ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C49
(2015) 3 ΑΑΔ 24
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2010)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Το ζήτημα εξετάζεται και αυτεπάγγελτα πολύ περισσότερο όταν η προσβαλλόμενη πράξη εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου ως πράξη αναγόμενη στην ποινική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ― Άρθρο 113 του Συντάγματος ― Ερμηνεία από την νομολογία ― Εφαρμογή των πάγιων νομολογιακών πορισμάτων στα επίδικα γεγονότα πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, αυτή της αδυναμίας ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος της οποιασδήποτε πτυχής της ποινικής αρμοδιότητας του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο αιτητής επιδίωξε να οδηγήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, και κατ' έφεσιν, στο να ελέγξει την ποινική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία ουδέποτε ελέγχθηκε αναθεωρητικώς κατά πάγια νομολογία.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στην ένσταση ρητώς καταγράφεται ως προδικαστική ένσταση η θέση, ότι η επίδικη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα δεν περιείχε οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιο ζήτημα μπορεί να εγερθεί έστω και αυτεπάγγελτα, οποτεδήποτε, ακόμα και στο στάδιο της έφεσης, ως θέμα δημοσίας τάξης που άπτεται των προϋποθέσεων για ανάληψη δικαιοδοσίας.
2. To ζήτημα του χειρισμού των καταγγελιών του εφεσείοντα επί της ουσίας και το κατά πόσο θα έπρεπε να διενεργηθεί ποινική έρευνα ή να ασκηθεί δίωξη, ήταν θέματα που ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του Γενικού Εισαγγελέα, άρρηκτα συνυφασμένες με τη λειτουργία του ως φορέα της εξουσίας που του παρέχει το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και συνεπώς εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Διονυσίου ν. Κ.Ο.Τ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 203,
Xenophontos and the Republic, Minister of Interior, 2 R.S.C.C. 89,
Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 7,
Kyriakides and The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 446/07), ημερ. 20/5/2010.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Γ. Χατζηχάννα (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είχε απευθυνθεί με επιστολή ημερομηνίας 10.9.2006 προς το Υπουργικό Συμβούλιο, τον Γενικό Εισαγγελέα, την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και το Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως , αναφορικά με διαδικασία πλήρωσης μονίμων θέσεων λειτουργών του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, στα πλαίσια της οποίας είχε υποβάλει αίτηση και επρόκειτο να παρουσιαστεί σε γραπτή εξέταση το Σεπτέμβριο του 2006.
Με την επιστολή του αναφέρθηκε στα παράπονά που είχε κάνει και στις δικαστικές διαδικασίες που ήγειρε αναφορικά με την παραίτησή του, το 2002, από θέση λειτουργού στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και ζήτησε να εξετασθούν όλα τα σχετικά υπηρεσιακά θέματα και παράπονά του και διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί του σε σχέση με την υπηρεσία του στο εν λόγω Γραφείο που, κατά την άποψή του, έθεταν ζητήματα ποινικών και πειθαρχικών παραπτωμάτων, παραβίασης ιατρικού απορρήτου και δυσφήμισης. Ζήτησε επίσης το διορισμό ανεξάρτητου ερευνόντος λειτουργού προς εξέταση ευθύνης της Επιτρόπου Διοικήσεως, για το ότι δεν είχε παραπέμψει τα υπηρεσιακά του παράπονα στην αστυνομία και το Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης ποινικών αδικημάτων. Κατέληξε δε λέγοντας ότι ενόψει των παραπάνω δεν θα ελάμβανε μέρος στην προαναφερθείσα γραπτή εξέταση, σημειώνοντας ότι τούτο ουδόλως σήμαινε την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του για την πλήρωση της εν λόγω θέσεως.
Η απαντητική επιστολή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 22.12.2006, πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι «το γραφείο του γενικού εισαγγελέα δεν είναι αρμόδιο να γνωματεύει σε αιτήματα ιδιωτών, καθότι βάσει του Άρθρου 113 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών.» Του υποδείχθηκε δε, ότι μπορούσε να απευθυνθεί για γνωμάτευση σε δικηγόρο της αρεσκείας του.
Ο εφεσείων προσέβαλε την εν λόγω απάντηση με προσφυγή ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, προβάλλοντας τη θέση ότι ήταν υποχρέωση και οφειλόμενη ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να παρέμβει προς διερεύνηση των παραπόνων του και να τα επιληφθεί σύμφωνα με τις εξουσίες που απορρέουν από τα Άρθρα 113.2 και 35 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί προδικαστικής ενστάσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση και συγκεκριμένα ότι:
«Ο Γενικός Εισαγγελέας, στα πλαίσια των εξουσιών του, έκρινε ότι τα όσα ο αιτητής, με την επιστολή του, ανέπτυσσε ουσιαστικά δεν μπορούσαν να απαντηθούν από τον ίδιο. Η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα προς διερεύνηση παραπόνων ή και άλλων ζητημάτων που τίθενται ενώπιον του εκφεύγει του Αναθεωρητικού Ελέγχου που προβλέπει το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, λόγω ακριβώς της εξουσίας που παρέχεται σ' αυτόν από το Σύνταγμα και η οποία συνδέεται με τη λειτουργία και την απονομή της δικαιοσύνης.»
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η παραπάνω πρωτόδικη κατάληξη, αλλά και εγείρεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε το θέμα εφόσον δεν είχε εγερθεί στην ένσταση. Ως προς το δεύτερο δε ζήτημα σημειώνουμε ότι στην ένσταση ρητώς καταγράφεται ως προδικαστική ένσταση η θέση ότι η εν λόγω επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα δεν περιείχε οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιο ζήτημα μπορεί να εγερθεί έστω και αυτεπάγγελτα, οποτεδήποτε, ακόμα και στο στάδιο της έφεσης, ως θέμα δημοσίας τάξης που άπτεται των προϋποθέσεων για ανάληψη δικαιοδοσίας (Διονυσίου ν. Κ.Ο.Τ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 203).
Επί της ουσίας, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε υποχρέωση να παρέμβει ως η αίτηση του και η μη παρέμβαση συνιστά εκτελεστή παράλειψη. Ειδικότερα προέβαλε τη θέση ότι σύμφωνα με το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας είχε υποχρέωση να κινήσει τη διαδικασία διερεύνησης των παραπόνων-αιτημάτων του, περιλαμβανομένων των ισχυρισμών του για πειθαρχικά παραπτώματα και ποινικά αδικήματα και για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως και του δικαιώματός του για εργασία.
Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Xenophontos and the Republic, Minister of Interior, 2 R.S.C.C. 89. Στην υπόθεση όμως εκείνη, το Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την εξουσία που παρέχεται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος στον Γενικό Εισαγγελέα «να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει διαδικασία ή διατάσσει δίωξη καθ' οιουδήποτε προσώπου στην Δημοκρατία για οποιοδήποτε αδίκημα κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον», αποφάσισε ότι η εξουσία αυτή εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου που προβλέπει το Άρθρο 146 του Συντάγματος, λόγω ακριβώς της συνάφειας της με τη δικαστική λειτουργία. Η νομολογία υπήρξε σταθερή με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υπόθεση Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 7. Η ίδια αρχή αποφασίστηκε ότι διέπει και τις ενέργειες των αστυνομικών αρχών που είναι αναγκαίες για την άσκηση ποινικής δίωξης (Kyriakides and The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66).
Θεωρούμε ότι η ίδια αρχή ισχύει επί της ίδιας δικαιολογητικής βάσης και εν προκειμένω. To ζήτημα του χειρισμού των καταγγελιών του εφεσείοντα και το κατά πόσο θα έπρεπε να διενεργηθεί ποινική έρευνα ή να ασκηθεί δίωξη ήταν θέματα που ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του Γενικού Εισαγγελέα, άρρηκτα συνυφασμένες με τη λειτουργία του ως φορέα της εξουσίας που του παρέχει το Άρθρο 113.2 και συνεπώς εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου.
Ως εκ των άνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €1.500 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.