ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C237
(2014) 3 ΑΑΔ 87
2 Απριλίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ'ων η αίτηση,
v.
ΟΛΓΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΟΡΑΚΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 29/2010)
Έννομο Συμφέρον ― Ιδιοκτήτη μικρού μεριδίου ακινήτου, να προσβάλει το διάταγμα απαλλοτρίωσης του όλου ακινήτου «ερήμην» των λοιπών συνιδιοκτητών ― Το Σύνταγμα και η σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή του όλου πλαισίου στα επίδικα γεγονότα.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Κατά πόσο η γενική αρχή που προβλέπεται στο Άρθρο 21 του Ν.158(Ι)/99 είναι δυνατόν να αλλοιωθεί, εκ του λόγου ότι οι συνεδρίες συγκεκριμένου συλλογικού οργάνου είναι δημόσιες ― Ειδικά η περίπτωση παρακαθημένων σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Obiter dicta ―Έννοια, σε αντιδιαστολή προς την ratio δικαστικής απόφασης ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Οι εφεσείοντες επεχείρησαν να ανατρέψουν την πρωτόδικη κρίση, με την οποία είχε ακυρωθεί το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η εφεσίβλητη, ούσα συνιδιοκτήτρια έστω και μικρού μεριδίου του επηρεαζόμενου ακινήτου, δικαιούται υπό την εν λόγω ιδιότητά της να απολαμβάνει πλήρως του συνόλου των δικαιωμάτων που το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, παρέχει στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, περιλαμβανομένου του δικαιώματος να προσβάλει τη διοικητική πράξη της απαλλοτρίωσης. Το συγκεκριμένο δικαίωμα της η εφεσίβλητη, όχι μόνο μπορεί να το ασκήσει από κοινού και/ή συλλογικά με τους άλλους τρεις συνιδιοκτήτες, αλλά και από μόνη της ως ιδιοκτήτρια, έστω και μικρού σε σύγκριση με των άλλων συνιδιοκτητών τα μερίδια, μεριδίου.
2. Σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων, όπως η εν λόγω αρχή διαμορφώθηκε από τη νομολογία, ελληνική και κυπριακή, η συμμετοχή στη συνεδρία ενός τέτοιου διοικητικού οργάνου, προσώπου, έστω και ενός ξένου, προς τη νόμιμη συγκρότηση του, επηρεάζει άμεσα το νόμιμο της συγκρότησης του και καθιστά τις αποφάσεις του άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Η αυστηρή αυτή προσήλωση της νομολογίας στον κανόνα που κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 21 του Νόμου 158(Ι)/99 και γενικά στο σύνολο των κανόνων του διοικητικού δικαίου που οδήγησαν στη διαμόρφωση της εν λόγω γενικής αρχής, αποσκοπεί, αφενός στην προστασία του αρμόδιου οργάνου από την οποιαδήποτε παρέμβαση, οσοδήποτε απομακρυσμένη και αν φαίνεται και αφετέρου στην προστασία του διοικούμενου, διότι εξασφαλίζουν τη διερεύνηση της υπόθεσης που τον αφορά αυστηρά από τα πράγματι αρμόδια σώματα. Δεν βλέπουμε πώς είναι δυνατό να υπάρχει περιθώριο απόκλισης από την εν λόγω αρχή, επειδή οι συνεδριάσεις είναι δημόσιες.
3. Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης, περιοριζόμαστε στην επισήμανση πως αυτά για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες δεν αποτελούν το σκεπτικό (ratio) της απόφασης. Αποτελούν obiter dicta και συνεπώς δεν είναι δεσμευτικά. Επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,
Χριστοδούλου εμπορευόμενη υπό την εμπορική επωνυμία Argyroulla General Cleaning Service v. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθ. Αρ. 250/2011, ημερ. 25.2.2013,
Medcon Construction Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441,
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ 145,
Δρουσιώτης κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 1086/99, ημερ. 4.7.2001,
F. Hoffmann-La-Roche and Company v. The Attorney-General of the Republic (1983) 1(B) C.L.R. 994,
Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Company, Limited [1934] 3 K.B. 132,
Abdulhamid v. The Republic (1961) C.L.R. 400,
Χατζηϊωάννου, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Θησέα Βιολάντη ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1270.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 2438/06), ημερ. 27/1/10.
Αλ. Ταλιαδώρος με Μ. Λαπέρτα (κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Κορακίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, μια από τους τέσσερις συνιδιοκτήτες, μικρότερου όμως μεριδίου σε σύγκριση με τους άλλους τρεις, ακινήτου, στην πόλη της Πάφου, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση διατάγματος απαλλοτρίωσης του ακινήτου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13/10/2006. Οι άλλοι τρεις συνιδιοκτήτες του ακινήτου δεν επεδίωξαν την ακύρωση του εν λόγω διατάγματος.
Στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας του πρωτόδικα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης πρόβαλε και τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες λειτούργησαν ως διοικητικό όργανο με κακή σύνθεση, ισχυρισμό τον οποίο όμως, δεν είχε περιλάβει στους νομικούς λόγους της προσφυγής. Στους νομικούς λόγους της προσφυγής, ως λόγους ακύρωσης, η εφεσίβλητη είχε προβάλει τη θέση ότι η απαλλοτρίωση έγινε για αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα για σκοπούς εξυπηρέτησης όμορου με το δικό της, ακινήτου, ιδιοκτησίας γνωστής ιδιωτικής εταιρείας, όπως και τις θέσεις ότι η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και ότι αυτή στερείτο αιτιολογίας.
Πέραν των ενστάσεων τους αναφορικά με την ουσία των λόγων ακύρωσης, οι εφεσείοντες ήγειραν με τη μορφή προδικαστικής ένστασης και τη θέση ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να ενστεί στην απαλλοτρίωση, ενόψει του ότι παρεμβάλλετο το συμφέρον των τριών άλλων εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την εγκυρότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Έννομο συμφέρον θα είχαν, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, μόνο από κοινού και οι τέσσερις συνιδιοκτήτες.
Αναφορικά με την ουσία των λόγων ακύρωσης, οι εφεσείοντες υιοθέτησαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις με την εφεσίβλητη, ενώ αναφορικά με τους ισχυρισμούς της τελευταίας περί λειτουργίας τους ως διοικητικού οργάνου με κακή σύνθεση, εισηγήθηκαν επίσης ότι το ζήτημα της κακής σύνθεσης δεν είναι δημόσιας τάξης και συνεπώς δεν θα πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν περιλήφθηκε στους νομικούς λόγους της προσφυγής, κατά παράβαση του Καν. 7(1) του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, σε συνδυασμό με τον Καν. 2(1).
Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή πρωτόδικα, αρχικά καταπιάστηκε με την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων περί απουσίας έννομου συμφέροντος από πλευράς της εφεσίβλητης, την οποία και απέρριψε ως εσφαλμένη. Έκρινε ότι το συμφέρον των τριών άλλων συνιδιοκτητών του ακινήτου, δεν παρεμβάλλεται προς αποκλεισμό των συμφερόντων του τέταρτου, ήτοι της εφεσίβλητης, το οποίο παραμένει, σύμφωνα με την κρίση του, ίδιο, άμεσο και προσωπικό.
Στη συνέχεια, ο αδελφός μας Δικαστής, καταπιάστηκε με το ζήτημα της κακής σύνθεσης των εφεσειόντων το οποίο, υπενθυμίζουμε, η εφεσίβλητη δεν είχε περιλάβει στους νομικούς λόγους της προσφυγής, είχε όμως προβάλει στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας της. Κρίνοντας πως το συγκεκριμένο ζήτημα συνιστούσε ζήτημα δημόσιας τάξης και συνεπώς θα μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, προχώρησε και το εξέτασε. Απορρίπτοντας ως εσφαλμένη την επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων - θέση στην οποία θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο με λεπτομέρεια - έκρινε ότι οι επιπτώσεις της παρουσίας των συγκεκριμένων υπηρεσιακών παραγόντων καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της συζήτησης και λήψης της επίδικης απόφασης, ήταν καταλυτική και επέφερε την ακυρότητα της πράξης.
Τέλος και αφού κατέληξε ότι ενόψει της ακύρωσης της επίδικης απόφασης λόγω κακής σύνθεσης των εφεσειόντων, δεν χρειαζόταν η ενασχόληση του με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, ο αδελφός μας Δικαστής προχώρησε και υπό μορφή obiter πλέον, ανέφερε στην απόφαση του και τα εξής:
"Θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη όζει εξυπηρέτησης αλλότριου σκοπού και όχι δημόσιας ωφελείας, έχοντας υπόψη ότι η όλη διαδικασία απαλλοτριώσεως είχε έναυσμα την εισήγηση ιδιωτικής εταιρείας για απαλλοτρίωση δεξαμενής που υφίστατο εντός του επιδίκου τεμαχίου και επηρέαζε την ανάπτυξη γειτονικού τεμαχίου ιδιοκτησίας της εταιρείας (το Παράρτημα Β στην ένσταση είναι σχετικό)."
Την πρωτόδικη κρίση, σε όλο της το εύρος, οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τρεις λόγους έφεσης. Τους παραθέτουμε και με αυτή τη σειρά θα τους εξετάσουμε:
"1. Πρώτος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εγερθείσα με το νομικό σημείο (α) της Ένστασης του Καθ'ου η Αίτηση προδικαστική ένσταση ότι η Αιτήτρια - ενόψει του γεγονότος ότι δεν ήταν απόλυτη ιδιοκτήτρια, αλλά εξ' αδιαιρέτου συνιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου - δεν νομιμοποιείτο και/ή στερείτο ίδιου και/ή προσωπικού και/ή άμεσου και/ή ενεστώτος εννόμου συμφέροντος στην προσβολή της επίδικης διοικητικής πράξης και/ή απόφασης (Διατάγματος Απαλλοτρίωσης) και/ή στην καταχώρηση Προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και/ή εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι η Αιτήτρια είχε ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον, το οποίο προσεβλήθη ευθέως από την επίδικη διοικητική πράξη.
2. Δεύτερος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τη σχετική επί του θέματος νομοθεσία, εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου, κατά τις Συνεδρίες του ημερ. 21.10.2003 και 20.6.2006 (βλ. Παραρτήματα «Α» και «Ζ» της Ένστασης), οι οποίες - ας σημειωθεί - ήσαν Δημόσιες Συνεδρίες, είχε αποφασίσει το επίδικο ζήτημα της απαλλοτρίωσης υπό κακή σύνθεση, επικαλούμενο ως δικαιολογία το γεγονός ότι πουθενά στα σχετικά πρακτικά δεν αναφέρεται ότι, πριν τα μέλη του συλλογικού οργάνου (Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου) συζητήσουν και λάβουν τις σχετικές αποφάσεις, αποχώρησαν από τις συνεδρίες οι παριστάμενοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
3. Τρίτος Λόγος Έφεσης
Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η προσβαλλόμενη πράξη όζει εξυπηρέτησης αλλότριου σκοπού και όχι δημόσιας ωφελείας, έχοντας υπόψη ότι η όλη διαδικασία απαλλοτριώσεως είχε έναυσμα την εισήγηση ιδιωτικής εταιρείας για απαλλοτρίωση δεξαμενής που υφίστατο εντός του επίδικου τεμαχίου και επηρέαζε την ανάπτυξη γειτονικού τεμαχίου ιδιοκτησίας της εταιρείας», είναι εσφαλμένο και/ή δεν δικαιολογείτο από τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και/ή όπως αυτά περιγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 20.6.2006 και στο επισυναπτόμενο σε αυτά Εσωτερικό Υπόμνημα ημερ. 9.6.2006, το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε το Δημοτικό Συμβούλιο (βλ. Παράρτημα «Ζ» της Ένστασης)."
Πρώτος λόγος έφεσης
Κατ' αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος, συνιστά θέμα πραγματικό και ως τέτοιο συναρτάται με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, αποφασίζεται δε στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης. Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι ο αιτητής νομιμοποιείται στην προσβολή μιας διοικητικής πράξης εφόσον, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης, είτε έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του από την απόφαση της διοίκησης. Με άλλα λόγια, το συμφέρον του αιτητή το οποίο επηρεάζεται από μια πράξη της διοίκησης μπορεί να είναι είτε υλικό είτε ηθικό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος (βλ. μεταξύ άλλων Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109).
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, στη σελ. 433:
"Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν."
Για σκοπούς ολοκλήρωσης του σχετικού με το συγκεκριμένο θέμα πλαισίου, κρίνουμε σκόπιμο να πούμε επίσης πως το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο καταχώρισης της προσφυγής, όσο και κατά το χρόνο ακρόασης της, ακόμα και κατ' έφεση. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να διατηρείται σε όλα τα στάδια της προσφυγής μέχρι και την τελική εκδίκαση.
Η θέση των εδώ εφεσειόντων, θέση την οποία είχαν προβάλει και πρωτόδικα, είναι πως, εφόσον η εφεσίβλητη δεν ήταν ιδιοκτήτρια του όλου μεριδίου του επηρεαζόμενου ακινήτου, αλλά συνιδιοκτήτρια, το συμφέρον της δεν ήταν έννομο, ή ίδιο, ή προσωπικό, αλλά κοινό και/ή συλλογικό με τους άλλους τρεις συνιδιοκτήτες. Επομένως, δεν νομιμοποιείτο να καταχωρίσει την προσφυγή από μόνη της.
Για σκοπούς τεκμηρίωσης της θέσης τους ότι η εφεσίβλητη στερείται έννομου συμφέροντος, οι εφεσείοντες στα πλαίσια της αιτιολογίας του πιο πάνω λόγου έφεσης (παράγραφος (ζ) της αιτιολογίας), προβάλλουν επίσης το επιχείρημα, επιχείρημα στο οποίο προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα με το περίγραμμα τους, ότι, εφόσον με την επίδικη απόφαση ακυρώθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης ολόκληρου του ακινήτου, τα δικαιώματα και/ή συμφέροντα των τριών άλλων συνιδιοκτητών, είχαν, ενόψει του ότι αυτοί δεν ενίσταντο στο διάταγμα, παραβιαστεί ανεπανόρθωτα και ενάντια στη θέληση τους, διότι δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν. Το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν προβλήθηκε πρωτόδικα.
Η εφεσίβλητη, επικαλούμενη την ιδιότητα της συνιδιοκτήτριας του ακινήτου, απορρίπτει τη θέση των εφεσειόντων ότι στερείται έννομου συμφέροντος. Ιδιαίτερα και σε σχέση με το επιχείρημα των τελευταίων που προβάλλεται στην παράγραφο (ζ) της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης, η εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας πως εκείνο που στην πραγματικότητα οι εφεσείοντες επιχειρούν με το συγκεκριμένο επιχείρημα τους να εισάξουν, υπό μορφή μάλιστα αιτιολογίας, είναι νέο νομικό ζήτημα, το οποίο δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, μας κάλεσε να το αγνοήσουμε.
Η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η εφεσίβλητη, ούσα συνιδιοκτήτρια, έστω και μικρού μεριδίου του επηρεαζόμενου ακινήτου, δικαιούται υπό την εν λόγω ιδιότητα της να απολαμβάνει πλήρως, του συνόλου των δικαιωμάτων που το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο υπενθυμίζουμε, προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, παρέχει στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, περιλαμβανομένου του δικαιώματος να προσβάλει τη διοικητική πράξη της απαλλοτρίωσης. Το συγκεκριμένο δικαίωμα της η εφεσίβλητη όχι μόνο μπορεί να το ασκήσει από κοινού και/ή συλλογικά με τους άλλους τρεις συνιδιοκτήτες, αλλά και από μόνη της ως ιδιοκτήτρια, έστω και μικρού σε σύγκριση με των άλλων συνιδιοκτητών τα μερίδια, μεριδίου. Ορθά κατά τη γνώμη μας ο αδελφός μας Δικαστής επισημαίνει στην απόφαση του, «δεν μπορεί κανόνας δικαίου να στερεί τον ένα εκ των συνιδιοκτητών από το δικαίωμα του να προσβάλει διοικητική πράξη απαλλοτρίωσης, με το σκεπτικό ότι οι άλλοι συνιδιοκτήτες αποδέχτηκαν τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης ή ακόμα και την αποζημίωση που τους προσφέρθηκε ... Το δικό τους συμφέρον δεν παρεμβάλλεται, όπως λανθασμένα εισηγείται ο συνήγορος, προς αποκλεισμό του συμφέροντος του συνιδιοκτήτη, εδώ της αιτήτριας, το οποίο παραμένει ίδιο, άμεσο και προσωπικό».
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Κατ' αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο κ. Ταλιαδώρος, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, τελικά, ορθά κατά τη γνώμη μας, δεν επέμενε στην προβληθείσα πρωτοδίκως εισήγηση του, ότι τα άτομα για των οποίων την παρουσία κατά τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης, η εφεσείουσα παραπονείται, αποχώρησαν από τη συνεδρίαση πριν τη λήψη της απόφασης, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν έχει καταγραφεί στα πρακτικά.
Αναφορικά με την ουσία της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του κ. Ταλιαδώρου, αυτή περιστρέφεται γύρω από την εξής θέση: Επειδή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 43* του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/85, όπως τροποποιήθηκε και αυτές της παρ. 2** του Δεύτερου Πίνακα (Κανονισμός Συνεδριάσεων και Εργασιών Συμβουλίου) του Νόμου αρ. 111/85, αλλά και των Κανονισμών 4, 5 και 6*** του περί Συγκλίσεως και Λειτουργίας του Δημοτικού Συμβουλίου Κανονισμού του Δήμου Πάφου, Κ.Δ.Π. 369/97, που εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 43, οι συνεδρίες των εφεσειόντων είναι κατά κανόνα δημόσιες, αυτές υπερισχύουν των προνοιών του Άρθρου 21**** του Ν. 158(Ι)/99 και συνεπώς οι υπηρεσιακοί παράγοντες, για την παρουσία των οποίων παραπονείτο η εφεσείουσα, δικαιωματικά ήταν παρόντες.
Επικαλούμενος την απόφαση στην Χριστοδούλου εμπορευόμενη υπό την εμπορική επωνυμία Argyroulla General Cleaning Service v. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 250/2011, ημερομηνίας 25/2/2013, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι το αδιάβλητο της επίδικης απόφασης, διασφαλίζεται βασικά από τη δημόσια ακρόαση που διεξήχθη ενώπιον του κοινού και συνεπώς αποδοχή του επιχειρήματος ότι, για να είναι νόμιμη η σύνθεση, τα συγκεκριμένα άτομα, όφειλαν, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης να απομακρυνθούν από το τραπέζι της συνεδρίασης και αν ήθελαν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση, να την παρακολουθήσουν από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για το κοινό, συνιστούσε τυπολατρία και εμπαιγμό των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση του αμερόληπτου της απόφασης.
Η πιο πάνω θέση του κ. Ταλιαδώρου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως πολύ εύστοχα στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται:
"Το Άρθρο 21 αποτελεί το απαύγασμα και την κωδικοποίηση της λαμβανόμενης στο ζήτημα νομολογίας. Δεν είναι γενικό άρθρο ώστε να επικρατεί έναντι αυτού η ειδική νομοθεσία του περί Δήμων Νόμου. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η σχετική νομοθεσία, που προνοεί για δημόσιες συνεδριάσεις των καθ'ων, πρέπει να διαβιβάζεται υπό το φως του Άρθρου 21."
Σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων, όπως η εν λόγω αρχή διαμορφώθηκε από τη νομολογία, ελληνική και κυπριακή, η συμμετοχή στη συνεδρία ενός τέτοιου διοικητικού οργάνου, προσώπου, έστω και ενός ξένου προς τη νόμιμη συγκρότηση του, επηρεάζει άμεσα το νόμιμο της συγκρότησης του και καθιστά τις αποφάσεις του άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. (Medcon Construction Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441). Ακόμα και απλή παρουσία τρίτων στη λήψη απόφασης, επενεργεί καταλυτικά στην εγκυρότητα της (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ 145). Η αυστηρή αυτή προσήλωση της νομολογίας στον κανόνα που κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 21 του Νόμου 158(Ι)/99 και γενικά στο σύνολο των κανόνων του διοικητικού δικαίου που οδήγησαν στη διαμόρφωση της εν λόγω γενικής αρχής, αποσκοπεί, αφενός στην προστασία του αρμόδιου οργάνου από την οποιαδήποτε παρέμβαση, οσοδήποτε απομακρυσμένη και αν φαίνεται και αφετέρου στην προστασία του διοικούμενου διότι εξασφαλίζουν τη διερεύνηση της υπόθεσης που τον αφορά αυστηρά από τα πράγματι αρμόδια σώματα. Δεν βλέπουμε πώς είναι δυνατό να υπάρχει περιθώριο απόκλισης από την εν λόγω αρχή, επειδή οι συνεδριάσεις είναι δημόσιες. Εξάλλου και οι πρόνοιες του Κανονισμού 5(β), τις οποίες έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω και οι οποίες δεν θέλουν καμιά ανάμιξη ή παρέμβαση από το κοινό που παρακολουθεί τις συνεδριάσεις, βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε από το Δικαστή Νικήτα στην Δρουσιώτης κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 1086/99, ημερομηνίας 4/7/2001, «Ο κανόνας εξυπηρετεί την αρχή της διαφάνειας, αλλά δεν μεταβάλλει τους κανόνες που αφορούν τη σύνθεση και λειτουργία ενός συλλογικού οργάνου».
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης
Αναφορικά με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, περιοριζόμαστε στην επισήμανση πως αυτά για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες και τα οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω, δεν αποτελούν το σκεπτικό (ratio) της απόφασης. Αποτελούν obiter dicta και συνεπώς δεν είναι δεσμευτικά. Επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης. Ως προς το τι συνιστά obiter dicta, πλήρως κατατοπιστική είναι η απόφαση F. Hoffmann-La-Roche and Company v. The Attorney-General of the Republic (1983) 1(B) C.L.R. 994, στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Company, Limited [1934] 3 K.B. 132, το οποίο και υιοθετούμε:
"I should like to say a word regarding a point which was taken by the learned counsel for the appellant when he was discussing the case of Dew v. United British Steamship Co. (1). There is no question that the three learned judges who decided that case stated in emphatic and unambiguous language that contributory negligence is a good defence to an action of this class; but it is said that that expression of opinion can be disregarded in this Court because it was not necessary for the purpose of deciding that case that opinion should be expressed. I do not agree, any more than the other members of this Court, that that expression of opinion was in fact unnecessary, and it appears to me that it is not legitimate to say that it should be disregarded. It is of course perfectly familiar doctrine that obiter dicta, though they may have great weight as such, are not conclusive authority. Obiter dicta in this context means what the words literally signify - namely, statements by the way. It a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case and the reasons for the decision. It seems to me, however, to be an abuse of language to describe as obiter dicta the deliberate pronouncements in Dew's case (1), which were all made expressly as reasons for the decision to which the Court there came, and even if I did not assent to them, I should certainly regard these pronouncements as authoritative."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Abdulhamid v. The Republic (1961) C.L.R. 400, Χατζηϊωάννου, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Θησέα Βιολάντη ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1270.
Ως αποτέλεσμα και ο πιο πάνω λόγος έφεσης αποτυγχάνει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €2.000 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.