ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SOFOCLI ν. LEONIDOU (1988) 1 CLR 583
A.S.S. Amusement Ltd και Άλλη (Αρ. 2) (2014) 1 ΑΑΔ 894, ECLI:CY:AD:2014:D287
MEDCON CONSTRUCTION AND OTHERS ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE AND OTHERS) (1968) 3 CLR 535
X. CHRISTODOULOU AND OTHERS ν. CYPRUS TELECOMMUNICATIONS AUTHORITY (1973) 3 CLR 695
Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 ΑΑΔ 433
Bραχίμης Pοβέρτος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 498
Kούτσιου Ροζάννα - Αμφιτρίτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 987
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζήνας Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060
Νικολάκη Αλεξάνδρα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως ΕπισκοπήςΛεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μάριος Θεοχαρίδης Λτδ (2008) 3 ΑΑΔ 488
Kοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 437
Σβανάς Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 576
Χατζηφιλίππου Σάββας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 888
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 25(I)/2006 - Ο περί της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμος του 2006
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XINHUI , Πολιτική Αίτηση Αρ. 5/2019, 31/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:D29
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΩΛΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 320/2017, 4/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A329
ΣΠΥΡΟΥ ν. ΞΕΝΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2014, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B331
ECLI:CY:AD:2015:D456
(2015) 3 ΑΑΔ 374
25 Ιουνίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 54/2014)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΥ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος 2,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 61/2014)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα - Καθ' ης η αίτηση,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 64/2014)
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β. ΛΟΪΖΟΥ (Ε/Μ 18),
2. ΠΙΕΡΗΣ ΠΙΕΡΗ (Ε/Μ 27),
Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 66/2014)
1. ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Ε/Μ 15),
2. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΗ (Ε/Μ 16),
3. ΕΛΕΝΗ ΤΖΙΩΡΤΖΗ (Ε/Μ 32),
4. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ (Ε/Μ 34),
Εφεσειόντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/2014)
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΖΑΝΤΕ (Ε/Μ 8),
2. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΡΑΣΑ (Ε/Μ 11),
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ (Ε/Μ 13),
4. ΡΟΝΑ ΠΑΝΤΕΛΗ (Ε/Μ 23),
Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 69/2014)
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΕΝΑΡΗ,
Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 5,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(H έφεση αυτή αποσύρθηκε, παραμένει μόνο η αντέφεση)
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 70/2014)
ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος 12,
ν.
1. Αγγελασ Ιωαννου (ΥΠοθεση Αρ. 637/2010),
2. ΔημΗτρη ΚαλογΗρου (ΥΠΟθεση Αρ. 820/2010),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (Αρ. 1),
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 54/2014, 61/2014, 64/2014, 66/2014, 67/2014, 69/2014, 70/20014)
Έννομο Συμφέρον ― Υποψήφιου για διορισμό σε δημόσια θέση, ο οποίος όμως δεν επέτυχε στον αντίστοιχο γραπτό διαγωνισμό της διαδικασίας πλήρωσής της.
Διοικητικό Δίκαιο ― Τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων ― Έννοια και εμβέλεια από την θεωρεία και την νομολογία ― Πως συμπλέκεται με την καθιερωμένη απαίτηση για έγγραφες καταχωρήσεις στην διοικητική διαδικασία ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Ισχυρισμοί περί συναγόμενης ύπαρξης προφορικών αποφάσεων Υπουργού απορρίφθηκαν ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Η ύπαρξη στην διαδικασία διορισμών τόσο Εξεταστικής Επιτροπής όσο και Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Το ζήτημα της νόμιμης συγκρότησης των εν λόγω Επιτροπών ― Κατά πόσο είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για προφορικές οδηγίες του αρμόδιου Υπουργού οι οποίες και να υποκαθιστούν την ύπαρξη (και ειδικότερα την απουσία) έγγραφων αποφάσεων στον διοικητικό φάκελο.
Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν με ξεχωριστές εφέσεις την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός των ενδιαφερομένων στις αντίστοιχες επίδικες θέσεις Ακολούθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Αφ' ης στιγμής ο κ. Καλογήρου αποκλείστηκε στο στάδιο των γραπτών εξετάσεων στις οποίες και η Εξεταστική Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν συναρμοδιότητες και οι λόγοι ακυρότητας άπτοντο της ίδιας της νόμιμης συγκρότησης των Επιτροπών αυτών, όπως εδραιώθηκε από τη νομολογία, στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον του αιτητή μόνο για τους λόγους που αφορούν τη διαδικασία μέχρι τον αποκλεισμό του.
2. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι το τεκμήριο της νομιμότητας ή κανονικότητας θεμελιώθηκε πάνω στην ανάγκη να μην αποδεικνύονται όλες οι πτυχές και όλα τα στάδια μιας διοικητικής διαδικασίας, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν τυπολατρικό αφενός αλλά και εν πολλοίς αντιπαραγωγικό. Ωστόσο, από την άλλη, εφόσον κάτι συγκεκριμένο αμφισβητείται, πρέπει η Διοίκηση να παρέχει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν την αρχή της νομιμότητας, ειδικά το νόμιμο της συγκρότησης ενός οργάνου που και θεμελιώδες είναι για σκοπούς χρηστής διοίκησης και ως θέμα δημοσίας τάξεως κρίνεται. Οι εφεσείοντες έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο τεκμήριο αυτό, παράλληλα με την προώθηση της θέσης ότι είναι αρκετή η «προφορική απόφαση του διορισμού από τον Υπουργό». Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων. Η πράξη διορισμού έπρεπε να είναι γραπτή και να είναι υπογεγραμμένη από τον Υπουργό Εξωτερικών, λόγω της σαφούς και ειδικής πρόνοιας του Νόμου. Η εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και σε άλλες πτυχές της διαδικασίας διορισμού επιτάσσει προφανώς την ειδική αυτή πρόνοια. Δεν μπορούσε λοιπόν να «περιθωριοποιηθεί» το θέμα σε ένα διορισμό που έγινε μεν από τον Υπουργό, αλλά αυτή η πράξη δεν υπάρχει πουθενά απλώς υπονοείται ότι υπάρχει. Γι' αυτό και δεν έχει αξία η επιστολή 1.9.09 που υποδείχθηκε από τους εφεσείοντες ως τόσο σημαντική. Περαιτέρω, η έγγραφη σημείωση, ακριβώς ως εκ του ατελέσφορου της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, περιπλέκει τα πράγματα, αφού δι' αυτής, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, αυτός που διόρισε την Συμβουλευτική Εποτροπή είναι ο Γενικός Διευθυντής και όχι ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος είναι «απών» διαδικαστικά κατά πάντα χρόνο. Όπως οι πάγιες αρχές Διοικητικού Δικαίου ορίζουν, μόνο «έγγραφος τύπος θεωρείται ότι κατοχυρώνει την ύπαρξη (της διοικητικής πράξης) και διασφαλίζει τη σαφήνεια του περιεχομένου της διοικητικής πράξης, ώστε και ο δικαστικός έλεγχος να είναι ευχερής και αποδοτικός». Αν δε υπήρχε ανάγκη ειδικής μεταβίβασης ή εκχώρησης αρμοδιότητας ή καταλληλότερης ύστερης εξουσιοδότησης, και πάλι, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να υπάρχει έγγραφη καταχώρηση αυτής.
3. Επί του δευτέρου θέματος που απασχόλησε πρωτοδίκως και ενώπιον μας, δηλαδή η νόμιμη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το θέμα και πάλι δέον να αντικρισθεί με ταυτόσημο τρόπο, αφού ομοίως παρατηρείται παράβαση του νόμου που αφορά τη σύστασή της και συγκεκριμένα του Άρθ.32(1)(α) του Ν.1/90 το οποίο προβλέπει ότι Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε Υπουργείο είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και τα τρία μέλη είναι οι ιεραρχικά ανώτεροι μετά τον Γενικό Διευθυντή λειτουργοί που υπηρετούν στην Κύπρο και διορίζονται από αυτόν, αλλά το 4ο μέλος (ένας εν πάση περιπτώσει) επιλέγεται μεν από τον Γενικό Διευθυντή, αλλά εγκρίνεται στη συνέχεια από την «αρμόδια αρχή». Απουσιάζει εκ του φακέλου η έγκριση της Αρμόδιας Αρχής που είναι στην προκείμενη περίπτωση ο Υπουργός Εξωτερικών για την επιλογή του τέταρτου μέλους με βάση τη σαφή πιο πάνω πρόνοια. Αφού εν προκειμένω σαφώς έχουμε δύο αρμοδιότητες σε δύο όργανα, στον μεν πρώτο (τον Γενικό Διευθυντή) η αποφασιστική αρμοδιότητα και στο δεύτερο (τον Υπουργό) εγκριτική αρμοδιότητα. Θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε ότι ο Γενικός Διευθυντής, υπό την «προσωπική» του ιδιότητα «επιλέγει» και ακόμη και κατ' εντολή του Υπουργού, «εγκρίνει» τη δική του επιλογή. Εξάλλου το ίδιο το σημείωμα περί διορισμού (χωρίς αναφορά για έγκριση) που παραθέσαμε πιο πάνω, ανατρέπει όπως εύστοχα σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το όποιο τεκμήριο νομιμότητας. Από όλα τα πιο πάνω και τις περιπλοκές που ακολούθησαν λόγω της μη εφαρμογής του ορθού τύπου όχι ως τυπολατρία αλλά ως θέμα νομιμότητας, καταδεικνύεται η σοβαρότητα και το ουσιώδες της δέουσας τήρησης των κανόνων, ώστε η διοικητική διαδικασία να είναι εύρωστη και να μην παρατηρούνται τέτοιου είδους πλημμέλειες.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηφιλίππου ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 888,
Δημοκρατία ν. Θεοχαρίδη (2008) 3 Α.Α.Δ. 488,
Christodoulou v. Cyta (1973) 3 C.L.R. 695,
Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576,
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252,
Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987.
Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060,
Sofocli ν. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,
Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437,
Βραχίμη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498,
Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παναγή, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 637/10 και 820/10), ημερομηνίας 16/4/2014.
Αντ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. Αρ. 54/2014.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, μαζί με τον Χρ. Αλεξάνδρου, Ασκούμενο Δικηγόρο, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. Αρ. 61/2014 και την Καθ' ης η αίτηση στις Α.Ε. Αρ. 54/2014, 64/2014, 66/2014, 67/2014, 69/2014 και 70/2014.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. Αρ. 64/2014.
Α. Σ. Αποστολίδης, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. Αρ. 66/2014.
Ν. Πελεκάνου (κα), για τους Χρ. Βασιλειάδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. Αρ. 67/2014.
Λ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσείοντες στις Α.Ε. Αρ. 69/2014 και Αρ. 70/2014.
Τάσος Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1, σε όλες τις Αναθεωρητικές Εφέσεις (είναι ο πατέρας της).
Μ. Καλλιγέρου (κα), μαζί με την Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2, σε όλες τις Αναθεωρητικές Εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη απόφαση αδελφού μας Δικαστού επί των συνεκδικαζομένων προσφυγών 637/10 και 820/10 εφεσιβλήθηκε από τη Δημοκρατία (καθ' ης η αίτηση στην πρωτόδικη απόφαση) αλλά και από αριθμό ενδιαφερομένων μερών με αποτέλεσμα ο αριθμός των ενώπιον μας εφέσεων σήμερα να είναι έξι (η Α.Ε. 69/14 απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα στις 3/11/2014), ECLI:CY:AD:2014:D287. Υπάρχουν ακόμη αντεφέσεις της εφεσίβλητης-αιτήτριας στην προσφυγή 637/10, οι οποίες και δεν θα μας απασχολήσουν στο στάδιο αυτό, ως εκ των σχετικών δηλώσεων των δικηγόρων ενώπιον μας στις 12.5.2015.
Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, οι πιο πάνω προσφυγές προσέβαλαν απόφαση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «ΕΔΥ») ημ. 1.3.2010, με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι θέσεις αυτές αρχικά 25 (και μετά 34) δημοσιεύθηκαν ως κενές θέσεις Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες (θέσεις Πρώτου Διορισμού) στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Υπήρξαν 974 υποψήφιοι. Είχε προηγηθεί γραπτός ειδικός διαγωνισμός τον οποίο διεξήγαγε και βαθμολόγησε Εξεταστική Επιτροπή που συστάθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό. Ενώ για την προώθηση της πλήρωσης των θέσεων είχε συσταθεί Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής αυτής υπέβαλε την έκθεση του στην ΕΔΥ με την οποία συνέστηνε 34 υποψήφιους (από αυτούς που είχαν επιτύχει στο γραπτό διαγωνισμό του Υπουργείου Εξωτερικών), δυνάμει της παρ.3(ε) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε σε αξιολόγηση των υποψηφίων και ετοίμασε κατάλογο 34 υποψηφίων. Η ΕΔΥ στις 15.1.2010 υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής πλην όμως για την προφορική εξέταση επειδή υπήρξαν πανομοιότυπες κρίσεις χωρίς παροχή αναγκαίων στοιχείων αποφάσισε να καλέσει ενώπιον της σε προφορική εξέταση όλους τους υποψήφιους, δηλαδή τόσο τους προτεινόμενους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και τους υποψηφίους που χαρακτηρίστηκαν ακατάλληλοι. Στον τελικό κατάλογο που κλήθηκαν για προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ περιλήφθηκαν τόσο τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, όσο και η αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 637/10, όχι όμως ο αιτητής στην Προσφυγή 820/2010, αφού δεν είχε πετύχει στον γραπτό διαγωνισμό. Η συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ έγινε στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, αφού η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και την απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε ως πιο κατάλληλους τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, (ως ο επισυνημμένος πίνακας Α στην πρωτόδικη διαδικασία - Αιτ. 820/10) στα οποία αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 7.4.2010.
Η απόφαση θεωρήθηκε άκυρη από την εκκαλούμενη απόφαση στη βάση του ισχυρισμού για «αναρμόδια συγκρότηση» των δύο Επιτροπών.
Θεωρούμε σκόπιμο να θέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτάσσει στον ισχυρισμό για αναρμόδια συγκρότηση ότι ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής έγινε από τον Υπουργό Εξωτερικών και υπογράφηκε από τον Γενικό Διευθυντή κατόπιν προφορικής τους συνεννόησης ως η συνήθης πρακτική, δεδομένου ότι η «αρμόδια αρχή» (Υπουργός Εξωτερικών) ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή, δυνάμει του Άρθρου 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90).
Δεν υπάρχει εντός του διοικητικού φακέλου οποιοδήποτε πρακτικό διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής υπογραμμένο από τον Υπουργό Εξωτερικών όπως ρητά επιτάσσει ο πιο πάνω Κανονισμός. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα σημείωμα ημερομηνίας 3.8.2009 από την κα Εύζωνα, Διοικητικός Λειτουργός Α, στο οποίο αναφέρεται η προτεινόμενη νόμιμη διαδικασία διορισμού των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει του Άρθρου 32(1)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, αποτελούμενης από Πρόεδρο και δυο άλλα μέλη, που διορίζονται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό Εξωτερικών, τα οποία είναι ανώτερου βαθμού από τα εξεταζόμενα πρόσωπα. Σε αυτό υπάρχει η εξής χειρόγραφη σημείωση ημερομηνίας 21.8.2009:
«1. Ο ΓΔ ενέκρινε το σημείωμα & όρισε τους Ρ. Γιορδαμλή, Λ. Μαρκίδη, Α. Τουμαζή & Κ. Κορνηλίου ως Σ.Ε.
2. Ο ΓΔ όρισε τους Α. Ζήνωνος, Χ. Χριστοδουλίδου, Γ. Χριστοφή ως Εξεταστική Επιτροπή.»
Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει το Δικαστήριο είναι ότι κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας (σημειώθηκε από την λειτουργό), ο Γενικός Διευθυντής όρισε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία ή και ένδειξη από τον Υπουργό στο σημείωμα αυτό, αλλά ούτε και παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να δείχνει μεταβίβαση ή εκχώρηση εξουσιών από τον Υπουργό στον Γενικό Διευθυντή ή άλλον.
Στην Ανδρέας Μ. Λαϊφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2433 λέχθηκαν τα εξής:
«Κάθε υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς, να εξουσιοδοτήσει λειτουργό εντός της δικαιοδοσίας του να ενασκήσει οποιαδήποτε εξουσία κέκτηται εκ του νόμου (Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου του 1962, Ν.23/62).»
Τέτοια εκχώρηση ωστόσο οφείλει να είναι έγγραφη (βλ. Δημοκρατίας ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, Υπόθεση αρ. 362/11, Ελένη Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.6.2013). Εδώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε έγγραφη εκχώρηση της αρμοδιότητας διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής, που ο Νόμος ρητά αποδίδει στον Υπουργό. Ούτε είναι αρκετή βέβαια η γενική εξουσιοδότηση στην βάση της ερμηνείας που αποδίδει στην «αρμόδια αρχή» το Άρθρο 2(στ) του Ν.1/90[1]. Ο Καν. 19(1) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης θέσεως) Κανονισμών του 1966 μέχρι 2006 (ΚΔΠ 108/2006) επιβάλλει όπως ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής γίνεται από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών, και όχι από την «αρμόδια αρχή» όπως ερμηνεύεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Συνεπώς θεωρώ ότι η συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής που διεξήγαγε τον γραπτό διαγωνισμό έγινε αναρμόδια, κατά παράβαση του εν λόγω Κανονισμού 19.
Στην ίδια κατάληξη οδηγούμαι και ως προς τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε ως προς τον πάσχοντα διορισμό του 4ου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το Άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/1990), προβλέπει αναφορικά με τη σύσταση της:
«32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.
(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο, στο Γραφείο Προγραμματισμού και στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας συνίσταται Επιτροπή:
(i) Από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού ή το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και
(ii) Από τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας το Γενικό Διευθυντή ή το Γενικό Λογιστή, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο, και ένας επιλέγεται από αυτόν και θα εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση.»
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Συνεπώς η επιλογή του 4ου μέλους γίνεται από το Γενικό Διευθυντή αλλά δεν ολοκληρώνεται ο διορισμός του χωρίς την έγκριση του ίδιου του Υπουργού.
Από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, φαίνεται ότι ο Γενικός Διευθυντής ενέκρινε το σημείωμα ημερ. 3.08.09 και ενεργώντας ως Πρόεδρος όρισε τους τέσσερεις λειτουργούς ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Χρειαζόταν όμως έγκριση της επιλογής του 4ου μέλους, από την «αρμόδια αρχή» που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ο Υπουργός Εξωτερικών. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη μέσα στους φακέλους ότι δόθηκε τέτοια έγκριση.
Το γεγονός ότι στο Παράρτημα 8 της ένστασης που εμπεριέχεται η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Πρακτικά 1ης συνεδρίας, ημερομηνίας 27.8.2009) αναφέρεται ότι διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, δεν αλλάζει τα πράγματα εφόσον το τεκμήριο κανονικότητας έχει ανατραπεί.»
Ακούσαμε τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων για τους Εφεσείοντες, τα οποία ήταν κοινά, ώστε να μπορούμε να τα συνοψίσουμε ως εξής:
Οι βασικοί Λόγοι Έφεσης, ως είναι φυσικό, πλήττουν την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του ότι θεώρησε την Εξεταστική Επιτροπή ως μη νομίμως συγκροτημένη. Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ήσαν ικανοποιητικά για να στοιχειοθετήσουν ότι προφορικά υπήρχε απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών να διορίσει τα μέλη της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής. Ειδικά η πλευρά των εφεσειόντων μας υπέδειξε τη σημασία επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ημερ. 1/9/09 με την οποία πληροφορούνταν ότι ο Υπουργός Εξωτερικών τους έχει διορίσει, δυνάμει του σχετικού ως άνω Κανονισμού 19, ως Πρόεδρο και μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή της ειδικής γραπτής εξέτασης που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. (βλ. έγγραφο σελ.134 των πρακτικών).
Σημασία επίσης εδόθη και στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - παραρτ. 8 επί της ένστασης - όπου γίνεται αναφορά σε εξεταστική επιτροπή που διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών σύμφωνα με τον Κ.19 ως άνω.
Αυτά τα δύο έγγραφα κάτω από το πλαίσιο της νομιμότητας και του τεκμηρίου της κανονικότητας ως εξηγείται, συνηγορούν υπέρ της νόμιμης συγκρότησης της Εξεταστικής Επιτροπής.
Προς επίρρωση αυτής της θέσης παραπεμφθήκαμε στη Χατζηφιλίππου ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 888.
Νόμιμη συγκρότηση προβάλλει η πλευρά των εφεσειόντων και ως προς το μέρος της πρωτόδικης απόφασης όπου εκρίθη ότι και η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, αντιτείνοντας τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το Άρθρ.32(1)(α) του Ν.1/90 (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο αφορά σε πλήρωση θέσεων σε Υπουργείο, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, τα τέσσερα (από τα πέντε) μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθορίζονται από τον ίδιο το Νόμο και δεν χρειάζεται να επιλεγούν ή ορισθούν από οποιοδήποτε. Όπως επισημαίνεται, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι πάντοτε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου. Τα τρία μέλη ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο. Συνεπώς, τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ήδη καθορισμένα από το Νόμο και δεν χρειάζεται να διορισθούν ή να επιλεγούν από οποιονδήποτε. Μόνο το πέμπτο μέλος επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή και εγκρίνεται από την αρμόδια Αρχή. Είναι παραδεκτό από τους εφεσείοντες ότι «αρμοδία Αρχή» είναι ο Υπουργός, ο οποίος όμως ενεργεί συνήθως δια του Γενικού Διευθυντή, οπότε, ολοκληρώνουν τη σκέψη τους οι εφεσείοντες, δεν χρειάζεται τέτοια γραπτή απόφαση. Και επ' αυτού γίνεται επίκληση της επιστολής της Λειτουργού του Υπουργείου κου Εύζωνα, ημερ. 21/8/09, της οποίας το περιεχόμενο κρίνεται ικανοποιητικό και για «έγκριση του πέμπτου» μέλους, αφού υπάρχει η απαιτούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή». Ακόμα η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει ότι «διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών» σε έκθεση της. Αυτή την έκθεση την υπογράφει και ο Γενικός Διευθυντής «πιστοποιώντας έτσι το διορισμό από τον Υπουργό Εξωτερικών». Αυτό είναι σύννομο με το Άρθ.2 του Ν.1/90 «αφού ο Υπουργός ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή». (βλ. επίσης αναφορά στο πρακτικό της 1ης συνεδρίας της Σ.Ε. ημερ. 27/8/09).
Αμφότεροι οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν την πλήρη ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης και αντιτάσσουν στη λογική των επιχειρημάτων της άλλης πλευράς τις ίδιες τις πρόνοιες του Νόμου και Κανονισμών, ως ερμηνεύθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση.
Επάλληλα με τα πιο πάνω επανανοίχθηκε και το θέμα του εννόμου συμφέροντος του εφεσιβλήτου Δ. Καλογήρου στη βάση της κοινώς προβαλλόμενης θέσης ότι είχε αποτύχει στη μία από τις πέντε ενότητες (στα Αγγλικά) του γραπτού διαγωνισμού.
Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, τόσο η Εξεταστική Επιτροπή όσο και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν αναμιχθεί στο γραπτό διαγωνισμό αφού ναι μεν η Ε.Ε. ετοίμασε και βαθμολόγησε τα θέματα της γραπτής εξέτασης, πλην όμως και η Συμβουλευτική Επιτροπή «καθόρισε το βαθμό επιτυχίας της γραπτής εξέτασης».
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν παράπονο - ειδικά η Δημοκρατία - σε σχετικό λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει το θέμα του εννόμου ή μη συμφέροντος του αιτητή Καλλιγέρου επί της προδικαστικής ένστασης που υποβλήθηκε πρωτόδικα.
Είναι εντελώς αθεμελίωτο αυτό το παράπονο. Όπως πολύ ορθά το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ' ης στιγμής ο κ. Καλογήρου αποκλείστηκε στο στάδιο των γραπτών εξετάσεων στις οποίες και η Εξεταστική Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν συναρμοδιότητες και οι λόγοι ακυρότητας άπτοντο της ίδιας της νόμιμης συγκρότησης των Επιτροπών αυτών, όπως εδραιώθηκε από τη νομολογία, στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον του αιτητή μόνο για τους λόγους που αφορούν τη διαδικασία μέχρι τον αποκλεισμό του. (βλ. Δημοκρατία ν. Θεοχαρίδη (2008) 3 Α.Α.Δ. 488, Christodoulou v. Cyta (1973) 3 C.L.R. 695).
Eπανερχόμενοι στο θέμα του ερωτήματος περί της νόμιμης σύστασης των δύο Επιτροπών, θα διαχωρίσουμε τις δύο πράξεις.
Η πρώτη πράξη δηλαδή της σύστασης της Εξεταστικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού έχει, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, ως νομική βάση το άρθ.19 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Κανονισμών (ΚΔΠ108/2006), ο οποίος σαφώς ομιλεί για διορισμό του Προέδρου και Μελών της Επιτροπής αυτής από τον Υπουργό Εξωτερικών. Πρόκειται για Επιτροπή που θα διεξάγει ειδικό διαγωνισμό για διορισμό ή προαγωγή σε οποιαδήποτε θέση στην Εξωτερική Υπηρεσία, η οποία και ανάγεται φυσικά στο Υπουργείο των Εξωτερικών.
Αυτή δε η ΚΔΠ108/06 έχει θεσπιστεί όχι κάτω από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο (1/90) αλλά κατ' εξουσιοδότηση του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ν.25(Ι)/2006), από τον οποίο προκύπτει ότι «Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εξωτερικών.
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι το τεκμήριο της νομιμότητας ή κανονικότητας θεμελιώθηκε πάνω στην ανάγκη να μην αποδεικνύονται όλες οι πτυχές και όλα τα στάδια μιας διοικητικής διαδικασίας, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν τυπολατρικό αφενός αλλά και εν πολλοίς αντιπαραγωγικό.
Ωστόσο, από την άλλη, εφόσον κάτι συγκεκριμένο αμφισβητείται, πρέπει η Διοίκηση να παρέχει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν την αρχή της νομιμότητας, ειδικά το νόμιμο της συγκρότησης ενός οργάνου που και θεμελιώδες είναι για σκοπούς χρηστής διοίκησης και ως θέμα δημοσίας τάξεως κρίνεται.
Οι εφεσείοντες έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο τεκμήριο αυτό, παράλληλα με την προώθηση της θέσης ότι είναι αρκετή η «προφορική απόφαση του διορισμού από τον Υπουργό».
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων.
Η πράξη διορισμού έπρεπε να είναι γραπτή και να είναι υπογεγραμμένη από τον Υπουργό Εξωτερικών, λόγω της σαφούς και ειδικής πρόνοιας του Νόμου. Η εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και σ' άλλες πτυχές της διαδικασίας διορισμού επιτάσσει προφανώς την ειδική αυτή πρόνοια. Δεν μπορούσε λοιπόν να «περιθωριοποιηθεί» το θέμα σε ένα διορισμό που έγινε μεν από τον Υπουργό αλλά αυτή η πράξη δεν υπάρχει πουθενά απλώς υπονοείται ότι υπάρχει. Γι' αυτό και δεν έχει αξία η επιστολή 1.9.09 που υποδείχθηκε από τους εφεσείοντες ως τόσο σημαντική. Περαιτέρω, η έγγραφη σημείωση, ακριβώς ως εκ του ατελέσφορου της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, περιπλέκει τα πράγματα αφού δι' αυτής, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, αυτός που διόρισε την Σ.Ε. είναι ο Γενικός Διευθυντής και όχι ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος είναι «απών» διαδικαστικά κατά πάντα χρόνο.
Όπως οι πάγιες αρχές Διοικητικού Δικαίου ορίζουν, μόνο «έγγραφος τύπος θεωρείται ότι κατοχυρώνει την ύπαρξη (της διοικητικής πράξης) και διασφαλίζει τη σαφήνεια του περιεχομένου της διοικητικής πράξης, ώστε και ο δικαστικός έλεγχος να είναι ευχερής και αποδοτικός» (βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδοση, σελ.321 κ.επ.).
Ισχύει εξάλλου εν προκειμένω πλήρως αυτό που επισημάνθηκε στην απόφαση Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576.
«Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης και συνεπώς απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που απέρριψε την σχετική αίτηση του εφεσείοντα.
Έχει νομολογηθεί ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης»
Η ανάγκη έγγραφης καταχώρησης της πράξης τονίστηκε ακόμη και στις υποθέσεις Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535.
Αν δε, υπήρχε ανάγκη ειδικής μεταβίβασης ή εκχώρησης αρμοδιότητας ή καταλληλότερης ύστερης εξουσιοδότησης, και πάλι, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να υπάρχει έγγραφη καταχώρηση αυτής.
Συμπνέουμε απόλυτα με τα λεχθέντα στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 στη σελ.994 όπου αναφέρεται:
«Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.»
(η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Επί του δευτέρου θέματος που απασχόλησε πρωτοδίκως και ενώπιον μας, δηλαδή η νόμιμη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής το θέμα και πάλι δέον να αντικρισθεί με ταυτόσημο τρόπο αφού ομοίως παρατηρείται παράβαση του νόμου που αφορά τη σύσταση της και συγκεκριμένα του άρθ.32(1)(α) του Ν.1/90 το οποίο προβλέπει ότι Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε Υπουργείο είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και τα τρία μέλη είναι οι ιεραρχικά ανώτεροι μετά τον Γενικό Διευθυντή λειτουργοί που υπηρετούν στην Κύπρο και διορίζονται από αυτόν, αλλά το 4ο μέλος (ένας εν πάση περιπτώσει) επιλέγεται μεν από τον γενικό Διευθυντή, αλλά εγκρίνεται στη συνέχεια από την «αρμόδια αρχή».
Απουσιάζει εκ του φακέλου η έγκριση της Αρμόδιας Αρχής που είναι στην προκείμενη περίπτωση ο Υπουργός Εξωτερικών για την επιλογή του τέταρτου μέλους με βάση τη σαφή πιο πάνω πρόνοια. Έχει δίκαιο η κα. Καλλιγέρου στη επισήμανση της ότι εν προκειμένω για την ερμηνεία «αρμόδια αρχή» δεν μπορεί το Δικαστήριο να περιοριστεί στο Άρθρο 2 του Ν.1/90, όπου αναφέρεται.
«2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια— «αρμόδια αρχή» σημαίνει:
..........................
(στ) τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού ∆Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ' αυτό·»
Αφού εν προκειμένω σαφώς έχουμε δύο αρμοδιότητες σε δύο όργανα, στον μεν πρώτο (τον Γενικό Διευθυντή) η αποφασιστική αρμοδιότητα και στο δεύτερο (τον Υπουργό) εγκριτική αρμοδιότητα. Θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε ότι ο Γενικός Διευθυντής, υπό την «προσωπική» του ιδιότητα «επιλέγει» και ακόμη και κατ' εντολή του Υπουργού, «εγκρίνει» τη δική του επιλογή.
Εξάλλου το ίδιο το σημείωμα περί διορισμού (χωρίς αναφορά για έγκριση) που παραθέσαμε πιο πάνω, ανατρέπει όπως εύστοχα σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το όποιο τεκμήριο νομιμότητας.
Από όλα τα πιο πάνω και τις περιπλοκές που ακολούθησαν λόγω της μη εφαρμογής του ορθού τύπου όχι ως τυπολατρία αλλά ως θέμα νομιμότητας, καταδεικνύεται η σοβαρότητα και το ουσιώδες της δέουσας τήρησης των κανόνων, ώστε η διοικητική διαδικασία να είναι εύρωστη και να μην παρατηρούνται τέτοιου είδους πλημμέλειες.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, κρίνουμε ότι οι εφέσεις δέον να αποτύχουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται ότι η εφεσίβλητη 1 η οποία ενεργούσε άνευ δικηγόρου δικαιούται μόνο τα πραγματικά της έξοδα. Επίσης αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2 δικαιούται το ½ των επιδικασθέντων εξόδων σε κάθε υπόθεση.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Μετά την έκδοση της απόφασης μας στις πιο πάνω εφέσεις, διαπιστώθηκε ότι η Ολομέλεια δεν είχε ασχoληθεί με την προδικαστική ένσταση που αφορούσε μόνο την έφεση επί της προσφυγής 637/10. H ένσταση αυτή αποτέλεσε και αντίστοιχους λόγους έφεσης ότι η εφεσίβλητη/αιτήτρια στην προσφυγή 637/10 δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί δεν προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει επ' αυτής.
Θεωρήσαμε ορθό να επανανοίξουμε την υπόθεση για να μην παραμείνει χωρίς επίλυση το θέμα, ακολουθώντας αναλογικά την πρακτική που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, ως μέρος των εγγενών εξουσιών του Δικαστηρίου και αφού το συγκεκριμένο θέμα έμεινε ανοικτό χωρίς τελεσιδικία. Επιπλέον στη Sofocli ν. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 - επισημάνθηκε ότι ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία προς θεραπεία ατέλειας στη δικαστική διαδικασία, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του δικαστηρίου ως δικαστηρίου της δικαιοσύνης.
Εφόσον το σχετικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου έφεσης είναι ενώπιον μας, μπορούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση της απόφασης επί του σημείου αυτού.
Η θεραπεία την οποία η εφεσίβλητη/αιτήτρια ζήτησε στην προσφυγή 637/10 ήταν η ακόλουθη:
Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.4.2010 με αρ.4450, με την οποία δεν διόρισε την αιτήτρια στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Με την προδικαστική ένσταση τίθετο το θέμα «ως ζήτημα δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να εξετασθεί και αυτεπάγγελτα σ' οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ότι η αιτήτρια (στην προσφυγή 637/10) δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη καθ' ότι προσβάλλει τον μη διορισμό της στην επίδικη θέση και δεν ζητά την ακύρωση της πράξης διορισμού των Ε.Μ.» (βλ. αγόρευση καθ' ων η αίτηση στην Πρ. 637/10). Με την έφεση, κατακρίνεται το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι δεν αποφάσισε επ' αυτής της πτυχής. Φάνηκε ότι η απόφαση επ' αυτού του σημείου είναι αναγκαία γιατί επηρειάζεται το Ε.Μ.29 του οποίου ο διορισμός προσβάλλεται μόνο με την Πρ. 637/10.
Είναι γεγονός ότι η προσφυγή της αιτήτριας Ιωάννου δεν στρέφεται άμεσα και με σαφήνεια εναντίον των ενδιαφερομένων μερών ή του διορισμού τους. Στη βάση αυτή διατυπώθηκε η θέση ότι με την προσφ. 637/10 δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά προπαρασκευαστική ή πληροφοριακή του μη διορισμού της. Εν πάση περιπτώσει «παραδεκτή από δικονομικής απόψεως είναι μόνον η τελική πράξη για διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στην οποία έχουν συγχωνευθεί όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις.» (βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437). Πρέπει να λεχθεί ότι η αιτήτρια δεν εκπροσωπήθηκε σ' όλα τα στάδια της προσφυγής από δικηγόρο, εκτός από τα αρχικά. Όμως, κατά πάντα χρόνο, έγινε τόσο επίδοση - γνωστοποίηση στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όσο και συνεκδίκαση της με την προσφυγή 820/10 στην οποία προβλήθηκαν κοινά σημεία και υπήρχαν κοινά ενδιαφερόμενα μέρη σε συνάρτηση με την ίδια πράξη διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, ως είχε δηλωθεί στην ίδια την αίτηση συνεκδίκασης που έγινε αποδεκτή. Στις δε αγορεύσεις της στην προσφυγή (ημ. 5.8.2011) - κατ' αντίθεση με την υπόθεση Βραχίμη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498 - η εφεσίβλητη/αιτήτρια ασχολήθηκε επί μακρόν με το θέμα των ενδιαφερομένων μερών (μεταξύ των οποίων και το Ε.Μ. 29) αναφορικά με την πράξη διορισμού τους, μη αφήνοντας αμφιβολία για τις προθέσεις της. (βλ.επίσης παρόμοια προσέγγιση στη Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762, στην οποία και επισημάνθηκε ότι παρά την «ατυχή διατύπωση στο παρακλητικό της προσφυγής προέκυπτε ότι «ουσιαστικά» στρεφόταν έναντι της επιλογής για διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους και αυτό ενισχυόταν από το ότι η αίτηση επιδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος).
Στις περιστάσεις λοιπόν της υπόθεσης βρίσκουμε ότι θα ήταν τεχνοκρατικής φύσεως η διαπίστωση μας ότι η εφεσίβλητη/αιτήτρια Ιωάννου δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη, επειδή η φρασεολογία στο παρακλητικό της δεν περιλαμβάνει ουσιαστικά τη φράση «αντί του ενδιαφερομένου μέρους», αφού προκύπτει αυτή η πρόθεση από τη συνολική διαδικασία που ακολουθήθηκε. Προφανώς γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε αξία σ' αυτή την ένσταση, μη ασχολούμενη με αυτή, λόγω της συνολικής διαδικασίας ως τροχοδρομήθηκε.
Η διατύπωση στο παρακλητικό είναι αδιαμφισβήτητα ατελής αλλά δεν επηρεάζει, κατά την κρίση μας, την ουσία της υπόθεσης αφού προκύπτει κατά τα λοιπά σαφώς η πρόθεση της αιτήτριας να προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, ως ήδη εξηγήσαμε.
Ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι έφεσης και οι σχετικές ενστάσεις απορρίπτονται. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η εν λόγω απόφαση μας να διαβάζεται από κοινού με την απόφαση μας ημερ. 25.6.2015.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.