ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C48
(2015) 3 ΑΑΔ 16
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 85/2010)
(Υπόθεση Αρ. 1324/2007)
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστές]
ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η Αίτηση.
----------
Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον
Εφεσίβλητο.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις 29.12.2006 απέστειλαν μέσω του συνηγόρου τους επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών, με την οποία ζητείτο «. αναγνώριση, στα εκ μητρογονίας τέκνα προσφύγων μανάδων, της ιδιότητας Κύπριου πρόσφυγα», με αναφορά σε διάφορα δικαιώματα που στερούνταν οι αιτητές ως πρόσφυγες εκ μητρογονίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Νόμος 141(Ι)/2002, όπως έχει τροποποιηθεί):
«119. Εκτοπισθείς θεωρείται το πρόσωπο του οποίου -
(α) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές και η οποία κατέστη απροσπέλαστη
(β) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, η οποία ελέγχεται από την Ειρηνευτική Δύναμη ή αν εκκενώθηκε και διατέθηκε για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς:
Νοείται ότι τα παιδιά των οποίων ο πατέρας είναι εκτοπισθείς θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και, συνεπώς, για σκοπούς του Νόμου αυτού, θεωρούνται εκτοπισθέντες από το ίδιο μέρος από το οποίο προέρχεται ο πατέρας τους:
Νοείται περαιτέρω ότι τα πρόσωπα που είχαν πριν και μέχρι την εισβολή τη συνήθη διαμονή τους στις ελεύθερες περιοχές, λόγω του επαγγέλματος τους, αλλά η κατοικία ή/και η ακίνητη ιδιοκτησία τους βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, θεωρούνται, για σκοπούς του Νόμου αυτού εκτοπισθέντες:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι τα πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν την προσωρινή διαμονή τους στο εξωτερικό και εφόσον δεν ήταν μετανάστες, αλλά η κατοικία τους ή/και ακίνητη ιδιοκτησία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές, θεωρούνται για σκοπούς του Νόμου αυτού εκτοπισθέντες.»
Στις 27.7.2007 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Αρχείου Πληθυσμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2007 (Νόμος 123(Ι)/2007), ο οποίος εισήγαγε στο βασικό Νόμο το πιστοποιητικό εκτοπισμένου, δυνάμει καταγωγής, με την προσθήκη του ακόλουθου νέου άρθρου 121Α:
«121 Α.(1) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, πρόσωπο, του οποίου ο πατέρας ή η μητέρα θεωρείται εκτοπισθείς ή εκτοπισθείσα, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 119, μπορεί να ζητήσει από το Διευθυντή την έκδοση σ΄ αυτόν, πιστοποιητικού εκτοπισμένου δυνάμει καταγωγής στον τύπο που καθορίζεται στον Πέμπτο Πίνακα του παρόντος Νόμου.
(2) Το πιστοποιητικό, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), βεβαιώνει ότι το πρόσωπο που καθορίζεται σ΄ αυτό, είναι τέκνο εκτοπισθέντος γονέα με τον ίδιο τόπο καταγωγής, νοουμένου ότι η καταγωγή του είναι η ίδια με εκείνην που έχει καταχωρηθεί στο οικείο μητρώτο γεννήσεων, κατά τις πρόνοιες του άρθρου 8 ή, μετά από διόρθωση του Αρχείου, κατά τις πρόνοιες του άρθρου 40.
(3) Το πιστοποιητικό, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), δεν συνδέεται με οποιαδήποτε εκλογικά δικαιώματα ή εκλογική διαδικασία και δεν καθιστά τον κάτοχό του δικαιούχο οποιασδήποτε κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος.»
Στις 3.4.2008, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απάντησε στην επιστολή των αιτητών της 29.12.2006, η οποία προηγήθηκε της τροποποίησης του Νόμου, με την οποία τους πληροφορούσε για την τροποποίηση που επήλθε, καθώς επίσης και για την ύπαρξη διαλόγου στο Υπουργείο Εσωτερικών με στόχο την περαιτέρω μελέτη του θέματος.
Ακολούθησε στις 13.9.2007 καταχώρηση προσφυγής με την οποία ζητούντο οι ακόλουθες θεραπείες:
Α. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα των αιτητών σε εύλογο χρόνο μετά τις 29.12.2006 και/ή η παράλειψη να απαντήσουν επί της ουσίας του αιτήματος, όπως αυτό υποβλήθηκε στις 29.12.2006, είναι άκυρη, στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή δεν έπρεπε να είχε προκύψει και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί.
Β. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η επιφύλαξη/διευκρίνιση του άρθρου 119 του Νόμου 141(Ι)/2002 που κάνει διάκριση μεταξύ των παιδιών που έχουν πατέρα εκτοπισθέντα ή μητέρα εκτοπισθείσα, είναι αντισυνταγματική, καθότι παραβιάζει μεταξύ άλλων, το άρθρο 28 του Συντάγματος και το άρθρο 14 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.»
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, έκρινε ότι η τεκμαιρώμενη άρνηση των εφεσιβλήτων να ικανοποιήσουν το αίτημα των εφεσειόντων δεν είναι εκτελεστή, αφού δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, «το νομικό πλαίσιο όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του Νόμου, παρέχει στους αιτητές τη δυνατότητα οι ίδιοι να αποταθούν για την έκδοση σε αυτούς, σε περίπτωση που πληρούν τις προϋποθέσεις, του πιστοποιητικού εκτοπισμένου.» Περαιτέρω, σε συνάρτηση με τη θεραπεία που αποτελεί το αντικείμενο του αιτητικού Β, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία στα πλαίσια του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος να κηρυχθεί ευθέως συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη ως αντισυνταγματική.
Εκκρεμούσης της έφεσης, με βάση το Ν.174(Ι)/2013, επήλθε περαιτέρω τροποποίηση του Νόμου και ειδικότερα στο άρθρο 119, με την προσθήκη πρόσθετης επιφύλαξης στο τέλος του εν λόγω άρθρου, ως ακολούθως:
«Νοείται περαιτέρω ότι, τα παιδιά των οποίων μόνο η μητέρα είναι εκτοπισθείσα θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και θεωρούνται εκτοπισθέντες από το μέρος από το οποίο προέρχεται η μητέρα τους, αποκλειστικά για σκοπούς οποιασδήποτε κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος που παραχωρείται σε εκτοπισθέντες, χωρίς ο τόπος καταγωγής τους να συνδέεται με οποιαδήποτε εκλογικά δικαιώματα ή εκλογική διαδικασία.»
Μετά από αυτή την εξέλιξη, τέθηκε θέμα κατά πόσο η παρούσα έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου, αφού οι εφεσείοντες έχουν ικανοποιηθεί ως προς τα αιτήματά τους, με την τροποποίηση που επήλθε στο Νόμο. Ο συνήγορος των εφεσειόντων προέβαλε ότι υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς και σε τούτο επικεντρώθηκε η αγόρευση των συνηγόρων.
Ο κ. Ιωσηφίδης επικαλέστηκε παραβίαση των συμφερόντων των εφεσειόντων από της θέσπισης του Νόμου 141(Ι)/2002 μέχρι τις 27.12.2013 που θεσπίστηκε ο Νόμος 174(Ι)/2013, περίοδο κατά την οποία δεν μπορούσαν να αιτηθούν οποιαδήποτε κρατική παροχή ή άλλο ωφέλημα που παραχωρείται σε εκτοπισθέντες εκ πατρογονίας υφιστάμενοι ως εκ τούτου ζημίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε ότι η τροποποίηση του Νόμου έγινε λόγω της αντισυνταγματικότητας του προηγούμενου Νόμου. Παραμένει όμως, όπως εισηγήθηκε, παραβίαση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των εκ μητρογονίας εκτοπισθέντων.
Από την άλλη, η κα Ουστά εισηγήθηκε ότι δεν έχει καταδειχθεί κατάλοιπο ζημιάς στην παρούσα περίπτωση και ότι ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης των εκ πατρογονίας με των εκ μητρογονίας προσφύγων σε συνάρτηση με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για ύπαρξη κατάλοιπου ζημιάς στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Η συνήγορος τόνισε επίσης ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να εφεσιβάλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της προδικαστικής ένστασης, καθιστά την παρούσα έφεση απορριπτέα.
Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973, που επικαλέστηκαν και οι δύο πλευρές, αποφασίστηκε ότι ο εφεσείων διατηρεί το έννομό του συμφέρον προς συνέχιση της δίκης, αν, παρά την ανάκληση της πράξης, προκαλούνται βλαπτικές συνέπειες στα συμφέροντά του. Η ορθότητα της πιο πάνω προσέγγισης επιβεβαιώθηκε στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490, στην οποία έγινε επίσης και ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας. Στις σελίδες 499-500 επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου είναι ορθή και εφαρμόζεται απόλυτα στην ενώπιόν μας περίπτωση. Ενόψει την ανάκλησης της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, η διοίκηση δεν θα έχει να συμμορφωθεί με τίποτε προς όφελος του αιτητή-εφεσείοντα ούτε θα έχει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε αξίωσή του σε περίπτωση που θα επακολουθήσει ακυρωτική απόφαση. Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατόν, δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, να υπέστη ο αιτητής-εφεσείων οποιαδήποτε ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε (αφού δεν είχε αξίωση για προαγωγή αλλά μόνον προσδοκία) ώστε να τίθεται καν θέμα αξίωσης του για αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο.»
Βέβαια στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται για ανάκληση διοικητικής πράξης, αλλά για τροποποίηση νομοθεσίας στη βάση της οποίας αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πρόσφυγα και στα παιδιά των οποίων μόνο η μητέρα είναι εκτοπισθείσα. Συνακόλουθα, οι εφεσείοντες μπορούν τώρα να αιτηθούν τη λήψη κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος που παραχωρείται σε εκτοπισθέντες. Το γεγονός, όμως, ότι με τη νομοθεσία, ως είχε προηγουμένως, δεν μπορούσαν να ευεργετηθούν από τα ωφελήματα αυτά, δεν καταδεικνύει την ύπαρξη οποιασδήποτε ζημιάς ώστε να τίθεται θέμα αξίωσης τους για αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα να είχαν αιτηθεί κρατικές παροχές και άλλα ωφελήματα θα δημιουργούσε μόνο προσδοκία για την λήψη τους. Ουδέποτε οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέλος των εφεσειόντων, αλλά ούτε και οι ίδιοι οι εφεσείοντες (αν είχαν δικαίωμα), αιτήθηκαν οποτεδήποτε την παροχή κρατικής χορηγίας ή άλλου ωφελήματος ώστε να συγκεκριμενοποιήσουν το ζήτημα. Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν καταδείξει βλαπτικές συνέπειες στα συμφέροντά τους, όπως απαιτείται από τη νομολογία.
Το εγειρόμενο όμως ζήτημα στην παρούσα υπόθεση έχει, εν πάση περιπτώσει, καταστεί θεωρητικό. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τις προδικαστικές ενστάσεις που υπεβλήθησαν από τους εφεσίβλητους, έκρινε ότι η άρνηση της διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα των εφεσειόντων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε και αυτό προδιαγράφει και την τύχη της παρούσας έφεσης. Ως προς την εγειρόμενη αντισυνταγματικότητα του Νόμου, όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί αυτοτελώς να κριθεί στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας με βάση του Άρθρο 146.4 του Συντάγματος (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530[1]). Ούτε βέβαια θα μπορούσαμε να εξετάσουμε ισχυριζόμενες παραβιάσεις του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των εκ μητρογονίας εκτοπισθέντων, στο τροποποιημένο άρθρο 119 που επέφερε ο Νόμος 174(Ι)/2013, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 146. Είναι συνυφασμένες με το αντικείμενο της αναθεώρησης, την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση η ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται και την αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης με το διατακτικό να εκτελεστεί παν παραλειφθέν. Η τελευταία θεραπεία δεν μας αφορά∙ σχετίζεται αποκλειστικά με παραλείψεις στην εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο οριστικοποιεί ο νόμος. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται.»