ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C94
(2015) 3 ΑΑΔ 42
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 62/2010)
(Υπόθεση Αρ. 71/2008)
11 Φεβρουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΝΝΑΟΥΡΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ,
Εφεσίβλητου
------------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης και Σ.Α. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Αποστολίδου (κα) για Κ. Τσιρίδη, για το Εφεσίβλητο.
-----------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με απόφαση του ημερ. 23.3.2010 την προσφυγή του εφεσείοντος εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου Συμβουλίου να προάξει στη θέση του Ανώτερου Επόπτη το ενδιαφερόμενο μέρος Χαράλαμπο Κανάρη.
Υπήρξε προηγούμενη ακυρωτική απόφαση υπέρ του εφεσείοντος όταν με την υπ΄ αρ. 258/2006 αίτηση ακυρώσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 16.10.2007 ακύρωσε την πράξη για το λόγο ότι το άρθρο 7(7) του περί Συμβουλίου Αμπελοοινικών Προϊόντων Νόμου του 2004, Νόμος αρ. 61(Ι)/2004, λήφθηκαν υπόψη συστάσεις του Διευθυντή οι οποίες μόλυναν με παρανομία την απόφαση, καθώς επίσης και ότι το Συμβούλιο κατά την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων εισήγαγε εξωγενές στοιχείο κρίσης δημιουργώντας ανύπαρκτο πλεονέκτημα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στην απορριπτική του και τώρα υπό έφεση απόφαση του, μόνο με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης εφόσον δεν επανήλθε στο προσκήνιο ο πρώτος λόγος ακύρωσης αναφορικά με τις συστάσεις του Διευθυντή. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εύλογη και ορθή στη βάση των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων κρίσης, ήτοι, των προσόντων, της αξίας και της αρχαιότητας.
Το ουσιώδες παράπονο του εφεσείοντος αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας κατά το οποίο, στη βάση των γεγονότων που λήφθηκαν ως δεδομένα στην υπόθεση υπ΄ αρ. 258/2006, ο εφεσείων είναι ίσος σε υπηρεσιακή αρχαιότητα με το ενδιαφερόμενο μέρος, με μόνη διαφορά την ηλικία τους. Παρά το γεγονός αυτό το εφεσίβλητο Συμβούλιο έκρινε κατά την επανεξέταση διαφορετικά το ζήτημα, θεωρώντας αρχαιότερο το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω του ότι είχε περισσότερη υπηρεσία με βάση την έκτακτη του απασχόληση. Προκύπτει, κατά την εισήγηση, λάθος του εφεσίβλητου Συμβουλίου σ΄ αυτή του την κρίση και κατ΄ επέκταση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διότι η προϋπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους σε έκτακτη θέση αποτέλεσε εξωγενές στοιχείο, αντιφατικό με το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε, ενώ κατά τους Κανονισμούς που ισχύουν στο εφεσίβλητο Συμβούλιο, η έκτακτη προϋπηρεσία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.
Το εφεσίβλητο Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου διότι κατά την επανεξέταση το Συμβούλιο δεν ασχολήθηκε με το θέμα της αρχαιότητας που ήταν ίση μεταξύ εφεσείοντος και ενδιαφερομένου μέρους, αλλά με τη συνολική υπηρεσία του τελευταίου, η οποία ήταν μεγαλύτερης διάρκειας από αυτή του εφεσείοντος.
Είναι όμως προσχηματική η πιο πάνω θέση και η έφεση πρέπει να επιτύχει. Η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 258/2006, ημερ. 16.10.2007, (Κραμβής, Δ.), είχε ως σκεπτικό επί του θέματος που συζητείται το εξής:
«Τρεις υπάλληλοι του Συμβουλίου κρίθηκαν ως κατάλληλοι υποψήφιοι για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης. Οι εν λόγω υποψήφιοι, ανάμεσα στους οποίους ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν το απαιτούμενο προσόν της τριετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση Επόπτη Α΄. Το Συμβούλιο, προχώρησε στον καταρτισμό του προβλεπόμενου από τους κανονισμούς καταλόγου στον οποίο καταγράφονται τα στοιχεία του κάθε υποψήφιου που λαμβάνονται από τον προσωπικό του φάκελο. Οι τρεις υποψήφιοι κρίθηκαν ίσοι σε αξία αφού από το έτος 2000 μέχρι το έτος 2004 είχαν τις ίδιες αξιολογήσεις. Καθόσον αφορά την αρχαιότητα διαπιστώθηκε ότι και οι τρεις ήταν ίσοι στην υπηρεσιακή αρχαιότητα. Ο αιτητής ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τους άλλους δύο υποψήφιους.»
Το πιο πάνω απόσπασμα δεν μνημονεύθηκε στο εφεσιβαλλόμενο εδώ πρωτόδικο σκεπτικό. Όταν κατά την επανεξέταση το εφεσίβλητο Συμβούλιο κατέγραψε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στο κριτήριο της αρχαιότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου. Το εφεσίβλητο Συμβούλιο είχε καταγράψει τη σκέψη του στο σχετικό πρακτικό ως εξής:
«Οι τρεις υποψήφιοι είναι ίσοι, σύμφωνα με την ημερομηνία διορισμού τους στη μόνιμη θέση του Επόπτη (1/1/1989). Ο Χαράλαμπος Κανάρης όμως υπηρέτησε ως έκτακτος επόπτης για ένα περίπου χρόνο περισσότερο από τους άλλους δύο υποψήφιους.
Συγκεκριμένα ο Χαράλαμπος Κανάρης υπηρέτησε από 6/10/1981, ο Χαράλαμπος Καννάουρος από 11/10/1982 και ο Άλκης Νεοφύτου από 20/9/1982. Η υπηρεσία αυτή λαμβάνεται υπόψη για το λόγο ότι τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης είναι συναφή με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Συνεπώς το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο κ. Κανάρης υπερέχει ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας των άλλων δύο υποψηφίων.»
Αναμφίβολα η κρίση αυτή παραβίαζε τα δεδομένα της ακυρωτικής απόφασης διότι εκεί σαφώς, με αναφορά στον καταρτισθέντα, προβλεπόμενο από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου, κατάλογο, αναφέρθηκε ότι οι τρεις υποψήφιοι (εφεσείων εδώ, ενδιαφερόμενο μέρος και ένα τρίτο πρόσωπο), ήταν «ίσοι σε υπηρεσιακή αρχαιότητα. Ο αιτητής ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τους άλλους δύο υποψήφιους.». Αυτό αναγνωρίσθηκε και κατά τη σύσταση του Διευθυντή, όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση του Κραμβή, Δ., και αυτό ήταν ένα δεδομένο έστω και αν η σύσταση κρίθηκε πάσχουσα διότι σύμφωνα με το άρθρο 7(7) του Νόμου αρ. 61(Ι)/2004, ο Διευθυντής παρίσταται στις συνεδρίες χωρίς δικαίωμα ψήφου και χωρίς να προβλέπεται η εκ μέρους του παροχή σύστασης. Αυτό δεν ήταν ένα απλό ιστορικό στοιχείο αναφοράς, αλλά ένα δεδομένο που απέρρεε από τη συγκριτική εικόνα των υποψηφίων.
Κατά την επανεξέταση, ουδέν αναφέρθηκε ως προς αυτή την ηλικιακή αρχαιότητα. Η αναφορά στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση δεν ήταν απλώς ιστορική, ως μέρος της παράθεσης των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση, αλλά ένα υπαρκτό δεδομένο μη αμφισβητούμενο.
Υπάρχει όμως και έτερο πρόβλημα στην πρωτόδικη κρίση που ευστόχως ανέδειξε ο κ. Αγγελίδης στη συζήτηση της υπόθεσης. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο τις διατάξεις του Κανονισμού 17(7) των περί Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, (Όροι Υπηρεσίας των Υπαλλήλων των Συμβουλίων) Κανονισμών του 1976, ως τροποποιήθηκαν, που ίσχυαν στον επίδικο χρόνο, πριν την κατάργηση τους με τους περί Συμβουλίου Αμπελοοινικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 2007, (Κ.Δ.Π. 529/2007), ημερ. 7.12.2007, (οι οποίοι ας σημειωθεί με τον νέο Κανονισμό 15, η αρχαιότητα πλέον συμβαδίζει με τις σχετικές διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990), ορθά καταγράφει ότι η αρχαιότητα των υπαλλήλων που διορίζονται ταυτόχρονα κρίνεται με βάση την αρχαιότητα και όπου δεν υπάρχει προηγούμενη αρχαιότητα, με βάση την ηλικία τους, με ταυτόχρονη ορθή νομολογιακή προσέγγιση ότι «Προηγούμενη υπηρεσία η οποία αφορά έκτακτη απασχόληση στο Συμβούλιο δεν λαμβάνεται υπόψη», (εφόσον κατά τον Καν. 17 η αρχαιότητα λογίζεται στη βάση της κατοχής θέσης με βάση διορισμό ή προαγωγή), στη συνέχεια καταγράφει ότι εκείνο που είχε συνεκτιμήσει το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, «ήταν η συνολική υπηρεσία των υποψηφίων και όχι η αρχαιότητα».
Η πιο πάνω διαπιστωθείσα αντίφαση έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση της πράξης εφόσον το Δικαστήριο αναγνώρισε στην επόμενη παράγραφο του σκεπτικού του ότι «.. η αναφορά στην αρχαιότητα ήταν αδόκιμη». Παρά ταύτα έκρινε ότι η τρίτη παράγραφος της απόφασης του Συμβουλίου «προσφέρει επαρκή νομική στήριξη στην προσβαλλόμενη απόφαση.». Αυτό είναι λανθασμένο. Το Συμβούλιο έπρεπε να κρίνει στη βάση της ηλικιακής αρχαιότητας που παραμένει θεσμοθετημένο κριτήριο διαφοροποίησης και όχι στη βάση συνολικής υπηρεσίας, που δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως εξωγενές στοιχείο.
Υπό το φως των ανωτέρω και του καταλυτικού του συζητηθέντος λόγου έφεσης δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ