ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C504
(2015) 3 ΑΑΔ 394
10 Ιουλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ,
Eφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
ν.
1. ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗ,
2. ΤΑΚΗ ΚΑΝΑΡΗ,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 122/10)
Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας ― Υπάλληλοι ― Πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή ― Η διαδικασία ήταν το προϊόν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση αλλά και πάλι το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού δεν κατάφερε να οδηγηθεί σε έγκυρη απόφαση ― Οι πτυχές της ακυρότητάς της εντοπίστηκαν πρωτοδίκως και επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα ― Περιστάσεις της στοιχειοθέτησης και των λόγων στην κριθείσα περίπτωση.
Ο εφεσείων Οργανισμός, επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για την θέση Γενικού Διευθυντή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η Ολομέλεια κατάληξε, υιοθετώντας επί τούτου ως ορθό το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ουδείς από τους λόγους έφεσης αρ. 1, 4 και 5 ευσταθεί. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, για διορισμό στη θέση απαιτείτο «Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, εποπτεία, καθοδήγηση, συντονισμό, εκπαίδευση προσωπικού και έλεγχο εργασιών». Από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο και οι τρεις διεκδικητές της θέσης είχαν, αντικειμενικά, δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση και επομένως η προσοχή του Συμβουλίου σ' ότι αφορά το στοιχείο της πείρας, θα έπρεπε να στραφεί προς το δεύτερο σκέλος της απαίτησης του Σχεδίου. Αντί τούτου το Συμβούλιο προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη «. δεκατριάχρονη πείρα του Ανδρέα Δημητριάδη σε διευθυντικές θέσεις σε μεγάλο τραπεζικό οργανισμό. », χωρίς να έχει ενώπιον του στοιχεία από τα οποία να προέκυπτε με σαφήνεια - όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο - ότι η οκτάχρονη υπηρεσία του ΕΜ στην Alpha Bank ως Chief Accountant ήταν διευθυντική. Με αυτό ως δεδομένο, το ζήτημα έχρηζε έρευνας και τέτοια έρευνα δεν έγινε. Έπασχε λοιπόν η επί του προκειμένου απόφαση του Συμβουλίου και ως εκ τούτου ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η κρίση του ήταν προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης ως προς το ότι το ΕΜ υπερείχε των ανθυποψηφίων του. Σ' ό,τι δε αφορά το δεύτερο σκέλος των υπό συζήτηση λόγων έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο υποκατέστησε την κρίση του Συμβουλίου και αξιολόγησε πρωτογενώς την πείρα των εφεσιβλήτων, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου, περιορίστηκε σε κρίση σ' ότι αφορά την έλλειψη έρευνας για τη φύση των καθηκόντων του ΕΜ ως Αρχιλογιστή της Alpha Bank και δεν προχώρησε σε αξιολόγηση της πείρας των εφεσιβλήτων. Κατά συνέπεια το σχετικό σκέλος των λόγων έφεσης στερείται ερείσματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Τέλος, σ' ότι αφορά το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η θέση του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού που κατείχε ο εφεσίβλητος 1 από το 1996 έπεται της θέσης του Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών και ως εκ τούτου δεν ασκούσε από τη θέση αυτή διευθυντικά καθήκοντα του ιδίου (τουλάχιστο) επιπέδου με αυτά που ασκούσε το ΕΜ, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει ότι και η θέση του Αρχιλογιστή που κατείχε το ΕΜ μέχρι το 1998 στην Alpha Bank έπεται της θέσης τόσο του Γενικού Διευθυντή όσο και του Διευθύνοντα Συμβούλου της εν λόγω Τράπεζας τις οποίες κατέλαβε στη συνέχεια. Υπό το πρίσμα των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 4 και 5 απορρίπτονται και ενόψει τούτου, ουσιαστικά, θα ήταν αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων δύο λόγων έφεσης. Παρά ταύτα θα προχωρήσουμε σε σύντομη εξέτασή τους, έχοντας υπόψη ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται επανεξέταση.
2. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν διερεύνησαν ή αξιολόγησαν τα σχετιζόμενα με τη φύση της θέσης προσόντα του εφεσίβλητου Πολυνείκη. Το σχετικό πρακτικό ημερ. 16.1.08 ισχυρίστηκαν, αποκαλύπτει το αντίθετο. Ότι δηλαδή οι εφεσείοντες τα αξιολόγησαν και η επιλογή του ΕΜ ήταν ακριβώς προϊόν της αξιολόγησης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αυτό που αναντίλεκτα προκύπτει από το επίδικο πρακτικό είναι ότι καθοριστικό στοιχείο επιλογής του ΕΜ ήταν η δεκατριάχρονη πείρα του ΕΜ σε διευθυντικές θέσεις στην Alpha Bank, από την οποία δύο χρόνια στη θέση του Γενικού Διευθυντή και άλλα τρία στη θέση του Διευθύνοντα Συμβούλου, και ότι «. κανένας άλλος υποψήφιος είχε ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου». Και αυτό χωρίς να αξιολογηθούν και τα σχετιζόμενα με τη φύση της θέσης προσόντα του εφεσίβλητου Πολυνείκη, ο οποίος είχε μακράν εμπλοκή στα καθήκοντα της θέσης και κατά συνέπεια έπρεπε, όπως ορθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να τύχουν κάποιας αξιολόγησης και να μην περιοριστεί το Συμβούλιο σε γενική αιτιολογία της επιλογής του.
3. Παρέμεινε προς εξέταση ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας στοιχείο της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας που δεν εξετάστηκε κατά την (κρίσιμη) συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 16.1.08. Είχε όμως εξεταστεί κατά την αρχική συνεδρία ημερ. 18.7.03 και όπως (τότε) αποφασίστηκε όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν το υπό συζήτηση προσόν. Με αυτό ως δεδομένο, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων είχαν εισηγηθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ανεπιτυχώς, ότι εφόσον η απόφαση 18.7.03 ακυρώθηκε για άλλους λόγους, για το θέμα της γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας ίσχυε η αρχή του δεδικασμένου. Εισήγηση που επανέφεραν και ενώπιόν μας για παραμερισμό της επί του θέματος πρωτόδικης απόφασης. Εξετάσαμε και επ' αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε πως, ορθώς, γενικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το «Το Συμβούλιο, υπό την νέα συγκρότηση του, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα συμπεράσματα και υποκειμενικές κρίσεις του προηγούμενου Συμβουλίου, το οποίο κρίθηκε παράνομα συγκροτημένο. Η εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη θα ήταν ορθή, αν η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης δεν γινόταν για λόγους παράνομης συγκρότησης, αλλά για άλλους λόγους ακύρωσης. Τότε θα ίσχυε το δεδικασμένο και η αρχή ότι δεν μπορούν να εγερθούν ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον νόμιμα συγκροτημένου οργάνου. Όμως η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια αφού το διοικητικό όργανο κηρύχθηκε παράνομα συγκροτημένο».
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημητριάδη κ.ά. ν. Πολυνείκη κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 1,
Μιλτιάδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318,
Georghiades a.ο. v. Republic (1970) 3 C.L.R. 257,
ΕΔΥ ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,
Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437,
Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 422/08 και 623/08), ημερομηνίας 30/6/2010.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για Εφεσίβλητο - Αιτητή αρ. 1.
Ε. Νικολαΐδου (κα), για Εφεσίβλητο - Αιτητή αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 14.1.08 (Δημητριάδη κ.ά. ν. Πολυνείκη κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 1), επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του Ανδρέα Δημητριάδη (ΕΜ) στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας (εφεσείοντα-καθ' ου η αίτηση) από 1.10.03 λόγω εσφαλμένης σύνθεσης του οργάνου που έλαβε την απόφαση και λόγω εσφαλμένης διαδικασίας.
Ενόψει της τελεσιδικίας της ακυρωτικής απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσειόντων (στο εξής το Συμβούλιο) συνεδρίασε υπό νέα σύνθεση στις 16.1.08 και κατόπιν επανεξέτασης επαναδιόρισε στην επίδικη θέση το ΕΜ αναδρομικά από 1.10.03, απόφαση που έτυχε και της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου στις 6.2.08. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σκεπτικό του ΔΣ για την επιλογή του ΕΜ.
«Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των προσοντούχων υποψηφίων και αφού συνεκτίμησε τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το εύρος και το επίπεδο των εμπειριών και τα υπόλοιπα στοιχεία όπως προκύπτουν από τις αιτήσεις τους, ο Πρόεδρος και οκτώ (8) από τα δέκα (10) Μέλη έκριναν καταλληλότερο για τη θέση Γενικού Διευθυντή τον Ανδρέα Δημητριάδη. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη αυτά έκριναν ιδιαίτερα σημαντικό και έλαβαν σοβαρά υπόψη τη δεκατριάχρονη πείρα του Ανδρέα Δημητριάδη σε διευθυντικές θέσεις σε μεγάλο τραπεζικό οργανισμό και συγκεκριμένα στην Alpha Bank, από την οποία δύο (2) χρόνια στη θέση Γενικού Διευθυντή και τρία (3) στη θέση Διευθύνοντος Συμβούλου. Τούτο προσέδωσε στην υποψηφιότητα του ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού κανένας άλλος υποψήφιος είχε ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου και κρίθηκε ότι αποτελεί εχέγγυο για την καταλληλότητα του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της υπό πλήρωσης θέσης και να συμβάλει, μεταξύ άλλων, ουσιαστικά στην οργάνωση και ομαλή λειτουργία του Οργανισμού και στην εισαγωγή του ΓΕΣΥ. Τα εν λόγω Μέλη καθοδηγήθηκαν επίσης από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η πείρα προσμετρά στον παράγοντα αξία και ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση που αφορά στην πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή και η πείρα του συγκεκριμένου υποψηφίου ήταν ως επί το πλείστον σε ψηλές διευθυντικές θέσεις. Τα Μέλη του Συμβουλίου κ.κ. Κώστας Γεωργαλλής και Σωτήρης Φελλάς διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας και υποστήριξαν ο μεν πρώτος ότι καταλληλότερος για τη θέση του Γενικού Διευθυντή είναι ο Τάκης Κανάρης, ο δε δεύτερος ότι καταλληλότερος για τη θέση αυτή είναι ο Ανδρέας Πολυνείκης.»
Οι συνδιεκδικητές της θέσης Ανδρέας Πολυνείκης και Τάκης Κανάρη (εφεσίβλητοι-αιτητές) αντέδρασαν στον επαναδιορισμό του ΕΜ με νέες προσφυγές - τις 422/08 και 623/08, αντιστοίχως, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου - διατυπώνοντας ως κοινό λόγο ακύρωσης την ελλειπή έρευνα η οποία οδήγησε σε πλάνη ως προς την υπέρτερη πείρα του ΕΜ έναντι τους. Επιπρόσθετα, ο πρώτος εφεσίβλητος πρόβαλε ως λόγο ακύρωσης και πλάνη ως προς τα πρόσθετα προσόντα του ΕΜ που λήφθηκαν υπόψη, στη βάση ότι δεν ήταν σχετικά με την επίδικη θέση και ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα κατά πόσο το ΕΜ είχε πολύ καλή γνώση της νομοθεσίας για το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓΕΣΥ), ενώ ο δεύτερος εφεσίβλητος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου. Με επιτυχή γι' αυτούς κατάληξη, αφού με απόφαση ημερ. 30.6.10 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτούς και τους τέσσερις λόγους ακύρωσης των δύο (συνεκδικασθέντων) προσφυγών και συνακόλουθα ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση, θεωρώντας εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, καταχώρισαν την παρούσα έφεση με την οποία επιδιώκουν τον παραμερισμό της στη βάση πέντε λόγων έφεσης. Ότι δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το Συμβούλιο (α) λόγω πραγματικής πλάνης δεν έλαβε υπόψη την πείρα των εφεσιβλήτων σε συσχετισμό με την πείρα του ΕΜ και/ή δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα της πείρας των εφεσιβλήτων και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του (1ος λόγος έφεσης), (β) δεν προέβηκε σε καμία συγκεκριμένη διερεύνηση ή αξιολόγηση των προσόντων του εφεσίβλητου Α. Πολυνείκη σχετικά με τη φύση της θέσης (2ος λόγος έφεσης), (γ) παρέλειψε να εξετάσει την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας (3ος λόγος έφεσης), (δ) δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί θεώρησε την πείρα του ΕΜ υπέρτερη της πείρας του Τ. Κανάρη (4ος λόγος έφεσης) και (ε) εσφαλμένα και χωρίς αρμοδιότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πρωτογενώς την πείρα των υποψηφίων σε σχέση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, παραγνωρίζοντας την αξιολόγηση που διενεργήθηκε από το Συμβούλιο και η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή (5ος λόγος έφεσης).
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων προώθησαν από κοινού τους λόγους έφεσης 1, 4 και 5, οι οποίοι έχουν στο επίκεντρο τους το στοιχείο της πείρας κατά τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας* για διορισμό στη θέση που όπως ορθώς επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθοριστικό για την επιλογή του ΕΜ. Συναφώς, σύμφωνα με ό,τι αδιαμφισβήτητα τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο:-
Το ΕΜ διετέλεσε για οκτώ χρόνια (1990-1998) Chief Accountant (Αρχιλογιστής) της Alpha Bank, δύο χρόνια (1998-2000) Γενικός Διευθυντής και ακολούθως τρία χρόνια (2000-2003) κατέλαβε την ύπατη θέση του Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας.
Ο εφεσίβλητος 1 (Πολυνείκης) υπηρετεί από το 1976 στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας και το 1991 προάχθηκε στη θέση του Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού. Με την προαγωγή του διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο Πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για τη μελέτη του ΓΕΣΥ και, ως εκ της ιδιότητας του αυτής, διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο για την εισαγωγή του ΓΕΣΥ στην Κύπρο, ενώ το 1996 προάχθηκε στη θέση του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού και στις 17.10.2001 διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο Διευθυντής της Ομάδας Δράσης με όρους εντολής να βοηθήσει το Συμβούλιο μέχρι να αποκτήσει την αυτονομία του και
Ο εφεσίβλητος 2 (Κανάρης) υπηρέτησε για δέκα χρόνια (1990-2000) στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως ένας εκ των διευθυντών της και στη συνέχεια, για ένα χρόνο (2000-2001), αναβαθμίστηκε σε Ανώτερο Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας, ενώ από το Σεπτέμβριο του 2001 μέχρι το Μάρτιο του 2002 υπήρξε Γενικός Διευθυντής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Είναι στη βάση των πιο πάνω στοιχείων που το Συμβούλιο επέλεξε το ΕΜ, κρίνοντας πως «κανένας άλλος υποψήφιος έχει ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου», κρίση που για το πρωτόδικο Δικαστήριο έπασχε λόγω έλλειψης έρευνας και πλάνης ως προς το ότι το ΕΜ υπερείχε σε πείρα έναντι των εφεσιβλήτων. Και αυτό, με το σκεπτικό ότι από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο δεν προέκυπτε με σαφήνεια ότι η οκτάχρονη υπηρεσία του ΕΜ ως Chief Accountant της Alpha Bank ήταν διευθυντική και επομένως το στοιχείο αυτό έχρηζε έρευνας και τέτοια έρευνα δεν έγινε. Όμως, συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακόμη και εάν το ΕΜ είχε τέτοια μακρά διευθυντική πείρα, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την εξίσου μακρά πείρα των εφεσιβλήτων. Σημείωσε επί του προκειμένου ότι ο μεν εφεσίβλητος 1 (Πολυνείκης) κατείχε το θέση Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού από το 1996 η οποία, ουσιαστικά, αφορούσε οργανωτικά, διευθυντικά και εποπτικά θέματα και ότι είχε αποκτήσει και εμπειρία από την ανάθεση σ' αυτόν καθηκόντων σε σχέση με την οργάνωση και λειτουργία του ΓΕΣΥ, ο δε εφεσίβλητος 2 (Κανάρης) επίσης είχε μακρά πείρα σε διευθυντικές θέσεις η οποία, τουλάχιστο, ήταν όμοια με αυτή του ΕΜ. Στη βάση αυτή, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα ως προς την ακριβή πείρα των υποψηφίων, αλλά ούτε και αιτιολόγησαν για ποιους λόγους θεώρησαν ότι η πείρα του ΕΜ ήταν υπέρτερη ώστε να θεωρηθεί - κυρίως γι' αυτό το λόγο - ως καταλληλότερος για διορισμό.
Είναι θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας όπως πιο πάνω, έσφαλε για δύο βασικά λόγους. Ο πρώτος, όπως προκύπτει από το πρακτικό της κρίσιμης συνεδρίας (ανωτέρω) το Συμβούλιο συνεκτίμησε και σύγκρινε την πείρα των εφεσιβλήτων με αυτή του ΕΜ και κατέγραψε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε το ΕΜ και, ο δεύτερος, το πρωτόδικο Δικαστήριο υποκατέστησε την κρίση του Συμβουλίου και αξιολόγησε πρωτογενώς την πείρα των εφεσιβλήτων κατά παρέκκλιση της σχετικής νομολογίας (Μιλτιάδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318 και Georghiades a.ο. v. Republic (1970) 3 C.L.R. 257), σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, για προαγωγή ή διορισμό, με την κρίση του αρμοδίου οργάνου. Ειδικά για τον εφεσίβλητο 1 (Πολυνείκη) επεσήμαναν πως η θέση του Πρώτου Ιατρικού λειτουργού που κατείχε από το 1996 έπεται της θέσης του Διευθυντή και επομένως εύλογα θεωρήθηκε ότι η πείρα του δεν ήταν του ιδίου επιπέδου με την πείρα του ΕΜ και σ' ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο (Κανάρη), επεσήμαναν αφενός ότι η θέση του Ανώτερου Διευθυντή που κατείχε στην Κεντρική Τράπεζα για τη χρονική περίοδο 2000-2001, εύλογα δεν θεωρήθηκε του «ιδίου επιπέδου» με αυτή του ΕΜ και, αφετέρου, ότι ο Κανάρης μόνο για έξι μήνες - Σεπτέμβριο του 2001-Μάρτιος του 2002 - διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Τραπεζικού Οργανισμού, ενώ το ΕΜ υπήρξε Γενικός Διευθυντής και στη συνέχεια Διευθύνοντας Σύμβουλος μεγάλου Τραπεζικού Οργανισμού από το 1998 μέχρι το 2003. Συνεπώς, υπέβαλαν, η κρίση του Συμβουλίου «ότι κανένας άλλος υποψήφιος δεν είχε ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου» με αυτή του ΕΜ ήταν εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι έπασχε λόγω έλλειψης έρευνας ως προς την ακριβή πείρα των υποψηφίων και ότι οι εφεσείοντες δεν αιτιολόγησαν για ποιους λόγους θεώρησαν ότι η πείρα του ΕΜ ήταν υπέρτερη.
Η πρωτόδικη απόφαση για το στοιχείο της πείρας, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου 1, είναι ορθή και συναφώς έκανε ειδική αναφορά στην εμπλοκή του εφεσίβλητου 1, από το 1991, στην εισαγωγή στην Κύπρο του ΓΕΣΥ. Επικαλούμενος επί του προκειμένου και Βεβαίωση του Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας, την οποία είχε ενώπιον του το Συμβούλιο κατά την κρίσιμη συνεδρία, υποστήριξε ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε αποκτήσει μακρά πείρα σε διευθυντικά εποπτικά καθήκοντα που περιελάμβαναν προγραμματισμό, οργάνωση, εποπτεία, καθοδήγηση, συντονισμό, εκπαίδευση προσωπικού και έλεγχο εργασιών, η οποία ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου πρόσθεταν σε αξία. Σε αντίθεση με την πείρα του ΕΜ, η οποία περιοριζόταν σε λογιστικά και τραπεζικά θέματα και ως τέτοια δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πείρα του εφεσίβλητου 1 που είχε ως αντικείμενο το ΓΕΣΥ και τα συνυφασμένα με αυτό ζητήματα. Κατά συνέπεια, υπέβαλε, είναι ορθό το πόρισμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και παραγνώριση της πείρας του εφεσίβλητου 1 αφού το Συμβούλιο δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα ως προς την ακριβή πείρα του εφεσίβλητου 1 και δεν αιτιολόγησε για ποιους λόγους θεώρησε ότι η δεκατριάχρονη πείρα του ΕΜ, από την οποία οκτώ χρόνια σε λογιστικά θέματα, ήταν υπέρτερη της δικής του. Πέραν τούτου αναφέρθηκε και σε ένα επιπρόσθετο στοιχείο το οποίο, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου 1, στοιχειοθετούσε πλάνη των εφεσειόντων. Το Σχέδιο Υπηρεσίας, ισχυρίστηκε, προέβλεπε δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση και δεν ήταν επιτρεπτό για το Συμβούλιο να χρησιμοποιήσει δύο φορές τη δεκατριάχρονη πείρα του ΕΜ, μια φορά για να ικανοποιήσει το απαιτούμενο προσόν και μια φορά ως πρόσθετο, μη απαιτούμενο, που προσθέτει στην αξία και καταλληλότητα του ΕΜ. Παρέπεμψε επί του προκειμένου σε σχετική επί του θέματος νομολογία, θέση όμως που παραγνωρίζει ότι, αφενός, το ζήτημα δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης και απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, αφετέρου, ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προβλέπει «δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση», αλλά «δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση» και ως εκ τούτου η σχετική επί του θέματος επιχειρηματολογία δεν έχει θέση.
Υποστήριξη στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί του ζητήματος, δόθηκε και από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσίβλητου 2. Η διευθυντική πείρα του ΕΜ, υποστήριξε, αρχίζει από το 1998 και όχι από το 1990 και ως εκ τούτου ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πεπλανημένα το Συμβούλιο θεώρησε την πείρα του ΕΜ υπέρτερη αυτής του εφεσίβλητου 2, ενώ το ορθό ήταν αμφότεροι είχαν όμοια πείρα.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων επί των υπό συζήτηση λόγων έφεσης 1, 4 και 5 και όσα δια ζώσης ανέπτυξαν κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης.
Καταλήξαμε, υιοθετώντας επί τούτου ως ορθό το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ουδείς από τους υπό αναφορά λόγους έφεσης ευσταθεί. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, για διορισμό στη θέση απαιτείτο «Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, εποπτεία, καθοδήγηση, συντονισμό, εκπαίδευση προσωπικού και έλεγχο εργασιών». Από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο και οι τρεις διεκδικητές της θέσης είχαν, αντικειμενικά, δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση και επομένως η προσοχή του Συμβουλίου σ' ότι αφορά το στοιχείο της πείρας, θα έπρεπε να στραφεί προς το δεύτερο σκέλος της απαίτησης του Σχεδίου. Αντί τούτου το Συμβούλιο προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη «. δεκατριάχρονη πείρα του Ανδρέα Δημητριάδη σε διευθυντικές θέσεις σε μεγάλο τραπεζικό οργανισμό. », χωρίς να έχει ενώπιον του στοιχεία από τα οποία να προέκυπτε με σαφήνεια - όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο - ότι η οκτάχρονη υπηρεσία του ΕΜ στην Alpha Bank ως Chief Accountant ήταν διευθυντική. Με αυτό ως δεδομένο, το ζήτημα έχρηζε έρευνας και τέτοια έρευνα δεν έγινε. Έπασχε λοιπόν η επί του προκειμένου απόφαση του Συμβουλίου και ως εκ τούτου ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η κρίση του ήταν προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης ως προς το ότι το ΕΜ υπερείχε των ανθυποψηφίων του. Σ' ότι δε αφορά το δεύτερο σκέλος των υπό συζήτηση λόγων έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο υποκατέστησε την κρίση του Συμβουλίου και αξιολόγησε πρωτογενώς την πείρα των εφεσιβλήτων, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου, περιορίστηκε σε κρίση σ' ότι αφορά την έλλειψη έρευνας για τη φύση των καθηκόντων του ΕΜ ως Αρχιλογιστή της Alpha Bank και δεν προχώρησε σε αξιολόγηση της πείρας των εφεσιβλήτων. Κατά συνέπεια το σχετικό σκέλος των λόγων έφεσης στερείται ερείσματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Τέλος, σ' ότι αφορά το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η θέση του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού που κατείχε ο εφεσίβλητος 1 από το 1996 έπεται της θέσης του Διευθυντή των Ιατρικών Υπηρεσιών και ως εκ τούτου δεν ασκούσε από τη θέση αυτή διευθυντικά καθήκοντα του ιδίου (τουλάχιστο) επιπέδου με αυτά που ασκούσε το ΕΜ, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το επιχείρημα αυτό παραγνωρίζει ότι και η θέση του Αρχιλογιστή που κατείχε το ΕΜ μέχρι το 1998 στην Alpha Bank έπεται της θέσης τόσο του Γενικού Διευθυντή όσο και του Διευθύνοντα Συμβούλιου της εν λόγω Τράπεζας τις οποίες κατέλαβε στη συνέχεια.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 4 και 5 απορρίπτονται και ενόψει τούτου, ουσιαστικά, θα 'ταν αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων δύο λόγων έφεσης. Παρά ταύτα θα προχωρήσουμε σε σύντομη εξέταση τους, έχοντας υπόψη ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται επανεξέταση.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν διερεύνησαν ή αξιολόγησαν τα σχετιζόμενα με τη φύση της θέσης προσόντα του εφεσίβλητου Πολυνείκη. Το σχετικό πρακτικό ημερ. 16.1.08 (ανωτέρω), ισχυρίστηκαν, αποκαλύπτει το αντίθετο. Ότι δηλαδή οι εφεσείοντες τα αξιολόγησαν και η επιλογή του ΕΜ ήταν ακριβώς προϊόν της αξιολόγησης.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αυτό που αναντίλεκτα προκύπτει από το επίδικο πρακτικό είναι ότι καθοριστικό στοιχείο επιλογής του ΕΜ ήταν η δεκατριάχρονη πείρα του ΕΜ σε διευθυντικές θέσεις στην Alpha Bank, από την οποία δύο χρόνια στη θέση του Γενικού Διευθυντή και άλλα τρία στη θέση του Διευθύνοντα Συμβούλου, και ότι «. κανένας άλλος υποψήφιος είχε ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου». Και αυτό χωρίς να αξιολογηθούν και τα σχετιζόμενα με τη φύση της θέσης προσόντα του εφεσίβλητου Πολυνείκη, ο οποίος είχε μακράν εμπλοκή στα καθήκοντα της θέσης και κατά συνέπεια έπρεπε, όπως ορθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να τύχουν κάποιας αξιολόγησης και να μην περιοριστεί το Συμβούλιο σε γενική αιτιολογία της επιλογής του.
Παρέμεινε προς εξέταση ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας στοιχείο της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας που δεν εξετάστηκε κατά την (κρίσιμη) συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 16.1.08. Είχε όμως εξεταστεί κατά την αρχική συνεδρία ημερ. 18.7.03 και όπως (τότε) αποφασίστηκε όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν το υπό συζήτηση προσόν. Με αυτό ως δεδομένο, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων είχαν εισηγηθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ανεπιτυχώς, ότι εφόσον η απόφαση 18.7.03 ακυρώθηκε για άλλους λόγους, για το θέμα της γνώσης της σχετικής με το ΓΕΣΥ νομοθεσίας ίσχυε η αρχή του δεδικασμένου. Εισήγηση που επανέφεραν και ενώπιον μας για παραμερισμό της επί του θέματος πρωτόδικης απόφασης.
Εξετάσαμε και επ' αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε πως, ορθώς, γενικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το «Το Συμβούλιο, υπό την νέα συγκρότηση του, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα συμπεράσματα και υποκειμενικές κρίσεις του προηγούμενου Συμβουλίου, το οποίο κρίθηκε παράνομα συγκροτημένο (βλ. ΕΔΥ ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437). Η εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη θα ήταν ορθή, αν η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης δεν γινόταν για λόγους παράνομης συγκρότησης, αλλά για άλλους λόγους ακύρωσης. Τότε θα ίσχυε το δεδικασμένο και η αρχή ότι δεν μπορούν να εγερθούν ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον νόμιμα συγκροτημένου οργάνου (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Όμως η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια αφού το διοικητικό όργανο κηρύχθηκε παράνομα συγκροτημένο».
Υπό το φως των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και προς όφελος των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.