ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C175
(2015) 3 ΑΑΔ 65
12 Mαρτίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜELANIE DELA CRUZ,
Eφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΕΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.73/2010)
Αλλοδαποί ― Καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στην Δημοκρατία αλλοδαπού ― Δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε άτομα η προσωρινότητα της άδειας παραμονής των οποίων ήταν σύμφυτη και εγγενής στην ίδια την άδεια ― Η δεσμευτική νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεν διαφοροποιήθηκε υπό το φως της επικληθείσας από την εφεσείουσα απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ).
Η εφεσείουσα προσπάθησε, επικαλούμενη μεταγενέστερη νομολογία του ΔΕΕ, να επιτύχει διαφοροποίηση της ημεδαπής νομολογίας από προηγούμενη κατά πλειοψηφία απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των επιδίκων ζητημάτων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
To κύριο επιχείρημα της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα βασίστηκε στο σκεπτικό της Motilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29 για να απορρίψει την προσφυγή της αιτήτριας και ότι η ορθή εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου που έπρεπε να εφαρμόσει το Δικαστήριο (δηλαδή την Οδηγία και όχι το Νόμο) είναι στα πλαίσια της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ. Μάλιστα ήταν η θέση της ότι το ΔΕΕ ερμήνευσε το μέρος αυτό της Οδηγίας στην υπόθεση C-502/10 Staatssecretaris van Justitie κατά Mangat Singh, ημερ. 18 Oκτωβρίου, 2012 την οποία και ανέλυσε ενώπιον μας θέλοντας να καταδείξει ότι αντιμετωπίζει την ερμηνεία του όρου «διαμονή βάσει αδείας που έχει επίσημα περιορισθεί» με εντελώς διαφορετική προσέγγιση από την Motilla αλλά και την υπό κρίση απόφαση. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση της πλευράς της αιτήτριας ότι οι λόγοι έφεσης ως προς την απόκλιση από το περιεχόμενο και ratio της Motilla αλλά και η επικαλούμενη από αυτήν ερμηνεία της Singh ανωτέρω, στοιχειοθετούνται. Η προσέγγιση μας είναι ακριβώς η αντίθετη. Η Singh αφήνει το θέμα ανοικτό στον εθνικό δικαστή να κρίνει - είτε μια άδεια έχει χρονικά περιορισθεί, είτε όχι - αν υπάρχει το στοιχείο της προσωρινότητας ή μη. Και αν ναι μεν υπάρχει αυτό το στοιχείο, τότε μόνο γεννάται η εξαίρεση εκ του κανόνα της Οδηγίας. Και αν όχι, τότε ισχύει ο κανόνας. Και είναι ακριβώς αυτό που αποφάσισε ο πρωτόδικος Δικαστής, θεωρώντας περαιτέρω ότι ισχύει πλήρως το ratio της Μotilla. Παρατηρούμε ότι, αν και το Δικαστήριο τόσο στη Μotilla, όσο και στην υπό κρίση υπόθεση, σχηματικά αναφέρεται στο «χρονικό περιορισμένο της άδειας», δεν το ανάγει σε αποκλειστικά προσδιοριστικό της κρίσης για την εξαίρεση του κανόνα. Ακριβώς χρησιμοποιεί το χρονικώς περιορισμένο της άδειας που λάμβανε η αιτήτρια μόνο ως αποκαλυπτικό των όλων περιστάσεων προσωρινότητας ως μέρος της πραγματικής βούλησης ενός ατόμου που προσέρχεται και παραμένει στη χώρα ώστε να καταδειχθεί ο προσωρινός χαρακτήρας της παραμονής του, και ως τέτοιος μη θεμελιωτικός του δικαιώματος που προστατεύει η Οδηγία και ο Νόμος. Συνεπώς το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι το στοιχείο προσωρινότητας ενυπήρχε στην ίδια τη φύση των προαναφερόμενων αιτήσεων της αιτήτριας, η οποία συναρτούσε τα αιτήματα της με συγκεκριμένη εργοδότηση εντός συγκεκριμένου πλαισίου, όχι μόνο χρονικού αλλά υπό τέτοιες συνθήκες (εργοδότηση και ως εκ της εργοδότησης αυτής ως πυρήνα τη συνακόλουθη άδεια), ώστε να καθιστά την προσωρινότητα στοιχείο εγγενές των δεδομένων που και οι εφεσίβλητοι είχαν να αντιμετωπίσουν αλλά και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει ως τέτοιο. Ούτε η ένδειξη "final non renewable" αλλάζει ουσιωδώς τα πράγματα. Είναι μόνο μια, από τις πολλές παραμέτρους των δεδομένων, που κρίνονται σφαιρικά. Εξάλλου η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης υιοθετώντας το σκεπτικό της Motilla δεν θεώρησε την ένδειξη αυτή a priori καθοριστική των πραγμάτων. Να σημειώσουμε απλώς, ότι ο λόγος έφεσης που αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε πως καθ' όσον η Οδηγία ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο, είναι με αναφορά στο Νόμο πλέον και όχι στην Οδηγία που πρέπει να εξετάζεται το θέμα, δεν έχει οποιονδήποτε αντίκρισμα ή συνέπεια με βάση την κατάληξη μας που προηγήθηκε. Θυμίζουμε, εξάλλου, ότι η Οδηγία είναι μια από τις νομικές πράξεις της Ένωσης, με την οποία επιδιώκεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτής και ό,τι ακριβώς περιέχει ένα σύνολο επιδιωκομένων αποτελεσμάτων αλλά και εντολή στα κράτη μέλη, ώστε να θέσουν σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις για την επίτευξη των αποτελεσμάτων αυτών. Εν προκειμένω αυτό έχει επιτευχθεί με το συγκεκριμένο Νόμο, οπότε και το σχετικό παράπονο δεν έχει νόημα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Fathila v. Δημοκρατίας, 1263/2006, ημερ. 6.6.2007,
C-502/10 Staatssecretaris van Justitie κατά Mangat Singh, ημερ. 18 Oκτωβρίου, 2012,
Μotilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 35/09), ημερ. 20/4/2010.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Φ. Kωμοδρόμος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή. Όμως εγώ, με ξεχωριστή απόφαση, εξηγώ συνοπτικά τους λόγους που θεωρώ ότι είμαι δεσμευμένος με το αποτέλεσμα.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας (αρ. υποθ. 35/09).
Η τελευταία, πολίτης των Φιλιππινών, ήλθε στην Κύπρο την 12.4.2002 με άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός με συγκεκριμένη διάρκεια (μέχρι 24.4.2005).
Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, τα οποία εκτίθενται και στην πρωτόδικη απόφαση, μετά τη λήξη της πρώτης άδειας της, την 26.4.05 υπέβαλε αίτηση για νέα άδεια και της εδόθη τέτοια άδεια με διάρκεια μέχρι 12.4.2006, αναφερόμενη ως "final, non renewable". Στη συνέχεια, αιτήθηκε - και της εδόθη - άλλη άδεια διάρκειας μέχρι 30.1.2007 με την ίδια ένδειξη. Της εδόθη και νέα άδεια κατόπιν σχετικής αίτησης, διάρκειας μέχρι 30.1.2008, χωρίς την πιο πάνω ένδειξη.
Στις 16.1.2008, λίγες δηλαδή ημέρες πριν τη λήξη της πιο πάνω άδειας, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, βάσει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ όπως ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Ν.8(Ι)/2007.
Όταν η αίτηση της απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης, η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή ημερ. 20 Απριλίου, 2010, κυρίως με την προώθηση της θέσης ότι λανθασμένα η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της, εφόσον η εφεσείουσα έχοντας συμπληρώσει την απαιτούμενη περίοδο της πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και η άδεια διαμονής της δεν είχε «επίσημα περιορισθεί».
Η πρωτόδικη απόφαση, υιοθέτησε την προσέγγιση της Επιτροπής, λέγοντας τα εξής:
"Κατ' αρχάς, η Δημοκρατία ορθώς παρατηρεί ότι, καθ' όσον η Οδηγία ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο, είναι με αναφορά στο Νόμο πλέον και όχι στην Οδηγία που θα πρέπει να εξετάζεται το θέμα, όπως το εξέτασε και η Επιτροπή. Έπειτα, επί της ουσίας, η υπόθεση εμπίπτει ακριβώς στα πλαίσια της δεσμευτικής απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 29, όπως ορθά αντελήφθη η Επιτροπή, και δεν μπορεί να διαφοροποιείται (η απόφαση στην Fathila εδόθη πριν από την απόφαση στην Motilla). Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε στο Νόμο 8(1)/2007 που να αφαιρεί από τα λεχθέντα στη Motilla, αφού το Άρθρο 18Ζ(2)(γ) ουσιαστικά αναπαράγει το Άρθρο 3.2(ε) της Οδηγίας, το οποίο και αποτέλεσε το αντικείμενο της Motilla".
(Πρόκειται για την υπόθεση Fathila v. Δημοκρατίας, 1263/2006, ημερ. 6.6.2007).
Πριν να προχωρήσουμε στην ενασχόληση μας με τους λόγους έφεσης όπως αναπτύχθηκαν ενώπιον μας, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο του Άρθρου 18Ζ(2)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, (Ν.8(Ι)/2007).
18Η.- (1) Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
..................................
18Ζ.- (1) Τα Άρθρα 18Η μέχρι 18ΙΗ εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), τα Άρθρα 18Η μέχρι 18ΙΗ δεν εφαρμόζονται σε υπήκοους τρίτων χωρών οι οποίοι-
...............................
(γ) διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα, όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί ή εποχιακά εργαζόμενοι ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών ή ως φορείς παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιορισθεί σε ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια·»
(το υπογραμμισμένο μέρος, ως άνω, έχει απαλειφθεί με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.143(Ι)/2009. Η απάλειψη αυτή, ως και οι δικηγόροι έχουν δεχθεί, δεν αλλοιώνει τις θέσεις τους).
Για να γίνει πλήρως κατανοητό ότι ο Νόμος αναπαράγει την Οδηγία θα θέσουμε και το αντίστοιχο μέρος της Οδηγίας. Στο Άρθρο 4 αναφέρεται:
«I. Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.....»
Και προηγουμένως στο Άρθρο 3 (Πεδίο εφαρμογής) ορίζονται τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους.
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι:
(α) διαμένουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση
(β) έχουν την άδεια να διαμένουν σε κράτος μέλος δυνάμει προσωρινής προστασίας ή ζήτησαν την άδεια να παραμείνουν για τον ίδιο λόγο και αναμένουν απόφαση σχετικά με το καθεστώς τους
(γ) έχουν την άδεια να διαμένουν σε κράτος μέλος δυνάμει μορφών προστασίας εκτός της διεθνούς προστασίας ή έχουν υποβάλει αίτηση για άδεια να παραμείνουν για τον ίδιο λόγο και αναμένουν απόφαση σχετικά με το καθεστώς τους
(δ) έχουν υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία και η αίτησή τους δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο οριστικής απόφασης
(ε) διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα, όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) ή εποχιακά εργαζόμενοι, ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακών υπηρεσιών, ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιορισθεί
(στ) απολαύουν νομικού καθεστώτος υποκείμενου στη σύμβαση της Βιέννης του 1961 περί των διπλωματικών σχέσεων, της σύμβασης της Βιέννης του 1963 περί των προξενικών σχέσεων, της σύμβασης του 1969 για τις ειδικές αποστολές, ή της σύμβασης της Βιέννης του 1975 περί των αντιπροσωπιών των κρατών στις σχέσεις τους με τους διεθνείς οργανισμούς που έχουν οικουμενικό χαρακτήρα.»
To κύριο επιχείρημα της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα βασίστηκε στο σκεπτικό της Motilla για να απορρίψει την προσφυγή της αιτήτριας και ότι η ορθή εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου που έπρεπε να εφαρμόσει το Δικαστήριο (δηλαδή την Οδηγία και όχι το Νόμο) είναι στα πλαίσια της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ΔΕΕ (βλ. ειδικότερα λόγος έφεσης 3).
Μάλιστα ήταν η θέση της ότι το ΔΕΕ ερμήνευσε το μέρος αυτό της Οδηγίας στην υπόθεση C-502/10 Staatssecretaris van Justitie κατά Mangat Singh, ημερ. 18 Oκτωβρίου, 2012 την οποία και ανέλυσε ενώπιον μας θέλοντας να καταδείξει ότι αντιμετωπίζει την ερμηνεία του όρου «διαμονή βάσει αδείας που έχει επίσημα περιορισθεί» με εντελώς διαφορετική προσέγγιση από την Motilla αλλά και την υπό κρίση απόφαση.
Έχουμε μελετήσει την ομάδα αυτή των σχετικών λόγων έφεσης όπως αναπτύχθηκαν ενώπιον μας και σε συνάρτηση με την ερμηνεία που επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας. Ομοίως έχουμε μελετήσει αυτά που ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση έχει προβάλει υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση της πλευράς της αιτήτριας ότι οι λόγοι έφεσης ως προς την απόκλιση από το περιεχόμενο και ratio της Motilla αλλά και η επικαλούμενη από αυτήν ερμηνεία της Singh ανωτέρω, στοιχειοθετούνται.
Η προσέγγιση μας είναι ακριβώς η αντίθετη.
Ξεκινούμε από το αυτονόητο. Δεν είναι από μόνο του αρκετό το γεγονός ότι η άδεια έχει μια συγκεκριμένη χρονική διάρκεια για να στοιχειοθετηθεί η εξαίρεση από την κάλυψη της Οδηγίας ή και του Νόμου. Αυτό είναι που ξεκαθαρίζει η υπόθεση Singh και αυτό είναι ακριβώς που λέει. Όμως δυνητικά μπορεί να ισχύει εξίσου και το αντίθετο. Αν μία άδεια έχει συγκεκριμένη ισχύ, αυτό δεν την καθιστά άνευ ετέρου εντός του κανόνα της Οδηγίας όπως επιχείρησε να αντικρίσει το θέμα η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας και όπως εισηγείται ότι είναι το ratio της Singh.
Αντιθέτως, η Singh αφήνει το θέμα ανοικτό στον εθνικό δικαστή να κρίνει - είτε μια άδεια έχει χρονικά περιορισθεί, είτε όχι - αν υπάρχει το στοιχείο της προσωρινότητας ή μη. Και αν ναι μεν υπάρχει αυτό το στοιχείο, τότε μόνο γεννάται η εξαίρεση εκ του κανόνα της Οδηγίας. Και αν όχι, τότε ισχύει ο κανόνας.
Και είναι ακριβώς αυτό που αποφάσισε ο πρωτόδικος Δικαστής, θεωρώντας περαιτέρω ότι ισχύει πλήρως το ratio της Μotilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29.
Δεν έχουμε παρά να παραθέσουμε τη διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου (στην απόφαση πλειοψηφίας) της Μotilla επί του θέματος της προσωρινότητας της διαμονής και άρση της επίκλησης του κανόνα εφαρμογής του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος (ως πιο πάνω).
Λέει το Δικαστήριο σελ.34 και επόμενα:
«Ότι το Άρθρο 3(2)(ε) της Οδηγίας δεν προσδιορίζει με ρητούς όρους χρονικά την αναφορά «επίσημα περιορισθεί» είναι γεγονός, και δεν μπορεί ως εκ τούτου ούτε ο προσδιορισμός στο Νόμο «σε ό,τι αφορά τη χρονική της διάρκεια» να αφαιρέσει από την εμβέλεια της Οδηγίας. Άλλο όμως είναι το ζητούμενο - η ίδια η ερμηνεία των όρων «επίσημα περιορισθεί» ως καθοριστική της εμβέλειας αυτής. Κύριο κριτήριο για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, σύμφωνα με την εισαγωγική παράγραφο (6) της Οδηγίας, είναι η διάρκεια παραμονής ως αποκαλύπτουσα «την εδραίωση του προσώπου στη χώρα» («that the person has put down root in the country»). Και δικαίως, αφού η ουσιαστική φιλοσοφία που αναδεικνύεται είναι ότι, προκειμένου περί υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος έχει μέσω νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής «εδραιωθεί» στη χώρα μέλος, είναι δίκαιο, ως σύμφωνο με τις εύλογες προσδοκίες του, ότι θα συνεχίσει έτσι τη ζωή που δημιούργησε εκεί στην ίδια βάση και θα τύχει ανάλογης δίκαιης μεταχείρισης ως προς τη μονιμότητα της παραμονής του. Η φιλοσοφία αυτή συνάδει με την όλη ανθρωπιστική αντίληψη που διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τη διαχρονική διαμόρφωση αρχών δικαίου σε πλείστους όσους τομείς του.
Είναι υπό αυτό το πρίσμα που εξηγούνται και που πρέπει να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις του Άρθρου 3 στο γενικό κανόνα ότι πενταετής νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή του υπηκόου τρίτης χώρας, στη χώρα μέλος δίδει δικαίωμα στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το διάστημα της πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής καθορίστηκε προφανώς στη βάση ότι, στη συνήθη περίπτωση, μια τέτοια πενταετής παραμονή αναμένεται να δημιουργεί συνθήκες εδραίωσης. Επειδή όμως ακριβώς πρόκειται για γενικό κανόνα, ανεγνωρίσθη συγχρόνως η ανάγκη για εξαιρέσεις καθ' όσον σε αρκετές περιπτώσεις η προϋπόθεση του κανόνα μπορεί να αναιρείται. Στο επίκεντρο λοιπόν της έρευνας ως προς την ερμηνεία των εξαιρέσεων πρέπει να είναι η φύση και ο σκοπός της παραμονής, αφού αυτά είναι που καθορίζουν ή αναιρούν την εύλογη προσδοκία για εδραίωση της παραμονής, και όχι απλώς η χρονική διάρκεια της έστω και αν αυτή υπερβαίνει τα πέντε έτη, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρονική διάρκεια να συνιστά και παράγοντα προς τον οποίο συναρτάται η φύση και ο σκοπός της παραμονής.
Και για να το εξηγήσει περισσότερο το Δικαστήριο αναλύει άλλα παραδείγματα που προκύπτουν από το ίδιο άρθρο ως εξής:
Είναι για τούτο που το Άρθρο 3(2)(α) εξαιρεί του ωφελήματος του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος ειδικά τους φοιτητές και τους επαγγελματικά ασκουμένους, προφανώς έστω και αν αυτοί παραμένουν πέραν των πέντε ετών, αφού η φύση και ο σκοπός της παραμονής τους είναι η χρήση των σπουδαστικών μέσων της χώρας μέλους χωρίς εύλογη προσδοκία μόνιμης εγκατάστασης εκεί (ακόμα και αν μπορεί να λεχθεί ότι συχνά και οι σπουδαστές δημιουργούν δεσμούς εδραίωσης στη χώρα των σπουδών τους). Το σημαντικό είναι ότι η άδεια παραμονής που παραχωρείται σε σπουδαστές βασίζεται στην εξ αρχής αντίληψη της προσωρινής και για συγκεκριμένο σκοπό παραμονής τους, με αποτέλεσμα να μην τους επιτρέπεται να προσβλέπουν εύλογα σε de facto προοπτική μόνιμης παραμονής τους έστω και αν οι σπουδές τους διαρκέσουν πέραν των πέντε ετών.
Είναι το ίδιο με τις άλλες εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις που αφορούν προσωρινή ή επικουρικής μορφής προστασία (Άρθρο 3(2)(β) και 3(2)(γ) και πρόσφυγες ή αιτητές για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα (Άρθρο 3(2)(δ) βασίζονται στο ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν εξ αρχής νόμιμη παραμονή στο κράτος μέλος για το συγκεκριμένο σκοπό της προσωρινής ή επικουρικής μορφής προστασία ή ως πρόσφυγες ή εν αναμονή της διεκπεραίωσης της αίτησης τους για αναγνώριση τους ως πρόσφυγες, και δεν μπορούν να έχουν εύλογη προσδοκία παραμονής για άλλο ευρύτερο σκοπό έστω και αν η παραμονή τους υπερβεί τα πέντε έτη.
Ομοίως, η εξαίρεση του Άρθρου 3(2)(στ) συναρτάται προς την εν γένει «διπλωματική» ιδιότητα του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος δεν αναμένει και δεν αναμένεται να «εδραιώνεται» στη χώρα μέλος έστω και αν παραμείνει πέραν των πέντε ετών αφού η ιδιότητα του αυτή είναι απόλυτα συνυφασμένη με την υπηρεσία του προς τη χώρα του και περνά μέσα από τη δική της «διπλωματική» παρουσία στη χώρα μέλος.
Και οι εξαιρέσεις, τέλος, του Άρθρου 3(2)(ε) έχουν ανάλογο rationale. Αυτές είναι οι περιπτώσεις που η ίδια η Οδηγία καθορίζει ως περιπτώσεις διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα και για τις οποίες δίδει παραδείγματα (χωρίς ασφαλώς αυτά να είναι εξαντλητικά). Στις περιπτώσεις αυτές, στην ίδια την έννοια της προσωρινότητας υπεισέρχεται και το περιορισμένο της αναμενόμενης χρονικής διάρκειας της παραμονής σε συνάρτηση με τη φύση και το σκοπό της, ώστε να αναιρείται η εύλογη προοπτική εδραίωσης της παραμονής. Αυτή ταύτη η εξ αρχής προσωρινότητα του χαρακτήρα της παραμονής εξυπακούει και δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα έστω και αν τελικά το εν λόγω πρόσωπο παραμείνει στη χώρα μέλος πέραν των πέντε ετών.
Ειδικά δε για την εξαίρεση (με την οποία ασχολείται και η συγκεκριμένη απόφαση Singh) αναφέρει:
«Η περίπτωση που η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί», είτε θεωρηθεί ως περίπτωση διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού προς τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες περιπτώσεις) είτε θεωρηθεί ως ξεχωριστή εξαίρεση (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού της διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα), σαφώς παραπέμπει στη γενικότερη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος να ρυθμίσει, στα πλαίσια της μεταναστευτικής πολιτικής του, μέσα από «επίσημους περιορισμούς» τις κατηγορίες εκείνες των αλλοδαπών οι οποίες, ως εκ της φύσης τους και του προσδιορισμένου και περιορισμένου του σκοπού της παραμονής, δεν μπορούν να έχουν την προοπτική της μονιμότητας που δημιουργεί εύλογη προσδοκία «εδραίωσης» και συνέχισης της παραμονής στο πνεύμα της Οδηγίας.»
(o τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Παρατηρούμε ότι, αν και το Δικαστήριο τόσο στη Μοtilla όσο και στην υπό κρίση υπόθεση, σχηματικά αναφέρεται στο «χρονικό περιορισμένο της άδειας» δεν το αναγάγει σε αποκλειστικά προσδιοριστικό της κρίσης για την εξαίρεση του κανόνα.
Ακριβώς χρησιμοποιεί το χρονικώς περιορισμένο της άδειας που λάμβανε η αιτήτρια μόνο ως αποκαλυπτικό των όλων περιστάσεων προσωρινότητας ως μέρος της πραγματικής βούλησης ενός ατόμου που προσέρχεται και παραμένει στη χώρα ώστε να καταδειχθεί ο προσωρινός χαρακτήρας της παραμονής του, και ως τέτοιος μη θεμελιωτικός του δικαιώματος που προστατεύει η Οδηγία και ο Νόμος.
Συνεπώς το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι το στοιχείο προσωρινότητας ενυπήρχε στην ίδια τη φύση των προαναφερόμενων αιτήσεων της αιτήτριας η οποία συναρτούσε τα αιτήματα της με συγκεκριμένη εργοδότηση εντός συγκεκριμένου πλαισίου, όχι μόνο χρονικού αλλά υπό τέτοιες συνθήκες (εργοδότηση και ως εκ της εργοδότησης αυτής ως πυρήνα τη συνακόλουθη άδεια), ώστε να καθιστά την προσωρινότητα στοιχείο εγγενές των δεδομένων που και οι εφεσίβλητοι είχαν να αντιμετωπίσουν αλλά και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει ως τέτοιο. Ούτε η ένδειξη "final non renewable" αλλάζει ουσιωδώς τα πράγματα. Είναι μόνο μια, από τις πολλές παραμέτρους των δεδομένων, που κρίνονται σφαιρικά. Εξάλλου η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης υιοθετώντας το σκεπτικό της Motilla δεν θεώρησε την ένδειξη αυτή a priori καθοριστική των πραγμάτων.
Στη Singh στις παραγρ.51 και 52 το ΔΕΕ αναφέρει:
«51. Συνεπώς, μια άδεια διαμονής που έχει επίσημα περιορισθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας, αλλά της οποίας ο εν λόγω περιορισμός δεν εμποδίζει την επί μακρόν διαμονή του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άδεια διαμονής που έχει επίσημα περιορισθεί, κατά την έννοια του Άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2003/109, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία αυτή και χωρίς, συνεπώς, η εν λόγω οδηγία να καταστεί άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
52 Ως εκ τούτου, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο επίσημος περιορισμός μιας άδειας διαμονής βάσει της εθνικής νομοθεσίας παρέχει ή όχι στον δικαιούχο της άδειας αυτής τη δυνατότητα επί μακρόν διαμονής στο οικείο κράτος μέλος.»
(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Κρίνουμε ότι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης δεν έχει επ' ουδενί διασαλευθεί και προχωρούμε στην επικύρωση της. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης συναρτώνται με δευτερογενή συμπεράσματα του Δικαστηρίου (ως προς την εξέταση των προϋποθέσεων για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, όπως οι σταθεροί πόροι κ.λ.π. βλ. σελ. 3 και 4 της πρωτόδικης απόφασης) που θα είχαν θέση για παρεπόμενη εξέταση μόνο εφόσον ο πρωτογενής και κύριος πιο πάνω λόγος έφεσης επετύγχανε. Επειδή αυτό δεν έχει γίνει, η εξέταση τους είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα και δεν θα επιχειρηθεί.
Να σημειώσουμε απλώς ότι ο λόγος έφεσης που αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε πως καθ' όσον η Οδηγία ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο, είναι με αναφορά στο Νόμο πλέον και όχι στην Οδηγία που πρέπει να εξετάζεται το θέμα, δεν έχει οποιονδήποτε αντίκρισμα ή συνέπεια με βάση την κατάληξη μας που προηγήθηκε.
Θυμίζουμε, εξάλλου, ότι η Οδηγία είναι μια από τις νομικές πράξεις της Ένωσης με την οποία επιδιώκεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτής και ότι ακριβώς περιέχει ένα σύνολο επιδιωκομένων αποτελεσμάτων αλλά και εντολή στα κράτη μέλη ώστε να θέσουν σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις για την επίτευξη των αποτελεσμάτων αυτών (βλ. Σύγγραμμα Π. Κανελλόπουλου, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 5η έκδοση, σελ.287 κ.επ., Α.Ι.Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, σελ. 140). Εν προκειμένω αυτό έχει επιτευχθεί με το συγκεκριμένο Νόμο, οπότε και το σχετικό παράπονο δεν έχει νόημα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29, είχα ταχθεί με την άποψη της μειοψηφίας. Συνεχίζω να διατηρώ τις απόψεις μου και θα έλεγα ότι μετά που είχα την ευκαιρία να μελετήσω την υπόθεση Staatssecretaris van Justitie κατά Mangat Singh, C-502/10, ημερ. 18.10.2012, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα, οι αρχικές μου απόψεις δεν διαφοροποιούνται.
Όμως η Motilla, ανωτέρω, είναι απόφαση δεσμευτική και ως εκ τούτου, παρά τις διαφορετικές απόψεις μου, είμαι υπόχρεος να συμφωνήσω με το αποτέλεσμα της απόφασης της αδελφής δικαστού Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.