισμα εφόσον σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Νόμου δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση του προϊσταμένου για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.».
Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη ως προς τη σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός τμήματος. Στην υπόθεση Χαμπουλλάς ν. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112, στη σελ. 117, παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 439, που αποτελεί επανάληψη της νομολογίας:
«Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ' αυτές από την Επιτροπή. Κι' αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν' ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 823, Μάριος Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 1615, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 1206, Harris v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 147) Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624.»
Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Στα κριτήρια αξία και προσόντα η εφεσείουσα και το ΕΜ ισοβαθμούν. Η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι το ΕΜ υπερτερεί σε προσόντα, δεν συνάδει με την περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί. Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι «... οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στο στοιχείο της αξίας και σε αντίθεση με τις επί τούτου εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των δύο συνηγόρων, ισοβαθμούν και στο στοιχείο των προσόντων».
Ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας, η εφεσείουσα υπερέχει κατά 2 χρόνια και 8 μήνες. Κατά συνέπεια, η σύσταση του διευθυντή όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων αλλά αντίθετα κλονίζεται από αυτά. Συστάσεις οι οποίες είναι σε ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα ανάλογα με το βαθμό του ασυμβίβαστου. Όπως τονίστηκε στην Κωνσταντίνου ν. ΑΗΚ (2005) 3 Α.Α.Δ. 250 και ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα, ΑΕ3907, ημερ. 15.1.2007 (μη δημοσιευθείσα), μετά την υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η νομολογία ευθυγραμμίστηκε και από αυτήν συνάγεται ότι η σύσταση του Διευθυντή, η οποία νομολογιακά επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, δεν μπορεί να ακολουθείται όταν συγκρούεται με τα υπηρεσιακά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365). Εδώ η σύσταση του Διευθυντή αντίκειται προς τα στοιχεία των φακέλων διότι παρεκάμφθη η υπέρτερη αρχαιότητα της εφεσείουσας άνευ λόγου και επομένως η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη είναι ουσιαστικά μηδενικής αξίας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι «εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι η ελαφρότατη και οριακή υπεροχή του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη και η υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, αποτελούσαν για την ΕΔΥ έγκυρο λόγο για παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε αρχαιότητα και την εξ αυτής υπεροχή της σε πείρα και άρα και σε αξία».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας τόνισε την υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα κατά 2 χρόνια και 8 μήνες στην οποία δεν δόθηκε βαρύτητα, ενώ δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην οριακή υπεροχή του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη, καθώς και στην αναιτιολόγητη σύσταση του Αν. Διευθυντή.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εφεσίβλητης και του ΕΜ, οι συνήγοροι των οποίων υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης απόφασης. Οι συνήγοροι τόνισαν παράλληλα ότι η παρούσα υπόθεση αφορά την πλήρωση θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία, η καλύτερη απόδοση του ΕΜ στις ενώπιον της ΕΔΥ συνεντεύξεις, είναι στοιχείο κρίσης, το οποίο προσθέτει στην αξία των υποψηφίων.
Παραθέτουμε τον τρόπο που προσεγγίστηκε το θέμα πρωτόδικα:
«Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι, στην περίπτωση πλήρωσης υψηλόβαθμης θέσης, η σύσταση του Προϊσταμένου και η προφορική εξέταση έχουν μεγάλη σημασία και βαρύτητα. Η προσωπικότητα και οι ικανότητες ενός υποψηφίου θεωρούνται σε τέτοιες περιπτώσεις, σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και συνεπώς παρέχεται περιθώριο πρόσδοσης αυξημένης βαρύτητας στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση (βλ. Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και Χατζηλούκας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643) και ο παράγοντας αρχαιότητα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105). Αναφορικά με την αρχαιότητα αυτή επικρατεί όπου οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία αξιολόγησης (Phylaktou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 445).
Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους αποτελεί καλό λόγο για παραγνώριση της αρχαιότητας (Duncan v. Republic (1977) 3 C.L.R. 153 και Morphis v. Republic (1975) 3 C.L.R. 255). Περαιτέρω, στην περίπτωση πλήρωσης υψηλόβαθμης θέσης, όπως η παρούσα, η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο (Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 468).
Στην παρούσα υπόθεση οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στο στοιχείο της αξίας και σε αντίθεση με τις επί τούτου εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των δύο συνηγόρων, ισοβαθμούν και στο στοιχείο των προσόντων. Το ενδιαφερόμενο μέρος όμως είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση. Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στα δύο αυτά στοιχεία αποτελεί έγκυρο λόγο για παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή, ιδίως επειδή επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση (Duncan (πιο πάνω), Μιχαηλίδης (πιο πάνω), Χατζηλούκας (πιο πάνω) και Σιακάς (πιο πάνω)).
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η Επιτροπή λειτούργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.»
Η επίδικη θέση ευρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και σε τέτοιες περιπτώσεις η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Όμως στην παρούσα περίπτωση, όπου οι υποφήφιοι τόσο ως προς τα προσόντα όσο και ως προς την αξία είναι ισότιμοι, η μικρή υπεροχή στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική συνέντευξη δεν μπορεί να του δώσει τέτοιαν υπεροχή έτσι ώστε να παραγνωριστεί η κατά 2 χρόνια και 8 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας. Άλλωστε η αρχαιότητα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξαίρετων υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, συνεπάγεται και μεγαλύτερη πείρα, η οποία επαυξάνει την αξία του αρχαιότερου (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Τονίζεται επίσης ότι η διαφορά στην αξιολόγηση του ΕΜ με «εξαίρετα» και του αιτητή ως «πολύ καλός» κρίθηκε, στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 432, ως οριακή. Στην παρούσα βέβαια η διαφορά είναι ακόμα πιο οριακή με την εφεσείουσα να έχει αξιολογηθεί ως «πάρα πολύ καλή».
Στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452, τονίστηκε ότι: «... συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, 928).
Η πιο πάνω λοιπόν υπεροχή της εφεσείουσας ως προς την αρχαιότητα που αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια δεν μπορεί, κατά τη νομολογία, να μειωθεί ή να παραγνωριστεί από μίαν οριακή διαφορά στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Επίσης, έχοντας καταλήξει ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή είναι μηδενικής σημασίας, ούτε αυτή θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την λήψη της απόφασης, δίδοντας προβάδισμα στο ΕΜ.
Να σημειωθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία υποστήριξε ενώπιον της Ολομέλειας την πρωτόδικη κρίση με αναφορά ιδιαιτέρως στη Χαμπουλλά (πιο πάνω). Εκεί η έφεση πέτυχε στη βάση του ότι ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ να ακολουθήσει την αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του εφεσείοντα και να μην αποκλίνει από αυτή, παρά το ότι ο εφεσίβλητος ήταν αρχαιότερος κατά 2 έτη και 2½ μήνες, με τα υπόλοιπα στοιχεία, αξίας και προσόντων, να ήταν ίσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη διότι η σύσταση του Διευθυντή αντίκειτο προς τα στοιχεία των φακέλων. Η Ολομέλεια δέχθηκε την έφεση του ενδιαφερόμενου μέρους πάνω σε δύο άξονες: αφενός διότι η ΕΔΥ, αν ήθελε να αποκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή έπρεπε να αιτιολογήσει την απόκλιση της και αφετέρου διότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή (Δημοκρατία ν. Λαούρης (2006) 3 Α.Α.Δ. 52).
Kατά πάγια νομολογία, όταν από το διορίζον όργανο ακολουθείται σύσταση, που δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου, τότε η αιτιολογία της σχετικής απόφασης καθίσταται ανεπαρκής και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, η οποία στηρίζεται επί της συστάσεως, απολήγει να είναι πεπλανημένη. (Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480, 484, Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 441, 442, Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 230, ECLI:CY:AD:2015:C375, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 426, ECLI:CY:AD:2015:C546).
Στην υπό κρίση περίπτωση, διαπιστώνεται πλάνη (και ο Διευθυντής και η ΕΔΥ λειτούργησαν υπό πλάνη), με το να μην είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, με αποτέλεσμα η έννοια της έκδηλης υπεροχής να μην υπεισέρχεται στην εικόνα, εφόσον αυτή η έκδηλη υπεροχή στηρίζεται και προϋποθέτει νομιμότητα στην παραγωγή της ίδιας της πράξης. Πρέπει, δηλαδή, η πράξη της διοίκησης να μην μολύνεται με οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εφαρμογή των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 249, Πολυνείκη ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, Υπόθ. Αρ. 422/2008, ημερ. 30.6.2010 και Κυριαζής ν. ΘΟΚ κ.ά., Υπόθ. Αρ. 274/2012, ημερ. 19.12.2013). Η υπόθεση Χαμπουλλάς (πιο πάνω) συνεπώς δεν κρίθηκε στη βάση πλάνης, περαιτέρω, δεν αναφέρθηκε εκεί καθόλου ούτε το στοιχείο της υπέρτερης πείρας που προέρχεται από την αρχαιότητα και επαυξάνει την αξία του υποψηφίου. Επομένως, η Χαμπουλλάς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση έφεση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.