ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C93
(2015) 3 ΑΑΔ 29
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2010)
(Υπόθεση Αρ. 414/2007)
11 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Δικαστές]
CHRIKAR TRADING CO. LTD,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση,
_________
Αν. Μυλωνάς, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Τελωνείων ημερομηνίας 27.12.2006, με την οποία διάφορα τυριά που εισήγαγαν οι εφεσείοντες χαρακτηρίστηκαν ως απομιμήσεις τυριών και κατατάχθηκαν σε άλλες δασμολογικές κλάσεις απ΄ότι τα κατέταξαν οι εφεσείοντες, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί φόρος κατανάλωσης ύψους ΛΚ177.146, πλέον 10% πρόσθετη επιβάρυνση, η οποία ανήλθε στο ποσό των ΛΚ17.714, πλέον 9% τόκο ετησίως επί του οφειλόμενου ποσού.
Οι εφεσείοντες εισήγαγαν από την Ελλάδα, μεταξύ 22.5.2004 και 5.3.2006, με 26 αποστολές (ενδοκοινοτικές διακινήσεις), προϊόντα της εταιρείας Kolios S.A. Greek Dairy με την εμπορική ονομασία "Fast", "Tostino", "Vitam" και "Aspro with Vegetable Fat Oil". Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του Τμήματος Τελωνείων τα τυριά που παρασκευάζονται από γάλα ή υποπροϊόντα γάλακτος, θα πρέπει να ταξινομούνται στη δασμολογική κλάση 04.06, ενώ οι απομιμήσεις τυριών ή άλλων μεταλλαγμένων συστατικών υποκατάσταστων του γάλακτος παύουν να θεωρούνται γαλακτοκομικά προϊόντα και θα πρέπει να ταξινομούνται στη δασμολογική κλάση 19.01 και 21.06. Με δεύτερη εγκύκλιο, τα «τυριά» για χορτοφάγους επίσης θεωρήθηκαν «απομιμήσεις τυριών». Κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν επιβαλλόταν φόρος κατανάλωσης σε τυριά που παρασκευάζονταν από γαλακτοκομικά προϊόντα και ταξινομούνταν στη δασμολογική κλάση 04.06, ενώ επιβαλλόταν τέτοιος φόρος κατανάλωσης σε παρόμοια προϊόντα με υποκατάστατα γάλακτος, αφού χαρακτηρίζονταν ως «απομιμήσεις τυριών» και ταξινομούνταν στη δασμολογική κλάση 21.06 και 19.01 της συνδυασμένης ονοματολογίας «Taric».
Τα προϊόντα που εισήγαγαν οι εφεσείοντες, περιείχαν φυτικά έλαια και άλλα συστατικά υποκατάστατα του γάλακτος. Οι εφεσείοντες εκτελώνιζαν τα προϊόντα και των δύο κατηγοριών χωρίς να καταβάλλουν φόρο κατανάλωσης για τα προϊόντα που θεωρούνταν «απομιμήσεις τυριών» και τα οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο φορολογούνταν με φόρο κατανάλωσης.
Οι εφεσείοντες εκτελώνισαν τα προϊόντα και χωρίς να καταχωρίσουν τις απαιτούμενες διασαφήσεις μέσα στην προθεσμία που προέβλεπε ο περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν.91(Ι)/2004), όπως τροποποιήθηκε, διέθεσαν τα προϊόντα.
Μετά την συλλογή στοιχείων από τα σχετικά τιμολόγια, το Τμήμα Τελωνείων ετοίμασε συνοπτικό Κατάλογο στον οποίο, μεταξύ άλλων, φαίνονται τα προϊόντα που έφεραν φόρο και οι οφειλόμενοι φόροι κατανάλωσης και, στη βάση αυτού, η Διευθύντρια Τελωνείων με επιστολή της ημερομηνίας 27.12.2006 αξίωσε την καταβολή του ανείσπρακτου φόρου κατανάλωσης.
Με δέκα λόγους έφεσης οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα και επαρκή έρευνα και πως η περί του αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι ο χαρακτηρισμός των επιδίκων προϊόντων ως «απομιμήσεις» θα έπρεπε να στηριχθεί σε εργαστηριακό έλεγχο των συστατικών των προϊόντων και όχι να περιοριστεί στο τί αναγραφόταν στις σημάνσεις πάνω σ΄αυτά και σε πληροφορίες από το διαδίκτυο. Περαιτέρω, συνεχίζει η εισήγηση, οι εφεσίβλητοι όφειλαν να προβούν σε έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο τα προϊόντα αυτά που δεν είναι τυριά, δύνανται να καταταχθούν στις δασμολογικές κλάσεις Σ.Ο.1901 και 2106 και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «απομίμηση τυριών».
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι η κατάταξη των προϊόντων στην κλάση «απομιμήσεις τυριών» ήταν αυθαίρετη, καθότι δεν υπάρχει ορισμός για «απομίμηση τυριών» και οι εφεσίβλητοι στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι ένα προϊόν που δεν αποτελείται από ζωϊκό γάλα ή παράγωγα ζωϊκού γάλακτος, το προϊόν αυτό δεν είναι τυρί και, αφού σε αυτό περιέχονται άλλες κύριες ουσίες πέραν του ζωϊκού γάλακτος ή παρασκευάζεται από φυτικά έλαια, τότε το προϊόν αυτό είναι «απομίμηση τυριού».
Το διοικητικό όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Στο αρμόδιο διοικητικό όργανο εναπόκειται να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, η οποία μπορεί να διεξαχθεί είτε από το ίδιο το όργανο είτε δια μέσω άλλου (άρθρο 45 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 Ν.158(Ι)/1999). Σε περιπτώσεις όπου η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ΄ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 ΑΑΔ 3835). Σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345). Σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων, η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανέλεγκτος και το Δικαστήριο επεμβαίνει εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, ή αν η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας (Logicom Ltd v. Δημοκρατία (2003) 3 ΑΑΔ 287).
Σύμφωνα με το Τέταρτο Παράρτημα, Μέρος Γ, κλάση 12, του περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Νόμος 90(Ι)/2004) «απομιμήσεις τυριών που υπάγονται στους κωδικούς Σ.Ο. 1901 και 2106» φέρουν συντελεστή φόρου κατανάλωσης £1,40/kg. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το Τελωνείο προέβη στην δέουσα έρευνα για να καταλήξει ότι τα προϊόντα που εισήγαγαν οι εφεσείοντες ήταν απομιμήσεις τυριών και να τα κατατάξει στην ανάλογη φορολογική κλάση.
Σχετικό με το εγερθέν θέμα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση DPD MILK PRODUCTS LTD ν. Υπουργείου Οικονομικών, διά του Τμήματος Τελωνείων (2011) 3 ΑΑΔ 351, όπου ηγέρθηκε πανομοιότυπο ζήτημα:
«Με δεδομένη την ύπαρξη της φορολογικής κλάσης «απομιμήσεις τυριών», το ζητούμενο είναι κατά πόσο η διοίκηση ευλόγως κατέταξε τα εν λόγω προϊόντα στην εν λόγω κλάση. Είναι, προς τούτο, άσχετο αν οποιαδήποτε ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύει την περιγραφή μη γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τα εν λόγω, ως απομίμηση αυτών, ούτε βεβαίως τα προϊόντα τα ίδια φέρουν τέτοια περιγραφή. Εξ άλλου, η ονομασία της φορολογικής κλάσης ως «απομιμήσεις τυριών» δεν έχει απόλυτο τελεολογικό περιεχόμενο, αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου φορολογικού σκοπού προς τον οποίο απευθύνεται. Η ουσία του πράγματος έγκειτο στο ότι, καθ΄ όσον με τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έλαβε το Τελωνείο από την ίδια την Εφεσείουσα και άλλες πηγές του, διεφάνη ότι, όπως και η ίδια η Εφεσείουσα λέγει, δεν επρόκειτο για τυριά ως γαλακτοκομικά προϊόντα αλλά για προϊόντα φυτικών ελαίων, τα προϊόντα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως απομιμήσεις τυριών για σκοπούς της συγκεκριμένης φορολογικής κλάσης. Η έννοια της απομίμησης εδώ αναφέρεται στα εμφανισιακά χαρακτηριστικά του προϊόντος και, ως εκ τούτου, παραμένει σθεναρή η αντίληψη του Τελωνείου ότι τα προϊόντα έφεραν τα χαρακτηριστικά του τυριού αλλά δεν ήσαν τυριά. Και δεν είναι ορθή η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η κατάταξη των προϊόντων ως «απομιμήσεις τυριών» εβασίσθη στο απλοϊκό non sequitur - που θα ήταν - ότι εφ΄ όσον αυτά δεν ήσαν τυριά πρέπει να ήσαν απομιμήσεις τυριών. Θεωρούμε την έρευνα στην οποία προέβη το Τελωνείο ως γενομένη στην ορθή βάση και ως πλήρη και την κατάληξη της ως επαρκώς αιτιολογημένη και μη πεπλανημένη.»
Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η διοίκηση προέβη σε ορθή και πλήρη έρευνα. Οι αναγραφές επί των ετικέτων των προϊόντων ως προς την σύστασή τους αποτελεί έναν καθόλα ασφαλή τρόπο διαπίστωσης της φύσης των προϊόντων, έχοντας υπόψη ότι οι εφεσείοντες εισάγουν και διαθέτουν αυτά τα προϊόντα στην αγορά, στη βάση των προδιαγραφών του κατασκευαστή. Είναι άξιον απορίας πώς οι εφεσείοντες θεωρούν ότι θα ήταν πιο αξιόπιστα τα αποτελέσματα έρευνας κατά πόσο γευστικά ή από πλευράς των καταναλωτών τα προϊόντα θεωρούνταν τυριά. Ακόμα και η χημική ανάλυση των προϊόντων θέτει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του ίδιου του προϊόντος, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε ουσιαστικής αμφισβήτησης των συμπερασμάτων των εφεσιβλήτων ως προς τα συστατικά τους στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για την έρευνα μέσω διαδικτύου. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόκειται για επίσημες ιστοσελίδες διεθνών οργανισμών, με αρμοδιότητα για τέτοια ζητήματα και διεθνώς αναγνωρισμένες. Επιπρόσθετα, οι εφεσίβλητοι έλαβαν υπόψη έρευνα που είχε διαξάγει ο εξειδικευμένος Τομέας Ονοματολογίας του Αρχιτελωνείου για άλλη παρόμοια υπόθεση στο παρελθόν, και τις σχετικές πληροφορίες που λήφθηκαν από το Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης Τροφίμων της FAO/WHO (Παράρτημα 41 στην Ένσταση), καθώς και επιστολή της ειδικού Δρ Φρόσως Χατζηλουκά (Παράρτημα 42) και δύο σχετικές καθοδηγητικές εγκυκλίους του Τμήματος Τελωνείων (Παραρτήματα 43 και 44).
Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι καθ΄υπέρβαση της εξουσίας που τους παρείχε ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004, κατέταξαν τα επίδικα προϊόντα στην κλάση 12, του Μέρους Γ, του Τέταρτου Παραρτήματος, στη βάση και μόνο ότι τα επίδικα προϊόντα δεν είναι τυριά. Τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν προωθήθηκε ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και, σύμφωνα με την νομολογία, δεν μπορεί να εξεταστεί για πρώτη φορά κατ΄ έφεση (βλ. Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 672 και Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 389). Παρά ταύτα, εξετάσαμε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και δεν κρίνουμε ότι έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχαν (βλ. Frangoullides v. Republic (1966) 3 CLR 20 και Stylianides v. Republic (1973) 3 CLR 364).
Κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν η διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παραβαίνει το σκοπό του γράμματος και του πνεύματος του νόμου (Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 ΑΑΔ 284). Σχετική είναι και η πιο κάτω αναφορά από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 269:
«Γενικώς παρατηρείται ότι η τάσις της νομολογίας είναι ν΄ αποφεύγει την ακύρωσιν των διοικητικών πράξεων δια κατάχρησιν εξουσίας, φειδόμενη του λόγου τούτου και δεχόμενη αυτόν μόνον εις χαρακτηριστικάς περιπτώσεις έκδηλου και πλήρως αποδεικνυόμενης απομακρύνσεως από του σκοπού του νόμου.»
Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός των πλαισίων του Νόμου. Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στον πρώτο λόγο έφεσης, η δασμολογική κατάταξη των επιδίκων προϊόντων δεν ήταν αυθαίρετη. Ούτε θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί αναδρομική επιβολή φορολογίας, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες στην αιτιολογία του δεύτερου αυτού λόγου έφεσης, παρά το ότι δεν τον αναπτύσσουν στο περίγραμμά τους.
Δυνάμει του άρθρου 24 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, μπορεί να εκδοθεί βεβαίωση φόρου 6 χρόνια μετά την ημέρα που ο φόρος κατέστη απαιτητός, η οποία περίοδος επιμηκύνεεται στα 12 χρόνια σε περιπτώσεις δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του υπόχρεου προσώπου. Εδώ, οι φόροι έπρεπε να καταβληθούν κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων, σύμφωνα με τον σχετικό Νόμο και τους Κανονισμούς, όμως δεν καταβλήθηκαν, ένεκα της παραλείψεως των εφεσειόντων.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τον ισχυρισμό τους ότι η ονομασία «απομίμηση τυριού» παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός (ΕΟΚ) 1898/87 περιέχει πρόνοιες οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή του στο εμπόριο. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού και της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Union Deutsch Lebensmittelwerke GmbH v. Schutzverband gegen Unwesen in der Wirtschaftev (Υπόθεση C-101/98), όπου ο Κανονισμός έτυχε εξέτασης, ο όρος τυρί δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε προϊόντα που δεν έχουν τα συστατικά στοιχεία που προνοεί το σχετικό Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, ο όρος «απομίμηση τυριού» στην κλάση 12 Μέρος Γ, Παράρτημα 4, του Ν.91(Ι)/2004 είναι παράνομος, καθότι αντίκειται στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και νομολογία του ΔΕΕ. Ο δε συνδυασμός του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Οδηγίας 79/112/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 89/395/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14.7.1989, περί προσέγγισης των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή, καθώς επίσης και της διαφήμισης τους και της απαγόρευσης, βάσει της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας και νομολογίας, οδηγεί, σύμφωνα με τον συνήγορο των εφεσειόντων, στο συμπέρασμα ότι στην εσωτερική νομοθεσία ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να περιλαμβάνονται ονομασίες προϊόντων τροφίμων, οι οποιες αντίκεινται στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι, εφόσον τα επίδικα προϊόντα δεν ονομάζονται «τυριά», δεν υπάρχει παράβαση του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1898/87. Το δε Τμήμα Τελωνείων κατατάσσει ένα προϊόν σε κάποια δασμολογική κλάση για σκοπούς επιβολής φόρων κατανάλωσης και μόνο, χωρίς να καθορίζει την ονομασία πώλησης του προϊόντος στην αγορά.
Η θέση των εφεσιβλήτων επί του προκειμένου είναι ορθή. Συνακόλουθα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση των εφεσειόντων ότι υπάρχει παραβίαση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας (βλ. DPD MILK PRODUCTS LTD ν. Υπουργείου Οικονομικών, δια του Τμήματος Τελωνείων (πιο πάνω)).
Χωρίς έρεισμα βρίσκουμε και την εισήγηση των εφεσειόντων ότι λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι δεν ήταν προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.
Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αιτιολογήσουν την απόφασή τους να κατατάξουν τα επίδικα προϊόντα στην κατηγορία των «απομιμήσεων τυριών».
Στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τόσο οι νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων λήφθηκε η απόφαση για την επιβολή του φόρου, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης. Γίνεται επίσης αναφορά στο περιεχόμενο των δύο σχετικών Εγκυκλίων του Τμήματος Τελωνείων με αριθμούς 77 και 79. Η αιτιολογία συμπληρώνεται, περαιτέρω, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Ως προς την ισχυριζόμενη πλάνη, αυτή εδράζεται, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, στην κατάταξη των επίδικων προϊόντων στη δασμολογική κλάση 21.06 και 19.01, κάτι με το οποίο έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω στην απόφασή μας. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα προϊόντα των εφεσειόντων, μετά από δέουσα έρευνα, εύλογα ταξινομήθηκαν ως απομιμήσεις και, επομένως, δεν μπορούσαν να καταταγούν στη σχετική κατηγορία άλλων τυριών. Ακόμη και ως απομιμήσεις, αν δεν καλύπτοναι από την κυρίως κλάση 21.06, αλλά ταξινομούνται στην υποκατηγορία «άλλων» απομιμήσεων 21.06.90, σε τίποτε δε θα ωφελούσε τους εφεσείοντες.
Η απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 90 της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο απαγορεύει σε κράτη μέλη της να επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα εσωτερικές φορολογίες σε εισαγόμενα προϊόντα άλλων κρατών μελών, οι οποίες έμμεσα αποσκοπούν στην προστασία εγχώριων προϊόντων, και ότι η παλαιότερη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο τροποποιήθηκε, γιατί ήταν ασύμβατη με το Άρθρο 90 της Συνθήκης, αποτέλεσε άλλο λόγο έφεσης.
Το Άρθρο 90 της Συνθήκης προβλέπει ότι:
«90. Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανώτερους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»
Το πιο πάνω Άρθρο αφορά σε ομοειδή εισαγόμενα προϊόντα, για τα οποία αποσκοπεί να αποτρέψει τη δημιουργία από κράτη-μέλη συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού υπέρ των αντίστοιχων εγχώριων. Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα ομοειδών προϊόντων, εφόσον πρόκειται για προϊόντα «απομιμήσεις», με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 90. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι γίνεται προσπάθεια προστασίας της εγχώριας σχεδόν ανύπαρκτης παραγωγής προϊόντων, όπως των επίδικων, η οποία οδηγεί σε παραβίαση της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, έκρινε ότι το εγειρόμενο ζήτημα, κατά πόσο η εγχώρια παραγωγή είναι ή όχι ανύπαρκτη, ώστε να χρήζει προστασίας, είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας, κάτι το οποίο απέτυχαν να πράξουν οι εφεσείοντες.
Δε διαπιστώνουμε την ύπαρξη σφάλματος στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Για να διαπιστωθεί κατά πόσο δύο προϊόντα είναι ομοειδή, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (Rewe-Zentrale, C-45/75 και John Walker & Sons Ministeriet for Scatter, C-243/84 [1986] ECR875), θα πρέπει να γίνει εκτενής και τεκμηριωμένη ανάλυση κατά πόσο αυτά έχουν παρεμφερείς ιδιότητες και ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες, καθώς και όλα τα χαρακτηριστικά των δύο προϊόντων. Απαιτείται ανάλυση ανάλογη με αυτή που προβαίνει για να καθορίζει τη «σχετική αγορά» στα πλαίσια διαπίστωσης παράβασης του Άρθρου 82 της Συνθήκης. Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία που να μπορούν να αποδείξουν, στο βαθμό που απαιτείται, ότι τα προϊόντα που εισάγουν και τα τυριά είναι ομοειδή προϊόντα.
Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συναφής με τον προηγούμενο λόγο έφεσης είναι και ο 12ος λόγος, με βάση τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την αίτηση των εφεσειόντων ημερομηνίας 30.10.2009 για προσκόμιση μαρτυρίας προς απόδειξη των ισχυρισμών τους ότι η εγχώρια παραγωγή υποκατάστατων ή απομιμήσεων τυριών ήταν ασήμαντη.
Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, οι εφεσείοντες εξέτασαν το ενδεχόμενο να τροποποιήσουν τη βάση της προσφυγής τους, ενόψει εκδοθείσας ενδιάμεσης απόφασης και το Δικαστήριο στις 9.7.2009 έδωσε προθεσμία τριών εβδομάδων στους εφεσείοντες για να προβούν σε όποιο ένδικο μέσο επιθυμούσαν. Τελικά, καταχωρήθηκε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στις 30.10.2009, ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις στις 3.11.2009. Το Δικαστήριο, την ημέρα εκείνη, αγνόησε τη σχετική αίτηση, καθότι αυτή καταχωρίστηκε εντός περιόδου 16 με 17 εβδομάδων μετά τη δοθείσα προθεσμία, χωρίς την προγενέστερη λήψη άδειας.
Αποτελεί νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας, όταν αυτή κρίνεται αναγκαία. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν εξέτασε την υποβληθείσα αίτηση, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αυτό που ουσιαστικά έγινε είναι η απόρριψη αιτήματος για αναβολή της υπόθεσης που ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία για το λανθασμένο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το θέμα αυτό. Συνεπώς, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ