ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:C388

(2015) 3 ΑΑΔ 259

3 Ιουνίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΟΡΙΔΗ,

3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

 

Εφεσειόντες- Αιτητές,

 

ν.

 

1.  ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

2.  ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ

     ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

3.  ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ

     ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

4.  ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ

     ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

5.  ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ

     ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

6.  ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΕΥΕΛΘΩΝΤΟΣ, ΜΕΛΟΥΣ

     ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 167/2010)

 

 

Έννομο Συμφέρον ― Έννοια και θεμελίωση από την νομολογία και θεωρία ― Η κριθείσα περίπτωση άσκησης προσφυγής με την επίκληση απλά και μόνο της ιδιότητας μέλους Κοινότητος ― Εκτεταμένη ανάλυση οδηγούσα στην μη στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος ― Ούτε ήταν δυνατή η συνένωση του προέδρου και των μελών κοινοτικού συμβουλίου ως διαδίκων υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

 

Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την πρωτόδικη κρίση περί απαραδέκτου της προσφυγής τους, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και καταχώρησαν την παρούσα έφεση, επιδιώκοντας παραμερισμό της.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η συνέπεια που επέφερε η μεταβίβαση του κτήματος στο έννομο συμφέρον των εφεσειόντων - όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο - προϋπέθετε ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Όπως δε έχει τονισθεί κατ' επανάληψη, το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Προκύπτει, επομένως, ότι οι εφεσίβλητοι δεν εμποδίζονταν να εγείρουν ζήτημα εννόμου συμφέροντος κατ' έφεση και η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τους αναγνώρισε έννομο συμφέρον αφού η προσφυγή τους απορρίφθηκε στη βάση ότι «. το συμφέρον που επικαλούνται και του οποίου την προστασία επιδιώκουν, έχει ουσιαστικά εκλείψει», δεν ευσταθεί. Η έννοια και το περιεχόμενο του έννομου συμφέροντος, που προνοείται ως προϋπόθεση από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής, έτυχε νομολογιακής ανάλυσης κατ' επανάληψη. Με αναφορά σε συγγράμματα Ελλήνων Καθηγητών του Διοικητικού Δικαίου και σε Πορίσματα του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Εκτεταμένη αναφορά στις σχετικές αυθεντίες γίνεται στο Κεφάλαιο τέταρτο του Συγγράμματος του Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιο Κυπριακού Δικαίου», Δεύτερη Έκδοση του 2013, ενώ μεταγενέστερα εκδόθηκαν και άλλες αποφάσεις επί του θέματος. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης έννομου συμφέροντος βρίσκεται στους ώμους του αιτητή και αποσείεται με την ανάδειξη ότι ο επηρεασμός του συμφέροντος πιθανολογείται άμεσα και αναμφισβήτητα ή, όταν ανάγεται στο μέλλον, είναι μετά βεβαιότητας επερχόμενος. Σ' ότι δε αφορά το περιεχόμενο του όρου «έννομο συμφέρον», το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος προνοεί ότι αυτό θεμελιώνεται οποτεδήποτε προσβάλλεται ευθέως ενεστώς (υφιστάμενο) άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον. Όταν δηλαδή, η προσβαλλόμενη πράξη προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη στον αιτητή και, ο αιτητής, υφίσταται τη βλάβη με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου. Έννομο, λοιπόν, συμφέρον, υπάρχει όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Όταν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση προκαλεί στον αιτητή υλική ή ηθική βλάβη και όταν ο αιτητής υφίσταται τη βλάβη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου ως αποτέλεσμα της ειδικής έννομης σχέσης του με την προσβαλλόμενη πράξη. H απλή όμως ιδιότητα των εφεσειόντων ως κατοίκων της Κοινότητας Ακρωτηρίου δεν είναι από μόνη της αρκετή ώστε να νομιμοποιούνται στην άσκηση προσφυγής. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι από την εξέταση της ελληνικής νομολογίας διαφαίνεται μία τάση να ερμηνεύεται ευρέως και όχι περιοριστικά το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού που είναι αναγκαίο για άσκηση προσφυγής. Αναγνώριση όμως εννόμου συμφέροντος στα μέλη μιας Κοινότητας να προσβάλλουν αποφάσεις των Κοινοτικών Αρχών της εξεταζόμενης φύσεως θα σήμαινε αναγνώριση της actio popularis, πράγμα ανεπίτρεπτο για τη διοικητική δικαιοσύνη την οποία και θα οδηγούσε σε παράλυση. Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον άσκησης προσφυγής εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου να προβεί στην αγορά του επίδικου κτήματος, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.  Ωστόσο δεν θα ήταν χωρίς σημασία να αφιερώσουμε και μερικές λέξεις για τη συμπερίληψη στην προσφυγή του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου, προσωπικά. Οι προσφυγές σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος ασκούνται «. κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργία .» και ανεξαρτήτως των προνοιών του Άρθρου 108 του περί Κοινοτήτων Νόμου, δεν μπορούν να στρέφονται εναντίον των προσώπων που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Επομένως οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να συμπεριλάβουν στην προσφυγή τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αφού η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Μελών του Συμβουλίου το οποίο και μόνο μπορούσε να ήταν διάδικος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402,

 

Τakis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

 

Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447,

 

Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168,

 

Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592,

 

Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147,

 

Ν.Α. Theophanous (Matic) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793,

 

Ζεμπύλα κ.ά. ν. ΕΤΕΚ κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 314,

 

Medochemie v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 567,

 

Χαραλάμπους (Αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,

Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,

 

Παπαντωνίου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (Αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 399.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1714/08), ημερομηνίας 9/9/2010.

 

Χρ. Κληρίδης, για Εφεσείοντες - Αιτητές.

 

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για Εφεσίβλητους - Καθ' ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από έγκριση του Επάρχου Λεμεσού, το Κοινοτικό Συμβούλιο Ακρωτηρίου (εφεσίβλητος 1, στο εξής το Συμβούλιο) υλοποίησε κατ' αρχήν απόφαση που έλαβε στις 26.8.08 για αγορά ακινήτου αντί του ποσού των €153.774,00 με σκοπό την ανέγερση αίθουσας εκδηλώσεων της Κοινότητας.

 

Η απόφαση για αγορά του κτήματος, εκτιμημένης αξίας €191.000,00, δεν ήταν ομόφωνη. Υπέρ της αγοράς τάχθηκαν ο Πρόεδρος και τέσσερα Μέλη του Συμβουλίου (εφεσίβλητοι 2-6), ενώ ο εκ των Μελών του Συμβουλίου εφεσείοντας 1 διαφώνησε.  Οι λόγοι της διαφωνίας του - συγγένεια του Προέδρου και Μελών του Συμβουλίου με τους πωλητές του κτήματος - παρατίθενται στην προσφυγή υπ' αρ. 1714/08, την οποία καταχώρισε δύο ημέρες μετά την τιτλοποίηση του κτήματος στο όνομα του Συμβουλίου, στις 7.11.08, συνεπικουρούμενος και από τους ομοχώριους του εφεσείοντες 2 και 3.

 

Η προσφυγή προσέκρουσε σε τρεις προδικαστικές ενστάσεις, από τις οποίες έγιναν αποδεκτές οι δύο με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων - αιτητών, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Κρίθηκε συναφώς ότι:

 

1.   Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 108 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν.86(Ι)/1999, όπως τροποποιήθηκε), η προσφυγή δεν μπορούσε να ασκηθεί παραδεκτά εναντίον του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου και

 

2.   Η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του Συμβουλίου «. επέφερε καταλυτικές για την ανάγκη προστασίας του εννόμου συμφέροντος των αιτητών συνέπειες και κατέστησε την παρούσα προσφυγή αλυσιτελή. Και αυτό γιατί σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το συμφέρον που επικαλούνται οι αιτητές και του οποίου την προστασία επιδιώκουν, έχει ουσιαστικά εκλείψει».

 

Οι εφεσείοντες-αιτητές θεωρούν λανθασμένη την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο των προαναφερθέντων προδικαστικών ενστάσεων και με την παρούσα Αναθεωρητική Έφεση διατυπώνουν αντίστοιχους λόγους έφεσης, ενώ δύο επιπλέον λόγοι έφεσης έχουν στο στόχαστρό τους την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την ουσία της προσφυγής (2ος λόγος έφεσης) και την καταδίκη τους σε έξοδα (4ος λόγος έφεσης). Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση ότι η μεταβίβαση του κτήματος στο όνομα του Συμβουλίου είχε καταλυτικές επιπτώσεις στην προστασία του εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση ότι η προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά εναντίον των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση 2-6.

 

Η συνέπεια που επέφερε η μεταβίβαση του κτήματος στο έννομο συμφέρον των εφεσειόντων - όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο - προϋπέθετε ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του (Διοικητικού) Δικαστηρίου.  Όπως δε έχει τονισθεί κατ' επανάληψη, το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο (βλ. ενδεικτικά Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402, Τakis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424). Μάλιστα, στις Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447 και Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168, οι οποίες επιβεβαιώνονται και στη Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592, αναγνωρίστηκε ότι «Όσο επιθυμητό και αν είναι το Δικαστήριο να ζητά και να ακούει τους δικηγόρους των διαδίκων επί νομικών σημείων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της δικαιοδοσίας, παρά ταύτα, είμαστε της γνώμης, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η παράλειψη αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.» Προκύπτει, επομένως, ότι οι εφεσίβλητοι δεν εμποδίζονταν να εγείρουν ζήτημα εννόμου συμφέροντος κατ' έφεση και η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τους αναγνώρισε έννομο συμφέρον αφού η προσφυγή τους απορρίφθηκε στη βάση ότι «. το συμφέρον που επικαλούνται και του οποίου την προστασία επιδιώκουν, έχει ουσιαστικά εκλείψει», δεν ευσταθεί.

 

Η έννοια και το περιεχόμενο του έννομου συμφέροντος, που προνοείται ως προϋπόθεση από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής, έτυχε νομολογιακής ανάλυσης κατ' επανάληψη. Με αναφορά σε συγγράμματα Ελλήνων Καθηγητών του Διοικητικού Δικαίου και σε Πορίσματα του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Εκτεταμένη αναφορά στις σχετικές αυθεντίες γίνεται στο Κεφάλαιο τέταρτο του Συγγράμματος του Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιο Κυπριακού Δικαίου», Δεύτερη Έκδοση του 2013, ενώ μεταγενέστερα εκδόθηκαν και άλλες αποφάσεις επί του θέματος.

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης έννομου συμφέροντος βρίσκεται στους ώμους του αιτητή (Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147) και αποσείεται με την ανάδειξη ότι ο επηρεασμός του συμφέροντος πιθανολογείται άμεσα και αναμφισβήτητα ή, όταν ανάγεται στο μέλλον, είναι μετά βεβαιότητος επερχόμενος (Ν.Α. Theophanous (Matic) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793). Σ' ότι δε αφορά το περιεχόμενο του όρου «έννομο συμφέρον», το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος* προνοεί ότι αυτό θεμελιώνεται οποτεδήποτε προσβάλλεται ευθέως ενεστώς (υφιστάμενο) άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον. Όταν δηλαδή, η προσβαλλόμενη πράξη προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη στον αιτητή και, ο αιτητής, υφίσταται τη βλάβη με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου. Παραπέμπουμε, ενδεικτικά, στις Ζεμπύλα κ.ά. ν. ΕΤΕΚ κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 314, Medochemie v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 567 και Χαραλάμπους (Αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 και για τους σκοπούς της παρούσας παραθέτουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από τη Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81:

 

«Tο Άρθρο 146.2, του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, "actio popularis", όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής, συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι "ενεστώς". Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή.  Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73· Π. Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)

 

Το συμφέρον, το οποίο επηρεάζεται, πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή, πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Δεν εξομοιώνεται όμως με αγώγιμο δικαίωμα. Το αντικείμενο του επηρεασμού κάτω από το Άρθρο 146, είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα. Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα.

 

..........................

 

Το "ηθικό" συμφέρον, που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δε συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του.»

 

Έννομο, λοιπόν, συμφέρον, υπάρχει όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Όταν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση προκαλεί στον αιτητή υλική ή ηθική βλάβη και όταν ο αιτητής υφίσταται τη βλάβη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου ως αποτέλεσμα της ειδικής έννομης σχέσης του με την προσβαλλόμενη πράξη (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (Αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 399). H απλή όμως ιδιότητα των εφεσειόντων ως κατοίκων της Κοινότητας Ακρωτηρίου δεν είναι από μόνη της αρκετή ώστε να νομιμοποιούνται στην άσκηση προσφυγής. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι από την εξέταση της ελληνικής νομολογίας διαφαίνεται μία τάση να ερμηνεύεται ευρέως και όχι περιοριστικά το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού που είναι αναγκαίο για άσκηση προσφυγής (Pitsillos, ανωτέρω).  Σχετική επί του θέματος είναι και η επίκληση από τους ευπαιδευτους συνηγόρους των εφεσειόντων της ανάλυσης στην οποία προβαίνει ο καθηγητής Μ. Στασινόπουλος στις σελ. 200-201 του συγγράμματος του «Το Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» (1964), όπου αναφέρονται τρεις περιπτώσεις στις οποίες δόθηκε ευρύτερη ερμηνεία στον όρο «έννομο συμφέρον». Με την πρώτη αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον ηθικής φύσεως σε ορθόδοξο χριστιανό, ενορίτη της Μητροπόλεως Αθηνών, να αμφισβητήσει το κύρος της εκλογής του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας στην οποία ανήκε πνευματικά, με τη δεύτερη έγινε δεκτό ότι δημότης του Δήμου Αθηνών είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει πράξη για μεταβολή της διαμόρφωσης κεντρικής πλατείας των Αθηνών και, με την τρίτη, έγινε δεκτό ότι ανώτερος υπάλληλος έχει ηθικό συμφέρον αναφορικά με την ευνομία και την τάξη του κλάδου στον οποίο ανήκει. Οι περιπτώσεις όμως αυτές, διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την παρούσα εφόσον αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στα μέλη μιας Κοινότητας να προσβάλλουν αποφάσεις των Κοινοτικών Αρχών της εξεταζόμενης φύσεως θα σήμαινε αναγνώριση της actio popularis, πράγμα ανεπίτρεπτο για τη διοικητική δικαιοσύνη την οποία και θα οδηγούσε σε παράλυση.

 

Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον άσκησης προσφυγής εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου να προβεί στην αγορά του επίδικου κτήματος, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης. Ωστόσο δεν θα ήταν χωρίς σημασία να αφιερώσουμε και μερικές λέξεις για τη συμπερίληψη στην προσφυγή του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου, προσωπικά. Οι προσφυγές σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος ασκούνται «. κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικής λειτουργία .» και ανεξαρτήτως των προνοιών του Άρθρου 108 του περί Κοινοτήτων Νόμου, δεν μπορούν να στρέφονται εναντίον των προσώπων που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Επομένως οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να συμπεριλάβουν στην προσφυγή τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου υπό την προσωπική τους ιδιότητα, αφού η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Μελών του Συμβουλίου το οποίο και μόνο μπορούσε να ήταν διάδικος.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Αναθεωρητικό Εφετείο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο